Κώστας Μάντζιος: Ένας σπουδαίος τραγουδιστής απ' τα παλιά

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ & PHOTOS) Μια εφ' όλης της ύλης συνέντευξη με τον ερμηνευτή Κώστα Μάντζιο.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ερμηνευτής με δική του ταυτότητα και συνεπή, εικοσαετή δισκογραφική θητεία. «Πιστός» στο καλό τραγούδι, ο Κώστας Μάντζιος ευτύχησε να συνδέσει το όνομά του με όμορφες και διαχρονικές στιγμές, όπως το τραγούδι «Στην πολιορκία πέφτει πάντα η Τροία», που όλοι αγαπήσαμε στα μέσα της δεκαετίας του ’90, καθώς και ξεχωριστές συνεργασίες, με το Γιώργο Σταυριανό, το Γιάννη Νικολάου κ.α. Έχοντας κερδίσει την αγάπη και εκτίμηση του κόσμου, εξακολουθεί να χαράζει με εκλεκτικές επιλογές τη στράτα του στο σύγχρονο τραγούδι.

Ο Κώστας Μάντζιος, που δε διστάζει να κάνει και την αυτοκριτική του, όπου θεωρεί πως χρειάζεται, μας επισκέφτηκε στα γραφεία του Ogdoo Music Group και με χαρακτηριστική ευγένεια μας μίλησε για όλα, κάνοντας μια μικρή αναδρομή στην πορεία του. 

Κώστα μίλησέ μας για το ξεκίνημά σου.
Ξεκίνησα σαν μουσικός στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Η εποχή τότε ζήταγε ρεμπέτικα, κυρίως το νεανικό κοινό. Τραγουδούσα στις λεγόμενες, κομπανίες, ακολουθώντας την πρώτη διδάξασα, τη Ρεμπέτικη Κομπανία, η οποία είχε ήδη βγάλει κάποιους δίσκους από τη δεκαετία του ’70, την Αθηναϊκή Κομπανία και βέβαια την Οπισθοδρομική Κομπανία, που είχε έναν αέρα λίγο πιο μοντέρνο σε σχέση με το τότε ρεπερτόριο. Και ο Γιάννης Εμμανουηλίδης και ο Θοδωρής Παπαδόπουλος και ο Άγγελος Σφακιανάκης που ήταν, θεωρητικά, οι επικεφαλής είχαν μια διαφορετική αντιμετώπιση του παλιού ρεπερτορίου, δεν ήταν τόσο «αποστειρωμένοι», όπως η Ρεμπέτικη Κομπανία, ούτε τόσο «λαϊκοί», όπως η Αθηναϊκή Κομπανία. Όλες οι «παρέες» λοιπόν προσπαθούσαμε να μοιάσουμε σε αυτό το στιλ. 

Ποιες ήταν οι επιρροές σου;
Το «σχολείο» μου ήταν τα παλιά τραγούδια του ’60. Σιγά – σιγά και με την εμφάνιση των Παιδιών απ’ την Πάτρα, που παίζανε τραγούδια πιο διασκεδαστικά, πιο αλέγκρα ας πούμε, οι ορχήστρες άρχισαν να προσαρμόζονται. Εγώ, ως οργανίστας, αφού έπαιζα ακορντεόν, ασχολήθηκα πολύ και με αυτό το ρεπερτόριο. Στην πορεία ασχολήθηκα με όλες τις τάξεις του λαϊκού τραγουδιού, ταυτόχρονα βέβαια και του έντεχνου, του κλασσικού έντεχνου δηλαδή, εννοώντας από το ’60 και μετά που ξεκίνησε ο Θεοδωράκης & ο Χατζιδάκις. Αυτοί οι δύο πυλώνες τραβήξανε δύο διαφορετικούς δρόμους και μέσα σ’ αυτούς σιγά – σιγά εμφανίστηκαν κι οι επόμενοι, που άλλοι πατήσανε στον έναν, άλλοι στον άλλο. 

