Η πρώτη συνέντευξη της Ασπασίας Στρατηγού

Ένα μικρό αφιέρωμα στα πρώτα χρόνια της ξεχωριστής ερμηνεύτριας στο ελληνικό τραγούδι, μέσα από δικά της λόγια
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 

Σαν σήμερα…

Στις 9 Ιουλίου γεννήθηκε στην Αθήνα η Ασπασία Στρατηγού. Μια από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες μιας γενιάς που εμφανίσθηκε στο τραγούδι μετά το 2000 (και όχι μόνο)… Θεωρώ επίσης πως θα μπορούσε να κάνει σημαντική καριέρα σε οποιαδήποτε εποχή, κάτι που για λίγες από τις τραγουδίστριες της γενιάς της θα μπορούσα να ισχυριστώ.



Η Ασπασία με δικά της λόγια…

Η Ασπασία Στρατηγού ασχολήθηκε από μικρή ηλικία με το τραγούδι, συμμετέχοντας αρχικά σε ερασιτεχνικά μουσικά σχήματα. Το 2004 συνεργάστηκε με τον ερευνητή του ρεμπέτικου, Παναγιώτη Κουνάδη, πλαισιώνοντας μουσικές εκδηλώσεις με θέμα το ρεμπέτικο και Σμυρναίικο τραγούδι, ένα χρόνο μετά εντάχθηκε στους «Βορριάδες» του δεξιοτέχνη του βιολιού Γιάννη Ζευγώλη, ενώ δεν άργησε να έρθει η συνεργασία με την Εστουδιαντίνα Νέας Ιωνίας, που συνεχίζεται αδιάλειπτα μέχρι σήμερα. Όπως σταθερά συνεχίζεται και η συνεργασία της με τον Γιώργο Νταλάρα, του οποίου αποτελεί, σχεδόν, μόνιμη παρτενέρ στη σκηνή, που ξεκίνησε τον Ιούλιο του 2007 στις παραστάσεις «Όταν συμβεί στα πέριξ» στο Ηρώδειο, με τα τραγούδια για απαγορευμένες ουσίες.

Η πρώτη δισκογραφική παρουσία της πραγματοποιήθηκε το 2006 με τις συμμετοχές της στο «Δωδεκάορτο» του Χρίστου Τσιαμούλη και στις «Φωνές του αέρα» του Δήμου Βουγιουκα. Από τότε η φωνή της αποτυπώθηκε σε τρεις ολοκληρωμένους δίσκους, αλλά και σε δεκάδες συμμετοχές σε δουλειές δημιουργών, ερμηνευτών και μουσικών.

Στις 11 Μαΐου 2008 είχα τη χαρά να συναντήσω την Ασπασία Στρατηγού στη Θεσσαλονίκη, στο περιθώριο των εμφανίσεών της με τον Γιώργο Νταλάρα στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, στις παραστάσεις «Σαν τραγούδι μαγεμένο». Εκεί μου παραχώρησε μια πολύ ενδιαφέρουσα – θέλω να πιστεύω - συνέντευξη, που, αν είναι σωστά τα στοιχεία μου, ήταν και η πρώτη της (και μια από τις πρώτες δικές μου). Δημοσιεύθηκε στο τεύχος 30 του περιοδικού «Μετρονόμος» (Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2008) και την αναδημοσιεύω σήμερα, μαζί με κάποια σημεία που κόπηκαν τότε, λόγω χωρητικότητας του εντύπου. Την αναδημοσιεύω, όχι τόσο γιατί ήταν η πρώτη της, όσο γιατί στα λεγόμενά της φαίνεται πόσο καθαρή και κατασταλαγμένη άποψη είχε από τότε για το τραγούδι και τη στάση της απέναντι σε αυτό…

02.ASPASIA_STRATIGOU.jpg



Ασπασία κατάγεσαι από τη Νάξο…Ποια είναι τα πρώτα σου μουσικά ακούσματα; Υπήρχαν τα νησιώτικα τραγούδια στις προτιμήσεις σου;

Κατάγομαι από την Απείρανθο της Νάξου, αλλά γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Το νησιώτικο δεν το είχα καθόλου στα ακούσματά μου. Είχα ήδη ξεκινήσει να ασχολούμαι με άλλα είδη του τραγουδιού και, αναζητώντας τις ρίζες μου, ασχολήθηκα με το νησιώτικο, έψαξα, βρήκα δίσκους... Αυτό με επηρέασε πάρα πολύ στην ερμηνευτική μου συμπεριφορά, όσον αφορά τα
παραδοσιακά γενικότερα και τα ρεμπέτικα.



