Σπύρος Παπαδόπουλος: «Η ζωή μου όλη»

Τα παιδικά του χρόνια, η γυναίκα που έγινε αιτία να μπει στο θέατρο, ο Ολυμπιακός, ο Καζαντζίδης, ο πατέρας που έφυγε νωρίς, ο Τσαουσάκης, η «μοναχικότητά» του, το σινεμά, τα αγαπημένα βιβλία και όχι μόνο.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ο τίτλος είναι ενδεικτικός των «προτιμήσεων» του Σπύρου Παπαδόπουλου αλλά και της αυτοβιογραφικής συνέντευξής του στο ogdoo.gr.

Ο Σπύρος Παπαδόπουλος συνομιλεί με τον Κώστα Μπαλαχούτη

Πού μεγάλωσες;
Παλιά Κοκκινιά, μέχρι τα 14 με 15 και μετά Καλλιθέα.

Σε ποιο δρόμο στην Κοκκινιά;
Ίωνος Δραγούμη.

Κοντά στην Τσαλδάρη που βρισκόντουσαν τα ιστορικά κέντρα;
Ναι, κάτω απ’ το Περιβολάκι…

Στενάκι μικρό, προσφυγικό;
Ακριβώς.

Τι ακούγανε εκεί;
Στα πρώτα χρόνια που θυμάμαι τον εαυτό μου, το ραδιόφωνο δεν υπήρχε. Αργότερα, κάθε Κυριακή μαζευόμαστε στην αυλή ενός τύπου που είχε συσκευή για να ακούσουμε μπάλα. Στο δικό μας σπίτι άργησε πολύ να μπει το ραδιόφωνο αλλά ακούγαμε απ’ τους γείτονες.

Πικάπ;
Αυτό ήταν ακόμη μεγαλύτερη πολυτέλεια. Κάνα δυο υπήρχανε, εκείνοι που είχαν πατεράδες ή συγγενείς ναυτικούς. Τα τζουκ μποξ υπήρχαν στα μαγαζιά αλλά εμείς δεν είχαμε πρόσβαση, αφού ήμασταν πιτσιρίκια. Ότι άκουγα προέρχονταν απ’ τα ανοικτά παράθυρα της γειτονιάς.
papdopoulossin05
Ο πατέρας σου τι δουλειά έκανε;
Εργάτης.

Η μητέρα;
Στο σπίτι.

Αδέρφια;
Όχι.

Δύσκολα χρόνια τα παιδικά;
Ναι αλλά ήταν κοινός τόπος, κοινό βίωμα. Δηλαδή, ο πλουσιότερος δεν είχε να φάει στην γειτονιά, οπότε…

Απ’ τα παράθυρα τι ακούγονταν;
Μόνο λαϊκό τραγούδι. Καζαντζίδης, Περπινιάδης, Μενιδιάτης, Βούλα Πάλλα, Φούλη Δημητρίου, ο Τσετίνης στα καλύτερά του… Μου άρεσε πολύ ο Μπάμπης!

Είχες αρρώστια από τότε με τη μουσική;
Μεγάλωσα με το ραδιόφωνο και κόλλησα μαζί του. Τηλεόραση δεν άνοιξα ποτέ, ούτε τώρα. Δεν θα βρεις άνθρωπο να έχει δει λιγότερη τηλεόραση. Ακόμη είμαι με το ραδιοφωνάκι, όπου πάω, όπου κινούμαι… Το ελληνικό τραγούδι λοιπόν, μέχρι και τη δεκαετία ’90, το έχω… Μετά κάπου χαθήκαμε… Αρχίσαμε να μην κολλάμε πολύ.

Ο Περπινιάδης ήταν τότε το αστέρι της Κοκκινιάς, το παιδί που είχε βγει απ’ τα σπλάχνα της περιοχής…
Πολύ γερό όνομα, μεγάλος τραγουδιστής… κι αυτός ο αμανές του Περπινιάδη, δεν υπάρχει!

