Παναγιώτης Παπαϊωάννου: «Το «Σάμγουερ in ‘80sland» είναι αποκάλυψη της μνήμης, με εργαλείο τη μουσική»

Η προσωποκεντρική αφήγηση τρέχει σε πλαϊνά κουλουάρ με τις μουσικές ιστορίες. Η διαλογή των 49 θεμάτων έγινε με τον μόνο αλάθητο τρόπο: βιωματικά
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Το νέο βιβλίο του Παναγιώτη Παπαϊωάννου «Σάμγουερ in ‘80sland» ξυπνά αναμνήσεις. Μας πάει πίσω σε πιο ανέμελες μέρες, όμορφες χωρίς συγκεκριμένο προορισμό, όταν η παρέα είχε ίσως μεγαλύτερη αξία, οι φίλοι ήταν πιο εγκάρδιοι και έτοιμοι να γυροπορτίσουν ανά πάσα στιγμή. Πόσες διαφορετικές στιγμές μπορούν να χωρέσουν σε μια μέρα και να καταγραφούν στο ημερολόγιο ; Είναι δυνατό να συνέβαιναν τόσα πολλά σε μια μέρα ; Αυτό διερωτόμαστε σήμερα όσοι καταγράφαμε τη ζωή μας σε κάποιο λεύκωμα, όπως συνηθιζόταν τότε. Η νιότη φταίει.

Ο νους πάει αμέσως στη δεκαετία των eighties. «Σάμγουερ in ‘80sland» (Εκδόσεις Ιωλκός). Αυτός είναι ο τίτλος του πολύ ενδιαφέροντος νέου εγχειρήματος του πολυγραφότατου μαχόμενου Δικηγόρου, Δρ. Εγκληματολογίας Παναγιώτη Παπαϊωάννου που έζησε από τα 9 έως 19 του χρόνια στην ένδοξη αυτή δεκαετία που χαράχτηκε στο μυαλό και στην καρδιά του ως η δεκαετίας της ζωής του.

Με αφετηρία την μουσική συγκέντρωσε όλες τις μνήμες του σε ένα βιβλίο που όμως δεν είναι μόνο δικές του, αλλά όλων όσων συνειδητά ανατρέχουν σε αυτά τα χρόνια κι ενώ σήμερα όλα έχουν αλλάξει. Η αναφορά του στην εποχή δεν είναι νοσταγλική, κάθε άλλο. Μουσικές, ποδόσφαιρο, σουμπούτεο, συναυλίες, πολιτική, σινεμά, πάρτυ, βινύλια, κασσέττες, ντισκοτέκ γίνονται ένα στο βιβλίο αυτό που μέσα σε 504 σελίδες χωρά όλη η δεκαετία του ’80. Χωρά όμως; Καλύτερα να μας το πει ο ίδιος.
Papaioannou Panagiotis Samgouear in 80sland Pezografia 2022 14x20 COVER 750px
Ο τίτλος του βιβλίου σου έχει μια μαγεία, ένα μυστήριο. Φαντάζομαι τα ’80s είναι μια ανάμνηση για σένα;
Τα πρότυπα και οι αναπαραστάσεις της δημοφιλούς μουσικής ολόκληρης της δεκαετίας του ’80 δεν είναι, ούτε θα γίνουν ποτέ ανάμνηση. Είναι μια βιωμένη πραγματικότητα που διαρκώς εμπλουτίζεται για όσους τα έζησαν και ένας θησαυρός από ζωντάνια για όσους ήταν τότε μικροί ή αγέννητοι, αλλά ακόμη και για όσους έχουν το συνήθειο να μην θυμούνται καλά. Το βιβλίο δεν έχει σε καμία περίπτωση σχέση με «νοσταλγία». Η νοσταλγία ταιριάζει σε όσους δυσκολεύονται πολύ με το πώς κατέληξαν να περνούν σήμερα και αναπολούν τις εποχές ή τις αναλαμπές του παρελθόντος μεγαλοποιώντας τις, κυρίως με σκοπό την ανακούφιση. Ανθρώπινο, αλλά ξένο προς το χαρακτήρα του βιβλίου, που είναι ιδίως η ενίσχυση κι η αποκάλυψη της μνήμης, με εργαλείο τη μουσική.

Η ελληνοαγγλική επιμειξία του τίτλου είναι σημειολογική. Για μια διετία περίπου, μεταξύ ’86 κι ’88, θα θυμάσαι ότι οι περισσότεροι δίσκοι και κασσέττες που κυκλοφορούσαν, ανέγραφαν τους τίτλους στα ελληνικά, με ξεκαρδιστικά αποτελέσματα, που τότε αντιμετωπίζαμε ως αποτρόπαια. Κάπως έτσι, ακόμη και τα «λάθη» των eighties έχουν γεννήσει μυριάδες πρότυπα, τα οποία σήμερα πολλές γενιές διαθέτουν ως δεδομένα και βασίζουν την αισθητική τους πάνω σ’ αυτά: από τα ελαστικά παντελόνια και το οξυζενέ/ντεκαπάζ στο μαλλί, ως την κουλτούρα της τηλεοπτικής σειράς.

Από τη λατρεία για το μπάσκετ –που ακόμη τότε δεν ήταν το «εθνικό μας άθλημα», ως τα Αλαμπάμα Σλάμμερ που κάνουν καλύτερα τα καλοκαίρια μας. Από το χορωδιακό ρεφραίν του “Another Brick In The Wall” που συνοδεύει (καλώς ή κακώς) κάθε αναπαράσταση μαθητικής αντίδρασης ως το μουσικό στυλ που τώρα πια ονομάζεται “lounge”, για το οποίο αφετηρία υπήρξαν ιδίως κομμάτια όπως το “On The Beach” του Chris Rea, απ’ όπου και να το πάρει κανείς, στην Ελλάδα η δεκαετία του ’80 μας συνέχει, μουσικά, αισθητικά, ακόμη και πολιτικά.

