Θάνος Μικρούτσικος & Γιάννης Κότσιρας ΜΑΖΙ στο ogdoo.gr

(ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ - ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ & PHOTOS) Ο δίσκος τους «Ό,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει» σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου αποτέλεσε την αφορμή μιας συνέντευξης που δεν μπορούσε να χωρέσει σε ένα μόνο «μέρος».
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ένας μεστός «σκληρός» δίσκος που υπογραμμίζει το γκρίζο τοπίο που μας περιβάλλει, τη θηλιά που σφίγγει τον κόμπο στο λαιμό, τον μάγκωμα στους βρόγχους που εμποδίζει την ανάσα.

Κι όμως την ίδια ώρα μιλάει για την ελπίδα, για το φεγγοβόλημα στην άκρη του τούνελ, για το χαμόγελο που αχνοφέγγει κάπου μακριά. Περνάω όμορφα να συμφωνώ διαφωνώντας με τον Θάνο Μικρούτσικο, να απολαμβάνω τις μεστές σκέψεις του, αλλά και να καταλήγουμε σε ακριβά συμπεράσματα κι αλήθειες με το Γιάννη Κότσιρα.

Το δεύτερο «κομμάτι» της συζήτησής μας υπενθυμίζει και ταυτόχρονα ολοκληρώνει και προεκτείνει το νήμα του πρώτου… (διάβασε ΕΔΩ)

 Η «μνήμη» άλλωστε είναι η προίκα, ο οδηγός για το παρόν, το εφαλτήριο για το μετά.

Θ.Μ: Για μένα, το καλύτερο ελληνικό τραγούδι είναι η «Αχάριστη», γιατί το κείμενο με τη μουσική είναι τόσο αξεχώριστα, τόσο απλά, τόσο ουσιαστικά και σ’ αγγίζουν τόσο στην καρδιά, που θα έπρεπε να διδάσκεται και στο Princeton. Ως λιτός λόγος καλλιτεχνικής δημιουργίας. Οι κινηματογραφητζήδες πρέπει να παίρνουν την «Αχάριστη» στη Βουργουνδία και να κάνουν μάθημα της λιτότητας του πώς κατασκευάζεται ένα πλάνο.

Γιάννη, λόγος του Οδυσσέα είναι μεστός, αλλά είναι και σκληρός. Αυτό δε σε ξένισε;
Γ.Κ: Ναι, είναι, αλλά δε με ξένισε. Έτσι κι αλλιώς δεν είναι η πρώτη φορά που λέω τέτοια τραγούδια, με την έννοια του λόγου. Όχι, βέβαια, σε τέτοια έκταση, αν και υπήρχαν αρκετά στον προηγούμενό μου δίσκο, το «Μουσικό Κουτί». Από την άλλη, ο Οδυσσέας Ιωάννου είναι αυτό! Δηλαδή ένας άνθρωπος με απίστευτες ερωτικές εμμονές, φιλτραρισμένες από την καθημερινή κοινωνικοπολιτική κατάσταση.

Θ.Μ: Ακριβώς αυτό που είπε. Εμμονές και η συγκυρία παρούσα, αλλά όχι φωναχτή.

Γ.Κ: Δεν υπάρχει κάτι αντίστοιχό του στην ελληνική δισκογραφία σήμερα. Αυτή είναι η ταυτότητα του Οδυσσέα Ιωάννου. Ούτε με ξένισε, ούτε μου φάνηκε δύσκολο ή εντυπωσιακό.

Η φωτογραφία του εξωφύλλου πού τραβήχτηκε;
Γ.Κ.: Είναι στον Πειραιά, σε ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο του λιμανιού. Ήταν ιδέα του Γιάννη Μαργετουσάκη που έκανε τη φωτογράφιση.

Και γελάτε… Σε ένα σκληρό δίσκο είστε χαμογελαστοί…
Γ.Κ: Βέβαια! Θα σου πω τι είναι ο δίσκος. Ο δίσκος είναι ο τίτλος του. Δηλαδή, δεν έχει ίχνος της μιζέριας μέσα. Ακόμα και όταν μιλάει για τα πιο σκληρά πράγματα, ο Οδυσσέας τα αντιμετωπίζει με τη δέουσα αισιοδοξία. Το «Είπαν ό,τι είχανε να πούνε», απ’ όπου και ο τίτλος, αυτό που λέει είναι ότι «για όσα έσβησαν κεριά, για όσες φλόγες πια δε ζούνε, λύπη καμιά, μόνο χαρά»! Δηλαδή, ακόμα και σ’ αυτό που είναι το πιο δραματικό, κατά την άποψή μου, τραγούδι σου λέει «χαμογέλα, γιατί δεν τελειώνει εδώ».

