Νίκος Ντουνούσης: "Παραμένω μάλλον παραδοσιακός"

"Aφήσαμε τα μαλλιά μας να μακρύνουν, αγοράζαμε βινύλια από το Blow Up, ανταλλάσσαμε βινύλια και κασέτες και ό,τι άλλο μουσικό έπεφτε στα χέρια μας".
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 

Είναι δύσκολο να μιλήσει κανείς για όλα όσα έχει κάνει ο Νίκος Ντουνούσης για το Blues και Blues-Rock στην Ελλάδα, όπου έχει βάλει ανεξίτηλο το σημάδι του με την αξία του. Αφενός μας άνοιξε τόσο πολύ την καρδιά του και ήταν τόσο περιγραφικός και εξομολογητικός στην συνέντευξη αυτή της ζωής του, που δεν θέλω να κλέψω ούτε μια στιγμή και αφετέρου τον θαυμάζω τόσο που καμιά φορά αυτό μπλοκάρει ένα μουσικό δημοσιογράφο. Αυτό που έχω όμως να πω με σιγουριά και θαυμασμό για τον σπουδαίο αυτό μουσικό είναι από τους λίγους μουσικούς που όταν ανεβαίνει στην σκηνή αλλάζει η ατμόσφαιρα.

Έχει μία λάμψη που ενισχύεται όταν πιάσει το μικρόφωνο και την ηλεκτρική κιθάρα του. Συνήθως ένα ινδιάνικο φτερό κρέμεται από την άκρη της, δείγμα αγνότητας της μουσικής που θα παίξει, αλλά και του χαρακτήρα του. Ο Νίκος Ντουνούσης μας πάει πίσω στις παλιές καλές μέρες του Blues στην Ελλάδα, τότε που το οικείο αυτό είδος είχε κερδίσει ένα σημαντικό κομμάτι στην ψυχαγωγία. Τότε που Κώστας Καββαθάς, ο ιστορικός εκδότης του Ήχου, τον είδε να παίζει ένα βράδυ στο House of Art και άρχισε να φωνάζει στους δημοσιογράφους γιατί δεν ήξερε ότι υπάρχει ένας τέτοιος προικισμένος μουσικός κι έστειλε αποστολή στη Θεσσαλονίκη να του πάρουν συνέντευξη. Έχει εμφανιστεί μεταξύ άλλων σπουδαίων μουσικών με τους Nick Gravenites, Louisiana Red, Nellie Travis, Band of Friends of Rory Gallagher, Lurrie Bell, Johnny Nicolas, Phil Guy (αδερφός του Buddy Guy), Eric Sardinas και άλλους, ενώ έχουν αφήσει εποχή οι συναυλίες του αφιερωμένες στους Jimi Hendrix και Stevie Ray Vaughan.

Ο Νίκος Ντουνούσης, κιθαρίστας, συνθέτης, στιχουργός, παραγωγός είναι ένα γνήσιο ταλέντο της μουσικομάνας συμπρωτεύουσας στην οποία έμεινε ως σήμερα πιστός της διατηρώντας εκεί την έδρα του. Όμως και το μέλλον του Blues είναι στα χέρια του καθότι ανήσυχος μουσικός που πάντα έχει τον τρόπο. Ξεκίνησε την μουσική του πορεία στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με τους Ghetto με φίλους του από το σχολείο. Καλύτερα όμως να μας τα πει ο ίδιος...


Με το ινδιάνικο φτερό στην ηλεκτρική κιθάρα, σήμα κατατεθέν.

Σε τι φάση βρίσκεσαι;

Στη φάση του μόλις ξεκίνησα και πάμε παιδιά.......Action..

Μια ψυχολογική ερώτηση για αρχή. Μπαίνεις σε ένα μπαρ και βλέπεις στη μία γωνία να στέκεται ο Eric Clapton και στην άλλη γωνία να κάθεται ο Rory Gallagher να πίνει την μπυρίτσα του. Ποιον θα πλησιάσεις να πεις ένα "γεια";

Χαχά, καλή ερώτηση, είναι μεγάλο το δίλημμα. Ο Κλάπτον σαφώς μεγαλύτερη επιρροή, λόγω του μπλουζ φυσικά, άλλα με τον Γκάλαχερ νοιώθω μεγαλύτερη συναισθηματική δύναμη και έλξη, ειδικά μετά το λάιβ του στο Παλαί ντε Σπορ που είδα πιτσιρικάς και με εκσφενδόνισε. Έβαλε φωτιά στο πάλκο, στο κοινό, στο Παλαί και στην γύρω περιοχή γενικότερα, ήταν γροθιά στο στομάχι. Μάλλον θα πήγαινα στον Ρόρυ πρώτα, θα του φιλούσα τα χέρια και μετά θα του ζητούσα να με συστήσει στον Έρικ. Αφού θα πίναμε πρώτα καμιά 6-7 σφηνάκια βέβαια.

Θυμάμαι την πρώτη σου εμφάνιση στην Αθήνα στα μέσα του '80 με τους Blues Gang σε ανοιχτό χώρο στο ΣΕΦ. (Η συναυλία ήταν του Ρήγα Φεραίου, αν θυμάμαι καλά). Ήμουν εκεί γιατί είχε πέσει "σύρμα" στους "μπλουζίστες" για μια πολύ καλή μπάντα από τη Θεσσαλονίκη. Πώς ήταν;

Ομολογώ ότι την θυμάμαι σαν χθες, μια και ήταν η πρώτη μου στην Αθήνα με τους Blues Gang. Είχαν κατέβει και χωρίς εμένα το προηγούμενο καλοκαίρι. Αν δεν απατώμαι παίξαμε σε μια πλωτή εξέδρα πριν ή μετά τους Sharp Ties με κάποιους απ’ τους οποίους γίναμε και φιλαράκια. Είχα εντυπωσιαστεί με την οργάνωση, είχε πολλά πάλκα που παίζανε ταυτόχρονα (πολύ μπροστά οι ρηγάδες τότε), και φυσικά με την προσέλευση του κόσμου, μεγάλα ακροατήρια, και νομίζω ότι έδωσε και το έναυσμα για τις μετέπειτα εμφανίσεις μας στο Ροντέο όπου κατεβήκαμε για μια εβδομάδα τουλάχιστον και έγινε το έλα να δεις. Δεν περιμέναμε τέτοια θερμή υποδοχή και από τότε δημιουργήθηκε η σχέση αγάπης μας με την πρωτεύουσα. Έχω φωτογραφίες απ’ το κλαμπ Ροντέο το ’85. Μάλιστα μας προτάθηκε τότε να κατεβούμε για ένα χειμώνα στην Αθήνα αλλά το αρνηθήκαμε ευγενικά. Παλιοτοπικιστές, τι να πεις; χαχα.


Με τους Blues Gang στο Ροντέο 1985.

Η πορεία σου είχε ήδη τότε ξεκινήσει. Πώς εξελίχθηκε ; Είσαι ευχαριστημένος; Που έφθασες ως μουσικός;

Παίζω μπλουζ στην Ελλάδα τα τελευταία 45 χρόνια και αυτό από μόνο του τα λέει όλα. Νοιώθω πολύ τυχερός στη ζωή μου γιατί ακολούθησα τα όνειρά μου, βιοπορίστικα και ακόμα βιοπορίζομαι από αυτά σε αρκετά ικανοποιητικό βαθμό. Δεν λέω ότι ήταν όλα ρόδινα, ποτέ δεν είναι, αλλά εγώ τουλάχιστον ένα μέρος από τα όνειρα πού είχα ως πιτσιρικάς τα έζησα. Δισκογραφήσαμε και παίξαμε μουσική σχεδόν σε κάθε γωνιά αυτής της χώρας και σε αρκετά μέρη στο εξωτερικό. Γνωριστήκαμε και παίξαμε με πολλούς μουσικούς σε όλα αυτά τα μέρη και φυσικά με πολλά από τα ινδάλματά μας. Τι άλλο να ζητήσει κανείς; Έζησα μια ζωή γεμάτη μουσική, και ακόμα το κάνω, σε μια μόνιμη διαδικασία εκμάθησης θα έλεγα, μια και η μουσική δεν τελειώνει ποτέ. Τώρα πχ προσπαθώ να μάθω πιάνο. Αύριο δεν ξέρω, μπορεί να πιάσω κανένα σαξόφωνο, χαχα. Η ουσία είναι ότι νοιώθω ικανοποιημένος μέχρι εδώ, ακόμη κι αν τελειώσει τώρα. Φυσικά όλα αυτά προϋποθέτουν θυσίες, μην φανταστείς ποτέ ότι γίνονται έτσι απλά. Αλλά η ικανοποίηση της έκφρασης της ψυχής επισκιάζει τελικά όλα τα άλλα. Γιατί μάλλον κάτι τέτοιο ψάχνουμε όλοι μας σ’ αυτή τη ζωή. Ένα καλύτερο τρόπο να εκφραζόμαστε. Απλά οι περισσότεροι δεν τον βρίσκουν και έτσι γίνεται ο κόσμος μπάχαλο, με το κυνήγι της εντύπωσης, της επιβολής ή της εξουσίας. Έλλειψη έκφρασης λοιπόν. Εμένα προσωπικά αυτό μου πρόσφερε η τέχνη της μουσικής. Ένα τρόπο να εκφράζομαι λίγο καλύτερα στον μάταιο τούτο κόσμο που λένε.