Ποιο ήταν το σκεπτικό να γράψεις ένα τέτοιο βιβλίο – σάουντρακ για τη δεκαετία αυτή;
Πρώτα απ’ όλα, η επιλογή του θέματος ήταν μια αβίαστη, φυσική απόφαση, καθώς αυτήν κυρίως τη μουσική ακούω μέσα στο κεφάλι μου κάθε μέρα. Οι φίλοι μου ισχυρίζονται ότι σε ενδεχόμενη αξονική τομογραφία, δεν μπορεί, θα φανεί αυτό το ψηφιοποιημένο τζουκ μποξ που έχει εγκατασταθεί κάπου μεταξύ παρεγκεφαλίδας και κροταφιαίου λοβού. Αν θα έψαχνα να βρω στόχευση στην επιλογή του θέματος –κάτι άχαρο, καθώς αυτό είναι μάλλον έργο του φυσικού αποδέκτη- θα ήταν μία: Δεν θα μας αναγκάσετε να ξεχάσουμε, ούτε θα κατευθύνετε τα κριτήριά μας στα σκουπίδια, επειδή επιδιώκετε την πολύ βολική λύση να μην υπάρχει κριτήριο και να ακούνε όλοι, από τα 8χρονα ως τους σιτεμέδες, τραπ, λαϊκοπόπ ή άφυλο, ακίνδυνο ξενερόκ. Μην σου κάνει εντύπωση το δεύτερο πληθυντικό. Όπου «εσείς», βάλε το όποιο κρατούν σύστημα. Στην μουσική, τον κινηματογράφο, τον δημόσιο διάλογο, την πολιτική.

Εσύ πώς κατάφερες να τα βάλεις σε μια τάξη και να «χωρέσεις» μια τέτοια συναρπαστική δεκαετία σε 504 σελίδες ; Πώς οργανώθηκε ένα τέτοιο εγχείρημα;
Να ξεκινήσω απαντώντας στην τελευταία ερώτηση. Τα κεφάλαια του βιβλίου είναι 49, συν ένα επεξηγηματικό σημείωμα, στην αρχή, όπως στα «Κλασσικά Εικονογραφημένα» που πριν ξεκινήσουν είχε μια υποκίτρινη σελίδα με λίγα λόγια για τον συγγραφέα και για την υπόθεση του έργου.

Οι σελίδες είναι μεν 504, υπάρχει όμως κι ένα 8σέλιδο φωτογραφικό κολλάζ το οποίο επίσης επεξηγεί και υπενθυμίζει τα θέματα του βιβλίου.
Όσον αφορά το πώς μπήκε σε τάξη το βιβλίο, πρέπει να πω το ότι γραφόταν σταδιακά μέσα στα χρόνια, μαζί με άλλα πολλά κείμενα, που περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για να αναδυθούν. Πρώτη ύλη μπορεί μεν να υπήρξαν τα ημερολόγια που κρατούσα ήδη από τις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού – βλέπε 1981-82, καθώς και μεταγενέστερες σημειώσεις με σκέψεις, σκίτσα, λευκώματα και Πρόχειρα τετράδια του Γυμνασίου και του Λυκείου, όμως οι ιστορίες των ανθρώπων από το περιβάλλον του κεντρικού αφηγητή τις έχω περιποιηθεί ώστε να περιστρέφονται γύρω από τύπους ανθρώπων, όχι κατ’ ανάγκην από συγκεκριμένα πρόσωπα και να αφορούν τους πάντες, ακόμη και όσους στα ‘80s δεν είχαν γεννηθεί.

Τα αναμνηστικά και τα γραπτά άλλων εποχών οξύνουν τη μνήμη, αν τα επισκέπτεται κανείς χρόνια ή δεκαετίες μετά. Ειδικά όμως η μουσική μνήμη, το πότε άκουσες πρώτη φορά ένα κομμάτι ή έναν δίσκο, μπορεί να σε οδηγήσει σε αναπαράσταση ολόκληρων συμβάντων, διαλόγων, αισθήσεων. Να θυμηθείς ανθρώπους και κουβέντες που είχαν ειπωθεί στο άκουσμα της μουσικής ή με αφορμή τη μουσική ή μια ταινία. Να θυμηθείς το χρώμα που είχε το Opel του πατέρα του κολλητού σου, να θυμηθείς το φουλάρι που φορούσε η αγαπημένη σου συμμαθήτρια. Η διαλογή, λοιπόν, των 49 θεμάτων έγινε με τον μόνο αλάθητο τρόπο: βιωματικά. Και η ταξινόμηση ανάμεσα στα ομολογουμένως πολλά κείμενα που έχω γράψει για τη δεκαετία του ’80 –δημοσιευμένα και μη- έγινε στη βάση μιας γραμμικής χρονικά αφήγησης, που ξεκινά από τον Ιούνιο του 1980 και καταλήγει στον Δεκέμβριο του 1989.

Πάντα μου άρεσαν σε μια ταινία οι υπότιτλοι που με δύο λέξεις σε βάζουν στον τόπο και τον χρόνο συγκεκριμένης εποχής, για να δεις με προετοιμασμένη την ματιά σου το περιεχόμενο που ακολουθεί.