Υπήρχε οικογενειακή σχέση με τη μουσική και το τραγούδι;

O μπαμπάς μου ήταν ερασιτέχνης μουσικός. Το επάγγελμά του ήταν Εμποροπλοίαρχος, αλλά η «φλέβα» σίγουρα υπήρχε.

Σε ποια ηλικία άρχισε η ενασχόλησή σου με το τραγούδι και πότε αποφάσισες ότι θα μείνεις τελικά σ’ αυτό;

Όσο με θυμάμαι, πάντα τραγουδούσα μέσα στο σπίτι, έβαζα ραδιόφωνο, τραγουδούσα από πάνω, έπαιρνα και το τηλεκοντρόλ ή το τηλέφωνο και το χρησιμοποιούσα ως μικρόφωνο και κάποια στιγμή κατάλαβα ότι δεν είναι αστείο και μάλλον προς τα εκεί θα πάω. Στα δεκάξι μου ξεκίνησα να ασχολούμαι και επαγγελματικά. Το μοίραζα, τις καθημερινές σχολείο, Παρασκευή, Σάββατο δραστηριότητες με ερασιτεχνικά μουσικά σχήματα, με παιδιά της ηλικίας μου τότε. Δεκαέξι δηλαδή και πάνω, συναυλιούλες, τέτοια πράγματα.

Τι άκουγες περισσότερο όταν ξεκίνησες:

Ξεκίνησα με ρεμπέτικα, ήμουν πολύ «σκληροπυρηνική» σ’ αυτό, δεν ήθελα ν’ ακούσω τίποτα άλλο…Μετά, σιγά σιγά αυτό «εξευγενίστηκε», άκουσα λαϊκά, ασχολήθηκα με τα παραδοσιακά, τα οποία με βοήθησαν πολύ και στις ερμηνείες μου στα λαϊκά. Αργότερα, όταν αναζήτησα και τα νησιώτικα πια, μπήκα πιο πολύ στα παραδοσιακά και μ’ άρεσε που εστίασα σε συγκεκριμένους τόπους, Κυκλάδες, Δωδεκάνησα κλπ. Μ’ αυτά έχω ασχοληθεί περισσότερο και ειδικότερα με τα τραγούδια της Νάξου.



Ποια ήταν τα πρότυπά σου στη μουσική και το τραγούδι; Ποιες φωνές σε επηρέασαν;

Όταν ξεκινάς να κάνεις κάτι, βασίζεσαι στο παλιό, αυτό διδάσκεσαι και εκεί πρέπει να βασιστείς για να προχωρήσεις. Πολλές από τις παλιές τραγουδίστριες αποτέλεσαν πρότυπά μου, τουλάχιστον στο ρεμπέτικο. Να αναφέρω χαρακτηριστικά τη Μαρίκα Νίνου, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Ρίτα Αμπατζή τη Στέλλα Χασκίλ, τη Σεβάς Χανούμ. Όλες αυτές…



Από τη δεκαετία του ’60; Η Γιώτα Λύδια, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου;

Η Γιώτα Λύδια και η Καίτη Γκρέυ σίγουρα, απλά όλα αυτά είναι θέμα ωριμότητας.

Έχω την αίσθηση πως εσύ άρχισες να ψάχνεις ανάποδα. Συνήθως τα νέα παιδιά ξεκινάνε ακούγοντας τη Χαρούλα, τη Γαλάνη, την Πρωτοψάλτη ή την Βιτάλη και τη Γλυκερία (ενδεικτικά αναφέρω τα ονόματα) και μετά πηγαίνουν προς τα πίσω.