Το blues πώς εξελίχθηκε από τότε στην Ελλάδα; Έχει αποκτήσει τη θέση που του αξίζει;

Το μπλουζ δεν διεκδικεί καμιά θέση διότι είναι η βάση της μοντέρνας μουσικής στην οποία όλοι επιστρέφουν όταν ψάχνουν τις ρίζες της. Είναι και θα είναι εκεί που ήταν πάντα, στην ρίζα της γέννησης της μουσικής του 20ου αιώνα. Αυτό ισχύει παγκόσμια και διαχρονικά για όλους τους λαούς που έχει επηρεάσει, οι οποίοι πότε το θυμούνται και πότε το ξεχνάνε γι’ αυτό και κατά καιρούς έχει τα πάνω και τα κάτω του. Χάρις όμως σε κάποιους πρωτοπόρους (ημών συμπεριλαβομένων και εννοώ τις ομάδες που δημιουργήσαμε παρέα με φίλους μουσικούς, αλλά και άλλα παιδιά από διάφορους τόπους της χώρας) το μπλουζ έγινε πιο κατανοητό στην Ελλάδα και πιο αναγνωρίσιμο. Ταχθήκαμε στο είδος και αυτό έδωσε σημασία και δυνατότητα στην ύπαρξή μας και το γεγονός και μόνο ότι φτάσαμε να παίζουμε με μουσικούς και συγκροτήματα της Ευρώπης και της Αμερικής ισάξια χωρίς ελλείψεις, σημαίνει ότι είχε και εξέλιξη. Σήμερα αριθμούμε στην Ελλάδα τουλάχιστον 10 μπάντες που μπορούν να το κάνουν αυτό και ίσως λέω λίγες. Αυτό είναι εξέλιξη από μόνο του. Κατά τα άλλα δυστυχώς, με την εξέλιξη σήμερα της μουσικής παγκόσμια το μπλουζ είναι σε πολύ χαμηλή θέση όσον αφορά την δημοτικότητα αλλά αυτό έχει ξανασυμβεί, δεν είναι η πρώτη φορά. Κάποια μέρα, κάποιες νέες γενιές θα το ανακαλύψουν και θα γίνει η νέα πηγή έμπνευσης, σαν να ανακαλύπτουν τον τροχό και πάλι. Έτσι φαντάζομαι ή θέλω να νομίζω , οι κοινωνίες πάντως κάνουν κύκλους. Βασικός λόγος όμως για τον άνθρωπο να ξεχάσει τέτοιες μουσικές θα είναι να ξεχάσει πρώτα τα μουσικά όργανα, πράγμα που θεωρώ αδύνατο. Κάποια πράγματα δεν αντιγράφονται απ’ το A.I., ακόμη περισσότερο στην τέχνη. Ποιος υπολογιστής η ποιο sampler θα παίξει Albert King ας πούμε; Μη τρελαθούμε, ε; Λίγη λογική.


Με στυλ Donovan και γεμάτος όνειρα σε νεαρή ηλικία.

Πολλοί αναρωτιούνται αν υπάρχει blues μετά τον Buddy Guy και τον John Mayall, τελευταίοι πρεσβευτές της παλιάς σχολής. Υπάρχουν νέοι άξιοι συνεχιστές; Σου αρέσει όπως παίζει εδώ και αρκετά χρόνια πια ο Buddy Guy;

Ο Buddy είναι η αλήθεια , είναι λίγο Jeckyll και Hyde. Έχει βγάλει αρκετά μέτρια πράγματα αλλά και κάποια αριστουργήματα που τον κατατάσσουν άνετα στους 10 μεγαλύτερους μπλουζίστες όλων των εποχών. Είναι σα να βρισκόταν σε ένα μόνιμο πειραματισμό, ανάμεσα στον Muddy Waters και τον Hendrix, με σαφώς καλύτερη προσέγγιση στον Muddy και την παράδοση. Απλά είχε πάντα ένα obsession με τον Hendrix, ειδικά μετά τον θάνατο του και πάλευε να του μοιάσει. Αυτό το είδα ξεκάθαρα και όταν τον γνώρισα, ανοίξαμε την συναυλία του στον Μύλο αρχές του 90 και μετά το sound check μας με έπιασε και μου είπε : "Νίκο από κιθαρίστες σαν εσένα ακούω και μαθαίνω", και γω αναρωτιόμουν τι εννοούσε μια και απ’ τους δίσκους του εμείς μάθαμε το καθαρόαιμο Chicago Blues. Της πρώτης εποχής του βέβαια. Κατά την συναυλία του προσπάθησε να δώσει αρκετές "χεντριξιακές" πτυχές αρκετά αδέξια θα έλεγα, αλλά μόλις έπιανε τα low down dirty blues φαινόταν ο αληθινός Buddy Guy σε όλο του το μεγαλείο. Και ας μη γελιόμαστε. Δεν υπάρχει κιθαρίστας του μπλουζ στην υφήλιο που να μην έχει αφομοιώσει 2-3 τουλάχιστον φράσεις (licks) του Buddy Guy στο παίξιμό του για να μην πω για την έκφραση της φωνής του. Είναι τεράστιος. Γι’ αυτό και μόνο τον λατρεύω και τον αγάπησα ακόμη περισσότερο όταν διάβασα και την αυτοβιογραφία του, ίσως μια από τις πιο διασκεδαστικές βιογραφίες που έχω διαβάσει ποτέ, με πολύ πνεύμα και χιούμορ. Έχω συνοδεύσει άλλωστε με τους Backbone και το αδερφό του τον Phill και μας έμειναν και κάποιες ηχογραφήσεις από αυτά τα live. Για να παίξεις πάντως Blues αλλά Buddy Guy πρέπει να είσαι και ελαφρώς ξεκούρδιστος. (guitar tips).


Στούντιο Αγροτικόν, 1985. Ηχογράφηση του δίσκου On a second thought με τους Blues Gang, η πρώτη του δισκογραφική δουλειά.

Μετά το Buddy και τον Mayall τι λοιπόν; Όπως είπα πιο πριν, με τη εξέλιξη της μουσικής σήμερα το μπλουζ βρίσκεται σε καθοδική πορεία, άρα δεν μπορείς να περιμένεις να εμφανιστούν και πολλά μεγάλα ταλέντα, η τουλάχιστον να αποκτήσουν δημοτικότητα και να αναγνωριστούν. Υπάρχουν πολλοί μουσικοί ανά τον κόσμο που ασχολούνται ακόμα με το είδος και γι’ αυτό και δεν θα πεθάνει αν δεν παρατήσει το όργανο και ο τελευταίος παίχτης. Η ανάδειξη των ξεχωριστών ταλέντων όμως μέσα από όλους αυτούς εξαρτάται από την κοινωνία την ίδια, ακριβώς όπως η ίδια η κοινωνία στράφηκε μπρος, και αναγνώρισε τους μουσικούς τους προγόνους. Με όλα τα παραδοσιακά είδη έτσι συμβαίνει, πρώτη η κοινωνία τα στηρίζει χωρίς και έξω από οποιοδήποτε σταρ σύστεμ. Και σίγουρα υπάρχουν σήμερα μεγάλα ταλέντα, όμως και τα ταλέντα πρέπει να ζήσουν για να δημιουργήσουν, κάτι πού μόνο με ύπαρξη κοινού μπορεί να γίνει, είναι απαραίτητη προϋπόθεση. Που σημαίνει φυσικά ότι και το κοινό πρέπει να ψάχνει και να ανακαλύπτει. Με πολυθρόνα, πατατάκια και καλωδιακή δεν γίνεται αυτό φαντάζομαι. Βγαίνει έτσι αληθινός ο Τζίμης Πανούσης πού είπε σοφά ότι στη νέα τάξη πραγμάτων τα πράγματα θα είμαστε εμείς.


Οι Ghetto το 1982 στο Θέατρο Κήπου με Τζόρτζο Διαμαντόπουλο, Γιώργο Τόλιο στα τύμπανα και Νίκο Ντουνούση (δεξιά).

