Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης για τον Τσιτσάνη & το «Ουζερί» του

(VIDEO & PHOTOS) Μια συνέντευξη με το συγγραφέα του «Ουζερί Τσιτσάνης» και τραγούδια του συνθέτη από τους Ευτυχία Μητρίτσα, Νίκο Τατασόπουλο & Άκη Κατσουπάκη.
Ο Γιώργος Σκαμπαρδώνης για τον Τσιτσάνη & το «Ουζερί» του Φωτογραφία: Κίκα Α. Ρόκα
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Στα πλαίσια των «Συναντήσεων με συγγραφείς» στο café του Ιανού, ο Νίκος Θρασυβούλου υποδέχτηκε το βράδυ της Τετάρτης 14 Οκτωβρίου 2015 το Γιώργο Σκαμπαρδώνη, συγγραφέα, μεταξύ άλλων, του βιβλίου «Ουζερί Τσιτσάνης», πάνω στο οποίο βασίζεται η ομώνυμη ταινία του Μανούσου Μανουσάκη, που κάνει πρεμιέρα στις κινηματογραφικές αίθουσες στις 3 Δεκεμβρίου.

«Εμβληματική φυσιογνωμία της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης» χαρακτήρισε ο Νίκος Θρασυβούλου το Γιώργο Σκαμπαρδώνη, προλογίζοντας την εκδήλωση και παρουσιάζοντας τους συμμετέχοντες μουσικούς, Ευτυχία Μητρίτσα στο τραγούδι, Νίκο Τατασόπουλο στο μπουζούκι & Άκη Κατσουπάκη στο πιάνο, οι οποίοι ξεκίνησαν τη βραδιά με δυο τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη.

Η ζωντανή συνέντευξη με το Γιώργο Σκαμπαρδώνη άρχισε αμέσως μετά την παρουσίαση του βιογραφικού του. Ο ίδιος, αφού ευχαρίστησε συμμετέχοντες και παραβρισκόμενους, μίλησε για την ταινία και απάντησε στις ερωτήσεις του Νίκου Θρασυβούλου σχετικά με το έργο του, με χιούμορ και την περιγραφική δεινότητα που χαρακτηρίζει και τα βιβλία του.

Γιώργος Σκαμπαρδώνης & «Ουζερί Τσιτσάνης»


Εστιάζοντας στις αναφορές του στον Βασίλη Τσιτσάνη και την ταινία του Μανούσου Μανουσάκη, σταχυολογήσαμε κάποιες χαρακτηριστικές απαντήσεις του. Σχετικά με τα γυρίσματα της ταινίας στη Θεσσαλονίκη είπε: «Η εμπειρία από τα γυρίσματα ήταν συγκλονιστική, δεν το περίμενα. Ήξερα το μέγεθος της οδύνης του πραγματικού γεγονότος, δηλαδή το «φόρτωμα» των Εβραίων, 15 Μαρτίου του ’43, στα βαγόνια του παλιού σταθμού, ο οποίος σώζεται ως είχε. Ο Μανούσος Μανουσάκης απευθύνθηκε σε εθελοντές στη Θεσσαλονίκη και ήρθαν πολλαπλάσιοι απ’ αυτούς που χρειαζόταν. Οι Θεσσαλονικείς έδειξαν έναν απίστευτο ζήλο. Τα γυρίσματα ήταν συγκλονιστικά, οι εικόνες τόσο πραγματικές που έπαθα σοκ, σαν να ζούσα το γεγονός. Η φοβερή τραγωδία του αφανισμού των Εβραίων της Θεσσαλονίκης δεν έχει ποτέ προσεγγιστεί από τον κινηματογράφο, αλλά θα έλεγα ούτε κι από τη λογοτεχνία, τουλάχιστον από τη γενιά η οποία την έζησε. Οι Θεσσαλονικείς συγγραφείς και ποιητές δεν έχουν γράψει παρά ελάχιστα. Κι έκαναν και το χειρότερο, δεν πήγαν ποτέ στο Ουζερί να ακούσουν τον Τσιτσάνη. Έπαιζε στην Παύλου Μελά και οι μεγάλοι ποιητές τον περιφρονούσαν. Είναι περίεργο που ούτε ένας δεν κατάλαβε τι γινόταν εκεί μέσα».