Θ.Μ: Η συγκυρία, βέβαια, είναι πιο παρούσα από οπουδήποτε, με δραματικό τρόπο, αλλά με απρόσμενη κατάληξη στο «Αυτός ο ήλιος». Στο ρεφραίν, δες τι λέει! Όχι μόνο δεν ανατρέπει την προοπτική αλλαγής, αλλά δίνει μια λύση που δείχνει ταυτοχρόνως την αισιοδοξία και την απαισιοδοξία μαζί. Απίστευτη πρωτοτυπία για τη δραματική συγκυρία και δε φοβάται να κατηγορηθεί, εδώ, ο Οδυσσέας. Λέει ένας με έναν! Πάμε να συνομιλήσουμε! Χρόνια λέω ότι έχουμε χάσει τις διευθύνσεις μας. Ελάτε να τις ξαναβρούμε! Γιατί αλλιώς το «εμείς» δε θα το ακουμπήσουμε! Αυτό είναι το lifestyle! Αυτή είναι η πλαστή ευμάρεια του Σημίτη, μέσα στην οποία λειτούργησε και μεγεθύνθηκε το lifestyle με τις τηλεοράσεις. Εκεί είναι η χρυσή εποχή του. Το «εγώ». Το «εμείς» να φύγει από τη μέση… Όπως έλεγε και ο Down Town, out ο Θάνος Μικρούτσικος, out ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, out ο Μίκης Θεοδωράκης. Ιερόσυλος, τουλάχιστον ως προς τους δύο, άσε με εμένα. Ως in, τι; Η Βανδή και η Βίσση και αυτοί; Ποια είναι η διαχρονία των πραγμάτων; Τι αισθάνεται στο μεδούλι του ο ελληνικός λαός; Πού έχει αποτυπωθεί; Στο θίασο του Αγγελόπουλου! Ανεξαρτήτως αν σε μια συγκεκριμένη συγκυρία τον «ακουμπήσανε» διακόσιες χιλιάδες, εν δυνάμει είναι των δέκα εκατομμυρίων. Στο «Τραγούδι του νεκρού αδερφού» του μέγιστου. Στον «Επιτάφιο» του μέγιστου. Στο «Διόνυσο» του μέγιστου. Στη δουλειά του πάνω στο Λειβαδίτη… Για τ’ όνομα του Θεού και της Παναγίας…

Εσύ Γιάννη νιώθεις συγγενής με το Μπιθικώτση, με αφορμή το χαρακτηρισμό που σου έδωσε ο Θάνος αλλά και ορισμένα από τα έργα που μόλις ανέφερε;
Γ.Κ: Κοίταξε, είναι υποσυνείδητα αυτά. Εγώ μεγάλωσα με τη φωνή του Μπιθικώτση. Ο ίδιος με αγαπούσε πολύ και τον αγαπούσα εξίσου.

Γνωριζόσασταν;
Γ.Κ: Ναι. Είναι η μόνη αντρική φωνή στο ελληνικό τραγούδι που με έκανε να ανατριχιάζω. Αλλά συνέβη πολύ υποσυνείδητα. Δε μπορώ να σου πω έκανε αυτό, έκανε εκείνο, είπε τ’ άλλο. Από «Του Βοτανικού ο μάγκας» με το «Όμορφο αμάξι με δυο άλογα», το «Ρίξε μια ζαριά καλή» για να περάσω σ’ αυτά που έχει ερμηνεύσει ο ίδιος, είτε του Χατζιδάκι, είτε κυρίως του Θεοδωράκη, γιατί εκεί ήταν το βασικό του ρεπερτόριο, μου δημιουργούσε μια μόνιμη ανατριχίλα, που μου πέρναγε μέσα από τις φλέβες μου όλη την Ελλάδα με μια φράση και ταυτοχρόνως όλο τον έρωτα! Είναι απίστευτο αυτό το πράγμα. Οπότε, δε μπορώ να σου πω ότι είναι συγγένεια. Είναι στο DNA μου. Μεγάλωσα με αυτό το πράγμα. Αγαπώ πάρα πολλούς τραγουδιστές. Αλλά, αυτό που αισθανόμουν με το Μπιθικώτση στην Ελλάδα και με τον Freddie Mercury από τους ξένους, δεν το έχω νιώσει.