Καθώς οι δέκα χρονιές της δεκαετίας διαδέχονται οι μία την άλλη, η προσωποκεντρική αφήγηση, το τί δηλαδή συμβαίνει στον κύριο χαρακτήρα και στις παρέες του, στην πόλη του και στην Ελλάδα, τρέχει σε πλαϊνά κουλουάρ με τις μουσικές ιστορίες. Πώς βγήκε ένα κομμάτι, τί συνέβη όταν βγήκε, πώς συνάντησε τη γενιά του ‘80, τί της προκάλεσε όταν τη συνάντησε. Καθώς ο εννιάχρονος πιτσιρίκος ανοίγει τα μάτια του καταλαβαίνει και το τί συμβαίνει γύρω του, έχει τις πρώτες του προσλαμβάνουσες από τη μουσική. Διακρίνει με την αίσθηση τί είναι αυτό που μετά θα ανακαλύψει ότι το αποκαλούν ροκ. Βοηθιέται από την τηλεοπτική εικόνα, από τις ποδοσφαιρικές μεταδόσεις, από τις διαφημίσεις.

Παίρνει στα χέρια του τις πρώτες του πειρατικές κασσέττες από τη λαϊκή αγορά, ακούει και ξανακούει τις πρώτες TDK εξηντάρες γραμμένες με «διάφορα». Ταυτόχρονα, διαβάζει εφημερίδες, παίζει και βλέπει μπάλα, κάνει φιλίες που δοκιμάζονται, πάει σινεμά, πάει σε πάρτυ, γίνεται έφηβος, ενηλικιώνεται Σε κάθε φάση της ζωής του στη δεκαετία του ‘80, επεξεργάζεται και ανάλογα τα μουσικά ερεθίσματα. Για κάποια κρατά μια έντονη αίσθηση που δεν μπορεί να εξηγήσει, άλλα τα ζει και χάνεται μέσα τους, κάποια ακόμη τον ξεκλειδώνουν, τον ταυτοποιούν, πολλά γίνονται το σάουντρακ της ζωής του χωρίς καν να τον ρωτήσουν. Κάπως έτσι δεν συμβαίνει σε όλους μας;
TOTAL FROM FACEBOOK
Είναι ίσως η πλούσια δεκαετία με τα πιο πολλά κεφάλαια που άνοιξε σε διάφορα επίπεδα.

Οπωσδήποτε υπήρξε και έμοιαζε πολύ πλούσια η δεκαετία, κυρίως γιατί τις προηγούμενες η νεολαία ήταν συγκριτικά στερημένη, διωγμένη, φιμωμένη, χωρίς ικανή πρόσβαση στα πολιτισμικά δρώμενα. Όσον αφορά ειδικά τη δική μας γενιά, που η δεκαετία μας βρήκε παιδιά και μας ενηλικίωσε, η δεκαετία είχε πάρα πολλές πρώτες φορές. Από το ’82 βλέπαμε τα video clip, έστω με καθυστέρηση δύο μηνών από τότε που κυκλοφορούσαν. Είχαμε σε εβδομαδιαία βάση το «Μουσικόραμα», την «Μουσική Βιντεοθήκη», το «Μουσικό Καλειδοσκόπιο», κυκλοφορούσαν στα περίπτερα δεκάδες μουσικά περιοδικά και στα ραδιοκύματα μπορούσες να ακούσεις ερασιτέχνες με επαγγελματικό υπερεγώ και πάθος, που έβαζαν όλη τη νύχτα παλιά και καινούρια κομμάτια.

Παράλληλα, αναμφισβήτητα η δεκαετία του ‘80 υπήρξε για την Ελλάδα σημαδιακή και από κοινωνική, οικονομική και πολιτική πλευρά. Η αγορά άνοιξε, οι μισθοί προσωρινά αυξήθηκαν, ήμασταν μέλη μιας ΕΟΚ που δεν την βλέπαμε τότε ως το ανάλγητο ιερατείο που έχουμε γνωρίσει σήμερα. Μία σειρά από θεσμικά θεμέλια έβαλαν την ελληνική κοινωνία σε συντονισμό με τον υπόλοιπο κόσμο, με κορυφαίο τον νόμο για την ισότητα των φύλων το 1983. Είναι μια εντελώς άλλη, πολυδιάστατη κουβέντα γιατί οι θεσμικές τομές της δεκαετίας του ’80 σε πολιτικό επίπεδο δεν ήταν αρκετές για να μας πάνε μόνες τους μπροστά.

Αυτό που γίνεται τελευταία με το ΠΑΣΟΚ στην τηλεόραση έχει κάποια εξήγηση; Οι περισσότερες σειρές και θεματικές εκπομπές μέσω αυτού παραπέμπουν στα 80s (βλ. “Τα Καλύτερά Μας Χρόνια”, “Αυτή η Νύχτα Μένει”, εκπομπή του Α. Κανάκη “Βινύλιο” κλπ). Τι λες;
Είναι ευχάριστη συγκυρία για το βιβλίο το γεγονός ότι αυτή ακριβώς τη χρονική περίοδο, η τηλεοπτική σειρά της ΕΡΤ, «Τα Καλύτερά Μας Χρόνια» έχει μπει στον τρίτο της κύκλο και τα όντως απολαυστικά επεισόδιά της εκτυλίσσονται στα χρόνια της «Αλλαγής». Η ακρίβεια της αναπαράστασης των πολιτισμικών λεπτομερειών και ιδίως της επενέργειας τους στη νοοτροπία των χαρακτήρων την καθιστά ληθνή, ξεχωριστή και απολαυστική. Προσωπικά με χαροποιεί ιδιαίτερα το ότι αυτή η σχολαστική και με ζέση προσέγγιση δείχνει να έχει μεγάλη συγγένεια με αυτό που είχα κατά νουν όταν αποφάσιζα να δημοσιεύσω το «Σάμγουερ in ‘80sland». Επιδεικνύει ότι υπάρχει έντονη ανάγκη σε μεγάλο μέρος του κόσμου, εν προκειμένω, στο τηλεοπτικό κοινό, το οποίο γίνεται και μέτοχος της κουλτούρας, να ανακινήσει τις μνήμες. Όχι για να «νοσταλγήσει», αλλά για να ξαναπιάσει το νήμα από την αρχή, να βγάλει μια άκρη.