Πώς ξεκίνησες να ακούς και να παίζεις blues; Ποιο ήταν το πρώτο ερέθισμα; Σε έβαλε κάποιος σε αυτή την κατάσταση;

Θυμάμαι ότι άκουγα πολύ Johnny Winter αλλά την άμεση σχέση του με το blues την αντιλήφθηκα μετά από άλλα γεγονότα σαν αυτό: Τέλη δεκαετίας του ’70 συχνάζαμε όλοι οι ροκάδες στο Αχίλλειο, παραδοσιακό τότε καφενείο της παραλίας. Εγώ είχα πιάσει την κιθάρα από το ’77, σαφώς επηρεασμένος απ’ την ροκ αγγλική σκηνή της εποχής και προσπαθούσα να μάθω ό,τι καθόταν απ’ τους δίσκους και τις κασέτες που κυκλοφορούσαν. Είχαμε στην παρέα ένα φρικιό της εποχής που ο μπαμπάς του είχε δισκάδικο κάπου στα δυτικά της Θεσσαλονίκης, τον Σάμπαθ, έτσι τον λέγαμε, ο οποίος κυκλοφορούσε πάντα με ένα στερεοφωνικό κασετόφωνο στον ώμο, μεγάλο για την εποχή. Αργότερα μου είπαν ότι ο Σάμπαθ κατέληξε στο Άγιο Όρος. Τα βρήκε με τον Θεό. Μια μέρα περνάει από μπροστά μου και ακούω έναν πρωτόγνωρα ωμό ήχο ηλεκτρικής κιθάρας που με καθήλωσε, σχεδόν με τρόμαξε. Τι είναι αυτό ρε Σάμπαθ; του λέω. Δεν ξέρεις μου λέει; Ο μοναδικός Albert Collins. Αυτό ήταν. Ο Collins που έπαιζε τις χορδές με ένα μοναδικό δάχτυλο, τον δείκτη του δεξιού χεριού του, μου είχε αλλάξει την ζωή για πάντα. Έπρεπε να αναθεωρήσω ότι ήξερα, γιατί αυτός ο ωμός, στακάτος σχεδόν διαπεραστικός ήχος μου είχε σκίσει τα σωθικά.

albert_collins_and_nick.jpg

Ο Νίκος Ντουνούσης με τον Albert Collins.

Έπρεπε να μάθω πως γίνεται. Η συνέχεια ήρθε με τις παραγωγές του Johnny Winter για τον Muddy Waters και φυσικά τους Blues Brothers και την ταινία τους. Όλοι αυτοί με οδήγησαν σε αναθεώρηση του οργάνου και τη θέληση να ψάξω τις ρίζες, τα μπλουζ και τον ατέλειωτο κόσμο τους. Αυτό συνέπεσε και με το ξεκίνημα της ανακάλυψης των blues από τον Ηλία Ζάικο. Θυμάμαι μια μέρα μια κουβέντα παρέας στο Αχίλλειο με τον Ηλία να συμμετέχει, κάπου γύρω στο 80, όπου μας εξηγούσε πώς ανακάλυπτε τα blues. Κάποιος τον ρώτησε αν εννοεί τα spirituals. Όχι απάντησε, δεν εννοώ αυτά, τα spirituals δεν είναι blues. Εκεί κατάλαβα και την διαφορά, υπήρχαν περισσότερα απ όσα φαίνονται στην επιφάνεια. Κι αποφάσισα να μάθω περισσότερα. Έτσι με τον Ηλία αποκτήσαμε μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης μπορώ να πω, όσον αφορά τα blues και πολλές φορές τον ρωτούσα για να ενημερώνομαι για το who is who μια και είχε ήδη αποκτήσει μια αξιόλογη συλλογή βινυλίων. Όταν τελικά έπιασε την κιθάρα και άρχισε να παίζει blues με τον Σωτήρη Ζήση, στο καμαράκι του Σωτήρη στην Φιλίππου, φτιάχνοντας δειλά-δειλά το πρώτο όνομα Blues Gang και με έτερο κιθαρίστα, τον Δημήτρη Σταρόβα, του βγήκε πολύ φυσικό να μου ζητήσει να δοκιμάσω μαζί τους όταν ο Σταρόβας αδυνατούσε. Ο Ηλίας γνώριζε ότι ακόμη κι αν δεν έπαιζα αμιγώς blues μπορούσα να το προσεγγίσω, το κατανοούσα. Έτσι βρεθήκαμε για πρώτη φορά οι τρεις μας κάπου στο 82-83 να παίζουμε blues στο καμαράκι του Σωτήρη και η πρώτη εμφάνιση μας με το όνομα Blues Gang, ever, έγινε με εμένα τον Ηλία, τον Σωτήρη και έναν ντράμερ που, ας με συγχωρέσει δεν θυμάμαι το όνομά του, στην Συκιά Χαλκιδικής χειμώνα. Αλλά εγώ παρέμεινα ένθετο μέλος (guest) του γκρουπ μια και είχα και άλλη μπάντα, μέχρι το ’85 οπότε και εισχώρησα ως βασικό μέλος (και σοφέρ). Το ’86 τελικά εγώ και ο Ηλίας δημιουργήσαμε τους Blues Wire.
014-ND.jpgBlues Gang στη Θεσσαλονίκη. Στο μικρόφωνο ο Ηλίας Ζάικος, στα τύμπανα ο Πάνος Τόλιος, με πλάτη ο Νίκος Ντουνούσης και δίπλα του ο μπασίστας Σωτήρης Ζήσης.

Ποιο ήταν το όραμά σου παίζοντας blues-rock ως νεαρός;

Το όραμα κάθε πιτσιρικά κιθαρίστα φυσικά, να παίξει μουσική, να γίνει διάσημος, να ταξιδέψει, να γνωρίσει τον κόσμο, να βγάλει πολλά λεφτά, όλα αυτά που μας περνούσε το σταρ σύστεμ της εποχής, με μία διαφορά. Δεν έκανα ποτέ εκπτώσεις σε αυτά που ήθελα να παίξω. Στα πρώτα γκρουπ που συμμετείχα, προσπαθούσαμε να παίξουμε τζαζ ροκ και προγκρέσιβ. Δεν είχαμε ιδέα αλλά είχαμε θράσος. Γρήγορα όμως το γυρίσαμε σε πιο ροκ εντ ρολλ (κι από κει το μπλουζ και ο Albert Collins μου την φύλαγαν στη γωνία) και αν και πολλοί μου πρότειναν διάφορες συνταγές για μεγαλύτερη επιτυχία (ελληνικό στίχο – επαναληπτικά ριφάκια, εύκολες μελωδίες να ακούν τα κορίτσια και να χαίρονται όπως μου λέγαν), για μένα η μουσική είχε πάντα έναν συγκεκριμένο ήχο μέσα στο κεφάλι μου και έτσι ήθελα να την αποδώσω, όπως την άκουγα. Αυτός είναι και ο πιθανότερος λόγος της ένταξής μου στους Blues Gang (πέρα απ’ το ότι ήμουν ο μόνος με βανάκι και δίπλωμα εκείνη την περίοδο, πράγμα που τους ήρθε κουτί – τους ταξίδευα με κομφόρ),ότι μπορούσα δηλαδή να προσεγγίσω το blues αρκετά άνετα και με κατανόηση του ιδιώματος. Το πρώτο βήμα στο blues είναι να ξέρεις να μετράς τα μέτρα. Κι αυτό το είχα αβίαστα.

001-002-003.jpg
Έφηβος με μία από τις πρώτες του κιθάρες.

Η πρώτη κιθάρα πώς αποκτήθηκε; Σήμερα με τι κιθάρα παίζεις;

Η πρώτη καλή μου κιθάρα γιατί πιο νωρίς έπαιζα με τόξα, κάτι φθηνές Eko και Kumica ,ήταν μια Gibson SG special με p90s που έφερα απ την Αγγλία όταν παράτησα τις σπουδές μου στην κλωστοϋφαντουργία (ω ναι) που με ζόρισε ο πατέρας μου να σπουδάσω μια και ήταν καταξιωμένος μηχανολόγος υφαντουργός ο ίδιος και με δικιά του βιοτεχνία. Προσπάθησα είναι αλήθεια να βγάλω τη σχόλη αλλά το μυαλό μου ήταν αλλού, η τότε μπάντα μου είχε φύγει στη Γερμανία και ήθελα διακαώς να πάω να τους βρω, πού μυαλό για σχολές και κλωστές. Έτσι μετά από ένα αποτυχημένο τρίμηνο στη σχολή στο Bradford έδωσα τις τελευταίες λίρες που είχα για την κιθάρα και ένα εισιτήριο για Γερμανία και έκοψα μαζί και τον ομφάλιο λώρο με τον πατέρα αναζητώντας την περιπέτεια της ζωής. Η SG ήταν το λάβαρο της επανάστασης μου. Αργότερα την έδωσα στον φίλο μου Γιάννη Ντρενογιάννη που την ερωτεύτηκε, ακόμα την έχει. Μετά τον Jimi Hendrix όμως και τον Stevie Ray Vaughan αποφάσισα να γίνω και γω stratomaster. Έτσι πήρα διάφορες strat στην πορεία, με σημαντικότερη και βασική από το 1986 την Δάφνη (dafne blue-1983 '62 reissue ) που έβγαλα όλο το “Παραρλάμα”, τον “Μύλο” και τους Backbone μαζί της και ακόμα συμπορευόμαστε. Την βρήκε ο Ηλίας μεταχειρισμένη και του την πήρα σε 3 μήνες μέσα, αυτός τελικά προτίμησε μια maple neck sunburst της ίδιας εποχής. Τη Δάφνη την θυμούνται όλοι γαλάζια αλλά με τα πολλά χρόνια πρασίνισε, μπιντέ την αποκαλώ τώρα. Δύο φορές αναγκαστήκαμε να την κολλήσουμε γιατί άρχισε να σκίζεται το σκάφος στα δυο, καταξεράθηκε με τα χρόνια. Την μια την κόλλησε ο αείμνηστος Λάζαρος Ζοζέφ Τερζιβασιάν και την δεύτερη ο Γιώργος Ζώτος. Τους χρωστάω την ζωή της. Σήμερα στο προσωπικό μας στούντιο με τον αδερφό Θανάση Κωνσταντόπουλο έχουμε μια αρκετά μεγάλη συλλογή από αξιόλογα όργανα, σε διάφορες μάρκες και μοντέλα οπότε τσιμπάω κατά περίπτωση ότι ταιριάζει στις συνθήκες. Ανάλογα με τη μουσική και τη διάθεση.