Εγώ μέσα μου ήμουνα πολύ συνειδητοποιημένη. Είχα κατατάξει τη Χαρούλα, την Πρωτοψάλτη και τη Γαλάνη για παράδειγμα, σε μια άλλη κατηγορία. Είχα καταλάβει ότι όλα αυτά που κάνανε σχετικά με τα παλαιότερα τραγούδια ήταν επανεκτελέσεις. Ακούγοντας δηλαδή τη Χαρούλα να λέει τον «Κοκαϊνοπότη», ακούμε τη Χαρούλα να λέει τον «Κοκαϊνοπότη», αλλά εγώ το συγκεκριμένο τραγούδι έχω χρέος να το ψάξω πως ήταν, όταν πρωτοβγήκε. Η Γαλάνη κάνει κάτι άλλο, η Γλυκερία, επίσης πολύ ικανή φωνή για ρεμπέτικα και όλα αυτά. Όμως είχα μια εσωτερική αναζήτηση και έψαξα πολύ για να ακούσω τις πρώτες εκτελέσεις ακόμα και με τα «χρατς χρουτς» των δίσκων…Όχι μόνο και μόνο για τις δυνατότητες, γιατί συμφωνώ ότι οι επόμενες τραγουδίστριες μπορεί να είχαν εξίσου καλές δυνατότητες αλλά για το βίωμα που σου έβγαζε η Αμαλία Βάκα, ας πούμε, λέγοντας το «Μήλο μου και μανταρίνι». Το βίωμα και τον πόνο που ‘χει μια Σμυρνιά τραγουδίστρια πάνω στα κομμάτια αυτά. Κι αυτό ισχύει και για τα νησιώτικα. Έχουμε πολλές επανεκτελέσεις παραδοσιακών, νησιώτικων τραγουδιών από το Ανατολικό Αιγαίο ή τα Δωδεκάνησα, όπως τα γνωστά σε όλους μας «Τζιβαέρι», «Μπρατσέρα» κι όλα αυτά. Το βίωμα όμως που θα σου δώσει μια γιαγιά από τη Μυτιλήνη ή την Κάλυμνο ή τη Νάξο, όπως η Ειρήνη Κονιτοπούλου – Λεγάκη - βέβαια τότε δεν ήταν γιαγιά, ήταν όμως από κει και τα τραγουδούσε μ’ έναν όντως παλαιικό τρόπο - δεν μπορεί να στο δώσει ένας άνθρωπος ο οποίος το’χει φέρει το κομμάτι στα μέτρα του και στην εποχή του.



Δεν είναι περίεργο; Αυτές τις φωνές του ‘30, του ‘40 και του ‘50, όταν τις ακούς σήμερα, νομίζεις πως ήταν άνθρωποι μεγάλης ηλικίας. Κι όμως, ήταν νεότατοι. Συμβάλλει βέβαια και η παραγωγή του ήχου εκείνης της εποχής. Ακούς, λόγου χάρη, τον Στράτο Παγιουμτζή στη δεκαετία του ‘30 και νομίζεις πως ήταν εξήντα χρονών κι όμως ήταν μόνο τριάντα – τριανταπέντε.

Έτσι είναι. Αυτές οι φωνές είχαν ένα παλαιό τρόπο ερμηνείας. Συνέβαλλαν σίγουρα και οι παραγωγές. Και όχι μόνο ο Παγιουμτζής…Κι ο Ρούκουνας, έκανε έναν αμανέ και ενώ ήταν τριάντα - τριανταπέντε χρονών τον ακούς και λες «αυτός που τραγουδά, πρέπει να είναι παππούς».

Μελετάς και τις αντρικές φωνές, όπως ο Καζαντζίδης ή ο Μπιθικώτσης;

Πάρα πολύ. Μια περίοδο είχα «κολλήσει» με τον Καζαντζίδη που μου μου αρέσει ιδιαιτέρως. Κι αν επιχειρήσουμε να τον «χωρίσουμε» σε τρεις ή τέσσερις περιόδους, προτιμώ την πρώτη και τη δεύτερη, όταν δηλαδή τραγουδούσε «αλά Τσαουσάκης» και λίγο μετά στη συνεργασία του με τον Χιώτη. Γι’ αυτό λέμε πόσο σημαντικός είναι ο συνθέτης και πόσο επηρεάζει στην απόδοση του τραγουδιστή. Ήταν η φωνή του Καζαντζίδη αλλά με το σκεπτικό του Χιώτη, και μένα όλο αυτό το αποτέλεσμα με είχε συγκλονίσει…Η ερμηνεία του στη «Μαχαιριά» («Καλύτερα μια μαχαιριά») για παράδειγμα, είναι ανεπανάληπτη…

Ή στην «Κοινωνία» που νομίζεις ότι τραγουδά άλλος άνθρωπος.

Nαι, ναι, έχεις δίκιο, νομίζεις ότι είναι άλλος. Είναι πολύ «αρχοντική» η φωνή του…Είναι αυτό που λέγαμε. Είχε το «πολύτιμο στοιχείο» ο Καζαντζίδης κι ένας συνθέτης, όπως ο Χιώτης, κατάφερε να του το βγάλει μ’ έναν εκλεπτυσμένο τρόπο.