Να επαναδιατυπώσει με όση μεγαλύτερη ακρίβεια μπορεί τις αξίες και τις ελπίδες που μοίρασε σε όλους εκείνα τα χρόνια η δημοφιλής κουλτούρα, είτε ήταν η Μαντόνα, οι Iron Maiden, τα Levis 501, ο Χάρρυ Κλυνν ή ο Όλιβερ Στόουν. Όσον αφορά, δε, την σταθερότητα μέσα στα χρόνια, της τάσης των media και της τέχνης, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς, να αναδεικνύονται θεματικές γύρω από τα ‘80s (από το Top Gun Maverick ως τα Minions, τα eighties soundtrack σαρώνουν διεθνώς), σχετίζεται καθαρά με αυτό που συζητούσαμε παραπάνω, δηλαδή με το ότι τα μουσικά, κινηματογραφικά και γενικά τα αισθητικά πρότυπα της δεκαετίας του ‘80 δεν σταμάτησαν ποτέ να είναι παρόντα. Ειδικά, δε, στην Ελλάδα είναι συνδεδεμένα μοιραία θα έλεγε κανείς με μια εποχή όπου οι καλύτερες μέρες δεν ήταν απλώς ένα σύνθημα, ήταν μια ευρύτατα διαδεδομένη, έστω και μύχια σε μέρος της κοινωνίας, πεποίθηση.

Η πολιτική υπάρχει και μέσα στις σελίδες του βιβλίου σου.
Ακροθιγώς. Κυρίως για τη μοναδικότητα της ατμόσφαιρας και της ανάκλησης του τί συζητιόταν στο δημόσιο διάλογο, όπως έφτανε στα αυτιά των εφήβων της εποχής. Περνάνε, πλάι στη μουσική αναζήτηση ορισμένα κοινωνικά και πολιτικά γεγονότα τα οποία συζητούνταν έντονα από τους «μεγάλους», στα καφενεία, τις συνευρέσεις και στο σχολείο. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας το ’85, οι απίστευτης έντασης εκλογές της ίδιας χρονιάς, η κρίση του ’87 με το Σισμίκ, ο θρίαμβος του Ευρωμπάσκετ, το σκάνδαλο Κοσκωτά και το «Βρώμικο ’89», τα μεγάλα εγκλήματα της εποχής, σε δίκες επικές που μέσα από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων παρακολουθούσαμε σαν σήριαλ και τα οποία αναδείκνυαν πληθώρα από ερωτήματα επίκαιρα ακόμη και σήμερα. Όλα αυτά περνούν στο βιβλίο, δίπλα στους Dire Straits, το Live Aid, τον Robert Palmer, τους Europe, τους INXS, τους Guns ‘N’ Roses.
PAN.PAN. with WHITESNAKE
Εσύ πώς έζησες τα 80s; Έντονα; Είχες απαγορεύσεις από το σπίτι; Κινιόσουν ελεύθερα;
Τα ‘80s ήταν για ολόκληρη τη γενιά μας γεμάτα πρώτες φορές. Κατά ευτυχή σύμπτωση, ήμουν από τα παιδιά που μπαίνοντας στην εφηβεία δεν είχε ιδιαίτερες απαγορεύσεις. Υπήρχε, όμως, γενικότερα, ευρέως αντιληπτή, η έννοια το υμέτρου, που σήμερα, εν πολλοίς έχει χαθεί. Είναι εύλογο να αργήσεις όταν επιστρέφεις από τη ντίσκο, το ίδιο εύλογο όμως και να ζητήσεις συγγνώμη. Είναι εύλογο να κάνεις κοπάνα για να πας σε συναυλία, αλλά ψάξεις να βρεις τηλέφωνο -σε κάποιο …περίπτερο- να πάρεις, να μην πεθάνουν οι γονείς σου από αγωνία. Κινητά ασφαλώς δεν υπήρχαν –το πιο κοντινό σε κινητό είναι το τηλέφωνο που είχε μέσα στη Φερράρι ο Don Johnson στο Miami Vice- στην περίπτωσή μου όμως δεν υπήρχαν ούτε και «τιμωρίες» ή περιορισμοί του στυλ «δεν πήγες καλά στο διαγώνισμα, δεν βγαίνεις μια βδομάδα».

Ζούσα σ’ ένα σπίτι που δεν χρειαζόταν να κρύβω ότι έπαιρνα το «Μπλεκ» - η αργότερα το αγγλικό “MATCH”- με το χαρτζιλίκι, ενώ μπαινόβγαζα τους δίσκους και τις κασέτες με άνεση, παρ’ ότι μπορεί να είχαν απ’ έξω, ας πούμε, τον Eddie των Iron Maiden ή τη σιδηροκεφαλή των Motorhead. Έχει να κάνει βέβαια και με τις παρέες που κάνεις. Υπήρχαν συμμαθητές μου που δεν έχαναν τσόντα για τσόντα, εμένα μ’ ενδιέφερε να δω περισσότερο το «Κάποτε στην Αμερική» που το ’84 έφερε την πινακίδα «Ακατάλληλο κάτω των 15»

Παρακολουθούσες ποδόσφαιρο;
Ασφαλώς και παρακολουθούσα ποδόσφαιρο. Για κάθε αγόρι στη δεκαετία του ’80 το ποδόσφαιρο ήταν διαδικασία κοινωνικοποίησης, πεδίο ωρίμανσης, πολύκεντρο προτύπων, γενικά. Το ραδιοφωνάκι κάθε Κυριακή μεσημέρι, με τις φωνές του Αντώνη Πυλιαρού και του Λευτέρη Σαρελάκου (που έλεγε «απέκρουση», αλλά σύντομα το διόρθωσε) ήταν κανονική ιεροτελεστία. Είτε μόνος, κάνοντας τα μαθήματα της Δευτέρας, είτε με παρέα. Εκεί, γύρω στο ’83 – ’84, μαζευόμασταν κι ακούγαμε σε αυλές, πυλωτές και σαλόνια τους αγώνες και τρεις – τέσσερις φίλοι μαζί, παίζοντας ταυτόχρονα πρωταθληματάκια σουμπούτεο (ο καθένας έφερνε τις ομάδες του).

