Θανάσης Σοφράς - «Αν έπρεπε ξανά να επιλέξω, πάλι το ίδιο θα διάλεγα…»

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ | ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ VIDEO, HXHTIKO & ΣΠΑΝΙΟ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ) 36 χρόνια στα μετόπισθεν της ορχήστρας στήριξε και στηρίζει τους «πρωταγωνιστές» της σκηνής, συνθέτες και τραγουδιστές, με το μπάσο του και το ταλέντο του.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Αν θα διάλεγα δύο λέξεις για να χαρακτηρίσω τον Θανάση Σοφρά αυτές θα ήταν επιμέλεια και ήθος. Για τα υπόλοιπα, ο λόγος στον ίδιο, ο οποίος, πριν από λίγες μέρες, μας άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του και της ψυχής του…

Θανάση έχεις σπουδάσει μαθηματικός. Πώς ξεκινά η περιπέτεια με τη μουσική;
Η μουσική ήτανε και είναι προ όλων κι υπεράνω όλων χόμπι. Η ιστορία με τις σπουδές και το μαθηματικό ήτανε –κατά κάποιο τρόπο- μια υποχρέωση προς τους γονείς. Όχι ότι δεν υπήρχε έφεση κι αγάπη προς τα μαθηματικά…

Πότε μπήκες στο Πανεπιστήμιο;
Μπήκα τον Σεπτέμβρη του 73, εδώ στην Αθήνα.

Ήσουνα στο Πολυτεχνείο με τα γεγονότα;
Ήμουν ενός μηνός φοιτητής. Τις ημέρες των γεγονότων ήμουν στην πόρτα. Χωρίς να είμαι έντονα πολιτικοποιημένος. Απλά επειδή ήμουν φοιτητής και ένιωσα ότι πρέπει να βρίσκομαι στις επάλξεις.

Έπαιζες παράλληλα σε κάποιο γκρουπ…
Είχαμε ροκ γκρουπάκια σε όλη τη διάρκεια των γυμνασιακών χρόνων.

Τα νεανικά σου ακούσματα ποια ήταν;
Κυρίως είχα ροκ ακούσματα. Είναι μια περίεργη μίξη. Η μάνα μου ήταν αστή, από καλή αθηναϊκή οικογένεια κι από κει είχα πάρει έτσι μια κλασσική παιδεία και κουλτούρα με τα γαλλικά μου κλπ. Ο πατέρας μου αντίθετα ήταν πιο λαϊκός άνθρωπος, από τη Σαλαμίνα, Κουλουριώτης… Οι εμπειρίες μου δηλαδή από το λαϊκό τραγούδι προέρχονται από την πλευρά του πατέρα μου, γιατί τα καλοκαίρια πηγαίναμε στη Σαλαμίνα που είχε υπαίθριες ταβέρνες, τζουκ μποξ κλπ, που παίζανε Γιώτα Λύδια, Κόκοτα , Καζαντζίδη βέβαια, Πόλυ Πάνου, Γαβαλά, όλα αυτά… Και χωρίς να τα ακούω συνειδητά, αλλά πηγαίνοντας και τρώγοντας σε ταβέρνες, σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, αυτά μπαίνανε μέσα μου σιγά, σιγά και με «ποτίζανε»…. Κάποια στιγμή σε λίγο μεγαλύτερη ηλικία, μέσω κάποιας φίλης που δούλευε στη Minos, απέκτησα όλη τη σειρά των μεγάλων δίσκων του Καζαντζίδη. Τα οποία ακούγοντάς τα, θυμήθηκα την παιδική μου ηλικία. Παράλληλα βέβαια υπήρχε το ροκ, με το οποίο ήμουν κολλημένος αλλά και η κλασική μουσική από την πλευρά της μάνας μου. Υπήρχε λοιπόν αυτή η μίξη και οι διάφορες καταβολές κι επιρροές που διαμορφώνουν αυτό που είσαι τελικά.

Πότε ξεκινά η επαγγελματική ενασχόληση με τη μουσική;

H πρώτη μου επαγγελματική συνεργασία ήταν με το Νίκο Ξυλούρη, το 1976 στο θέατρο Παππά που είχε μετονομαστεί σε «Αποσπερίδα». Κάποιοι από τους μουσικούς του Ξυλούρη είχαν φύγει για μια περιοδεία στην Ευρώπη και είχε μείνει χωρίς μουσικούς. Και πήγα εγώ με μια πιανίστα την Κατερίνα την Ξυρόγιαννη. Πήγαμε αργότερα για δυο συναυλίες στη Σουηδία, στη Στοκχόλμη και στο Γκέτεμποργκ. Μαζί μας ήταν και η Άλκηστις Πρωτοψάλτη στα πρώτα της βήματα και η Τάνια Τσανακλίδου.