NICK_AND_THE_BACKBONE.jpg
Nick and the Backbone.

Η ιστορία των Nick and The Backbone πότε ξεκίνησε;

Οι Βackbone ξεκίνησαν αρχές του’96, όταν θεώρησα ότι έκλεισα έναν κύκλο με τον Ηλία Ζάικο σαν κιθαριστικό ντουέτο που ήμασταν και θα του άφηνα και bonus τους Blues Wire για να πάω σε νέες περιπέτειες, με πιο “ατομικό” ας το πούμε όχημα. Μονοθέσιο δηλαδή αντί για ράλι. Ήθελα να πατήσω το γκάζι στο πάτωμα και να δω αν θα ελέγχω το γλίστρημα αλλά αυτό δεν γίνεται με δύο στο τιμόνι. Θα καταλήξεις στις μπαριέρες. Με τον Ηλία έτσι κι αλλιώς γκαζώναμε, κιθαριστικώς, μεταφορικώς και κυριολεκτικώς (περιοδεύαμε και με δυο gti μια εποχή-σβέλτα αλλά με σύνεση),αλλά μόνος στην πίστα ήταν πάντα μια πρόκληση που, εκτός απ’ το ότι ήθελα να την δοκιμάσω υπήρχαν και αρκετοί υποκινητές ανάμεσα στους φίλους και fans του γκρουπ. Με έσπρωξαν Ηλία, δε φταίω μόνο εγώ...

Περνούσα βέβαια και την SRV εποχή μου, που μετά τον Hendrix και τον Johhny Winter ήταν η μεγαλύτερη γροθιά που μου ήρθε απ’ το Τέξας, όπως και για χιλιάδες άλλους κιθαρίστες της υφηλίου φυσικά. Έτσι το power – trio ήταν η φυσική μου τότε απόληξη δεδομένων των επιρροών. Και παρ’ ότι η δυσκολία του να κάνεις ένα νέο ξεκίνημα, ειδικά μετά από ένα καταξιωμένο σχήμα δεν είναι καθόλου αμελητέα, ούτε και είναι ακόμα στην διατήρησή του, δεν το μετάνιωσα ποτέ. Θεωρώ ότι μόνο καλό μου έκανε γιατί βρέθηκα να συνεργάζομαι από τότε με κορυφαίους μουσικούς ντόπιους και ξένους, βρήκα συνεργασίες, φιλίες και υποκινητές ας το πούμε που με στήριξαν και με στηρίζουν ακόμα και με κάνουν να νοιώθω πολύ τυχερός και περήφανος. Ήταν πάντα ένα πολύ ωραίο ταξίδι και μου πρόσφερε έναν κόσμο ολόκληρο. Με τα ups και down του φυσικά.

Σήμερα με τι σχήμα παίζεις με ποιους μουσικούς; Νέοι ή παλιοί συνεργάτες; Που παίζετε;

Σήμερα βρίσκομαι σε μια πολύ ευχάριστη θέση να συνεργάζομαι και να παίζω με όλα τα σχήματα που προανέφερα. Εξακολουθώ να εμφανίζομαι εμβόλιμα στους Blues Wire, πέρυσι φτάσαμε μάλιστα μέχρι και σε blues φεστιβάλ στην Ουγγαρία, με τον Ηλία έχουμε δημιουργήσει και το ακουστικό ντουέτο B.I.G. Brothers (από το blues in Greece brothers) που πάει πολύ καλά. Βασικό μου σχήμα πάντα οι Backbone σε ηλεκτρική και ακουστική μορφή και το ντουέτο TWO με τον αξιολάτρευτο και πολύτιμο συνεργάτη μου Βασίλη Παπαδόπουλο που έχει ένα από τα πιο χαρισματικά λαρύγγια στην χώρα μας, τόσο που μου έρχεται να τον στραγγαλίσω καμιά φορά απ’ τη ζήλια μου. Στους Backbone βασικοί συνεργάτες είναι ο Δημήτρης Γιαλαμάς και ο Γιώργος Σμυρνής στο μπάσο, ο Αλέξανδρος Σπανίδης, ο Νίκος Βαριαμίδης και ο Αλέξανδρος Αποστολάκης στα τύμπανα, ο Θανάσης Κωνσταντόπουλος στην κιθάρα και ο Γιάννης Στανόπουλος (ο γιατρός) συμπαίκτης απ’ την εποχή του “Παραρλάμα” στο σαξόφωνο. Αλλά μέσα στα χρόνια έχουν περάσει και άλλοι πολλοί αξιόλογοι μουσικοί απ’ το σχήμα, όπως ο Γιώργος Αθανασιάδης, ο Γιώργος Παπάζογλου, ο Λάζαρος Λαζαρίδης, ο Νίκος Σαλωνίτης, ο Florian Micuta, ο Μιχάλης Καπηλίδης, ο Θάνος Μιχαηλίδης και αρκετοί άλλοι που αδυνατώ να απαριθμήσω με μιας στη μνήμη αυτή τη στιγμή. Όλοι τους πάντως με τίμησαν και τους χρωστώ την ευγνωμοσύνη μου και τον μουσικό μου κόσμο.

low_1.jpg
Ηλίας Ζάικος, Γιάννης Στανόπουλος "ο γιατρός" και Νίκος Ντουνούσης στο "Παραρλάμα".

Ο αριθμός των ηχογραφήσεων σου σε ικανοποιεί; Μπορούσες περισσότερες; Αν όχι γιατί;

Ναι, όχι και να εξηγήσω γιατί. Η πρώτη μου και τελευταία επίσημη δισκογραφική παραγωγή κυκλοφόρησε το ’98 από την Ano Kato Records, το Cracking Under Pressure, με αποκλειστικά δικά μου κομμάτια σε όλο τον δίσκο και την συμμετοχή του Νίκου Γκραβενίτη σε 3 από αυτά. Ακολούθησα τις επιταγές των καιρών, όπως μου έλεγε και ο αξέχαστος Γιώργος Τσακαλίδης της Ano Kato Records που χρηματοδότησε και την παραγωγή, με all original συνθέσεις, δικά μου τραγούδια δηλαδή, πράγμα που ήταν πολύ ωραίο δημιουργικά και καλλιτεχνικά αλλά λάθος εμπορικά. Όταν βγάζεις έναν blues ή blues rock δίσκο ο κόσμος θέλει να ταυτιστεί και με κάποιο τραγούδι που γνωρίζει ήδη, κάποιο κλασσικό μπλουζ ή ροκ τραγούδι ώστε να σε κατατάξει κάπου μέσα του. Κάτι του είδους που να του είναι πιο γνώριμο, ώστε να σε πλησιάσει πιο εύκολα. Αυτό, αυτός ο δίσκος δεν το πρόσφερε. Για ντεμπούτο ήταν πολύ καλό όπως μου λένε πολλοί μέχρι σήμερα, και πήρε και πολύ καλές κριτικές από τα μουσικά περιοδικά αλλά εμπορικά δεν κατάφερε να ξεπεράσει τα 700-800 κομμάτια μέχρι σήμερα, πολύ μακριά τότε από τις πωλήσεις που κάναμε με τους Blues Gang-Blues Wire. Και το γεγονός αυτό δεν κατάφερε να φέρει το επόμενο βήμα. Η αλήθεια είναι ότι και γω ψαχνόμουν μουσικά και δεν μπορούσα να αντιληφθώ ξεκάθαρα αυτά που λέω τώρα, αλλά συν το γεγονός ότι άλλαξε η δισκογραφία ριζικά μετά το 2000 και οδήγησε και στη συρρίκνωση των παραγωγών της Άνω Κάτω μέχρι το οριστικό της κλείσιμο, τη μοναδική εταιρεία που είχαμε να υπηρετεί το είδος με συνέπεια, με άφησε με το επόμενο βήμα στον αέρα.