Περιμέναμε φυσικά εναγωνίως την Αθλητική Κυριακή το βράδυ της Κυριακής και βλέπαμε κάθε Τετάρτη τα ευρωπαϊκά κύπελλα, Πρωταθλητριων, Κυπελλούχων και Ουέφα. Όταν οι ευρωπαϊκές ομαδες είχαν μόνον δύο και μετά τρεις μόνον «ξένους» παίκτες. Σε διπλούς αγώνες, μέσα – έξω, όχι με τον πληθωρισμό των ομίλων του Champions League που ήρθε το ’91. Όσον αφορά τα Μουντιάλ και τα Euro, κάθε δεύτερο καλοκαίρι που γίνονταν, επισκίαζαν τα πάντα. Μιλούσαμε για ώρες. Παρακολουθούμε μανιωδώς. Στο βιβλίο υπάρχει ένα κεφάλαιο για τις πίσω σελίδες ενός ματς από το Μουντιάλ του ’86 και το πώς αυτό συμπίπτει με το κομμάτι του Bob Seger “Like A Rock” και με το ξεκίνημα του καλοκαιριού, όταν είσαι 16 και νιώθεις άτρωτος. Υπάρχει επίσης ένα κεφάλαιο που αναφέρεται στο Euro του ’88, χρονιά που συνέπεσε με τις δικές μου Πανελλαδικές. Έχει τον τίτλο «Συμβαίνει Μόνο Μια Φορά», όπως και το γκολ του Βαν Μπάστεν. Όταν είσαι Τρίτη Λυκείου, δεν ξεχνάς καμία λεπτομέρεια.

Ποια ομάδα ήσουν; Πήγαινες γήπεδο;
Ως γνωστόν είμαι Ολυμπιακός, όμως όχι από εκείνους που ζουν για να χλευάζουν τους αντιπάλους. Για τα πάντα μπορεί να αλλάξει κανείς μυαλά, όμως ομάδα δεν αλλάζεις ποτέ. Συνέβαλαν απεριόριστα και τα χαρτάκια. Τόσο τα Πανίνι, όσο και τα χαρτάκια που υπήρχαν μέσα στις σοκοφρέττες «ΜΕΛΟ» και αργότερα στις «τύχες», όπως τις λέγαμε, που με 2 δραχμές έπαιρνες φακελάκι με έξι αυτοκόλλητα παικτών. Στο δημοτικό ανταλλάσσαμε, παίζαμε «φάτσα ή γράμματα», φτιάχναμε τις ιδανικές ενδεκάδες της Εθνικής Ελλάδος (για ορισμένα ματς της οποίας υπάρχει ειδική αναφορά στο βιβλίο, καθώς ήταν σημαδιακά, όπως το 1-1 με την Ολλανδία το ‘87).

Έχω πολύ έντονες μνήμες και από το γήπεδο, με πρώτη που έρχεται στο μυαλό ένα 4-3 στο Κύπελλο στις 2 Σεπτεμβρίου 1989, όταν σε μονό παιχνίδι, με Ντέταρι μέσα, ο Ολυμπιακός αντιμετώπισε την Κόρινθο. Δεν ξέρω αν προοιωνίζει γεροντική άνοια, όμως τείνω να θυμάμαι πολύ πιο καθαρά τις ενδεκάδες και τους αναπληρωματικούς από το 1980, από το μπαράζ του Βόλου όταν και ξεκίνησα να παρακολουθώ, ως και το ’89-‘90 όταν είχαμε μπει στα «Πέτρινα Χρόνια», σε σχέση με αυτές των τελευταίων 6-7 χρόνων. Το βιβλίο διατρέχεται από αναφορές σε σημαδιακά ματς, κλασσικά ντέρμπυ, Euro, Μουντιάλ. Το μπαράζ του Βόλου το ’82, τα ματς με ΠΑΟ το ’87 και ΑΕΚ το ’89, με το 0-1 του Καραγκιοζόπουλου στο Ολυμπιακό Στάδιο.