Τα μαγαζιά του Περιβόλα και του Κεφάλα τα πρόλαβες;
Ναι αλλά δεν τα πολυθυμάμαι. Δεν πήγα εγώ εκεί ποτέ. Μαρκίζες και προγράμματα ναι, αλλά απ’ έξω.

Ολυμπιακός κάργα από τότε;
Κυριακές, όταν έπαιζε στο Καραϊσκάκη, μαζευόμαστε πολλοί, πηγαίναμε με τα πόδια στο γήπεδο γιατί δεν υπήρχαν λεφτά, και μαζί με κάνα δυο τρεις πιο μεγάλους, και κάτι φοράκια που μας δίνανε, χωνόμαστε και καταφέρναμε και βλέπαμε τους αγώνες.

Ποιους έβλεπες;
Αριστείδη Παπάζογλου, Αγανιάν, Ζαντέρογλου… Γκαϊτατζή, Σιώκο αργότερα.

Την ομάδα του Μπούκοβι την πρόλαβες;
Σιδέρη, Μποτίνο.

Έχεις μνήμες, τον τρόπο που κινούνταν στο γήπεδο;
Απόλυτα.

Ο αγαπημένος σου;
Η «τρελή Μποτίνα» όπως τον φωνάζαμε

Φινέτσα;
Ναι! Και ο Σιδέρης μ’ άρεσε πολύ που ήταν δύναμη αλλά είχα αδυναμία στον άλλον.

Λαϊκοί ήρωες;
Περιμέναμε στο τέλος του αγώνα να τους δούμε να βγαίνουν απ’ το γήπεδο και σταμάταγε η καρδιά μας…

Και την ομάδα του ’70;
Στάση Σιώκος… Αγγελής, Κελεσίδης.

Ωραία μπάλα;
Σπουδαίο ποδόσφαιρο. Και να σου πω κάτι, το χειρότερο πράγμα που άκουσα πιτσιρικάς στο γήπεδο είναι «τον κερατά τον διαιτητή». Σπάνια κάνα μ….

Και οι φίλαθλοι και των δύο ομάδων να παρακολουθούν το παιχνίδι μαζί.
Ναι! Στην γειτονιά μας Παναθηναϊκός δεν υπήρχε. Ήταν όλοι Ολυμπιακοί και κομουνιστές εκτός από μερικούς Αεκτζήδες κι έναν ακροδεξιό που είχε ένα μπακάλικο.

Απ’ τις παιδικές παρέες, έχεις κρατήσει επαφές;
Έχουμε χαθεί, γιατί στην εφηβεία μου, όταν άρχισα να βγαίνω έξω, ήταν περίεργα τα πράγματα, λόγω και των φρονημάτων του πατέρα μου…

Ο μπαμπάς ήταν αριστερός;
Ναι.

Πιστοποιημένος;
Πιστοποιημενότατος! Ερχόντουσαν εκεί… Μέχρι και τη σκάφη της μάνας μου είχαν αδειάσει για να βρούνε δεν ξέρω κι εγώ τι.

Σε πλήγωνε αυτό, σε τσάκιζε;
Και τα δύο… Ήταν δύσκολα τα χρόνια και λίγο φοβόντουσαν οι γονείς για εμάς. Μην απομακρύνεσαι, μην κάνεις, μην πολυκυκλοφορείς…

Ήσουν ήσυχο παιδί ή αντάρτης;
Δεν ήμουν υπάκουος, με κυνηγάγανε παντού. Είχαμε προβλήματα με τη συμπεριφορά μου… Καλό παιδί λέγανε όλοι στη γειτονιά ο Σπύρος, το καλύτερο, αλλά δεν μπορούσα να κάτσω φρόνιμα… Αλλά πρώτος μαθητής.

Διάβαζες;
Όχι πολύ, αλλά τα ‘παιρνα, μου ‘κοβε
papdopoulossin04
Άλλα διαβάσματα;
Όχι. Το πρώτο βιβλίο που μπήκε στο σπίτι εκτός των σχολικών ήταν στα 12-13 μου χρόνια. Θυμάμαι ένας θείος μου που μου έφερε ένα βιβλίο για τον Χρήστο Μηλιώνη, έναν ήρωα της επανάστασης του ’21.