Από τότε άλλαξαν πολλά, άλλαξε η μουσική, η δισκογραφία πήρε άλλη μορφή, εγώ όμως κατάφερα σε συνεργασία με τον σύντροφο ζωής όπως είπα Θανάση Κωνσταντόπουλο να δημιουργήσω ένα προσωπικό στούντιο στο οποίο κάνουμε διάφορες ηχογραφήσεις και παραγωγές, μεταξύ των οποίων και προσωπική δουλειά την οποία όμως ομολογώ ότι δεν ξέρω τι να την κάνω. Τα διάφορα blogs και sites που προσφέρουν streaming και downloads εξευτελίζουν τους καλλιτέχνες, εγώ απ την άλλη ηλικιακά νομίζω ότι έχω περάσει το στάδιο της εποχής που μπορούσα να κάνω τα πάντα μόνος μου, να τυπώνω cd και να τα κουβαλάω στο πόρτ μπαγκάζ για να τα μοιράζω σε φίλους και γνωστούς και εν πάση περιπτώσει βρε αδερφέ, δεν βλέπω να υπάρχει και κανένα ενδιαφέρον στην γενικότερη αγορά του είδους, είπαμε, το μπλουζ είναι σε κατιούσα. Ηχογραφώ όμως γιατί είναι προσωπική μου ανάγκη, απλά δεν βρίσκω το κατάλληλο και αξιοπρεπές μέσο να φτάσουν αυτές οι ηχογραφήσεις στον κόσμο. Ίσως τελικά να τις αφήσω κληρονομιά στον γιό μου, να τις τυπώσει σε μια άλλη εποχή, αν σε μια άλλη εποχή θα έχει καμιά σημασία να τυπωθούν έστω με αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Φυσικά η πορεία του Cracking όπως είπα και πιο πάνω ήταν απογοητευτική στο ξεκίνημά μου, έπαιξε κι αυτό το ρόλο του.

008-ND_-_Αντιγραφή.jpg
Με τους Ghetto στο ανοιχτό γήπεδο της ΧΑΝΘ το 1981.

Ισχύει ότι στο χώρο του blues υπάρχει ένα άλλο κλίμα, πιο συναδελφικό, μοιράζονται οι μουσικοί την σκηνή και όλοι έχουν ένα μήνυμα στο μυαλό την διάδοσή του σε μια χώρα "ξένη" ; Πώς το βίωσες αυτό;

Ισχύει και με το παραπάνω. Μέσα από τα βιώματά μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι όταν δηλώνεις στους μουσικούς του είδους και ειδικά στους Αμερικάνους ότι είσαι μουσικός, αυτό είναι σαν διαβατήριο σχεδόν σε οποιοδήποτε χώρο. Σε καμαρίνια, σε μπαρ, στο πάλκο, οπουδήποτε, σε υποδέχονται σαν αδερφό. Γιατί εκτός του ότι είναι μία καθαρά αυτοσχεδιαστική μουσική που βασίζεται και αναδεικνύει την προσωπικότητα του καθενός, είναι και μια μουσική προσγειωμένη, γήινη και άκρως ρεαλιστική, σα την ζωή την ίδια. Φυσικά μεγάλο ρόλο παίζει σ’ αυτό η αντιεμπορική της διάσταση. Δεν συγκεντρώνει ούτε τους προβολείς, ούτε την φήμη, ούτε και το πολύ χρήμα, οπότε αμέσως-αμέσως ξεσκαρτάρoνται οι "ανεπιθύμητοι" αυτοί δηλαδή που βάζουν την προσωπική προβολή πριν το συναίσθημα. Στο μπλουζ αυτοί ξεχωρίζουν και αποβάλλονται εύκολα απ’ το περιβάλλον. Φυσικά, όπως παντού, υπάρχουν άνθρωποι και άνθρωποι. Αλλά το μπλουζ γεννήθηκε στην συνεύρεση και έτσι θα παραμείνει. Γι’ αυτό και λέγεται λαϊκή μουσική. Όλοι οι σύγχρονοι μουσικοί στον κόσμο, όταν "τζαμάρουν", blues παίζουν.

Πάμε πίσω τώρα. Σε ποια γειτονιά γεννήθηκες; Παιδικά χρόνια; Σχέση με την μουσική; Δίσκοι στο σπίτι; Είχατε πικάπ; Τι άτομο ήσουν;

Γεννήθηκα στη Θεσσαλονίκη στις 16/08/1963 και το πατρικό μου ήταν Γαμβέτα με Τομπάζη, περιοχή Μπότσαρη, ενορία Αναλήψεως. Ακόμα εκεί ψηφίζω αν και μένω στην Άνω Πόλη εδώ και πολλά χρόνια. Η παιδική μου ηλικία μέχρι και την εφηβεία χαρακτηρίστηκε ιδιαίτερα από την σχέση μου με τον πατέρα μου ο οποίος, όπως προείπα ήταν μηχανολόγος κλωστοϋφαντουργός, σπουδαγμένος στην Ιταλία, από τους ελάχιστους της εποχής, αυτοδημιούργητος με δικιά του βιοτεχνία. Κατασκευάζαμε νήματα γκαρντέ για όσους γνωρίζουν, κυρίως για χαλιά και κουβέρτες σε δικό μας κλωστήριο. Λόγω της γνώσης της τέχνης του ο πατέρας μου έβγαζε περιζήτητα προϊόντα και οι συνάδελφοι του τον θεωρούσαν γκουρού, είχε μεγάλο ταλέντο σαν μηχανικός, αλλά την πάτησε εμπορικά στο ξεκίνημα του σαν ιδιώτης πού συνέπεσε με μεγάλη κοιλιά της αγοράς τα πρώτα χρόνια της δικτατορίας. Του πήρε 30 χρόνια να ορθοποδήσει δουλεύοντας μερόνυχτα, άλλα έτσι κράτησε την επιχείρηση 40 χρόνια. Αυτό όμως τον σκλήρυνε πολύ. Και δυστυχώς συνέπεσε με την εποχή που εγώ ως έφηβος ανακάλυπτα τον κόσμο της μουσικής κι αυτό έγινε και το μεγάλο εμπόδιο ανάμεσά μας διότι με μεγάλωσε ως φυσικό διάδοχο μέσα στο εργοστάσιο και είχε μεγάλες προσδοκίες. Από πολύ παιδί θυμάμαι τα χέρια μου γεμάτα με κλειδιά και κατσαβίδια. Έμαθα πολλά από τον πατέρα μου και πήρα τεχνικές γνώσεις που αργότερα εφάρμοσα στα ηλεκτρονικά και τις κιθάρες μου, ήμουν από πολύ νωρίς εξοικειωμένος με εργαλεία και οχήματα. Οδηγώ απ’ τα 13 μου και το πρώτο μου όχημα ήταν το κλαρκ της αποθήκης. Ξεφόρτωνα νταλίκα πιο γρήγορα και ασφαλέστερα από επαγγελματίες. Επίσης κατανοούσα πολύ εύκολα τα τεχνικά θέματα, πράγμα που έκανε τον πατέρα μου να κορδώνεται και να φουσκώνει από περηφάνια. Αυτό όμως ήταν και το λάδι στη φωτιά. Από πολύ μικρός εγώ έβλεπα κιθάρες στην τηλεόραση και κολλούσα, έλεγα να, αυτό θέλω και ο πατέρας μου άλλαζε κανάλι. Για κάποιο λόγο που δεν γνωρίζω προαισθανόταν τι έρχεται και το έδιωχνε σαν το σατανά. Άλλαζε κουβέντα επί τόπου, χωρίς καμία προσπάθεια προσέγγισης. Εγώ όμως εκεί! Τέλειωσα την πέμπτη δημοτικού με καλό βαθμό - τι θες παιδί μου για δώρο; Κιθάρα έλεγα εγώ, ποδήλατο μου παίρναν. Ώσπου τους έσκασα στην έκτη δημοτικού και μου πήραν με μισή καρδιά ένα παιδικό κιθαρόνι, τελείως παιχνίδι για να με ξεγελάσουν. Το παίδεψα, το γρατζούνισα, προσπάθησα να το κουρδίσω άλλα αυτό αρνιόταν, ώσπου το παράτησα. Μια μέρα όμως πήγα στο σπίτι ενός συμμαθητή για παιχνίδι και μόλις μπήκα στο δωμάτιο του πάγωσα. Στον τοίχο πάνω απ’ το κρεβάτι του κρεμόταν μια αληθινή κλασσική κιθάρα τόσο όμορφη πού δεν είχαν ξαναδεί τα μάτια μου. Μπορώ να την αγγίξω του λέω; Φυσικά μου λέει, κατέβασε την. Την πήρα στα χέρια μου, κάθισα και το μοναδικό που θυμάμαι να έκανα ήταν να ακουμπάω το αυτί μου στο ηχείο και να χτυπάω μια-μια τις χορδές και να τις αφήνω να σβήνουν ως το τέλος. Ήμουν μαγεμένος, τόσο απορροφημένος απ’ το άκουσμα που πρέπει να πέρασε καμιά ώρα ή τουλάχιστον τόσο το θυμάμαι, μέχρι που ο συμμαθητής μου την άρπαξε απ’ τα χέρια μου τσατισμένος και μου είπε: "Εσύ δεν ήρθες να παίξουμε, εσύ ήρθες να παίξεις κιθάρα-σήκω φύγε" και με έδιωξε. Έτσι έφυγα, αλλά ήμουν άλλος άνθρωπος πλέον. Τώρα ήξερα τι ήταν αυτό που ζητούσα τόσο καιρό, είχα βρει το αληθινό άκουσμα. Και μαζί και τον εαυτό μου, αλλά δεν το ήξερα ακόμα.