Με το Πανεπιστήμιο πότε τελείωσες;
Τελείωσα το 1979, μετά πήγα για μεταπτυχιακά στη Γαλλία γύρισα κι έκανα τη στρατιωτική μου θητεία μέχρι το Σεπτέμβρη του ’82. Αφού απολύθηκα είχα να επιλέξω μεταξύ μαθηματικών και μουσικής. Όπως καταλαβαίνεις η πλάστιγγα έγειρε προς τη μουσική. Η πρώτη μου επαγγελματική δραστηριότητα, αυτού του δεύτερου κύκλου, έγινε σε συναυλίες με τον Ηλία Ανδριόπουλο το 1984.

Με τον Σαββόπουλο πότε ξεκινά η συνεργασία;

Το 1989. Παίζαμε στο «Ροντέο» της οδού Χέϋδεν με την Αρλέτα, το Νότη Μαυρουδή τον Γιάννη Παπαζαχαριάκη, κιθάρα, η Ευανθία Ρεμπούτσικα βιολί (μια απλή μουσικός τότε) και η Αναστασία Γεωργάκη η οποία σήμερα διδάσκει στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο ακορντεόν. Μέσω της Ευανθίας λοιπόν και του άντρα της του Παναγιώτη Καλατζόπουλου, ο οποίος εκείνη την εποχή ενορχήστρωνε κάποιους δίσκους του Σαββόπουλου, τον γνώρισα στο «Μετρό». Στην οντισιόν μου λέει «Για παίξε μας τον Μπάλο!» «Τι να παίξω από τον Μπάλο;» «Το μουσικό θέμα για να σ’ ακούσω…» Το έπαιξα λοιπόν και μου λέει «Μπράβο! Μπράβο!». Κάναμε καμιά δεκαπενταριά συναυλίες το καλοκαίρι του ’89 και στη συνέχεια πήγαμε το χειμώνα στο ΖΟΟΜ, όπου ηχογραφήθηκε και ο δίσκος «Αναδρομή» με το δικό μου κοντραμπάσο στο εξώφυλλο. Έτσι ξεκίνησε μια πολύ γόνιμη συνεργασία με τον Διονύση που κράτησε έξι, εφτά χρόνια, μέχρι το ‘96. Αυτό που μου έμεινε από τον Σαββόπουλο που τον θεωρώ πολύ μεγάλο καλλιτέχνη και ποιητή, με όλη τη σημασία της λέξης, είναι το ότι φτιάχνει παραστάσεις ουσιαστικά με το ίδιο υλικό. Είναι ένας θεατράνθρωπος ο Διονύσης. Στήνει παραστάσεις από το τίποτα. Έχει απίστευτη κι ασύλληπτη φαντασία σε αυτό το θέμα. Κι αυτό μπορούν να το επιβεβαιώσουν πάρα πολλοί που έχουν συνεργαστεί μαζί του. Θυμάμαι στις αρχές του ’90 που είχαμε πάει στα σύνορα με τα ελικόπτερα και τον Βαρβιτσιώτη. Έπαιρνε, ας πούμε, λαμπιόνια, έβαζε τον Σπαθάρη επί σκηνής, σηκώναμε κάτι πλακάτ, φορούσαμε κελεμπίες και τι παίζαμε; Το «Λαύριο», τον «Καραγκιόζη», τη «Συννεφούλα» κι άλλα 15-20 τραγούδια. Όχι πως έχει μικρό ρεπερτόριο ο Διονύσης, αλλά εμείς παίζαμε αυτά, τα ίδια και τα ίδια. Απίστευτο πράγμα! Κάναμε πάρα πολλά πράγματα, έμαθα πάρα πολλά από το Διονύση και μουσικά και θεατρικά και όσον αφορά θέματα συμπεριφοράς και επαγγελματισμού και του οφείλω πολλά. Όπως βεβαίως κι από το Γιώργο Νταλάρα έχω πάρει πάρα πολλά πράγματα. Στο πώς βλέπει τον κόσμο, πώς αντιμετωπίζει τους ανθρώπους γύρω του κι επαγγελματικά κι ανθρώπινα και μουσικά.