Θ.Μ: Το 1997 έχει αρχίσει ο μπαγάσας τις αποχωρήσεις, αλλά δε λέει να σταματήσει αν και ήταν καμιά 70ρια χρονών και φοράει ένα μαύρο, δερμάτινο κοστούμι. Εγώ κατεβαίνω με το ασανσέρ στο Μακεδονία Palace, γιατί είχα μια συναυλία με το Μήτσο (Μητροπάνο), ο οποίος με περίμενε στο lobby. Όπως βγαίνω από το ασανσέρ, πέφτω πάνω στο Μπιθικώτση. «Γεια σου ρε Γρηγόραρε» του λέω, «Μαέστρο»! μου λέει, «θέλω να σου πω κάτι, άκουσα τη Ρόζα, πολύ καλή δουλειά, έπιασες το 40%»! «Τι λες ρε συ, το 40%»; Τον ρωτάω. «Σου λέει ο Μπιθικώτσης 40% κι έχεις πρόβλημα;» (γελάει) Απίστευτο! Όμως, θέλω να σου πω κάτι, ως συνέχεια αυτού που είπε ο Γιάννης. Κατ’ αρχήν ξέρεις ότι στη δεκαετία του ’70 οι μουσικοί, συνθέτες κτλ, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκοσμίως, θεωρούσαν σοβαρή μουσική την κλασική και το τραγούδι, το γαλλικό, το ελληνικό, το ροκ κτλ το θεωρούσαν ελαφρά μουσική. Όλοι, δεν υπήρχε ένας ανοιχτόμυαλος. Ανοιχτόμυαλος ως προς το musical ήταν μόνο ο Μπερνστάιν. Οι δύο μεγάλοι τότε ήταν ο Κάραγιαν με τη Φιλαρμονική του Βερολίνου και ο Τζουλίνι με του Λος Άντζελες τότε, που την είχε κάνει την καλύτερη στον κόσμο. Καλείται, λοιπόν, ο Τζουλίνι να διευθύνει στο Ηρώδειο, στο Φεστιβάλ Αθηνών. Τρεις παραστάσεις και κάθισε κάποιες βδομάδες εδώ για τις πρόβες. Σε μια από τις κενές μέρες, ο Θεοδωράκης κάνει το «Άξιον εστί» στο Λυκαβηττό, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ. Το όνομα Θεοδωράκης και ενδεχομένως και τον ίδιο προσωπικά, το γνώριζε ο Τζουλίνι, γιατί ο Θεοδωράκης ήταν πασίγνωστος, δεν τον εκτιμούσε με τη λογική του σοβαρού και του ελαφρού, παρά ταύτα, κάπως τον πήγανε στο Λυκαβηττό ν’ ακούσει το «Άξιον εστί». Την εποχή εκείνη, που δεν υπήρχαν τηλεοράσεις & ραδιόφωνα πλην των κρατικών, οι δημοσιογράφοι των εφημερίδων παίζανε έντονο ρόλο στα πολιτιστικά και ήταν πρόσωπα με βάσεις, όχι όπως σήμερα. Το γεγονός, λοιπόν, εκείνης της βραδιάς ήταν ότι ο Τζουλίνι θα πήγαινε στο Λυκαβηττό. Μόλις τέλειωσε, τον περιμένανε τριάντα δημοσιογράφοι, τύπου Πηλιχός, όχι παιδάκια, οι καλύτεροι δημοσιογράφοι των εφημερίδων, να τον ρωτήσουν πώς του φάνηκε η συναυλία του Μίκη Θεοδωράκη. Και έκανε δηλώσεις, αποφεύγοντας να μιλήσει για το «Άξιον εστί» και το Θεοδωράκη, λέγοντας ένα «καλό, καλό», γιατί πιθανώς δεν του άρεσε με τη λογική αυτή, όμως δήλωσε εντυπωσιασμένος από κάτι: «Σήμερα άκουσα τον καλύτερο τενόρο στον κόσμο»! Δε χρησιμοποίησε το λαϊκός τραγουδιστής, γιατί με την κουλτούρα του δε γνώριζε και τους όρους. Τον είδε ως τενόρο, τον καλύτερο τενόρο στον κόσμο! Και μην αρχίσουμε κι αναλύουμε τις περίφημες τενούτες του, που κράταγαν ένα λεπτό και ήταν παγκόσμιο ρεκόρ αυτά τα τελειώματα χωρίς να πάλλεται η φωνή! Αυτό που εξέπεμπε, είτε αποδέκτης ήταν ο νεαρός Κότσιρας, είτε ο στιλιζαρισμένος Νο 1 μαέστρος κλασικής μουσικής στον κόσμο, ήταν μαγικό. Είχαμε, όντως, λοιπόν, έναν τραγουδιστή εδώ, και ο Μητροπάνος μεγάλη φωνή, και η Αλεξίου μεγάλη φωνή για να πάω στη γενιά μου, και ο Μητσιάς και άλλοι που εσείς τους ξέρετε καλύτερα, ετούτο το πράμα, όμως, ήτανε εκτός του κόσμου τούτου, για τον κόσμο τούτο!
DSC 0018
Τα τραγούδια του νέου δίκου «περνάνε» στο κοινό;
Γ.Κ: Εντυπωσιακά! Η πρώτη μου εμπειρία ήταν συγκλονιστική, δεν το περίμενα. Πάντα έχω μια φοβία με τα καινούρια τραγούδια, κάτι που νομίζω έχουν όλοι οι τραγουδιστές, όταν έχουν να κάνουν με τη σύμβαση ενός λαϊκού προγράμματος, μιας «νύχτας», ενός μαγαζιού με το να παιχτούν καινούρια τραγούδια. Μ’ αυτά, ήταν σαν να μην ήταν καινούρια! 

Θ.Μ: Αν υπήρχε δισκογραφία, δε θα είχαμε θέμα. Απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχει δισκογραφία, μπαίνει ένα ζήτημα. Να πεις αρκετά καινούρια τραγούδια σε μια μουσική σκηνή ή σε ένα μεγαλύτερο μαγαζί, την ώρα που ο άλλος έχει πάει με προοπτική όχι ψυχαγωγίας, αλλά διασκέδασης, είναι ένα ντισαβαντάζ. Απ’ τη στιγμή που δεν υπάρχει δισκογραφία, το καθαρότερο θα ήτανε δέκα συναυλίες όπου παρουσιάζουμε το δίσκο. Κι εκεί, οι δέκα χιλιάδες κόσμου, αν ερχόντουσαν χίλιοι κάθε φορά, να εισπράξουν και να γίνουν φορείς αν τους αρέσει. Τώρα είναι ημίμετρο.