002-_Αντιγραφή.jpg

Μπήκα στο Γυμνάσιο με μάτια και αυτιά ανοιχτά σαν κεραίες, τσιμπώντας ερεθίσματα από δω κι από κει. Θυμάμαι που πήγαινα στο σπίτι του πρώτου μου ξαδέρφου, του Δημήτρη, λίγο μεγαλύτερου και έβλεπα στην βιβλιοθήκη κάτι δίσκους Suzi Quatro, Status Quo, Slade και γούρλωνα τα μάτια στις φωτογραφίες με τις κιθάρες στα χέρια τους. Τους άκουγα και απορροφούσα τους ήχους σα σφουγγάρι. Εκεί ανάμεσα στους δίσκους ήταν και το Oδηγώντας του Καββαθά.

Το κατάπια κι αυτό σαν τους δίσκους, μια και ήμουν όπως είπα εξοικειωμένος με τα οχήματα, και πολλά χρόνια αργότερα, όταν γνώρισα τον ίδιο τον Καββαθά του είπα ότι το βιβλίο του και τα άρθρα του στους 4Τ μου έσωσαν τη ζωή στα μυριάδες ταξίδια μου. Δεν νομίζω να με πίστεψε αλλά το εννοούσα. Μια μέρα στις αρχές της 2ας Γυμνασίου μπαίνω στο προαύλιο του σχολείου και ακούω έναν ήχο ουράνιο, εξωγήινο, έναν ήχο που δεν μπορούσα να φανταστώ ότι υπάρχει. Κάποιος επαναστάτης μαθητής είχε τρυπώσει στο γραφείο των καθηγητών και είχε βάλει στα μεγάφωνα της αυλής να παίζει το Shine on you crazy diamond. Η αυλή είχε γεμίσει με τον ουράνιο ήχο του συνθεσάιζερ της εισαγωγής, αλλά μόλις μπήκαν οι πρώτες φράσεις της κιθάρας γονάτισα. Πρώτη φορά στη ζωή μου άκουγα τον Gilmour και ήταν αρκετό για να τον θυμάμαι μέχρι να πεθάνω. Το τραγούδι δεν πρόλαβε να φτάσει μέχρι το τέλος, οι καθηγητές όρμησαν στο γραφείο, διέκοψαν την μουσική του διαβόλου και ο αναρχικός μαθητής που τόλμησε να τρυπώσει αποβλήθηκε (Μη ξεχνάμε ότι μιλάμε για το 75-76 με τη χούντα πρόσφατη).

63458.jpg

Εμένα όμως με σημάδεψε. Σε λίγους μήνες βγαίνοντας από το σχολείο μια μέρα, βλέπω να πουλιέται στην βιτρίνα του βιβλιοπωλείου απέναντι μια μεταχειρισμένη κλασσική κιθάρα Alhambra και την βάζω στόχο. Η μητέρα μου ήταν σαφώς πιο κοντά μου ψυχολογικά και είχε αναλάβει και όλο το βάρος να μας μεγαλώσει με την αδερφή μου, μια και πατέρα σχεδόν δεν βλέπαμε γιατί δούλευε όπως είπα μερόνυχτα. Η μάνα μου είχε χάσει την μαμά της από πολύ μικρή και είχε μεγαλώσει σχεδόν μόνη της, ο μπαμπάς της ήταν ιπτάμενος, ήρωας της αεροπορίας το 40 και έλειπε συχνά, γι’ αυτό και η μαμά είχε αναπτύξει μια φοβερή αίσθηση αυτοδυναμίας και ισορροπίας μέσα της βρίσκοντας πάντα την χρυσή τομή σε δύσκολες καταστάσεις. Αυτό μου το μετέδωσε σε μεγάλο βαθμό. Της εκμυστηρεύτηκα λοιπόν τον πόθο μου για την κιθάρα και βλέποντας χρόνια τώρα την επιθυμία μου να μη σβήνει, μου είπε ότι θα με βοηθήσει να την πάρω υπό δυο προϋποθέσεις. Πρώτον, δεν θα έλεγα τίποτε στο πατέρα μου μέχρι να του μιλήσει η ίδια και δεύτερον θα γραφόμουν σε ένα ωδείο για να μάθω πραγματικά μουσική. Έτσι και έγινε. Γράφτηκα στο Ωδείο Απόλλων το ’77 και ξεκίνησα μαθήματα κλασικής, προχωρώντας πολύ γρήγορα και έχοντας απορροφηθεί παντελώς από την αντικείμενο της μελέτης. Πέρασα θυμάμαι και εξετάσεις επιτροπής με εξεταστές τους Αναδολή, Κωνσταντινίδη, Γουμπερίτση, μέλη όπως κατάλαβα αργότερα των Apriori που ήταν και η πρώτη jazz rock μπάντα που είδα ζωντανά, όλοι μουσικάρες, πολύ μπροστά απ την εποχή τους και με τους οποίους 2 χρόνια αργότερα νοικιάζαμε μαζί το “σπιτάκι”, μια μονοκατοικία στο τέρμα Κηφισιάς για να κάνουμε πρόβες. Σε 6 μήνες μέσα είχα βγάλει δουλειά που άλλα παιδιά βγάζαν σε δυο χρόνια, σε ένα χρόνο ο διευθυντής του ωδείου έπιασε την μητέρα μου και της είπε επί λέξη: κυρία μου, ο γιός σας είναι μεγάλο ταλέντο και θα γίνει μεγάλος κλασσικός βιρτουόζος. Η μάνα μου φυσικά δαγκωνόταν γιατί δεν ήξερε τι να πει στον πατέρα μου. Όλα γίνανε πολύ γρήγορα εκείνη την εποχή. Για πότε έμαθα να παίζω, βρήκα ένα στερεοφωνικό πικ απ που μου έφτιαξε ένας γείτονας ηλεκτρονικός, αγόρασα τούς πρώτους μου δίσκους και τις επόμενες κιθάρες μου, ούτε που το κατάλαβα. Θυμάμαι όμως ότι ήμουν σκυμμένος πάνω απ’ το όργανο εξάωρα και η μάνα μου μού έριχνε καρπαζιές στην πλάτη γιατί έλεγε ότι θα μείνω καμπούρης. Ήμουν και πολύ αδύνατος για το ύψος μου. Ο πατέρας είχε μάθει μεν για τα μαθήματα, αλλά δεν ήξερε και πολλά γιατί ερχόταν μεσάνυχτα και έφευγε ξημερώματα, ήξερε μόνο ότι του έλεγε η μάνα μου.

GHETTO_DAYS_1981-1983.jpg
Με τους Ghetto αρχές ΄80s.

Στο σχολείο είχα συμμαθητή το Γιώργο Παπάζογλου που ήθελε να μάθει τύμπανα, επιρροή του ξαδέρφου του και πολύ γρήγορα μπήκαμε μέσα στην μουσική, παρέα, ακούγοντας δίσκους και τζαμάροντας με κλειστά φώτα και μάτια στο δωμάτιό του με την κλασσική που είχε σπίτι του και τάπερ για κρουστά. Ήταν και ο πρώτος ντράμερ που έπαιξε πολύ αργότερα στους Backbone. Πολύ γρήγορα βρήκαμε και τον Γιώργο Αθανασιάδη (τον Αθάνα κατά μουσικούς) και σχηματίσαμε το πρώτο μας σχήμα. Πρώτος ξάδερφος του Παπάζογλου ήταν όμως ο Πάνος ο Τόλιος και εδώ θα σταθώ λίγο. Ο Πάνος ήταν ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα που έχει βγάλει η πόλη μας και ένας ολοκληρωμένος ροκ ντράμερ σχεδόν απ’ τα γεννοφάσκια του. Είναι ένας πολύ μεστωμένος μουσικός και όπου έβαλε το ταλέντο του η μουσική απογειώθηκε, βλέπε Nemo, Blues Gang, Παύλος Σιδηρόπουλος, Ξύλινα Σπαθιά, όπου και να τον ακούσεις εντυπωσιάζεσαι πρώτον με την φοβερή τεχνική του και δεύτερον με την μουσική του ποιότητα. Από τον Πάνο δεν θα άκουγες ποτέ περιττή νότα και παράλληλα θα πεις τι ντράμερ είναι αυτός. Είχαμε αργότερα μια πολύ αρμονική μουσική σχέση στους Blues Gang με αυτοσεβασμό αλλά χαθήκαμε με τα χρόνια. Και το λέω αυτό γιατί θεωρώ ότι εμάς ως λίγο μικρότερους ο Πάνος μας έβαλε στην μουσική. Μια μέρα με τον Γιώργο Παπάζογλου πήγαμε να δούμε τον ξάδερφό του τον Πάνο σε ένα ροκ φεστιβάλ στο “Ολύμπιον” στην πάνω αίθουσα. Ο Τόλιος έπαιζε τότε σε ένα γκρουπ που το έλεγαν Ερημίτες, με τον Κώστα Μπίσκα στην κιθάρα (άλλη διάνοια που δυστυχώς τον εγκατέλειψε η λογική του παίζοντας μετά από χρόνια μπάσο στα λαϊκά), τον Πάνο Τσακίρογλου στο μπάσο και κάποια άλλα παιδιά που δεν θυμάμαι. Ο Πάνος όμως με είχε εντυπωσιάσει περισσότερο από όλους, το ταλέντο του ήταν εκεί, έλαμπε και δεν πρέπει να ήταν πάνω από 17. Θέλησα να τον γνωρίσω και ο φίλος μου και ξάδερφός του ήταν η καλύτερη ευκαιρία. Μας κάλεσε ο Πάνος στο Αχίλλειο, το στέκι που σύχναζαν όλοι οι ροκάδες μουσικοί και εκεί βρήκαμε τον κόσμο που ψάχναμε. Εκεί γνωριστήκαμε όλοι μεταξύ μας, και εκεί γνώρισα και τον Ηλία Ζάικο που ήταν συμμαθητής του Πάνου Τόλιου και πολύ γρήγορα ήμασταν μια μεγάλη παρέα. Πολλά συγκροτήματα βγήκαν από τις ζυμώσεις αυτής της μεγάλης παρέας εκείνη την εποχή, καμιά 40αριά θυμάμαι τουλάχιστον. Θα αναφέρω τα σημαντικότερα στα γρήγορα και ας με συγχωρέσουν οι υπόλοιποι. Ερημίτες, Γιουφκάδες, 69, Apriori, Nemo, Μωβ, Northwind και κάποια δισκογραφήσαν κι όλας. Μέσα σε όλες αυτές τις ζυμώσεις φτιάξαμε και μεις με τον Αθάνα και τον Παπάζογλου το πρώτο μας γκρουπ με το όνομα Περιπλοκή, προσπαθώντας να παίξουμε progressive rock πανάθεμά μας χωρίς να έχουμε ιδέα.