Η συνεργασία με τον Καζαντζίδη πώς προέκυψε;

Στα «Δειλινά» που έπαιζα το 1993 με τον Μητροπάνο, την Κανελλίδου και τον Μπίγαλη, ήταν μαέστρος ο Αντώνης Γούναρης, ο οποίος μου είπε πως ο Καζαντζίδης έκανε ένα δίσκο, (σ.σ.«Ένα γλέντι με τον Στελάρα») και ήθελε κόντρα μπάσο ενώ εκείνοι είχαν ηλεκτρικό και ήθελαν να παίξω. Χωρίς να το σκεφτώ φυσικά, πήγα στο στούντιο του Κυριαζή, όπου συνάντησα πολλούς καλούς παίκτες. Δυστυχώς κάποιοι έχουν φύγει τώρα, όπως τα δυο μπουζούκια ο Γιάννης Παλαιολόγου και ο Βασίλης Ηλιάδης. Ήταν επίσης ο Κώστας Σταματάκης ακορντεόν, ο Ανδρέας Παππάς κρουστά, ο Αντώνης Γούναρης κιθάρα και ο Μάριος Κώστογλου επίσης κιθάρα. Η γνωριμία με τον Στέλιο βέβαια ήτανε συναρπαστική.

Ηχογραφήθηκε στο στούντιο δηλαδή αυτός ο δίσκος;
Ναι, δεν είναι ζωντανό το «Γλέντι». Είναι σε στούντιο γραμμένο. Όμως είναι τόσο αληθινός ο Καζαντζίδης σ’ αυτά τα τραγούδια, γιατί είναι βιωμένα κομμάτια. Ήτανε παιδιά του, κτήμα του…
Στο στούντιο παίξατε όλοι μαζί ζωντανά;
Ναι…. Θα σου πω ακριβώς τι έγινε. Ξεκινήσαμε για να γράψουμε 21 τραγούδια. Διπλό βινύλιο, διπλό cd. Υπήρχε πολύ ενθουσιασμός από την πλευρά του Στέλιου. Τις ενορχηστρώσεις είχε κάνει ο Βασίλης ο Ηλιάδης. Γράφουμε τα τρία, τέσσερα πρώτα κομμάτια, όπως συνήθως γράφουμε στα στούντιο. Γράφουμε τις ορχήστρες, στην καλύτερη περίπτωση όλοι μαζί, στη χειρότερη ένας, ένας ή δύο, δύο. Και κάποια στιγμή λέει ο Αντώνης ο Γούναρης –αν θυμάμαι καλά- «ρε συ Στέλιο δεν έρχεσαι να μας κάνεις ένα οδηγό φωνής, να φτιαχτούμε λιγάκι, να παίξουμε πιο ψυχωμένα»; Και πράγματι μπαίνει ο Στέλιος μέσα κάνει οδηγό φωνής στα υπόλοιπα δέκα οχτώ κομμάτια. Περιττό να σου πω ότι κρατηθήκανε όπως ήτανε με τον οδηγό φωνής, κι απλά διόρθωσε κάτι ψιλοπράγματα. Όταν τελείωσε λοιπόν η ηχογράφηση, θα γινόταν ένα γλέντι για τη γιορτή του Στέλιου στην ταβέρνα «Χρυσό πέταλο» στους Θρακομακεδόνες. Ήταν η Βάσω η γυναίκα του, ο Νικολόπουλος , ο Πάνος ο Γεραμάνης, ο Ανδρέας ο Καϊάφας και πολλοί άλλοι. Μόλις είχαμε τελειώσει απ’ το στούντιο, κι είχα το κοντραμπάσο στο πορτμπαγκάζ. Και κάποια στιγμή, όπως το συνήθιζε ο Στέλιος, αυτό το καλό είχε ο Στέλιος, όταν βρισκόταν σε συναθροίσεις, λέει «παιδιά καμιά κιθάρα υπάρχει να παίξουμε;» Του άρεσε πολύ αυτό το πράμα. Και το έκανε. Γι αυτό κι υπάρχουνε διάσπαρτες πάρα πολλές –συχνά κακές- ηχογραφήσεις και τον εκθέτουν τον άνθρωπο. Γιατί όση όρεξη και κέφι να ‘χεις να παίξεις, μέσα σε ένα σπίτι, σε μία γιορτή, λίγο το κρασάκι, λίγο η ποιότητα της κιθάρας, λίγο το αυτοσχέδιο του πράγματος, δε βγαίνει το αποτέλεσμα καλό. Όπως είχαμε τα όργανα λοιπόν εγώ παίρνω το κοντραμπάσο, φέρνουν τα μπουζούκια ο Ηλιάδης και ο Παλαιολόγου και ο Σταματάκης το ακορντεόν. Αυτό λοιπόν το μαγνητοσκόπησε ο ΣΚΑΪ γιατί είχε έρθει να πάρει τη γιορτή. Δεν νομίζω να ήταν προγραμματισμένο. Έκτοτε δεν ξανασυναντήθηκα με τον Καζαντζίδη αν και θα 'θελα δηλαδή. Κάποια στιγμή δόθηκε μια ευκαιρία να πηγαίναμε στον Άγιο Κωνσταντίνο αλλά ναυάγησε μετά. Και μετά βέβαια στην κηδεία του ήμουνα μπροστά, μπροστά…