Ο μπαμπάς δεν είχε βιβλία;
Όχι!

Αριστερός χωρίς βιβλία;
Ήταν εμπειρικός αριστερός.

Η μαμά τι έλεγε; Του την έλεγε;
Όχι… Μόνο καμιά φορά, έτσι από πίσω του, παραπονιόταν πως με αυτό το κυνηγητό δεν θα μπορέσουμε να ζήσουμε.

Το θέατρο, το αγαπούσες από τότε;
Όχι, τότε καθόλου...

Το όνειρο ποιο ήταν, να φύγω από αυτό το περιβάλλον;
Των γονιών μου ήταν να σπουδάσω, το γνωστό, να γίνω γιατρός ή δικηγόρος και το δικό μου να κάνω κάτι που να ‘μαι μόνος μου. Ένα μαραγκούδικο ας πούμε. Θυμάμαι πήγαινα σε έναν μαραγκό, εκεί κοντά, και του έκανα παρέα. Μου άρεσαν οι μυρωδιές, τα ροκανίδια. Είχε πάντα κι εκείνος ένα τρανζιστοράκι και δούλευε μόνος του. Αυτό ήθελα κι εγώ… Κάτι μοναχικό. Ψαράς ας πούμε.

Συνέχιζες να είσαι καλός μαθητής;
Ναι μέχρι και την έκτη Γυμνασίου.

Ο τραγουδιστής που μιλάει τότε στην καρδιά σου;
Καζαντζίδης. Πολύ Καζαντζίδης. Πάθαινα μαζί του. Αργότερα πιτσιρικάδες, Νταλάρας, Αλεξίου…

Μόνος σου άκουγες;
Ναι. Μέρα νύχτα. Το ραδιόφωνο ήταν πάντα ανοικτό. Φορητό το είχα πάντα μαζί μου.

Μουσικό όργανο έπιασες ποτέ;
Όχι.

Ούτε σε ενδιέφερε να μάθεις;
Κάτι πήγε να γίνει με μια κιθάρα που μου ‘χε τάξει ο νονός μου. Με δούλευε, με δούλευε, εγώ ονειρευόμουνα, τελικά δεν μου την πήρε ποτέ.

Στα μπουζούκια πότε πρωτοπήγες;
Μεγάλος. Δεν πρόλαβα κανέναν από τους κλασικούς. Κοίταξε από δώδεκα χρονών, δούλευα συνέχεια…

Τι δουλειές;
Διάφορες. Από καφενεία μέχρι την ταβέρνα που συνάντησα σαν πελάτη τον Μιχάλη Μενιδιάτη.

Που έγινε αυτό;
Ταβέρνα «Ο Νότης» στην Καλλιθέα. Περιβόητο μαγαζί. Ένα κάπως πιο ατμοσφαιρικό στη Σοφοκλέους κι ένα άλλο καλοκαιρινό στην Αγία Ελεούσα. Εγώ δούλευα στην πρώτη. «Ο Νότης» είχε εξαιρετικά κρέατα και ήμασταν γεμάτοι κάθε βράδυ. Μεγάλη αίθουσα. Ο Μιχάλης πέρναγε για να τσιμπήσει κάτι πριν πάει στη «Φαντασία» όπου εμφανιζόταν. Ήταν τακτικός θαμώνας και κάπου πρέπει να είχε γίνει και φίλος με το αφεντικό. Τον σερβίριζα. Του άρεσαν οι καλοί μεζέδες, όπως τα αμελέτητα.

Τι εντύπωση σου έκανε;
Έντονη. Άψογο το ντύσιμό του, πάντα. Πρώτη φορά έβλεπα να φοράει κάποιος λουστρίνι παπούτσι με αυτήν την κάλτσα την λεπτή, την μεταξωτή. Αφού λίγο το παρεξήγησα. Νόμιζα πως αυτά ήταν μόνο για τις γυναίκες.

Στην Καλλιθέα πότε πάτε;
Στα 15 μου.