Γιατί δεν το κάνατε αυτό;
Θ.Μ: Απ’ τη στιγμή που έγινε τόσο έντιμα ο δίσκος, ως επιστέγασμα αυτής της ιστορίας, σκεφτήκαμε ίσως να κάνουμε δυο συναυλίες. Όχι, όμως, να παρατείνουμε τη συνεργασία μας γι’ αυτό. Οπότε, είναι πολύ πιθανό να κάνουμε κάτι, κάποια στιγμή. Υπάρχει ως προοπτική.

Παλιότερα, κάθε φορά που έβγαινε ένας δίσκος έπεφτε ατέλειωτο τρέξιμο από την εταιρεία, ένα δυναμικό promo, ραδιόφωνα, ιστορίες… Πλέον δε γίνεται και μιλάμε και για διαφορετικό πράγμα τώρα εδώ.
Γ.Κ: Κοίταξε, είναι μια εντελώς διαφορετική εποχή. Κατ’ αρχήν υπάρχει μια παράνοια στην εποχή μας, όπου ρεπερτόρια σαν κι αυτό παίζονται από δύο ραδιόφωνα. Από τα 40 συνολικά μουσικά ραδιόφωνα που έχουμε στην Αθήνα, μόνο δύο παίζουν αυτό το ρεπερτόριο. Το «παράδοξο» είναι πώς τα δύο αυτά ραδιόφωνα, είναι τα κορυφαία στις ακροαματικότητες και τα υπόλοιπα 38 να ακολουθούν, παίζοντας εντελώς διαφορετικό ρεπερτόριο. Οπότε, το να υπάρχει αντίστοιχο τρέξιμο από την εταιρεία, υπ’ αυτές τις συνθήκες, δεν έχει νόημα.

Θ.Μ: Στην press conference ήρθαν τρεις – τέσσερις τηλεοράσεις, ήρθαν τα διαδικτυακά που πάντα έρχονται κι αν θα βγούμε σε κάποιο ραδιόφωνο, αυτό είναι.

Τα σχόλια πάντως είναι εγκωμιαστικά ενώ και σε πωλήσεις μαθαίνω πως πηγαίνει καλά ο δίσκος.
Θ.Μ.: Σκίζει! Αλλά το «σκίζει» σήμερα είναι διαφορετικό. Η οροφή, σήμερα, όλων, είναι 10 χιλιάδες. Στο «Όλα από χέρι καμένα» με το Μπίλη (Παπακωνσταντίνου) είχα κάνει 53 χιλιάδες κι ο Μάτσας ήθελε να με σφάξει για την αποτυχία. Για το Μήτσο (Μητροπάνο) το 250ρι, 280 πόσο πήγε, το ξέρετε (σ.σ. «Στου αιώνα την παράγκα) κι ήταν το ’96 – ’97, δεν ήταν τη δεκαετία του ’80. Κι ετούτος ακόμα (εννοεί τον Κότσιρα) έχει κάνει πολλές δεκάδες χιλιάδες.

Γ.Κ: Το Live του 2002 αυτή τη στιγμή είναι κοντά στις 500 χιλιάδες. Δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι μιλάμε για μια εποχή που δεν υπάρχει δισκογραφία. Αυτό όμως που μπορώ να πω και νομίζω οφείλω να το πω, είναι ότι η ΕΜΙ, οι άνθρωποί της δηλαδή, αντιμετωπίζουν το δίσκο «αλά παλαιά». Δηλαδή, ο τρόπος τους, η σκέψη τους και η αγάπη τους γι’ αυτό το υλικό, ακόμα και το βινύλιο που βγήκε, δείχνουν ότι αυτόν το δίσκο τον αισθάνονται πιο δικό τους.

Θ.Μ: Τη μέρα της press conference μου ‘πε ο Μάτσας «γαμώτο, να μην το βγάλουμε το ’95! Θα έσκιζε!» (γελάνε)

Γ.Κ: Άλλωστε, επειδή εμείς είμαστε άνθρωποι που κινούμαστε στη νύχτα, κι εννοώ στην καθημερινότητα του κόσμου της μουσικής, αυτών που ακόμα διαθέτουν κάποια χρήματα για να παρακολουθήσουν μια παράσταση ή να αγοράσουν ένα CD, γνωρίζουμε το πόσο στενεμένοι είναι και ξέρουμε και την πραγματικότητα. Άρα, για τα σημερινά δεδομένα, αυτά που συμβαίνουν με αυτό το δίσκο, είναι παραπάνω απ’ αυτά που περίμενα.
DSC 0059
Εσύ Γιάννη ποιους θυμάσαι και «δεν πεθαίνουν»;
Γ.Κ: Είναι πολλοί. Ο Μπιθικώτσης ήταν ο πρώτος που έφυγε και τον αισθάνομαι, ο Νίκος Παπάζογλου ήταν επίσης μια περίπτωση, ο Μάριος Τόκας και ο Δημήτρης (Μητροπάνος) που ήταν ο τελευταίος που έφυγε. Αυτή είναι η τετράδα μου. Φύγανε και δεν το πίστευα. Με το Σερ, ήταν κάπως διαφορετικό, είχε μεγαλώσει πλέον, δεν ήταν τόσο ξαφνικό. Με τους άλλους τρεις ήταν πάρα πολύ ξαφνικό. Από ‘κει και πέρα, δε θέλω να το προσωποποιήσω. Είναι ένα σύνολο πραγμάτων. Είναι κάποιοι άνθρωποι, αλλά σαφώς είναι και κάποιες εποχές. Για μένα το «Ό,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει» δε σημαίνει μόνο ένα πρόσωπο. Σημαίνει κάποια χρόνια άσχημα, κάποια χρόνια καλά, κάποια χρόνια που κάναμε πράγματα τα οποία πληρώνουμε τώρα ή δε θα μπορέσουμε ποτέ να τα ξανακάνουμε. Είναι όλα αυτά.