Με το Γιώργο Νταλάρα πότε ξεκινάτε;
Tο 1994 κάνει ο Γαβράς με τον Νταλάρα στο Μέγαρο το «Και με φως και με θάνατον ακαταπαύστως», το οποίο επαναλήφθηκε το ’95 με τρομερή επιτυχία. Ήμουν λοιπόν σε αυτή την παράσταση, έπαιζα στην παραδοσιακή ορχήστρα και στη λαϊκή. Παραδοσιακή που λέγαμε τα πρώτα κομμάτια και μετά μεταφερόμαστε, αλλάζαμε ρούχα και γινόμαστε λαϊκοί, με πολλά μπουζούκια κι είμαστε στη μέση σαν λαϊκή ορχήστρα. Πάρα πολύ καλό. Πολύ καλή παράσταση, με πολύ καλές συνθήκες, πολύ καλή συνεργασία…

Πώς σε ανακάλυψε ο Νταλάρας;
Ο Γιώργος ακούει και ψάχνει πάρα πολύ, απίστευτα. Ψάχνει για καινούργιους τραγουδιστές, καινούργια ταλέντα και όργανα, νέες τάσεις. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Ήμασταν στο ΖΥΓΟ με τον Πέτρο τον Κούρτη. Και μου φέρνει ένα cd και μου λέει «άκου τον Ερκάν Ογκούρ». Αυτός είναι ένας Τούρκος κιθαρίστας ο οποίος παίζει με μια άταστη κιθάρα σαν ούτι. Εξάχορδη κιθάρα κανονική αλλά την παίζει χωρίς τάστα. Κι όπως μου το ‘δωσε και συζητούσαμε με τον Πέτρο, πετάγεται ο Νταλάρας, περνάει από δίπλα μας και λέει «Τι είναι αυτό, τι είναι αυτό; Ποιος είναι αυτός;» (γέλια) Σα να μας έλεγε δηλαδή πώς γίνεται και δεν τον ξέρω εγώ; «Πότε θα μου το γράψετε αυτό; Αύριο, αύριο. Πέτρο υποσχέσου μου ότι θα μου το φέρεις αύριο». «Εντάξει ρε θείε…» Θέλω να σου πω ότι ψάχνει, ακούει, ενημερώνεται πάρα πολύ. Και μελετάει. Με τον τρόπο του βέβαια. Έχει τον ιδιαίτερο τρόπο να μελετάει αυτό που τον ενδιαφέρει. Έτσι λοιπόν, όσο μπορούσε πήγαινε και σε παραστάσεις. Εγώ έπαιζα με τον Γιώργο Ζήκα κάπου στα 1993-94 και ήρθε και του άρεσε πάρα πολύ ο ήχος μου. Και μου λέει «Ρε μπαγάσα έχεις πολύ ωραίο ήχο, έτσι σφιχτό και ολοκληρωμένο στρογγυλό». Έτσι μου είχε πει, στρογγυλό ήχο στο κοντραμπάσο. «Πώς τα καταφέρνεις; Θέλω να ’ρθεις, γιατί θα γράψουμε λέει μια συνεργασία με το Γιώργο το Ζήκα».