Για ποιο λόγο μετακινηθήκατε;
Οικογενειακοί λόγοι. Δεν είχαμε ποτέ δικό μας σπίτι.
papdopoulossin02
Στενοχωρήθηκες;
Στην αρχή ναι… αλλά μετά βρήκα ωραία παιδιά εκεί. Συνάντησα μια καλή παρέα. Γνώρισα ένα παιδί που πήγαινε στο κολλέγιο και γίναμε καλοί φίλοι. Μια φορά πήγα σπίτι του και είδα τα βιβλία του… Του λέω: Ρε τι είναι όλα αυτά! Μου απαντάει, βιβλία τι άλλο, παίρνε να διαβάζεις. Κι έτσι ξεκίνησα το διάβασμα. Το πρώτο μου ήταν τα «Άγουρα Χρόνια» του Κρόνιν.

Σ’ άρεσε;
Το διάβασμα το αγάπησα. Ότι δεν είχα διαβάσει μέχρι τότε το διάβασα απ’ τα 16 και μετά.

Ποιους ξεχώρισες;
Τότε ήμουν ερωτευμένος με τον Ντοστογιέφσκι. Διάβασα το «Έγκλημα και τιμωρία». Όταν ήταν να πιάσω τον «Ηλίθιο» μου λέει κάποιος μεγαλύτερος, άστο για κάνα δυο χρονάκια. Εγώ πείσμωσα και το πήρα… Βέβαια όταν το ξαναδιάβασα ανακάλυψα πως είχε δίκιο. Τέλος πάντων μετά διάβαζα πολύ. Κλασικούς ξένους, και μετά Έλληνες συγγραφείς. Καζαντζάκης πολύς. Μόνο Θέατρο δεν διάβαζα. Ούτε αστυνομικά…

Και πως μπαίνεις στον κόσμο του;
Μια γυναίκα είναι η αιτία.

Δηλαδή;
Από μικρός μου άρεσαν οι γυναίκες. Είχα θέμα μεγάλο.

Από ποια ηλικία;
Απ’ τα 10 μου…

Ναι;
Ναι. Τότε λοιπόν στην Καλλιθέα μου άρεσε πολύ ένα κορίτσι. Την κοίταγα, με κοίταγε, συναντιόμασταν στη γειτονιά. Κυκλοφορούσα μ’ ένα μηχανάκι και μια μέρα με σταματάει και μου λέει: Μπορείς να με πετάξεις μέχρι τη σχολή μου στη Νέα Σμύρνη. Άλλο που δεν ήθελα. Όταν φτάσαμε της λέω: Τι είναι εδώ; Μου απαντάει: Η δραματική σχολή του Πέλου Κατσέλη, πάω για ηθοποιός. Την αφήνω και βλέπω πολλά παιδιά, οι περισσότερες κοπέλες βέβαια, να μιλάνε για Αριστοφάνη, Αισχύλο, Άμλετ, Σαίξπηρ… Λέω μέσα μου, ρε συ τι είν’ αυτά, μεσάνυχτα έχω! Πως μου την έδωσε, κατεβαίνω κάτω και πηγαίνω και δηλώνω: Θέλω να ‘ρθω κι εγώ εδώ! Αλλά δεν θέλω να γίνω ηθοποιός, θέλω να μάθω. Μου είπαν πως δεν γίνεται τώρα αλλά επέμενα, κάτι που δεν κάνω ποτέ. Ένα όχι άμα μου πεις, έχω φύγει χιλιόμετρα μακριά. Με τα χίλια ζόρια με δέχτηκαν σαν ακροατή. Μπορούσα να πληρώνω τότε γιατί δούλευα. Σιγά σιγά για να βοηθάω τους άλλους, ήμασταν και λίγα τα’ αγόρια, μου δίνανε και κάνα κομμάτι… Και κάπως έτσι έγινε ότι έγινε!