Το «μετά» ποιο μπορεί να είναι; Παίζεις μάλλον σχεδόν μόνος, παρέα με λιγοστούς ακόμη συντρόφους, σε ένα τοπίο όπου αναζητούμε στηρίγματα, ανθρώπους, φωνές, δημιουργούς…
Γ.Κ: Ποτέ μου δεν προσχεδιάζω και δε νομίζω ότι παίζω μόνος. Απλά, κάθε φορά που έκανα ένα δίσκο, πάντα έλεγα «μετά τι;». Και πάντα ερχόταν κάτι. Θέλω να σου πω ότι ακριβώς επειδή εγώ προσωπικά δεν έχω αυτά τα κολλήματα της μανιέρας που ίσως θα ήθελαν να μου κολλήσουν κάποιοι του χώρου σας ή ταυτοχρόνως και κάποιοι άνθρωποι του κοινού μου, που έτσι και κάνω οτιδήποτε διαφορετικό απ’ αυτό που έχουν αγαπήσει ενοχλούνται, είμαι ανοιχτός. Να σου πω τώρα τι θα κάνω μετά, δε ξέρω. Πάντως, αυτό που θα ήθελα να κάνω, θα ήταν κάτι αντίστοιχα σημαντικό.

Θ.Μ: Κοίταξε Κώστα, να στο διατυπώσω εγώ. Για να είμαστε πειστικοί ως προς την αλήθεια των πραγμάτων. Ναι, ο Γιάννης από τον πρώτο δίσκο μέχρι το Λειβαδά, το Φάμελλο… είχε κι έναν παράγοντα που πρόσεχε, που τον είχε στο μυαλό του, που τον είχαν οι εταιρείες στο μυαλό τους και που έπρεπε να προφυλάξει. Όταν κάνεις τόσες εκατοντάδες χιλιάδων δίσκους σε μια εποχή που αρχίζει και φαίνεται η κάμψη της δισκογραφίας, η επόμενη δουλειά στο «μετά τι», πρέπει να περιέχει τη δυνατότητα μιας συνέχειας του θριάμβου. Στο κεφάλι ενός νέου παιδιού, 28 – 30 χρονών, δε μπορεί να μην υπάρχει αυτό, θα είμαστε ψεύτες. Έτσι έχει η ακολουθία των πραγμάτων. Τώρα, τι είναι αυτό που θα κάνει και τι έχει στο κεφάλι του ένας 45ρης Κότσιρας, ώριμος, που άγγιξε αυτή την κορυφή, όχι των τραγουδιών, αλλά της ερμηνείας; Τώρα είναι η στιγμή, μέσα στην κρίση, αλλά και την ωριμότητά του, να διευρύνει το κοινό του! Να κρατήσει αυτό που έχει και να διευρύνει προς άλλες κατευθύνσεις. Εκεί θα αναζητήσεις τη συνέχειά του. Με ποια μορφή, κανείς μας δεν το ξέρει.

Γ.Κ: Να προσθέσω κάτι. Σου τονίζω ότι είμαι τραγουδιστής. Δε μπορώ να κάνω πάντα αυτό που θέλω, υπό ποια έννοια. Να πάω αύριο ξανά στο Θάνο Μικρούτσικο, να του πω θέλω να κάνω ένα δίσκο. «Ε, θέλε!» θα μου πει. Δεν είναι όλα στο χέρι μου. Απλά, αυτό που έχω πια την πολυτέλεια να κάνω, είναι να περιμένω! Μεγάλη πολυτέλεια!