Πότε έγινε η πρώτη σου δισκογραφική δουλειά;
Κάποια στιγμή, αρχές της δεκαετίας του ’90, είχα απογοητευτεί και λίγο από την κατάσταση των ορχηστρών και των live στα μαγαζιά, είχε αλλάξει το τοπίο, δεν ήταν όπως το ξεκινήσαμε με κέφι και αγάπη για το ρεπερτόριο. Εμείς παίζαμε το ρεπερτόριο που θέλαμε, δε μας έκανε η δουλειά να παίξουμε το ρεπερτόριο που «έπρεπε». Τότε, λοιπόν, μέσα από διάφορες συνεργασίες, γνώρισα το Γιώργο Σταυριανό και είχα μια πρώτη επαφή, δισκογραφική πια, στο στούντιο, με τραγούδια που ήταν άλλης, πιο «έντεχνης» λογικής, χατζιδακικής. Ξεκίνησε η ιστορία το ’93 με τον «Καθαρό Ουρανό», όπου συμμετείχα με πέντε τραγούδια. Ήμουν θεωρητικά λαϊκός τραγουδιστής, δούλευα σε λαϊκά μαγαζιά, όμως την αισθητική την κατάλαβα αμέσως, αυτό το στοιχείο το είχα μέσα μου. Δεν ήμουν ούτε ο ρεμπέτης τραγουδιστής, ούτε ο πολύ λαϊκός τραγουδιστής, είχα κι έναν ρομαντισμό και μου ταίριαζαν αρκετά οι φωνές και τα ηχοχρώματα  του Γαβαλά, του Πουλόπουλου, αυτών των τραγουδιστών κι όχι τόσο των καθαρά λαϊκών. 

Ποιο ήταν το στοιχείο που σε έκανε να αποφασίσεις να προχωρήσεις με το συγκεκριμένο υλικό;
Κυρίως μου έκανε εντύπωση ο στίχος του Σταυριανού. Οι περιγραφικές εικόνες του μου άρεσαν πάρα πολύ και πιστεύω ότι κατάλαβα το ύφος του αρκετά γρήγορα κι αυτό είναι ένα σημαντικό προσόν. Στην πορεία κατάλαβα ότι για τον ερμηνευτή είναι σημαντικό να κατανοεί πού έχει τοποθετήσει το τραγούδι ο δημιουργός, σε ποιο περιβάλλον και να μπει μέσα εκεί, να μην είναι αποστασιοποιημένος. Στο στούντιο κατάλαβα πως ήθελα πολλή δουλειά, όσον αφορά στο ερμηνευτικό του πράγματος, γιατί είχα την εντύπωση ότι είμαι καλός, αλλά όταν άκουσα γραμμένη τη φωνή μου είδα τα προβλήματα, κατάλαβα ότι είχα πολύ δρόμο μπροστά μου και κυρίως κατάλαβα ότι με ενδιαφέρει να τραγουδάω. Εκεί συνειδητοποίησα ότι δεν ήμουν ο αμιγής μουσικός που θέλει απλά να παίξει. Έτσι ξεκίνησε η τραγουδιστική μου πορεία.

Στη συνέχεια;
Μετά από δύο χρόνια περίπου έκανα την «Πολιορκία», ολόκληρος δίσκος αυτή τη φορά με το Σταυριανό με μία μόνο συμμετοχή άλλου, αυτή της Αρετής Μπέλλου με την οποία δουλεύαμε τότε μαζί. Ήταν η πρώτη φορά που ο Σταυριανός μελοποίησε στίχους άλλων. Ως τότε μουσική & στίχοι ήταν δικά του, αν εξαιρέσουμε την «Έρημη Πόλη», τον πρώτο δίσκο που έκανε το ’82, που στο «Ήσουνα φεγγάρι, ήμουνα πουλί» οι στίχοι ήταν του Λευτέρη Παπαδόπουλου και το είπε η Μαρία Δημητριάδη. Όλοι οι υπόλοιποι δίσκοι του ήταν σε δικούς του στίχους και μουσικές. Στην «Πολιορκία», λοιπόν, πήρε στίχους από τη Μυρτώ Κοντοβά, τη Σωτηρία Μπαβέλου, τον Οδυσσέα Ιωάννου και δικούς του, βέβαια, και γίνεται ο δίσκος αυτός με φοβερή ενορχήστρωση του Γιάννη Ιωάννου. 

Έμεινες ικανοποιημένος από το δίσκο αυτό;
Τα είπα περισσότερο «ενστικτωδώς» ας πούμε τα τραγούδια, παρά με εγκεφαλική λογική κι αυτό με διέσωσε, ίσως. Αργότερα όταν ξανάκουσα τα τραγούδια θεώρησα ότι θέλανε περισσότερη δουλειά από μένα. Βέβαια, αυτό είναι κάτι που το έχω ακόμα, πάντα όταν καταθέτεις μια ηχογράφηση, τη ξανακούς και λες «εδώ θα μπορούσα να το κάνω αλλιώς», γιατί η μουσική ούτως ή άλλως έχει το στοιχείο της έρευνας και της επανατοποθέτησης. Αυτό κάνουμε στη μουσική, επανατοποθετούμε τα μουσικά μας ακούσματα, ανάλογα με τη μουσική μας εξέλιξη και την εμπειρία μας, και το πώς εξελισσόμαστε σαν προσωπικότητες, όλο αυτό είναι ένα πράγμα. Εν πάση περιπτώσει, είχε επιτυχία, ήταν αρχές της δεκαετίας του ’90, είχε ξεκινήσει η ελεύθερη ραδιοφωνία και τηλεόραση, οι σταθμοί υποστήριζαν το νέο είδος και ήταν ελεύθεροι από κατεστημένα. Κάθε παραγωγός έβαζε τα τραγούδια που του άρεσαν, ήταν μια εποχή που ευνοούσε, όλοι την αναπολούμε και μάλλον θα θέλαμε να είναι έτσι ακόμα τα πράγματα. Μετά μπήκε το κατεστημένο στη μέση, το πώς «πρέπει» να γίνουν τα πράγματα κι όλα αλλάξανε. 