Το «Καλώς τους»;
Ναι. Από κει ξεκινάει η συνεργασία με το Γιώργο. Στη συνέχεια πήγαμε στην Όπερα της Φραγκφούρτης, που ηχογραφήθηκε το «Live & unplugged»…
Την ίδια περίοδο νομίζω πως συνεργάστηκες και με την Ελευθερία Αρβανιτάκη…
Το 1996 μου έκανε μια πρόταση η Ελευθερία μια πρόταση για μια μεγάλη συνεργασία. Πήγαμε στη «Σφεντόνα», στο Μύλο της Θεσσαλονίκης, κάναμε σαράντα εννιά καλοκαιρινές συναυλίες το 1997, πήγαμε στην Αυστραλία, πήγαμε σε ethnic φεστιβάλ στο “Womad” στο “Sfinks” στο Βέλγιο… Έμεινα μαζί της το 97 και το 98 που ήτανε πάρα πολύ πυκνά και γόνιμα χρόνια. Άλλη αύρα, άλλος αέρας. Πιο νεανική ας πούμε. Πολύ καλή συντροφιά, παρέα με μουσικούς, όπως Περσίδης, Καρίπης, Πάππος, Ζευγώλης, Μιτζέλος, Αχαλινωτόπουλος και άλλοι… Και μετά άρχισε η μόνιμη συνεργασία με το Νταλάρα από το 1999. Πρωτοπήγα μαζί του δηλαδή στην τρίτη «Ιερά Οδό» με τον Goran Bregovic και τον Γιάννη Βαρδή.
Ιδιαίτερα μεγάλη είναι και η δισκογραφική σου παρουσία.
Πάρα πολύ! Με το Νικολόπουλο, ας πούμε ήμουν σε μια μόνιμη συνεργασία. Ειδικά την εποχή γύρω στο ’92, έγραφα συχνά στο στούντιό του, διάφορα projects, όχι απαραίτητα δικά του. Από Τσέρτο, Δημήτρη Κοντογιάννη, Κώστα Μακεδόνα, Πόλυ Πάνου, Μπάντα της Φλώρινας, μέχρι Άγγελο Διονυσίου. Επίσης έχω παίξει με την Εστουδιαντίνα, με Γλυκερία, Ρασούλη, Νίκο Ξυδάκη, Χάρις Αλεξίου, Αντώνη Βαρδή, Κατερίνα Κούκα, Τσαλιγοπούλου , την Πίτσα Παπαδοπούλου, με τον Σταύρο Ξαρχάκο, με τον Βαγγέλη Κορακάκη, στους περισσότερους δίσκους του, τη Σοφία Παπάζογλου, την Ηρώ, με την Δέσποινα Ολυμπίου, συνεργάζομαι πολύ συχνά με τον Νίκο Οικονομίδη κι έχω παίξει σε πολλούς δίσκους του αλλά και σε αρκετές συναυλίες, σε γλέντια και πανηγύρια. Εγώ το βλέπω σαν εμπειρία όλο αυτό το πράμα. Δεν σνομπάρω κανένα είδος μουσικής. Έχω μια μεγάλη γκάμα ενδιαφερόντων. Παίζω τα πάντα χωρίς προκατάληψη, φτάνει να είναι καλή μουσική. Με ενδιαφέρει δηλαδή να παίξω και σε ένα ροκ δίσκο. Έχω παίξει στου Μίλτου του Πασχαλίδη σκληρές ροκιές, αλλά και κλασσικά κομμάτια με τον Παναγιώτη Καλατζόπουλο. Επίσης, μεγάλη μου αγάπη είναι η JAZZ. Έχω μια μεγάλη συλλογή με 9.000 δίσκους & cd. Μ’ αρέσει να παίζω JAZZ αν και δεν θα κατατάξω τον εαυτό μου στους original παίκτες της JAZZ στον ελλαδικό χώρο. Το 2008 κάναμε και ένα cd με το γκρουπ FILM NOIR (Ανδρέας Συμβουλόπουλος, Μαρία Ρεμπούτσικα). Μεγάλη μου αγάπη βέβαια είναι το λαϊκό τραγούδι. Μπορώ να σου πω ότι έχω πολιτογραφηθεί σαν ο καλός κοντραμπασίστας του λαϊκού τραγουδιού. Αλλά δεν έχει σημασία, αρκεί να είσαι καλός μουσικός. Τώρα τελευταία συνεργάζομαι με τον Σπύρο τον Κουρκουνάκη και κάναμε κάποια πολύ ωραία αφιερώματα σε στιχουργούς στον Ιανό.

Έχεις επιμεληθεί και κάποιους δίσκους ενορχηστρωτικά…
Έχω κάνει την ενορχήστρωση στο δίσκο του Κώστα Δουμουλιάκα «Σωκράτους και Σατωβριάνδου» και κάνα δυο ενορχηστρώσεις σε δίσκους του Θωμά Πέτρου από τη Θεσσαλονίκη.

Ξέρω και εκτιμώ πολύ το ότι έχεις στη συλλογή σου όλο το υλικό της καριέρας σου. Από ηχογραφήσεις, έως τις αφίσες και τα εισιτήρια των συναυλιών.
Έχω τα πάντα από ότι έχω παίξει στη δισκογραφία. Αυτό έγινε αναγκαστικά με την ίδρυση του «Απόλλωνα», του οργανισμού της είσπραξης των δικαιωμάτων των μουσικών, όπου κληθήκαμε να παρουσιάσουμε το ρεπερτόριό μας. Εγώ είχα ψώνιο βέβαια με τη συλλογή και το είχα έτοιμο. λέω εντάξει παιδιά υπάρχει έτοιμο. Άλλοι ψάχνανε για βδομάδες. Το δισκογραφικό μου ρεπερτόριο αριθμεί πάνω από 2.600 τραγούδια από περίπου 230 δίσκους και cd.