Θα αλλάζατε κάτι στο δίσκο, τώρα που τον αντικρίζετε ολοκληρωμένο και τα αυλάκια του κουρνιάζουν με πιο ήρεμους ρυθμούς;
Θ.Μ: Μπορώ να σου απαντήσω γενικότερα, άρα και να πάρει η μπάλα κι αυτή τη δουλειά. Δεν αλλάζω τίποτα. Προσοχή: ακόμα και αν συνειδητοποιήσω ότι κάποια πράγματα είναι λάθος. Για ποιο λόγο; Πρώτον γιατί ο τρόπος που βγάζω τους ήχους μου είναι τόσο πολύ έντιμος – δε λέω για το αποτέλεσμα γιατί μπορεί να είναι μάπα το καρπούζι – ο τρόπος, λοιπόν, είναι έντιμος, με συνέπεια να τον αγαπάω πολύ, όπως τα προβληματικά παιδιά, που ενδεχομένως τα αγαπάει κανείς και περισσότερο. Δεύτερον, αυτό το αποτύπωμα ήταν Μικρούτσικος – Ιωάννου – Κότσιρας 2014. Μια συγκεκριμένη εποχή, σε ένα σπίτι εδώ, σε ένα σπίτι στα Βριλήσσια, σε ένα σπίτι στη Ραφήνα και σ’ ένα στούντιο στην Πετρούπολη. Με συγκεκριμένα πρόσωπα. Έπαιρνα ταξί να πάω, συζήταγα με τον ταξιτζή για την πολιτική κατάσταση, σταμάταγα να πάρω κάτι, με σταματούσαν να μου ζητήσουν 2 ευρώ για μια τυρόπιτα, αυτό ήταν το κλίμα δυο χρόνια. Τώρα, να είμαι σε μια αμμουδιά ή να είμαι στο Λονδίνο που σπουδάζει ο κόρη μου μουσική και να μου ‘ρθει να αλλάξω το τάδε πράγμα, δε θα το αλλάξω με τίποτα!

Η διαδικασία του να συνεργάζεται κανείς με συνθέτες ή με τραγουδοποιούς, τι διαφορές έχει;
Γ.Κ: Θα σου μιλήσω πολύ ειλικρινά, όσο κι αν έχει χιούμορ αυτό που θα πω. Η διαφορά των τραγουδοποιών από τους συνθέτες αισθάνομαι πως είναι ότι οι τραγουδοποιοί δε θα σου δώσουν ποτέ τα καλά τους τραγούδια! Θα τα κρατήσουν να τα πουν οι ίδιοι (γελάει). Ο συνθέτης, ειδικά αν γράφει για σένα, θα σου δώσει ό,τι καλύτερο έχει. Και δεν το λέω γιατί έχω στερηθεί τα καλά τραγούδια, απλά επειδή τα τελευταία χρόνια είχα μπει πολύ στη διαδικασία της αναζήτησης κι επειδή έγραψα κι εγώ δικά μου, για να μπορέσω να καταλάβω ακριβώς αυτή την ψυχολογία του τραγουδοποιού, το λέω με πάσα ειλικρίνεια και το κατανοώ κιόλας με πάσα ειλικρίνεια, γιατί οι τραγουδοποιοί της νεότερης γενιάς «φλερτάρουν» με τη θέση που είχε ο τραγουδιστής πριν κάποια χρόνια. Πράγμα απολύτως σεβαστό κι απολύτως θεμιτό. Απλά, εμείς οι τραγουδιστές που δεν έχουμε αυτό το τεράστιο ταλέντο να γράφουμε τα δικά μας τραγούδια, είμαστε λίγο αδικημένοι σ’ αυτή τη φάση.

Θ.Μ: Η συζήτηση αυτή θα μπορούσε να ανοίξει ένα βιβλίο ολόκληρο. Με θέμα που κατ’ αρχήν λέει αυτό, αλλά που θα μπορούσε και να κάνει μια περιδιάβαση στις έννοιες του συνθέτη και του τραγουδοποιού.

Γ.Κ: Εδώ, πάνω σ’ αυτό που είπα, θέλω να διαχωρίσω δύο τραγουδοποιούς, που έχουν δώσει κάποια από τα καλύτερά τους τραγούδια να τα πουν άλλοι. Μίλτος Πασχαλίδης και Λαυρέντης Μαχαιρίτσας. Και οι δύο έχουν δώσει καταπληκτικά πράγματα σε άλλους και τους αγαπώ πολύ.
DSC 0030
Γιάννη, με το Μανώλη Λιδάκη, που εμφανίζεστε τώρα μαζί, μοιράζεστε τις ίδιες αγωνίες ως προς το ρεπερτόριο.
Θ.Μ: Να σου πω εγώ, ο Μανώλης ξεκίνησε τη δεκαετία του ’80. Θα τον έλεγα μια σπάνια φωνή. Μετά τη γενιά μου, ήταν η επόμενη φωνή! Σπάνια φωνή, σπάνιο μέταλλο. Ο τρόπος που διαχειρίστηκε τη δουλειά του, πριν την αναζήτηση ενός Μικρούτσικου ή ενός Μεγαλούτσικου ήταν με πάρα πολλά λάθη. Να τα λέμε αυτά, για να μπορούν και να ξεπεραστούν. Υπάρχουν δηλαδή τραγουδιστές συγκεκριμένου ύψους που με τη διαχείριση η σούμα τους έφτασε πολύ ψηλά, και τραγουδιστές υψηλών προδιαγραφών που δεν το διαχειρίστηκαν όπως έπρεπε. Βεβαίως, δε θα κάνει τώρα τη σούμα, γιατί έχει μέλλον ο άνθρωπος. Η δουλειά μας, όμως, έχει τίμημα και χρειάζεται πειθαρχία.