Του να σου αρέσουν οι γυναίκες έχει κάμψη ή συνεχίζεται στα χρόνια;
Ρώτησα τον Βουτσά μια μέρα στην εκπομπή. Καθόταν δίπλα μου, χόρευαν κάτι ωραίες κοπέλες και τον έβλεπα πως κοιτούσε… Του λέω: Δεν περνάει ποτέ αυτό; Και μου απαντά: Μην ελπίζεις!

Με τη σχολή;
Τέλειωσα με άριστα.

Έβλεπες θέατρο;
Μετά ναι. Πριν τη σχολή όχι.

Σινεμά;
Κινηματογράφο πήγαινα και νωρίτερα. Στα mainstream. Ντελόν, γουέστερν, Κερκ Ντάγκλας, Μπαρτ Λάνκαστερ. Σπανίως σε κάνα ελληνικό, για να δούμε καμιά κωμωδία. Τον Βουτσά στα νιάτα του. Το πανί με κέντριζε

Σε μάγευε;
Πολύ. Πιτσιρικάς, εκεί στα 10-11 μου, δούλευα σ’ ένα θερινό κινηματογράφο στον Κορυδαλλό, το «Λούση».

Τι έκανες;
Πούλαγα διάφορα που πουλάνε στα διαλείμματα… Χόρτασα ελληνικό σινεμά. Αυλωνίτη, Μακρή, Λογοθετίδη, Χορν, Λαμπέτη. Όλα. Και δέκα φορές το ίδιο έργο… Τα χρήματα ήταν ελάχιστα, χαρτζιλικάκι, αλλά χιλιοπαρακαλούσα τον πατέρα μου να με αφήνει να πηγαίνω για να μπορώ να βλέπω τις ταινίες.

Άρα το μικρόβιο υπήρχε;
Δεν μου ‘χε περάσει στιγμή απ’ το μυαλό πως θα γίνω ηθοποιός. Ήμουν πολύ αντικοινωνικός άνθρωπος. Στο σχολείο που ήμουν και καλός μαθητής, όσες φορές με παρακάλεσαν να πω ένα ποίημα, ποτέ δεν είπα τίποτα. Ντρεπόμουνα. Δεν μπορούσα να βγω σε κόσμο.

Ήσουν μοναχικός…
Ναι…

Κι όμως βγάζεις μια ζεστασιά σαν άνθρωπος;
Δεν μπορώ τον πολύ κόσμο…

Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Φαντάζομαι θα σε προσεγγίζανε…
Είχα πάντα φίλους. Με αυτούς μεγάλωσα. Οι γονείς μου, που τους λάτρευα, ήταν εξαιρετικοί άνθρωποι αλλά δεν είχαν φόντα να μου δώσουν πνευματικά. Γι’ αυτό θεωρώ ότι μεγάλωσα με τους φίλους μου, ειδικά απ’ την Καλλιθέα και μετά.

Οι γονείς σου πότε φεύγουν;
Ο πατέρας μου το 1979 και η μάνα μου το 2003. Ο μπαμπάς έφυγε νωρίς…

Σε πλήγωσε η απώλεια του;
Πολύ. Ο πατέρας μου ήταν πολύ φίλος με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη που έμενε εκεί κοντά μας στην Καλλιθέα.

Μα την ίδια πάνω κάτω εποχή φεύγει και ο Πρόδρομος.
Μετά από λίγο. Ο πατέρας μου ήταν θυρωρός στην πολυκατοικία που μένανε. Ως συνήθως τα καλοκαίρια καθότανε απ’ έξω. Δίπλα ακριβώς ήταν το ζαχαροπλαστείο «Μόνα Λίζα» όπου ερχόταν ο Πρόδρομος και έπινε το ουισκάκι του.