Έχεις σπουδάσει μουσική;
Δεν έχω κάνει συστηματικές σπουδές στο ωδείο. Ήμουν λίγο αυτοδίδακτος, είχα πάρει μικρός κάποια μαθήματα μουσικής γενικά. Αποφάσισα να ασχοληθώ με το μπάσο από ανάγκη όταν είχαμε ένα ροκ γκρουπάκι, γιατί όλοι τότε ήταν κιθαρίστες ή ντραμίστες. Μου άρεσε αυτός ο ήχος με τις χαμηλές συχνότητες. Έκανα κάποιες πιο ειδικευμένες σπουδές στο διάστημα που ήμουνα στη Γαλλία. Είχα πάει για μεταπτυχιακά στα μαθηματικά αλλά πιο πολύ με τη μουσική ασχολήθηκα παρά με μαθηματικά. Γι' αυτό και τα παράτησα και γύρισα πίσω, έκανα το στρατιωτικό και μετά ασχολήθηκα με τη μουσική. Και μετά έμαθα αρκετά μελετώντας από μόνος μου, με μεθόδους κλπ.

Ποια η διαφορά Κοντραμπάσου και Ηλεκτρικού μπάσου;
Είναι τελείως διαφορετικά όργανα. Όλα τα κοντραμπάσα ως γνωστόν είναι άταστα όργανα. Και ηλεκτρικά υπάρχουν άταστα βέβαια. Παρόλα αυτά η λογική είναι ίδια. Οι κλίμακες ή οι λαϊκοί δρόμοι είναι ίδιοι είτε παίζεις ακουστικό είτε παίζεις ηλεκτρικό μπάσο. Απλά θέλει άλλη τεχνική και δακτυλοθεσία στο ένα κι άλλη στο άλλο… Όταν λέμε μπάσο στην ορχήστρα, βασικά είναι το κοντραμπάσο. Το ηλεκτρικό δημιουργήθηκε από κάποιες ανάγκες τη δεκαετία του ‘60 στην Αμερική. Επειδή τα κοντραμπάσα που παίζανε κυρίως οι τζαζίστες και οι folk και country ορχήστρες στην Αμερική απευθυνόντουσαν όλο και σε μεγαλύτερα ακροατήρια δεν αρκούσε να βάλεις ένα μικρόφωνο μπροστά στο κοντραμπάσο. Δεν ακουγότανε. Έτσι λοιπόν δημιουργήθηκε η ανάγκη να ηλεκτροποιηθεί ο ήχος. Βγήκαν οι ενισχυτές στη δεκαετία του ‘50, ‘60. Κι έτσι δημιουργήθηκε η έννοια του ηλεκτρικού μπάσου. Βέβαια, όπως όλα τα πράγματα ήρθε λίγο καθυστερημένα στην Ελλάδα. Ενώ εκεί δημιουργήθηκε στα μέσα του ‘50, στην Ελλάδα ήρθε στις αρχές του ‘70. Έτσι λοιπόν, βλέπουμε στις ηχογραφήσεις του Καλδάρα («Μικρά Ασία», «Βυζαντινός Εσπερινός»), να παίζει ηλεκτρικό μπάσο. Και σε πολλά άλλα. Και σε δίσκους του Λοΐζου. Γιατί αυτό; Γιατί ήτανε το καινούργιο φρούτο, ο νεωτερισμός της εποχής το ηλεκτρικό μπάσο. Όχι ότι είναι κακό, απλά είναι θέμα αισθητικής πώς αντιμετωπίζεις ένα έργο. Σε άλλα έργα πάει πιο πολύ το κοντραμπάσο. Δεν είναι απαραίτητο ότι στο λαϊκό τραγούδι πρέπει να βάλουμε κοντραμπάσο ή στο ροκ ηλεκτρικό. Έχω ακούσει -και φαντάζομαι κι εσύ- ροκ κομμάτια παιγμένα με κοντραμπάσο άψογα, όπως των Police, Sting, Tom Waits που στέκεται πάρα πολύ ωραία το κοντραμπάσο. Ακόμη και μεγάλα συγκροτήματα οι Beatles και οι Rolling Stones έχουν χρησιμοποιήσει κοντραμπάσο. Διίστανται οι απόψεις.

Ένας μέσος ακροατής με όχι απαραίτητα «εξειδικευμένο» αυτί, μπορεί να καταλάβει τη διαφορά ή να τον επηρεάσει τόσο πολύ στην αισθητική του;
H αισθητική είναι ένα εύπλαστο πράγμα. Αναπτύσσεται... Όσο περισσότερες εικόνες κι ακουστικά ή οπτικά ερεθίσματα έχεις τόσο περισσότερο διαμορφώνεται το κριτήριό σου κι αναπτύσσεται. Ένας μέσος ακροατής, όχι, δεν θα καταλάβει γιατί δεν είναι και κανένα πρωταγωνιστικό όργανο. Όμως έχει την αξία του…