Στο μαγαζί, λοιπόν, λες τα καινούρια τραγούδια;
Γ.Κ: Ναι ναι, λέω κάποια και ίσως προστεθούν κι άλλα. Το θέμα ποιο είναι, με το Μανώλη έχουμε πολλά κοινά στοιχεία. Κατ’ αρχήν έχουμε κοινές καταβολές, όσον αφορά στην παίδευσή μας πάνω στο λαϊκό & έντεχνο τραγούδι. Επίσης, να σου πω ότι, όταν ξεκινούσα εγώ να τραγουδάω το ’90, ήταν ο ήρωάς μας στα ρεμπετάδικα και στις μουσικές σκηνές. Τότε δεν είχα ρεπερτόριο και οι μαέστροι, οι υπεύθυνοι του προγράμματος, οι μαγαζάτορες μου ζητούσαν τραγούδια δικά του. Οπότε, η κοινή μας συνεύρεση ήταν εύκολη. Τώρα, το πώς αυτό μεταφέρεται στη σκηνή είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Αυτή τη στιγμή είμαστε δυο τραγουδιστές με πολύ μεγάλο προσωπικό ρεπερτόριο καθένας και ταυτοχρόνως καλούμαστε να υπηρετήσουμε τις ανάγκες της διασκέδασης.

Ο Κότσιρας πώς είναι στο στούντιο; Πώς παρουσιάζεται στην εκμάθηση των τραγουδιών;
Θ.Μ: Είναι υποδειγματικός. Πρώτα έπαιρνε ένα CD με δυο τρία τραγούδια με την αγριοφωνάρα μου, ερχόταν μου τα έλεγε, έκανα κάποιες παρατηρήσεις – διορθώσεις αν χρειαζόταν και όχι πολλές. Σε δεύτερη φάση, πάλι στα πλαίσια της πρόβας με ρώταγε για κάποια πράγματα που ήθελε να βάλει, περισσότερο για να καταλάβει πως το έβλεπα. Ελάχιστη διδασκαλία! Με τη Μαρία Δημητριάδη μεγαλώσαμε μαζί, όπως συλλάβιζα, έτσι συλλάβιζε! Άρα εκεί, δεν υπήρχε θέμα διδασκαλίας, υπήρχε θέμα κοινής άρθρωσης. Με τον Κούτρα, όμως, που τον πήρα στα 21 του και η μάνα του νόμιζε ότι δουλεύει σε βενζινάδικο, κάθισα ένα χρόνο! Θα μου πεις, δύσκολο έργο η μουσική πράξη του Μπρεχτ. Πολύ δύσκολο, όντως, ειδικά εκείνη την εποχή. Δε συνέβη αυτό με το Γιάννη. Εδώ υπήρξαν απλά κάποιες παρατηρήσεις, σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Και μετά στο στούντιο, όταν ξεκίνησε η φωνοληψία, ήταν πανέτοιμος! Κι έκανε κάθε τραγούδι τρεις φορές. Μετά διαλέγαμε από τις τρεις ερμηνείες. Κατά κανόνα, υπήρχε το σώμα με λίγες διαφορές σε σημεία και κάναμε ελάχιστες διορθώσεις. Ψυχολογικά τον βοηθούσα, θα μπορούσε και μόνος του να το κάνει. Ήταν τόσο έτοιμος! Και μάλιστα, όπως είπε κι ο Θύμιος με το Σωτήρη, πρώτη φορά μετά από 20 χρόνια ηχογραφήσεων στο στούντιο, είδαμε τραγουδιστή να μας διευκολύνει τόσο.

Μια και τον αναφέραμε, πόσο καθοριστική ήταν η συμβολή του Θύμιου Παπαδόπουλου στο δίσκο;
Θ.Μ: Ήταν στη διεύθυνση παραγωγής. Έκανε ένα εξαιρετικό mastering, έπαιξε κι έβγαλε όλες τις παρτιτούρες του υλικού μου. Στο «Όταν θα βρω καλό καιρό» ήταν καθοριστική η ηχητική συμβολή του Σωτήρη Παπαδόπουλου με κάποια πράγματα που έφτιαξε. Επίσης, ο τρόπος που έπαιξε κιθάρες σε δυο τραγούδια ο Κώστας Μιχαλός, πάνω σε δικά μου γραμμένα, ήταν καθοριστικός στο ηχητικό αποτέλεσμα του τραγουδιού. Γραμμένες ήταν επίσης, από μένα οι απαντήσεις του μπουζουκιού και του τζουρά του Βαγγέλη Μαχαίρα, αλλά ο τρόπος του ήταν το κάτι παραπάνω!

Υπάρχει δηλαδή περίπτωση να σου δώσει-προσθέσει μουσικός μια «φράση» και να τη δεχτείς;
Θ.Μ: Ε, βέβαια! Αλλά ξέρουν τι θα μου πούνε, αφού έχει γίνει αυτό που πρέπει να γίνει.

Γ.Κ: Ο Μικρούτσικος είναι απίστευτα ανοιχτός.

Γιάννη, τα ντέμο των τραγουδιών τα ακούς και τα δουλεύεις στο σπίτι;
Γ.Κ: Βέβαια. Όχι απλώς τα ακούω, τα τραγουδάω κιόλας, πάνω στη φωνή του Θάνου, με την κιθάρα μου ή και χωρίς, για να διαβάσω την τρίτη ανάγνωση. Κι αυτά τα τραγούδια το ζητούσαν από μόνα τους, έτσι κι αλλιώς.