000.jpg
Οι Ερημίτες με τον Πάνο Τόλιο στα τύμπανα.

Έτσι όμως φτάσαμε στη πρώτη μας εμφάνιση το ’79 , στο πρώτο 3ήμερο ελεύθερο ροκ φεστιβάλ που έγινε στη Θεσσαλονίκη μετά την δικτατορία, στο ανοιχτό γήπεδο της Χανθ, με συμμετοχή 40 τουλάχιστον σχημάτων, τα περισσότερα πολύ καλύτερα από μας, αλλά ως νεόβγαλτοι πιτσιρικάδες πήραμε τα εύσημα απ’ τους μεγαλύτερους, πράγμα που μας έδωσε κουράγιο να συνεχίσουμε. Έχω φωτογραφία που βρίσκομαι κολλημένος απ’ το τρακ στο πάλκο, σαν να με κάρφωσαν στο σανίδι. Μάλιστα πληρώσαμε και συμμετοχή για το φεστιβάλ. Με αυτά και τ’ άλλα γίναμε καθημερινοί θαμώνες στο Αχίλλειο, μαζί με όλους τους ροκάδες της εποχής, αφήσαμε τα μαλλιά μας να μακρύνουν, αγοράζαμε βινύλια από το Blow Up στην Όλγας και ανταλλάσσαμε βινύλια και κασέτες και ότι άλλο μουσικό έπεφτε στα χέρια μας. Τα στέκια μας ήταν το Αχίλλειο, το Ματζέστικ και ο Θερμαϊκός στην παραλία και κάνα δυο άλλα καφέ και τα βράδια το Κατμαντού στην Μελενίκου, το πρώτο live κλάμπ που έπαιξα λίγο πριν ανοίξει η “Σελήνη” όπου γίναμε επίσης καθημερινοί θαμώνες. Εκεί εμφανιζόμασταν όλοι μια εποχή, με μεγαλύτερα ονόματα να θυμάμαι τους Vavoura Band και τον Νίκο Παπάζογλου με τη Λοξή Φάλαγγα. Μετέπειτα και στην “Σελήνη”. Εγώ μάζευα τα χαρτζιλίκια που έπαιρνα και γρήγορα βρέθηκα με μια μεταχειρισμένη ηλεκτρική και μια ακουστική, Eko και οι δύο, στη συλλογή μου. Οι δίσκοι στο πικάπ μου τρίζαν από το πολύ παίξιμο, μια και όλη μου η μελέτη γινόταν από πάνω του, την κλασσική την είχα παρατήσει πλέον. Οι Allman Brothers, οι Lynyrd Skynyrd, ο Jeff Beck, ο Carlos Santana, οι Led Zeppelin, Deep Purple, Soft Machine και ο Zappa με είχαν καταλάβει πλήρως, και φυσικά τις κλασικές σπουδές τις ξέχασα παντελώς. Ο σύγχρονος ήχος με είχε απορροφήσει ολοκληρωτικά. Όμως ένα αγκάθι παρέμενε μέσα μου, οι δραστηριότητες μου στη μουσική είχαν αυξηθεί, χρειαζόμουν περισσότερο χρόνο για μελέτη και πρόβες αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο απ τον πατέρα μου. Είχαμε ήδη συγκρουστεί κάνα δύο φορές για το μαλλί που μάκρυνε ή τα όργανα και τους δίσκους που αυξήθηκαν, μια φορά χειροδίκησε κι όλας αλλά μετά μου ζητούσε συγνώμη με κλάματα, ένοιωθα λοιπόν ότι πρέπει να βρω ένα τρόπο να του μιλήσω αν και τον φοβόμουν πολύ. Πολύ αργότερα έμαθα όλη την αλήθεια για τις δυσκολίες που περνούσε εκείνη την εποχή και παρότι δεν είχε κακία μέσα του αντιδρούσε με πολλά νεύρα. Εκείνο το βράδυ λοιπόν κάπου στα 15 μου, αποφάσισα να του πω ότι έχω δημιουργήσει ένα μουσικό συγκρότημα, προσπάθησα να του εξηγήσω δειλά-δειλά ότι αυτό δεν θα επηρεάσει το σχολείο η τα μαθήματα μου, αλλά πριν προλάβω να ολοκληρώσω τρεις προτάσεις μου έβγαλε όλο το μένος του. Γύρισε επιθετικά μπροστά μου, σήκωσε το χέρι και έμεινε ακίνητος προφανώς αντιλαμβάνοντας τι πάει να κάνει. Και για να μην το κάνει όρμησε στο δωμάτιο μου και ξέσπασε στο πικάπ, τους δίσκους και τις κιθάρες μου. Εγώ έβλεπα μόνο κάτι σκιές απ’ την άκρη της πόρτας και πριν προλάβω να συνειδητοποιήσω τι συμβαίνει άνοιξα την εξώπορτα και βγήκα με τις παντόφλες μέσα στο βράδυ ακούγοντας πίσω μου τα κρακ – κρακ από τα όργανα που έσπαγαν. Έφυγα και πήγα να βρω τους φίλους σε ένα μπαράκι, το SBG που ήταν κοντά στο σπίτι, φτάνοντας εκεί σε κατάσταση σοκ. Ήμουν με τις παντόφλες και τη φανέλα και προσπαθούσα να καταλάβω τι μου συμβαίνει και αν ζω μια πραγματικότητα ή μια φαντασίωση. Δεν είχα συνειδητοποιήσει την κατάσταση αλλά ήξερα πολύ καλά μέσα μου ότι γυρισμός δεν υπάρχει. Ένοιωθα πιο σίγουρος από ποτέ, ότι αυτό ήταν το καθοριστικό βράδυ που θα αποφάσιζα εγώ και μόνο εγώ τι θα κάνω στη ζωή μου. Στα 15 μου. Έλειψα από το σπίτι μένοντας σε φοιτητικά σπίτια για 2 εβδομάδες, με μια επίσκεψη στη μάνα μου ένα πρωί για να πάρω ρούχα και τα βιβλία του σχολείου και με παρακάλεσε να μιλήσω με ένα θείο μου που ήταν πιο διαλλακτικός με τους νέους και ήρεμος χαρακτήρας. Όντως πήγα στον θείο κάποια στιγμή, έμεινα μάλιστα και μαζί τους κάνα 2-3 μέρες και καταφέραμε να συζητήσουμε την κατάσταση με ηρεμία. Ο πατέρας μου είχε μετανιώσει για την συμπεριφορά του, μού ζητούσε να γυρίσω χωρίς να με ξαναενοχλήσει για την μουσική, αρκεί να μην επηρέαζε το σχολείο και εγώ κατέστησα σαφές ότι αν γυρίσω και ξανά αντιμετωπίσω παρόμοια κατάσταση δεν θα με ξαναδεί ποτέ στα μάτια του. Ήταν μεγάλη η οργή μέσα μου και ήταν και πολύ μεγάλο το βάρος για ένα 15χρονο αγόρι να σηκώσει στους ώμους του, να αντιμετωπίσει τον πατέρα του προσπαθώντας να γίνει κύριος του εαυτού και να καθορίσει τη μοίρα του από τόσο νωρίς, αλλά με μένα έτσι συνέβη. Πήρα τις αποφάσεις μου πολύ νωρίς και δεν ξανακοίταξα πίσω. Ίσως τελικά μου έκανε καλό γιατί έμαθα να κοιτάω μπροστά αν και μου πήρε πολλά χρόνια να ξεπεράσω το σοκ εκείνης της βραδιάς, και φυσικά με τον πατέρα μου δημιουργήθηκε ένα κενό ανάμεσα μας που κορυφώθηκε μετά την επιστροφή μου και την οριστική εγκατάλειψη των σπουδών μου στην Αγγλία, και μάλιστα με την SG Special για λάβαρο που, άλλωστε, πίστευα ότι μου την χρωστούσε. Για 15 χρόνια είχαμε μόνο μια καλημέρα και δεν τόλμησε να ξανά επέμβει στη ζωή μου. Παρόλα αυτά με το που γύρισα από την Γερμανία αυξήθηκαν οι μουσικές μας δραστηριότητες με το γκρουπ, που στο μεταξύ είχε μετονομαστεί σε Ghetto με την προσθήκη του Τζώρτζου Διαμαντόπουλου στα φωνητικά και του Γιώργου Τόλιου (αδερφού του Πάνου) στο ντεμπούτο του στα τύμπανα πολύ πριν περάσει στις Τρύπες. Παράλληλα είχε αρχίσει η στενότερη σχέση μας με τον Ηλία και τους Blues Gang, γρήγορα βρέθηκα να είμαι αρκετά δραστηριοποιημένος στα μουσικά πράγματα, πράγμα που δεν περνούσε απαρατήρητο στην οικογένεια. Έτσι ο πατέρας μου δεν μου πολυμιλούσε, δεν ήξερε και τι να πει άλλωστε, αλλά μου άφηνε τα κλειδιά απ’ το φορτηγάκι της επιχείρησης στο τραπέζι, ένα V.W. T2 που έγινε το επίσημο βαν των Gheto, Blues Gang και Blues Wire για αρκετά χρόνια. Είχε πραγματικά πολύ γέλιο να φτάνουμε σε μια συναυλία με ένα φορτηγάκι που έγραφε στο πλάι “Είδη Κλωστοϋφαντουργίας” και να ξεπηδάν από μέσα ροκάδες και μπλουζίστες με κιθάρες και τύμπανα, είμαι σίγουρος ότι πολλοί συνεργάτες το θυμούνται ακόμα. Η σχέση μου με τον πατέρα μου αποκαταστάθηκε πολλά χρόνια αργότερα και σε γηραιότερη ηλικία εξαρτήθηκε πλήρως από μένα, δείχνοντάς μου μεγάλη εμπιστοσύνη, ώσπου τελικά τον γηροκόμησα και του έκλεισα τα μάτια. Αλλά αυτή μας η διαμάχη ήταν καθοριστική για την οριστική μου απόφαση να ταχθώ στη μουσική. Και φυσικά μου πήρε και πολλά χρόνια να ξεπεράσω τις εσωτερικές φοβίες. Με τους Blues Gang φυσικά τα πράγματα πήραν επαγγελματική πορεία, με την υποστήριξη φυσικά της Ano Kato Records που υπήρξε και η σημαντικότερη ανεξάρτητη εταιρεία για τα συγκροτήματα της Βόρειας Ελλάδας. Ο Γιώργος Τσακαλίδης και η Ναταλία Κουρεμένου κάναν απίστευτη δουλειά για να μας βοηθήσουν. Μεγάλη συμβολή και υποστήριξη αργότερα ήρθε και από τον Νίκο Στεφανίδη που ξεκίνησε από το βασικό μας στέκι μετά το 80, το “Λούκι Λούκ” και δημιούργησε για μας την σκηνή του “Παραρλάμα” και του “Μύλου” στον οποίο και υπήρξαμε μικροί μέτοχοι εγώ και ο Ηλίας. Από την Αθήνα βασικός συνεργάτης και υποστηρικτής υπήρξε ο Γιάννης Αγγελάτος με τον οποίο κάναμε αμέτρητες συναυλίες μόνοι μας ή με μεγάλα ξένα ονόματα. Ο Γιάννης είναι ο πιο ταγμένος παραγωγός του μπλουζ στην Ελλάδα οδηγούμενος καθαρά και μόνο από πάθος του για το είδος.