Είναι η βάση…
Ναι, είναι η βάση. Στα μετόπισθεν. Έχω ξαναπεί ότι ο μπασίστας είναι σαν τον αμυντικό στο ποδόσφαιρο. Δηλαδή ποτέ δεν είναι ο Μαραντόνα, ή ο Ρονάλντο, ας πούμε που είναι η «φίρμα η μεγάλη»… Συνήθως οι επιθετικοί γίνονται φίρμες. Όπως δηλαδή και σε μια ορχήστρα αυτός που είναι μπροστά, είναι ο μπουζουξής ή ο κιθαρίστας ο leader είναι αυτός που θα γίνει γνωστός. Ο αμυντικός όμως έχει μία άλλη πολύ ουσιώδη δουλειά αλλά είναι λιγάκι στην αφάνεια. Αυτά περί ρόλων. Είναι και τα δύο εξίσου καλά όργανα φτάνει να τοποθετηθούνε και να χρησιμοποιηθούνε ορθά, με μια πολύ καλή αισθητική μέσα στο μουσικό σύνολο. Είτε αυτό είναι λαϊκό άκουσμα, είτε έντεχνο, είτε κλασσικό, είτε ροκ, τζαζ ή οτιδήποτε. Αυτή είναι η γνώμη μου.
Τι έχει μείνει τελικά από όλα αυτά τα χρόνια;
Κοίταξε, σου μένει μια ικανοποίηση από όλο αυτό το πράγμα που έχεις ζήσει. Σίγουρα δεν μετανιώνω για την απόφασή μου να ακολουθήσω αυτό το δρόμο. Σου μιλάω τώρα εκ βαθέων. Δεν μετανιώνω ποτέ γι αυτή την επιλογή μου κι αν έπρεπε ξανά να επιλέξω τι διαδρομή να ακολουθήσω, πάλι το ίδιο θα διάλεγα. Με τη γνώση που έχω αποκομίσει από όλα αυτά τα χρόνια. Με έχει καλύψει πάρα πολύ αυτή η πορεία .Έχω γευτεί πολλά πράματα, εμπειρίες. Το καλό με εμάς είναι ότι ζούμε και πατάμε σε δυο διαφορετικούς κόσμους κι αυτό μας φέρνει σε μια ισορροπία. Ποιοι είναι δηλαδή αυτοί οι δυο διαφορετικοί κόσμοι; Αυτό που λέει απλά ο λαός μας «είμαι και του λιμανιού και του σαλονιού». Έχω ζήσει εμπειρίες «σαλονιών» κι έχω ζήσει κι εμπειρίες, με ότι αυτό συνεπάγεται, «λιμανιών». Με ότι προεκτάσεις μπορεί να βάλει το μυαλό σου. Αυτό είναι πολύ μεγάλο προσόν και δεν μπορεί ο καθένας να το ζήσει. Μόνο από αυτή την άποψη χαίρομαι πολύ που είμαι μουσικός και θα συνεχίσω να είμαι όσο ακόμα μπορώ να στέκομαι στα πόδια μου.

Είναι αρκετό σήμερα το επάγγελμα του μουσικού για να ζήσει κάποιος;
Όχι! Όχι! Δυστυχώς, όχι! Το λέω κατηγορηματικά. Περνάνε πάρα πολύ δύσκολα οι μουσικοί και φοβάμαι ότι στο μέλλον θα περνάνε ακόμα πιο δύσκολα. Με θλίβει το γεγονός της προοπτικής των νέων μουσικών που ξεκινάνε τώρα, χωρίς ασφάλεια, χωρίς κάλυψη με μηδέν ένσημα. Τι θα κάνουν αυτά τα παιδιά; Θα τη βγάλουν με εξήντα κι εβδομήντα ευρώ μεροκάματο δεξιά κι αριστερά; Στην καλύτερή περίπτωση να κολλήσουνε σε κάποιον και να πάρουν εκατό, εκατόν πενήντα. Δεν μπορείς να ζήσεις πια με αυτά τα χρήματα. Οι παλαιότεροι και ορισμένοι που είχαν και λίγο μυαλό, κατορθώσανε και ανοίξανε τους ορίζοντές και τα φτερά τους κι έτσι είδαν λίγο πιο μακριά και κατορθώσανε και σταθήκανε. Μιλάω τώρα για τη γενιά του Γανωσέλη, του Τσεμπερούλη, του Λευτέρη Ζέρβα, του Νίκου Ζέρβα, του Πλούταρχου Ρεμπούτσικα, του Νίκου Αντύπα, του Ανδρεάδη κι όλων αυτών των μεγάλων μουσικών.