Είχες ποδοσφαιρικό ίνδαλμα Έλληνα ή ξένο;
Οι μορφές των παικτών σε μια αφίσα ή σε στιγμιότυπα στην τηλεόραση ήταν για όλους μας καθοριστικές. Όχι για να γίνουμε αυτό που ήταν εκείνοι. Για πολλά άλλα πράγματα. Τα ποδοσφαιρικά μας πρότυπα ήταν συνήθως διεθνή. Ασφαλώς, η κουβέντα μπορεί να γίνει μόνο για το ποιοί και πόσοι έρχονταν δεύτεροι. Γιατί το αδιαφιλονίκητο ίνδαλμα στο ποδόσφαιρο ήταν ο Ντιέγκο Μαραντόνα. Προσωπικά με γράπωσε ήδη από το «αποτυχημένο» για την Αργεντινή Μουντιάλ του ’82. Όταν θυμάσαι καλά τους Βέλγους να έρχονται πάνω του κατά κύματα, την ξεχειλωμένη από τον Τζεντίλε φανέλα και το απεγνωσμένο ύφος του, από τις δολοφονικές κλωτσιές που έτρωγε και δεν υποχωρούσε, έχεις πάρει εντατικά μαθήματα για το τί σημαίνει να είσαι ανυποχώρητος, όσο κι αν είσαι αδικημένος. Για το ότι δεν πρέπει να φοβάσαι την ευθύνη, αλλά να ζητάς την ανάληψή της, όταν τα πόδια των άλλων λυγίζουν. Για το ότι ο κάθε θρίαμβος προαπαιτεί διάθεση αυτοθυσίας. Δυό δικοί μου «δεύτεροι», ανάμεσα σε πολλούς, ήταν και είναι ο Μπράϊαν Ρόμπσον της Μάντσεστερ Γουνάϊτεντ και ο Ιγκόρ Μπελάνοφ της Ντιναμό Κιέβου. Και οι δύο υπάρχουν στο βιβλίο, μέσα από παιχνίδια της δεκαετίας που έχουν μείνει αξέχαστα.
PAN.PAN. with ACDC
Από μουσική τι άκουγες; Ανήκες σε κάποια “φυλή“;
Η μουσική με συνάντησε όπως καθέναν πιτσιρίκο της εποχής. Αποσπασματικά, από θραύσματα. Ποπ και λίγο από δημοφιλές ροκ της εποχής. Ραφαέλλα Καρά, Πάριος, Blondie, Depeche Mode και Pink Floyd με περιτριγύριζαν χωρίς να το καλοκαταλαβαίνω, ώσπου πρώτα οι Survivor και μετά οι AC/DC έκαναν το μεγάλο μπαμ. Καταρχάς, τα προεφηβάκια και μετέπειτα εφηβάρες της δεκαετίας του ’80 ακούγαμε κυρίως «ξένα».

Ναι, υπήρχε ο Σιδηρόπουλος και ο Παπακωνσταντίνου κι αργότερα οι Τρύπες, αλλά το κυρίαρχο ήταν όταν άκουσα τα τοπ-40 Αγγλίας και Αμερικής, όπως μας τα περνούσαν οι ραδιοφωνικές και οι μετρημένες τηλεοπτικές εκπομπές και τα περιοδικά.

Προσωπικά, κρίσιμη χρονιά επιλογής της μουσικής «φυλής» υπήρξε το 1986. Η συναυλία των Saxon στη Ριζούπολη, στις 11 Μαΐου, λίγες μέρες μετά το πυρηνικό ατύχημα του Τσέρνομπιλ. Έκτοτε, το βίωμα κατά κάποιον τρόπο μου υπαγόρευσε να διαλέξω «φυλή», χωρίς όμως να παραμένω ξένος ή εχθρικός προς άλλα, πιο ήπια ακούσματα, τα οποία ούτως ή άλλως σε συναντούσαν.

Ο διπλανός μου στο Λύκειο, ας πούμε, άκουγε The Cure. Μαραθώνιες οι συζητήσεις για το αν «όσοι το παίζετε χέβυ μέταλ το κάνετε μόνο για μαγκιά» ή για το πότε ο Ρόμπερτ Σμιθ «θα βάλει καμιά λάμπα στο σπίτι του για να μην πηγαίνουνε στράφι τα κραγιόν της ξαδερφής του».

Αυτό που συμβαίνει με τα eighties γιατί είναι ιδιαίτερο; Κάθε γενιά που μεγαλώνει σε μια δεκαετία την εξιδανικεύει μετά. Με τα eighties είναι αλλιώς; Ή όχι ;
Κάθε γενιά θυμάται τρυφερά τα ακούσματα που τη διαμόρφωσαν και το βρίσκω κάτι υγιές. Η «εξιδανίκευση» -καταλαβαίνω, βέβαια, πώς και γιατί διατυπώνεις το ερώτημα- είναι η επιδερμική αντίληψη όσων δεν γνωρίζουν για κάτι που κάποιοι άλλοι το γνωρίζουν πολύ καλύτερα και το αγαπούν πολύ περισσότερο. Το ροκ είναι οι ιστορίες που σου αποκαλύπτει, το ανθρώπινό του παράδειγμα για τη δημιουργία, την τέχνη και την ανθρώπινη σύζευξη, όχι οι θέσεις στα τσαρτ ή το να ξέρεις πότε γεννήθηκε ο μπατζανάκης κάποιου μπασίστα ενός acid jazz συγκροτήματος από την Κουάλα Λουμπούρ, που «είναι αριστούργημα, επειδή τον δίσκο τους τον έχω μόνον εγώ».

Αυτό που μπορώ με επιχειρήματα να υποστηρίξω είναι ότι η δική μου γενιά που έφτασε στα 20 της χρόνια (συν κάτι, πλην κάτι) με το τέλος της δεκαετίας του ’80, την έχει κρατήσει ίσως πιο ρομαντικά μέσα της για έναν λόγο παραπάνω: Βίωσε μία απότομη μεταλλαγή στα μουσικά πράγματα γιατί στο τέλος του ’91 ήρθαν με μένος για το οτιδήποτε «παλιό» το grunge και το εναλλακτικό ροκ και στην ουσία επιχείρησαν να πετάξουν στα σκουπίδια οτιδήποτε είχε προηγηθεί. Φυσικά, δεν φταίνε οι μουσικοί, ούτε τα γούστα του κοινού. Ήταν η βιομηχανία που άλλαξε χέρια και έπρεπε να δημιουργηθούν νέοι όροι και νέα προϊόντα στην αγορά. Προς τα τέλη των ‘90s ήρθε κι το downloading και μετά άλλαξαν οι όροι της παγκόσμιας μουσικής σκηνής. Πολύ θα ήθελα πάντως να διαβάσω ένα βιβλίο από τη ματιά ενός 35άρη για τις μουσικές που μεγάλωσαν τη δική του γενιά.
PAN.PAN. with SAXON
Βινύλια; Κασέτες; Τα έχεις όλα αυτά;
Από πλευράς άλμπουμ, σε δίσκο ή κασσέττα, ο αριθμός μετά τον οποίο έχω σταματήσει, εδώ και κάτι χρόνια, να μετράω είναι οι 6.000, χωρίς να υπολογίζω τις αμιγώς ψηφιακές εκδοχές των τελευταίων 7-8 χρόνων. Αρκετά διπλά, πολλά μεταχειρισμένα αλλά καλοδιατηρημένα, ελάχιστα σπάνια, τα περισσότερα αγορασμένα με βάση χειρόγραφους καταλόγους φτιαγμένους κατά την προϊντερνετική εποχή με βάση βιβλία, βιογραφίες, εγκυκλοπαίδειες και τα λοιπά. Πήρα το πρώτο μου cd το 1996, αντιστάθηκα, δηλαδή, αρκετά.