Τα κονιάκ του…
Μπράβο! Πιάνανε την κουβέντα, και κουβέντα στην κουβέντα, ο Πρόδρομος έπαιρνε το κονιάκ του και πήγαινε στα δέκα μέτρα που ήταν η είσοδος της πολυκατοικίας, έπαιρνε κι αυτός μια καρέκλα και καθόντουσαν μαζί με τον πατέρα μου και μιλάγανε. Ώρες ατέλειωτες. Όσο κρατούσε η απογευματινή βάρδια του πατέρα μου. Φεύγει τότε ο Τσαουσάκης για μια περιοδεία, με την Αλεξάνδρα νομίζω μαζί, και γυρίζει, και εν τω μεταξύ ο πατέρας μου απ’ το πουθενά έχει πεθάνει. Τον πήγαμε να κάνει μια εγχείρηση ρουτίνας και έφυγε... Γυρνάει λοιπόν ο Πρόδρομος και τον ψάχνει. Δεν τον βλέπει στο θυρωρείο και φωνάζει: Γιώργο, Γιώργη! Κατεβαίνει τις σκάλες στο υπόγειο, χτυπάει την πόρτα, του ανοίγει η μάνα μου με τα μαύρα, αλλά δεν έδωσε προσοχή, δεν κατάλαβε: Που είν’ αυτός.. ο… ρωτάει. Είχαν μεσολαβήσει κάπου 15 μέρες. Δεν έχω ξαναδεί τέτοια έκφραση ανθρώπου. Λυπήθηκα πιο πολύ αυτόν από εμάς!

Ημιυπόγειο με τα παράθυρα στο δρόμο χαμηλά ήταν το σπίτι;
Καραυπόγειο, δίχως παράθυρα. Το σπίτι του θυρωρού.

Ο Πρόδρομος τότε δεν ήταν στην πρώτη γραμμή και η φωνή του είχε «τσακίσει».
Όσο ήμασταν εκεί δεν θυμάμαι να τραγουδούσε σε μαγαζί κάπου στην Αθήνα. Όλο περιοδείες έκανε

Μίλαγες μαζί του;
Φυσικά.

Έχεις συναίσθηση ποιος είναι ο φίλος του πατέρα σου;
Πολύ καλά.

Υπήρχε η εκτίμηση του κόσμου;
Όλη η γειτονιά τραγούδαγε τον «Μποχώρη». Μου άρεσε κι εμένα πολύ. Δεν πέρναγε έτσι ο Πρόδρομος. Ξεχώριζε από μακριά. Φορούσε ένα γούνινο μακρύ σακάκι, παπούτσι λουστρίνι, μοσχομύριζε… Άρχοντας!

Και μετά από λίγο πάει να βρει τον φίλο του…
Με πείραξε πολύ…

Πρόλαβε ο μπαμπάς να σε καμαρώσει «φτιαγμένο» ηθοποιό;
Ίσα ίσα… όταν είχα μπει στο Αμφιθέατρο του Ευαγγελάτου, μια φορά, στη Λυσιστράτη. Δεν τους άρεσε η επιλογή μου. Μόνο όταν ήρθαν και τους μίλησε ο Κατσέλης και τους είπε: Μπράβο για το παιδί που έχετε, τότε χάρηκαν κάπως και ησύχασαν. Γιατί αυτό ήταν που ένοιαζε τον πατέρα μου. Μου έλεγε: Να αγαπάς τους ανθρώπους, να έχεις φίλους και να ‘σαι καλό παιδί. Δεν είχε αγωνίες. Ήξερε πως τα άλλα θα τα έβρισκα.

Η μαμά όμως γεύτηκε την αναγνωρισιμότητα.
Χόρτασε κιόλας.

Θα της άρεσε φαντάζομαι;
Δε μάσαγε, ούτε αυτή. Της λέγανε, του Σπύρου Παπαδόπουλου η μαμά!!! Κι εκείνη απαντούσε: Ναι αλλά δουλεύει πολύ και κουράζεται, δεν προσέχει, είναι όλο με τις μοτοσικλέτες…

Ήσουν κοντά με τη μαμά;
Πολύ.
papdopoulossin03
Με τον μπαμπά;
Αγαπιόμαστε, αλλά δεν πρόλαβα.

Ήπιατε ένα ποτήρι κρασί;
Ήμουν τότε στην εφηβεία και όλο έτρεχα…

Ακολουθεί το δεύτερο μέρος της συνέντευξης - ποταμός του Σπύρου Παπαδόπουλου στον Κώστα Μπαλαχούτη

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!