Παράλληλα συνέχισες να δουλεύεις σε μαγαζιά, έτσι;
Τότε ήταν οι μουσικές σκηνές μόδα, όπως ήταν τα ρεμπετάδικα παλιά. Ξεκίνησε ο Κραουνάκης να εφαρμόζει αυτή την ιδέα στο Γκάζι, ένα θεατρικοποιημένο πρόγραμμα με σκηνοθεσία, που το σκεφτήκανε με τη Νικολακοπούλου, έχοντας και την κατάλληλη υποδομή. Επιτυχία μεγάλη κι όλοι άρχισαν να το κοπιάρουν, χωρίς να έχουν την υποδομή, όμως. Εμείς, στα μαγαζιά που δουλεύαμε δεν είχαμε ούτε τέτοια υποδομή, ούτε τέτοια λογική. Δεν έχω τη λογική να παίξω θεατρικά το τραγούδι μου, το υποδύομαι μεν, αλλά το υποδύομαι όντας στην ερμηνεία μου μέσα. Και βέβαια, έχει να κάνει και με το ρεπερτόριο. Οπότε, άρχισαν να γίνονται αυτές οι μουσικές σκηνές, οι ερμαφρόδιτες, είχαν και έντεχνο τραγούδι, αλλά όχι τελείως μπαλαντέ, είχαν και τη θεατρική τους έκφραση, αλλά όχι τελείως θεατρικό τραγούδι, είχαν και το λαϊκό, αλλά όχι τελείως λαϊκό, βουρ στον πατσά που λέμε. Ήταν ένα πράγμα λίγο απ’ όλα αυτά. Και το τι απ’ όλα αυτά υπερίσχυε εξαρτιόταν από τη σύσταση της ορχήστρας και το που ωθούσε καθένας, όπως γίνεται σε όλα τα γκρουπ. 

Ποιο ήταν το επόμενο δισκογραφικό σου βήμα;
Συνέχισα κάνοντας ένα ακόμα δίσκο το ’97, πολυσυλλεκτικό από πλευράς δημιουργών. Ο δίσκος λεγόταν «Αν ήταν εύκολη η ζωή θα κράταγε αιώνες», ένας περίεργος τίτλος από το πρώτο τραγούδι του δίσκου, του Γιώργου Αρσενίδη, σε στίχους του Ηλία Κατσούλη που λέγεται «Η λέξη που σου ανήκει». Αυτός ο συγκεκριμένος τίτλος ήταν μια φράση που έκανε κλικ στον Ηλία τότε, ακούγοντάς την από τη Διονυσία Μπάκα, μια εξαιρετική παραγωγό ραδιοφώνου, που τότε έκανε μια πολύ ωραία εκπομπή στον Μελωδία. Μου έδωσε ο Γιάννης Νικολάου πέντε τραγούδια και άλλοι. Από αυτό το δίσκο, μετά από ένα χρόνο ακούστηκαν το «Απόψε γίνε» και το «Ένα τίποτα», τραγούδια τα οποία με ακολούθησαν, με πιο λαϊκή ενορχήστρωση αυτή τη φορά, γιατί η εταιρεία ήθελε να με σπρώξει στο πιο εμπορικό, να πουλήσουμε και τίποτα… Παρ’ ότι μουσικός, τότε δεν είχα άποψη για το πώς πρέπει να είναι το πράγμα, και δικαίως δεν είχα γιατί το μόνο που με ενδιέφερε ήταν το πώς θα πω τα τραγούδια. Η ενορχήστρωση ήταν του Αντώνη Γούναρη, πιο κλασσικός, λαϊκός ήχος, αλλά πολύ ωραία ενορχήστρωση, εξαιρετικοί μουσικοί όλοι, επιτυχία κι αυτός ο δίσκος. 