Όμως στη συνέχεα έπαψα ν’ ανησυχώ όταν κατάλαβα ότι πλέον το αυτί μου είναι αναλογικό, οπότε είναι αδύνατον να ξεπεράσει τον ήχο του βινυλίου ή της κασσέττας, σε κάτι που άκουσα στη φόρμα αυτή για πρώτη φορά. Η ακρόαση από βινύλιο παραμένει για μένα μια απαράμιλλη διαδικασία, όμως δεν υπάρχει περίπτωση να στερηθώ κάτι που θέλω ν’ ακούσω, επειδή δεν το βρίσκω σε βινύλιο, ή να το πληρώσω πανάκριβα για να το έχω σε βινύλιο, το θεωρώ εκτός θέματος παραξενιά, υπερβολή.

Με τις VHS πώς τα πέρασες; Έγραφες ταινίες ; Νοίκιαζες να δεις; Τι έγιναν όλες αυτές;
Η βντεοκασσέττα κι αν ήταν διαδικασία. Στα ’80s το δικό μου σπίτι δεν είχε βίντεο, όμως είχε ένας κολλητός. Το “Blade Runner”, το πρωτοείδα από βιντεοκασσέττα, σε μια επική μάζωξη, Σάββατο βράδυ, λίγο πριν ξεκινήσει το Μουντιάλ του ’86. Τον «Νονό» και το «Αποκάλυψη Τώρα», επίσης – δεν μπορούσες να τα δεις στην ΕΡΤ ή στο σινεμά. Το «Ψωνιστήρι», με τον Αλ Πατσίνο, που ήταν ακατάλληλο. Εκεί βέβαια που το βίντεο έδωσε ρέστα ήταν με τον τελικό του Ευρωμπάσκετ του ’87 – το οποίο είναι και κεφάλαιο του βιβλίου. Έμοιαζε σαν κάθε σπίτι που είχε βίντεο, να το είχε γράψει σε κασσέττα. Τα τελευταία καλοκαίρια της δεκαετίας, αλλά και πιο μετά, κάθε που είχε Ευρωμπάσκετ, μαζευόμαστε και το βάζαμε ολόκληρο, πανηγυρίζοντας σχιζοφρενώς κάθε φορά.

Σόλωνος και Μασσαλίας τι συνέβη; Δεν το “έπιασα”.
Ήταν ένα θρυλικό καφέ όπου έχουν μεγαλώσει γενιές ολόκληρες από φοιτητές Νομικής, στη γωνία των δύο οδών – εκεί εκτυλίσσεται κι ένα κεφάλαιο του βιβλίου που ξεκινά από μια ήττα της Εθνικής ποδοσφαίρου από τη Ρουμανία και εξελίσσεται σε μικροέπος για την Joan Jett. Στο υπόγειο του καφέ βρισκόταν το ομώνυμο δισκάδικο, με τεράστια ποικιλία δίσκων από όλα τα είδη.

Τώρα θα σου βάλω δύσκολα σε ένα άτυπο τοπ-10 για τα δικά σου ‘80s, όπως ξεδιπλώνονται στο «Σαμγουερ in ‘80sland»:

Η συναυλία των 80s; Η για πολλούς λόγους αλησμόνητη (όχι η τεχνικά καλύτερη) που ήμουν μέσα, Saxon με σαπόρτ τους δικούς μας Spitfire στη Ριζούπολη, 11 Μαίου 1986, η πρώτη σύναξη όλων των μεταλλικών φυλών. Με μικρή απόσταση, Iron Maiden στη Νέα Φιλαδέλφεια, 13 Σεπτεμβρίου 1988.

Ο δίσκος; Μεταξύ πολλών άλλων, το “87” των Whitesnake και το “Back In Black” των AC/DC.

Η κασέτα; «Σάμγουερ Ιν Τάϊμ» των Iron Maiden, για πολλούς, ευνόητους και μη λόγους.

Ο ηθοποιός; Κανονικά, Mickey Rourke (“Diner”, “O Αταίριαστος”, “Year Of The Dragon”, “9 ½ Βδομάδες”, «Δαιμονισμένος Άγγελος», “Barfly”, “Homeboy”) και Willem Dafoe (“Tο Live And Die In L.A.”, “Platoon”, «Τελευταίος Πειρασμός», «Ο Μισισιπής Καίγεται»). Όμως, από πλευράς επίδρασης σε πραγματικό χρόνο, ο κωλοπαιδαρίων Tom Cruise, με όλους τους ρόλους που οι έφηβοι, μετέφηβοι και μόλις ενηλικιούμενοι θα ήθελαν σαν τρελοί να παίξουν : «Οι Σκοτεινές Μπίζνες Ενός Πρωτάρη», “Top Gun”, «Το Χρώμα Του Χρήματος», “Cocktail”.