Στο στούντιο περνάς καλά; Απολαμβάνεις τη διαδικασία;
Γ.Κ: Είναι η πιο αγαπημένη μου φάση. Αισθάνομαι ότι το στούντιο είναι ο φυσικός μου χώρος. Στη σκηνή δεν αισθάνομαι απόλυτα καλά. Είναι σπάνιες οι φορές που έχω αισθανθεί απολύτως καλά. Βέβαια, αυτό έχει άμεσα να κάνει με το ποιον είμαι.
DSC 0072
Με ποιον είσαι στη σκηνή ή και το ποιοι είναι από κάτω;
Γ.Κ: Όχι, όχι το ποιοι είναι από κάτω έρχεται δεύτερο, αλήθεια το λέω. Γιατί αισθάνομαι ότι όταν εγώ είμαι καλά, θα είναι κι αυτοί καλά. Είναι μια σχέση αμφίδρομη αυτή, πάρε και δώσε. Αλλά τη σκηνή δεν την αισθάνομαι φυσικό χώρο.

Σε στρεσάρει το γεγονός ότι πρέπει να τους διασκεδάσεις;
Γ.Κ: Με στρεσάρουν οι δεσμεύσεις των ζωντανών εμφανίσεων. Πάντα με ενοχλούσαν.

Θ.Μ: Οι χώροι δεν έχουν μόνο πλεονεκτήματα ή μόνο μειονεκτήματα. Πάρε ένα χώρο καθαρόαιμο θεατρικό. Θες να ‘ναι το Μέγαρο Μουσικής, θες το Ηρώδειο ή κι ένας άλλος χώρος, λιγότερο επίσημος, έχει ένα πλεονέκτημα τεράστιο: ότι μπορεί ο κόσμος να ακούσει ερμηνείες, όπως όταν πάει στο θέατρο, μπορεί να του πεις αυτά που θες να του πεις με τον τρόπο σου, όμως ενδεχομένως δε θα μπορεί να γίνει ένα μαζί σου. Στη μουσική σκηνή, είναι δύσκολο να ακούσουν με τον τρόπο που θες, ένα παίξιμο ή μια ερμηνεία, αλλά πολύ ευκολότερα ταυτίζονται, γίνονται ένα, εμψυχώνονται κι εμψυχώνουν.

Γ.Κ: Εγώ αισθάνομαι την εξής δυσκολία τα τελευταία χρόνια. Μεγάλωσα εντελώς διαφορετικά, με μια σπουδή του τύπου «πάω στο χώρο που θα εμφανιστώ για να τραγουδήσω, να δείξω την ερμηνευτική μου ικανότητα στα τραγούδια». Τα τελευταία χρόνια έχω έρθει, λοιπόν, αντιμέτωπος με δύο πράγματα. Από τη μία, μια τεράστια βιομηχανία νυχτερινής διασκέδασης η οποία έχει δώσει τεράστια έμφαση κι έχει συνηθίσει το κοινό στην υπερπαραγωγή. Καλύπτουμε, δηλαδή, τα ρεπερτοριακά κι ερμηνευτικά κενά με την υπερπαραγωγή. Ιπτάμενοι τραγουδιστές, ιπτάμενοι χορευτές, ανύπαρκτοι μουσικοί που κρύβονται από κάτω ή παίζουν σε play back… Από την άλλη, μια άλλου είδους βιομηχανία, που λέει το απόλυτο χύμα του πίνω, καπνίζω, ζαλίζομαι, κάνω τα πάντα πάνω στη σκηνή και το πουλάω ως μαγκιά. Όλα αυτά, για μένα είναι τελείως ξένα και πάντα ήταν. Αισθάνομαι ότι και το ένα και το άλλο προσβάλει αφάνταστα το θεατή. Ασχέτως αν ο θεατής κολακεύεται. Δεν ήμουν ποτέ κόλακας! Δε μου αρέσει να κολακεύω το κοινό μου. Μου αρέσει να του προσφέρω αυτό, το «καρφί», όπως το λέω εγώ, τραγούδι που αντιπροσώπευα πάντα. Έχω, λοιπόν, αυτή την εποχή να αντιμετωπίσω το γεγονός ότι ο κόσμος έχει «εθιστεί» στα άλλα δύο, καθώς δε μπορώ να τα ακολουθήσω.

Να σταματήσουμε εδώ… Για να έχουμε την ευκαιρία, προσμονή μιας ακόμη συνάντησης
Θ.Μ, Γ.Κ: Μην τα πούμε όλα…

Μα τα είπατε όλα… Και θυμηθήκατε τόσα… Κι «Ό,τι θυμάσαι δεν πεθαίνει».

Φωτογραφίες: Κίκα Α. Ρόκα

Η συνέντευξη αυτή πραγματοποιήθηκε χάρη στην καταλυτική βοήθεια της φίλης και συνεργάτιδας Κίκας Α. Ρόκα. Εκείνη κανόνισε τη συνάντηση με τον Θάνο Μικρούτσικο και τον Γιάννη Κότσιρα, τράβηξε τις φωτογραφίες, έκανε την απομαγνητοφώνηση, ενώ συνέβαλλε και στην ίδια τη συνέντευξη. Την ευχαριστώ από καρδιάς.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!