Στο σημείο αυτό, ζήτησε να παρέμβει ο κύριος Μάνος Ελευθερίου, που παρακολουθούσε τη συνέντευξη, για να πει: «Την ίδια εποχή, όμως, ο Τσιτσάνης γύρναγε τα βιβλιοπωλεία της Θεσσαλονίκης και αγόραζε όλες τις ποιητικές συλλογές που είχαν στίχο με ομοιοκαταληξία. Απ’ αυτές πήρε πάρα πολλά πράγματα», δίνοντας το έναυσμα στο Γιώργο Σκαμπαρδώνη να αναπτύξει τη σκέψη του σχετικά:

«Ο Τσιτσάνης διάβαζε ώρες λογοτεχνία, ήταν ένας διανοούμενος, δεν ήταν ναΐφ συνθέτης. Πράγματι, το τραγούδι «Μπορεί να το ‘χουν πλανέψει ακρογιαλιές δειλινά» στηρίζεται σε στίχους της Ανθούλας Σταθοπούλου, η οποία πέθανε σε ηλικία 26 ετών από φθίση και είχε προλάβει να εκδώσει μια – δυο συλλογές. Ο Τσιτσάνης όμως το γνώριζε, δεν του ξέφευγε τίποτα. Πέρα απ’ το ότι διάβαζε, άκουγε ευρωπαϊκή μουσική, υπερέβη τα μακάμια, χρησιμοποίησε το μινόρε – ματζόρε περισσότερο, ξέφυγε δηλαδή από τους παραδοσιακούς δρόμους τους βυζαντινούς και την απόλυτη χρήση τους, τους μπέρδεψε… Είχε τα αυτιά του και τα μάτια του ανοιχτά. Καταλάβαινε ότι αυτό που λέμε ρεμπέτικο κάποια στιγμή τελειώνει και πρέπει να πάμε κάπου αλλού. Όλα πεθαίνουν, όλα αναγεννούν και όλα εξελίσσονται. Το μεγαλείο του Τσιτσάνη, πέραν όλων των άλλων, είναι η τρομερή πνευματική υπερ-επιστράτευση. Διάβαζε τα πάντα, παρακολουθούσε τα πάντα, θέλησε να πάει το παιχνίδι αλλού, να ανεβάσει το ρεμπέτικο σε μια άλλη περιωπή και τα κατάφερε. Το εξευγένισε και μουσικά και θεματογραφικά και το έκανε να ξεφύγει από το στενό κύκλο του τεκέ, του χασισιού και της φυλακής. Μπόρεσε να αγγίξει και αγγίζει ακόμα όλο τον κόσμο γι’ αυτό το λόγο. Δεν είναι τυχαίο αυτό που είπε ο κύριος Ελευθερίου. Δεν επαναπαύθηκε σε μια δεξιοτεχνία ή σε μια πεπερασμένη θεματολογία. Έχει μια αγωνία να προωθήσει το έργο του και να το πάει κάπου αλλού. Αυτό φαίνεται στην ανέλιξη από τις εισαγωγές που κάνει, από την πολυπλοκότητα της πενιάς κι απ’ όλα όσα λέει. Αν διαβάσει κανείς μια συνέντευξη του Τσιτσάνη και τη βιογραφία του Μάρκου, ο Μάρκος είναι ναΐφ, διότι έφτασε μέχρι τρίτη δημοτικού. Είναι, βέβαια, μέγας ο Μάρκος, είναι το θεμέλιο του ρεμπέτικου. Αναμφίβολα! Και ο λόγος του είναι καταπληκτικός, ως ναΐφ. Αν διαβάσεις το λόγο του Τσιτσάνη, καταλαβαίνεις πως έχεις να κάνεις με το λόγο ενός διανοούμενου. Δεν είναι ένας απλός, λαϊκός συνθέτης, είναι ένας μορφωμένος άνθρωπος, που αγωνιά να πάει παραπέρα. Βέβαια, δε μπορούμε να ζυγίσουμε τα έργα, γιατί καθένα, άσχετα από τις επιρροές του και τις ρίζες του, περιέχει μια ανεξαγόραστη μοναδικότητα κι ανήκει στην απόλυτα μοναδική οντότητα του ίδιου του δημιουργού. Άλλο πράμα είναι ο Μάρκος, άλλο ο Τσιτσάνης, άλλο ο Τατασόπουλος… Δε μπορείς να τους συγκρίνεις. Όπως έλεγε και ο Μπρετόν, στην τέχνη καθένας ανοίγει ένα δικό του δρόμο στο άπειρο».

Στη συνέχεια, ο συγγραφέας μίλησε για τις δυσκολίες που συνάντησε ως προς τη συγκέντρωση και διασταύρωση πραγματικών στοιχείων για τα ιστορικά γεγονότα που αναφέρει στο βιβλίο «Ουζερί Τσιτσάνης», μέσα από το οποίο επιχείρησε να αναδείξει μια εποχή ζόφου, στην οποία ο Βασίλης Τσιτσάνης, ένα παιδί από τα Τρίκαλα, χωρίς περιουσία, 50 κιλά βάρος, έρχεται στη Θεσσαλονίκη και περνάει μέσα από τις συμπληγάδες της κατοχής και του εμφυλίου και την ίδια αυτή εποχή της απόγνωσης, των δολοφονιών, της πείνας, της προδοσίας, κατορθώνει να κάνει το πιο σημαντικό του έργο. Τόνισε, όμως, πως το βιβλίο είναι μισοπραγματικό – μισοφανταστικό, εννοώντας πως ο περίγυρος, αυτό που λέμε «συγκυρία», είναι πραγματική, δηλαδή τα γεγονότα που γνωρίζουμε όλοι: γερμανική κατοχή, αφανισμός των Εβραίων, πείνα, εκτελέσεις, απαρχή του εμφυλίου, αλλά όχι απαραίτητα και όσα διαδραματίζονται στις ζωές των ηρώων.