Η ηθοποιός;
Rachel Ward στο «Έρωτας Δίχως Αύριο».

Αγαπημένο δισκάδικο;
Του Σπάϋρους «Ζλεγιέρ» (περιγράφεται στο βιβλίο) και ασφαλώς “Happening” και “Rock City”.

Tραγουδιστής;
Bruce Springsteen

Συγκρότημα;
Στην αρχή των ‘80s Pink Floyd και AC/DC, στη μέση Iron Maiden και προς το τέλος Guns N’ Roses

Γυναικάρα;
Εδώ χρειάζεται ένα ξεχωριστό τοπ-10. Επειδή όμως η πρώτη αποκαλύφθηκε, να κι ορισμένες που θα μπορούσαν να το συμπληρώσουν (χωρίς αξιολογική σειρά) : Ρεμπέκα Ντε Μορναί, Κέλλυ Λε Μπροκ, Τώνυ Κιτέν, Τζέϊμι Γκερτζ, Βαλεντίνα Βάργκας, Λωρήν Χάττον, Ντέμπυ Χάρρυ, Μισέλ Φάϊφερ, Ροζάν Αρκέτ.

Η VHS που κρατάς καλά φυλαγμένη;
“12 Wasted Years” των Iron Maiden, παραγωγής 1987, χωρίς υποτίτλους.

Έχεις εν ενεργεία κασετόφωνο και βίντεο ή όλα αυτά είναι πια μια γλυκιά ανάμνηση;
Έχω απ’ όλα και τουλάχιστον ένα από κάθε είδος είναι ελεγμένα λειτουργικό

Photo:VIDEO 80SLAND
80s LAND
Τι περιέχει στην πραγματικότητα η βιντεοκασέτα του “αυτιού” στο οπισθόφυλλο του βιβλίου σου;
Αυτό που περιγράφει ο υπότιτλος : ελιξίριο σε Ultra High Quality. Είναι ένα πραγματικά πρωτότυπο και vintage εξώφυλλο των εκδόσεων Ιωλκός, το οποίο ήδη συγκαταλέγεται στα υποψήφια για το καλύτερο της φετινής χρονιάς.

Εξήγησέ μας αν θέλεις τους χρόνους των SP / LP / EP που αναγράφονται στο οπισθόφυλλο (sp τι είναι ; μου διαφεύγει…).
Είναι οι συντομογραφίες που υπήρχαν στις βιντεοκασσέττες εγγραφής στα ’80s. Το SP σημαίνει “Standard Play”, γράφεις την οπτική πληροφορία στην κασσέττα, χωρίς να υπολείπεται ποιότητας από την πηγή. Τα άλλα δύο σημαίνουν “Long Play” (ελαφρώς πιο αργή εγγραφή, σε βάρος της ποιότητας της εικόνας) και “Extended Play”, ανάλογη με την LP, αλλά σπάνια χρησιμοποιούμενη, όταν ήθελες να γράψεις πολύωρες εκπομπές ή σόου.

Τα ‘80s σε ποιά περίπτωση από όνειρα μπορεί να γίνουν εφιάλτης;
Μόνον αν, όπως στην ταινία Videodrome, παγιδευτείς στο σενάριο ελληνικής βιντεοκασσέττας τρόμου, με πρωταγωνιστές που φοράνε μαϊμούδες Αρμάνι και πλοκή γυρισμένη σε δύο διαμερίσματα από γειτονικές πολυκατοικίες. Κατά τα λοιπά, τα ’80s υπήρξαν εφιάλτης μόνο στο μυαλό του Κερτ Κομπέϊν.

Επόμενη παρουσίαση του βιβλίου;
Στο Ζάτοπεκ στην Καλλιθέα στις 9 Μαρτίου

Καλοτάξιδο λοιπόν!

Ευχαριστώ πολύ για την ωραία συνέντευξη, οι ερωτήσεις σου μού έδωσαν τη δυνατότητα να ανοιχτώ για το βιβλίο και για την εποχή και για το τι πιστεύω και στοχεύω.
PANAGIOTIS PAPAIOANNOU

Ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου γεννήθηκε το 1971. Φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών, όπου και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στην Εγκληματολογία. Σπούδασε στο Εργαστήρι Δημοσιογραφίας και συνεργάστηκε με έντυπα και ραδιοφωνικούς σταθμούς. Άρθρα και μελέτες του έχουν δημοσιευθεί σε πολιτικό και νομικό τύπο. Είναι Διδάκτωρ Εγκληματολογίας του Τομέα Ποινικών και Εγκληματολογικών Επιστημών της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και ασκεί μάχιμη δικηγορία στην Αθήνα.

Συμμετέχει ως ομιλητής σε επιστημονικά συνέδρια, ημερίδες και σεμινάρια, ενώ σε τακτική βάση καλείται να παρεμβαίνει στα media για ζητήματα που άπτονται όψεων του εγκληματικού φαινομένου και της λειτουργίας του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης.

Πριν όμως συμβούν όλα αυτά, είχε ήδη μεγαλώσει αγαπώντας, βιώνοντας και σπουδάζοντας εντατικά το ροκ, στις περισσότερες από τις εκφάνσεις του που συνδέονται με τη γενιά του, αυτήν των εφήβων της δεκαετίας του '80. Έκανε επί σειρά ετών ραδιοφωνικές εκπομπές, μεγάλωνε και εμπλούτιζε τη δισκογραφική συλλογή του, παρακολουθούσε με προσήλωση συναυλίες, σύχναζε σε μέρη όπου υπήρχε μουσική, συνηθέστατα ροκ.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!