020-ND.jpg

Τι απέγιναν τα βινύλια της δισκοθήκης σου;

Είχα φτάσει να έχω καμιά χιλιάδα βινύλια, τα μισά από αυτά ήταν δίσκοι των 70s με πολύ προγκρέσιβ και τζαζ ροκ ανάμεσά τους τα οποία και πούλησα κάποια εποχή για να αγοράσω κιθάρες και ενισχυτές. Τα υπόλοιπα που αφορούν την μετέπειτα μπλουζ εποχή μου τα έχω ακόμα, φυσικά και πάρα πολλά cd και κασέτες.

Σήμερα με ποιο τρόπο ακούς μουσική;

Σήμερα φυσικά με την ευκολία του mp3 και των media ακούω μουσική με όλους τους τρόπους, αλλά ο αγαπημένος μου παραμένει το βινύλιο. Το πικάπ μου δουλεύει ακόμα (το επισκεύασα) και όποτε πιάνω να κάνω καμιά δουλίτσα στο εργαστήριο βάζω και μια πλάκα στο πικάπ να ακούω και το αγαπημένο χρατς – χρατς.

Blues και τεχνητή νοημοσύνη. Θα δοκίμαζες κάτι τέτοιο στη δουλειά σου; Τι γνώμη έχεις για την νέα μέθοδο που χρησιμοποιούν διάφοροι συνάδελφοί σου όπως οι Paul McCartney, Roger Waters κ.α.

Παρότι στο στούντιο χρησιμοποιώ την σύγχρονη τεχνολογία δεν μπορώ να πω ότι με διεγείρει η ιδέα της τεχνητής νοημοσύνης. Ίσως για κάποιες τεχνικές εφαρμογές, ναι, αλλά όπως είπα και πριν μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη να αναπαράξει το παίξιμο του Albert King ή του Albert Collins, πόσο μάλλον το συναίσθημα; Μπορείς ας πούμε να εξηγήσεις στην τεχνητή νοημοσύνη την γεύση ενός φιλιού ή την αίσθηση του γέλιου; Πιστεύω στην τεχνολογία στην υπηρεσία του ανθρώπου, όχι στην αντικατάσταση του. Μέχρι εκεί ναι, είμαι δεκτικός, αλλά από κει και πέρα μόνο αν αλλοιωθεί τελείως η φύση μας νομίζω ότι θα προχωρήσει ο άνθρωπος σε τέτοιες αντικαταστάσεις. Παραμένω μάλλον παραδοσιακός.

019-ND.jpg
Ο εξοπλισμός μου στο "Παραρλάμα".

Είχες στην πορεία σου τον εξοπλισμό που ήθελες για να παίξεις, να ηχογραφήσεις, να εμφανιστείς σε συναυλίες;

Νομίζω πως δεν μου έλειψε κάτι, παρότι εμείς οι κιθαρίστες δεν λέμε ποτέ όχι σε μια καινούρια κιθάρα στη ζωή μας. Και σήμερα στο στούντιο ο εξοπλισμός μου είναι παραπάνω από ικανοποιητικός.

Υπάρχει όπως παλιότερα κίνηση blues στη Θεσσαλονίκη; Συγκροτήματα; Στέκια;

Οι δρόμοι και τα στέκια δεν είναι τόσο μπλουζ όσο στο παρελθόν αλλά μην ξεχνάμε ότι έχει συρρικνωθεί και η κοινωνία στα απολύτως αναγκαία, στα προς το ζην. Παρόλα αυτά βλέπω αρκετό αναβρασμό στους νέους που κινούνται σε διάφορες κατευθύνσεις μουσικά, όσοι ενδιαφέρονται πραγματικά για μουσική και όχι για σκουπίδια, και αρκετούς με το βλέμμα στην παράδοση, ακόμα και την Ελληνική. Αυτό μόνο καλό μπορεί να είναι. Κάπου εκεί μέσα υπάρχουν ακόμα νέοι που ενδιαφέρονται για το μπλουζ και μου δίνουν μεγάλη χαρά όταν τους βλέπω στις εμφανίσεις μας.

Συλλέγεις κάτι;

Εκτός από όργανα; Δεν νομίζω να περισσεύουν χρήματα.

Το Τοπ-10 σου;

Πάντα οι τρεις King (B.B.- Albert-Freddie), ο Albert Collins και ο Duke Robillard, οι αδερφοί Vaughan, ο Robert Cray, ο Johhny Winter και ο Muddy Waters. Στο slide ανήκω στη σχολή του Ry Cooder. Εμβόλιμα στους μπλουζίστες ήμουν πάντα και μεγάλος fan του Jackson Brown. Στο κινητό μου πάντως για ringtone παίζει το Blues at Sunrise του Albert King. Αξεπέραστο.

Ευχαριστώ πολύ που άνοιξες την καρδιά σου και εξομολογήθηκες όλα αυτά.

Συγγνώμη αν μακρηγόρησα, αλλά με αυτές τις ερωτήσεις Γιάννη μου, έβγαλες πράγματα που δεν έχω τολμήσει να ξαναπώ και με πολλή εσωτερική συγκίνηση ομολογώ. Σε ευχαριστώ πολύ γι' αυτό.

Nick Donoussis - Going Down


Nick Donoussis with Nick Gravenites -Left Hand Soul


Nick and The Backbone live Blues and Soul festival Skopje 2010


BAND of FRIENDS of Rory Gallagher & Nick Dounoussis Greece2016


Blues Wire & Nick Dounousis-part1 5-1-2023@kyttarolive Athens


Nick Donoussis - One's too many (and a hundred ain't enough)

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!