Ο Μανούσος Μανουσάκης για την ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης


Τέλος, το λόγο πήρε ο σκηνοθέτης Μανούσος Μανουσάκης, απαντώντας στην ερώτηση του Νίκου Θρασυβούλου για το λόγο που αποφάσισε να μεταφέρει το βιβλίο «Ουζερί Τσιτσάνης» στο κινηματογραφικό πανί: «Το σπουδαιότερο σ’ αυτή την ταινία είναι το βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Το διάβασα και πραγματικά μου έδωσε τέτοιες εικόνες, τέτοια πολυπλοκότητα και τέτοια πολυσχιδή ανάπτυξη σε όλα τα επίπεδα, που μπορούσα να διαλέξω οτιδήποτε. Ήταν ένας θησαυρός, μια πανσπερμία πραγμάτων, ένας ολόκληρος κόσμος, μια κοινωνία, σε πρώτο επίπεδο, σε δεύτερο επίπεδο, σε τρίτο, σε τέταρτο… Μπορούσες να κολυμπήσεις μέσα σ’ αυτό το βιβλίο. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να το κάνουμε ταινία και ο λόγος, πέρα των αρετών που ανέφερα, κατ’ αρχάς ήταν η προσωπικότητα του Βασίλη Τσιτσάνη, δεύτερον ήταν αυτό που εξέφραζε αυτή η προσωπικότητα, πέραν της μουσικής. Αυτό που με ερέθισε περισσότερο από το βιβλίο, ήταν αυτό που τώρα αποτελεί το «κουκούτσι» της ταινίας. Μέσα από έναν καταιγιστικό έρωτα, έναν έρωτα κατατρεγμένο απ’ όλες τις μεριές, μιας Εβραίας και ενός Χριστιανού, κάτω από το βλέμμα του Τσιτσάνη που ακολουθεί τα πάντα, τα ερμηνεύει και τα εκφράζει με τη μουσική του, αποτροπιάζεται από τα γεγονότα της εποχής και δημιουργεί αυτό το μαγαζί, που γίνεται το ψηφιδωτό της πόλης, όπου συχνάζουν οι πάντες, από το δοσίλογο, μέχρι τον αντιστασιακό. Γερμανοί που μπαίνουν και διασκεδάζουν, ο αρχηγός της αστυνομίας που είναι κουμπάρος του, μαυραγορίτες… Οι πάντες περνούν από ‘κει μέσα. Μας δίνεται η δυνατότητα μέσα απ’ αυτό το ψηφιδωτό της πόλης, λοιπόν, να περιγράψουμε την εβραϊκή κοινότητα της τότε Θεσσαλονίκης και την εξόντωσή τους από τους Ναζί. Να καταδείξουμε τον ρατσισμό των φυλετικών διακρίσεων και να δείξουμε τι είναι ναζισμός σ’ αυτούς που ξεχνάνε και σ’ αυτούς που δε γνωρίζουν καν. Αυτό ήταν το ουσιαστικό κίνητρο για μένα, να κάνω την ταινία. Δεν είναι πολιτικός ο λόγος, είναι κοινωνικός».

Στην ερώτηση για τη μουσική της ταινίας, ο Μανούσος Μανουσάκης είπε: «Ο Θέμης Καραμουρατίδης έχει γράψει τη μουσική που επενδύει συναισθηματικά την ταινία, έχει αντλήσει πολλές φορές από το Βασίλη Τσιτσάνη και φυσικά ακούγονται και πολλά τραγούδια του Τσιτσάνη».

Η βραδιά έκλεισε με τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη, από την Ευτυχία Μητρίτσα, το Νίκο Τατασόπουλο & τον Άκη Κατσουπάκη. Ένα μικρό απόσπασμα μπορείτε να δείτε στο βίντεο που ακολουθεί.

Αξίζει να αναφερθεί πως κατά τη διάρκεια της συνέντευξης έγινε προβολή του trailer της ταινίας, ενώ παραβρέθηκαν κάποιοι εκ των πρωταγωνιστών της, όπως η Ξανθή Γεωργίου που υποδύεται τη γυναίκα του Βασίλη Τσιτσάνη, Ζωή, η Χριστίνα Χειλά - Φαμέλη που υποδύεται την Εστρέα και ο Πέτρος Ξεκούκης, ο μαυραγορίτης δοσίλογος, καθώς και αρκετοί άλλοι από το χώρο των γραμμάτων και των τεχνών, όμως ο Μίμης Ανδρουλάκης, ο Ρένος Χαραλαμπίδης κ.α.

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!