Πώς είναι να είσαι επί σειρά ετών πίσω από κάποιον τραγουδιστή;
Έχει τύχει να πάω κι εγώ πιο μπροστά να τραγουδήσω, να πάρω κάπως πιο πρωταγωνιστικό ρόλο. Ή να μιλήσω κλπ... Είναι τελείως άλλο πράμα, άλλος ρόλος. Και καταλαβαίνω βέβαια αυτόν τον ρόλο που επωμίζονται οι τραγουδιστές ή οι συνθέτες οι leader που πάνε μπροστά. Βέβαια, κοιτώντας την πλάτη έχεις μια ασφάλεια. Είσαι καλυμμένος από πίσω, δεν εκτίθεσαι διαφορετικά. Αλλά είναι επίσης ένας ρόλος έκθεσης, γιατί δεν παύεις να παίζεις να έχεις κι εσύ κάποιο ρόλο στο σύνολο. Είσαι υπεύθυνος για κάποιο, έστω μικρό ποσοστό της ποιότητας του συνολικού ακούσματος. Πάνω σε αυτό μπορώ να σου πω ότι ποτέ δεν είχα τρακ. Ίσως αυτή η ασφάλεια του μετόπισθεν να με έκανε να μην έχω τρακ. Αλλά δεν είναι και απλό πράγμα να βγεις να παίξεις σε δέκα χιλιάδες κόσμο. Στη συναυλία για τον Καζαντζίδη στο Καυταντζόγλειο το 2009 βγήκα και είδα 40-50.000 κόσμο, μια λαοθάλασσα, όσο έπαιρνε το μάτι μου…

Αυτός ήταν ο μεγαλύτερος χώρος που έχεις παίξει από προσέλευση κοινού;
Νομίζω πως στο ίδιο αφιέρωμα για τον Καζαντζίδη που έγινε λίγες μέρες πριν στο Καλλιμάρμαρο είχε παραπάνω… Έχω παίξει στο Madison Square Garden στη Νέα Υόρκη που επίσης ήτανε πάρα πολύ μεγάλο. Αλλά δεν έχει σημασία αν είναι σαράντα, πενήντα ή ογδόντα, αλλά αυτό που είδα στο Καυταντζόγλειο, ρε παιδί μου, αυτή τη λαοθάλασσα και την ατμόσφαιρα που ήταν υπερφορτισμένη, που δεν ξεχώριζες την αρένα απ’ τις κερκίδες…

Σα να βλέπεις θάλασσα κι ουρανό μαζί...
Αυτό το πράμα! Κι όμως βγαίνεις και παίζεις με μια ασφάλεια και με μια σιγουριά. Πιο πολύ εκτεθειμένος και περισσότερο τρακ αισθάνομαι όταν καλούμαι να παίξω σε πέντε έξι άτομα από κάτω κοινό παρά σε σαράντα πέντε χιλιάδες. Ένα περίεργο πράγμα. Όχι ότι εκεί έχω τρακ, αλλά νιώθω κάπως πιο σφιγμένος. Ίσως γιατί στο μικρό κοινό, αναλογίζεσαι και έχεις την πολυτέλεια να σκεφτείς, ότι τώρα με ακούνε, άρα με κρίνουνε. Γιατί το τρακ από κει ξεκινάει. Ότι σε ακούνε και τους βλέπεις στα μάτια. Οπότε μπαίνει αυτή η ψυχολογία του τώρα θα κριθώ. Με οποιοδήποτε τρόπο. Ενώ στο απρόσωπο πλήθος λες «ποιος θα με κρίνει τώρα;». Δεν βλέπεις τα μάτια του άλλου. Δεν βαριέσαι! Πέφτω στα βαθιά και κολυμπάω. Είναι αυτή ασφάλεια που σου παρέχει η «ανωνυμία» και αυτό ακριβώς σε ελευθερώνει κι έχεις την ευκολία να παίξεις καλά. Γιατί και να φύγει κάτι δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Και συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις δεν φεύγει τίποτα. Ενώ το τρακ είναι εκείνο στο οποίο οφείλονται τα λάθη…

Φωτογραφία 1: Θανάσης Σοφράς
Φωτογραφία 2: Στοκχόλμη - Μάιος 1976 - Ξυλούρης - Πρωτοψάλτη - Τσανακλίδου
Φωτογραφία 3: 17-4-1994. Mε τον Διονύση Σαββόπουλο στο Μύλο Θεσσαλονίκης
Φωτογραφία 4: 26.11.1993 με τον Στέλιο Καζαντζίδη στην ταβέρνα Χρυσό Πέταλο
Φωτογραφία 5: Νοέμβριος 1993. Με τον Στέλιο Καζαντζίδη στο studio Κυριαζή
Φωτογραφία 6: Νοέμβριος 1997 με την Ελευθερία Αρβανιτάκη
Φωτογραφία 7: Στο στούντιο με τον Χρήστο Νικολόπουλο
Φωτογραφία 8: 2-6-2006 στο ΜΜΑ με Μαρινέλλα - Κ. Μακεδόνα - Γλυκερία - Μ. Ασλανίδου

Ευχαριστούμε τις φίλες Ελίνα Κωστελέτου και Αγνή Δούναβη για τη βοήθειά τους.

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!