Συμμετοχές σε δίσκους άλλων;
Έκανα συμμετοχές σε διάφορους δίσκους, με το Μιχάλη Τερζή που εκτιμώ πάρα πολύ και μου έδωσε τρία τραγούδια στην «Ωδή των Ωδών», το Δημήτρη Λέντζο κ.α. Το ’99 μου έκανε η εταιρεία ένα δίσκο, «Μέρα νύχτα» λεγότανε, είπα και δύο τραγούδια του Ζαμπέτα μέσα, μαζέψαμε και τραγούδια της επιτυχίας για να πουλήσουν οι άνθρωποι, εκεί διαφωνήσαμε λιγάκι και μετά, το 2000, έγινε πάλι ένας δίσκος με το Σταυριανό, η τελευταία μας κοινή δουλειά, «Πού να τελειώνει η θάλασσα» λεγότανε, σε στίχους Φίλιππου Γράψα. Τραγουδάω εγώ και υπάρχει μια συμμετοχή με τον Παντελή Θεοχαρίδη. Πάλι στην ενορχήστρωση ο Γιάννης Ιωάννου. Καλή, ενδιαφέρουσα δουλειά, δεν ακούστηκε τόσο πολύ όμως. 

Ποιος ήταν ο λόγος που δεν ακούστηκε;
Υπάρχουν διάφοροι λόγοι γι’ αυτό, η δική μου άποψη ήταν ότι ήταν πολύ καλός ο στίχος του Φίλιππου, που είχε κάνει τότε τα «Λαδάδικα», το «Σ’ αναζητώ» με το Μητροπάνο κτλ. Δεν πιστεύω πως ταίριαζε ο πολύ δυνατός στίχος του με τη λυρική μουσική του Σταυριανού. Αυτή είναι η άποψή μου. 

Μετά κι απ’ αυτό;
Το 2006 πια, έκανα ένα δίσκο που λεγόταν «Ωδική βοήθεια» με το Γεράσιμο Νεόφυτο στους στίχους και τη μουσική, από ανεξάρτητη πλέον εταιρεία. Πολύ ενδιαφέρουσα δουλειά κι αυτή, με φοβερή ενορχήστρωση απ’ το Γιώργο Τρανταλίδη, που έκανε τα πάντα, μέχρι και την ηχοληψία. Μετά ήρθε το «Όνειρο στην έρημο» του Νικήτα Βοστάνη, όπου λέω 8 τραγούδια και συνεργαζόμαστε πρώτη φορά με τον Κώστα Μπαλαχούτη σε επίπεδο στίχου. Ουσιαστικά, αυτοί ήταν οι προσωπικοί μου δίσκοι. 

Έμεινες ικανοποιημένος το ρεπερτόριο που δημιούργησες;
Έδωσα τον καλύτερό μου εαυτό σε όλα αυτά που έχω κάνει ως τίτλους. Τώρα που τα έχω συγκεντρώσει όλα, μπορώ να πω ότι καμιά δεκαριά είναι μόνο αυτά που δεν έχουν τη δύναμη που θα έπρεπε να έχουν, αν και όλα έχουν την αξία τους. Είτε γιατί δεν τα είπα καλά, είτε γιατί ήταν αδύναμα στιχουργικά ή οτιδήποτε. Σε γενικές γραμμές, είναι όλα τραγούδια που ακούγονται, δηλαδή μπορείς να τα παίξεις και τ’ ακούει ο άλλος ευχάριστα, κι αυτό για μένα είναι μεγάλη επιτυχία. 

Σε μεγάλες πίστες δούλεψες ποτέ;
Δε δούλεψα σε μεγάλες πίστες παρά μόνο μια φορά. Όταν ξεκίνησα να τραγουδάω ήδη είχα ένα παρελθόν στη δουλειά και οι πίστες δε θα μου έδιναν τίποτα, πέρα ίσως από το να στήσω ένα όνομα, το οποίο δε με ενδιέφερε τη δεδομένη στιγμή. Εγώ ήθελα να τραγουδήσω, να έχω «χώρο». Η μεγάλη πίστα θα μου έδινε 2-3 τραγούδια να πω, τη στιγμή που μπορούσα να κρατήσω ένα πρόγραμμα μόνος μου. Για την εμπειρία, δούλεψα μια χρονιά στο παλιό Stork, λεγόταν Μύλος τότε, με τη Γλυκερία. Πολύ καλή συνεργασία, πήρα πάρα πολλά πράγματα, έμαθα πως στήνεται ένα πρόγραμμα πάνω σε έναν και πώς δουλεύει όλη αυτή η πυραμίδα. Ήταν η Γλυκερία, ο Φάνης Μεζίνης, οι Εκείνος κι Εκείνος, ο Βασίλης Φωτόπουλος, η Μαρία Αλεξίου κι εγώ. Η Γλυκερία εγγύηση, βέβαια, φοβερή τραγουδίστρια, έχει πράγμα μέσα της να βγάλει.


 

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!