Κι ο Μητσάκης…

Κι ο Μητσάκης ναι…Και για να επιστρέψω στην αρχική σου ερώτηση, εκτός από τον Καζαντζίδη, μου αρέσει πάρα πολύ ο Τζουανάκος σαν τραγουδιστής, με συγκινεί δηλαδή αυτός ο άνθρωπος, βγάζει ένα κλάμα , έναν πόνο. Από τους πιο παλιούς, ο Ρούκουνας, ο Παγιουμτζής, τους έχω ακούσει πολύ αυτούς τους ανθρώπους…



Από πολύ νωρίς ξεκίνησε η συνεργασία σου με την Εστουδιαντίνα της Νέας Iωνίας Μαγνησίας. Θα ήθελα να μας πεις τις εμπειρίες σου από τις συναυλίες μ’ αυτή τη θαυμάσια ορχήστρα με τον «ιδιαίτερο» ήχο, που ξεκίνησε με τα Σμυρνέικα και τα παραδοσιακά και σήμερα παίζει σχεδόν τα πάντα…

Με την Εστουδιαντίνα ξεκίνησα να συνεργάζομαι το 2005. Δεν ήταν και τόσο νωρίς ίσως, συγκριτικά με τα χρόνια που τραγουδάω, αλλά σίγουρα δεν θα μπορούσε να είχε γίνει νωρίτερα, γιατί τελικά όλα τα πράγματα γίνονται τη στιγμή που πρέπει να γίνουν. Ήμουνα όντως μικρή, ακόμα κι αν ήξερα το είδος, κατά κάποιο τρόπο, γιατί ποτέ δεν ξέρουμε τίποτα, και δεν είχα και εμπειρία σε πολλά θέματα, όπως το να σταθώ ας πούμε σε μια σκηνή σαν κι αυτές που έπαιζε η Εστουδιαντίνα. Οπότε πιστεύω πως ήρθε την κατάλληλη στιγμή κι έμαθα βέβαια μέσα απ’ αυτό. Στην αρχή ήμουν πολύ σφιγμένη και «κουμπωμένη», αισθανόμουν ότι η ορχήστρα ήταν πολύ μεγάλη και επιβλητική γι’ αυτό που μπορούσα εγώ να προσφέρω. Γνωρίζοντας βέβαια όλα τα παιδιά περισσότερο, γιατί κάποιους τους ήξερα κι από πριν, ένιωσα μια οικειότητα και μια αγκαλιά και αισθάνθηκα πάρα πολύ άνετα. Η συνεργασία μας μέχρι και σήμερα πιστεύω είναι πάρα πολύ ωραία και δημιουργική. Αυτό που καταφέρανε να κάνουνε είναι να προάγουνε το Σμυρνέικο και το ρεμπέτικο σε κάτι άλλο. Και με τα συγκεκριμένα όργανα και τις ενορχηστρώσεις να μπορέσουν να δώσουν ένα άλλο ύφος στη «Μισιρλού», ας πούμε, η οποία θα μπορούσε να παίζεται έτσι όπως παίζεται συνήθως. Γίνεται κάτι άλλο με την Εστουδιαντίνα…



Πώς μπήκε στη ζωή σου ο Γιώργος Νταλάρας και ποιες οι εντυπώσεις σου απ’ αυτή την ξεχωριστή συνεργασία στο Ηρώδειο, στο «Παλλάς» και στο Μέγαρο Μουσικής;

Από την Εστουδιαντίνα. Η συνεργασία μας ξεκίνησε με βάση το ότι ήξερε για μένα, ότι μπορώ να τραγουδήσω Σμυρνέικα, παραδοσιακά και ρεμπέτικα. Τραγουδήσαμε για πρώτη φορά μαζί στην εκπομπή «Στην υγειά μας» (15-7-06) η οποία ήταν αφιερωμένη στην Εστουδιαντίνα, αλλά η πρώτη συνεργασία μας ουσιαστικά ήταν στο Ηρώδειο. Στη συνέχεια, το χειμώνα μου έγινε μια πρόταση η οποία ήταν πολύ απρόσμενη, δεν φαντάστηκα, για να σου πω την αλήθεια, ότι θα με «χρησιμοποιήσει» και για κάτι άλλο. Πίστευα ότι κι εκείνος με είχε κατατάξει σ’ αυτό το είδος. Μου έγινε λοιπόν η πρόταση να τραγουδήσω στο «Παλλάς» όπου κλήθηκα να κάνω κάτι εντελώς διαφορετικό. Δεν υπήρχε δηλαδή καμία επαφή με το είδος αυτό και το ήθελα κιόλας. Δεν ήθελα δηλαδή να μείνω στον κόσμο ή να βγω και να εμφανιστώ ως τραγουδίστρια μόνο του ρεμπέτικου και του παραδοσιακού. Και το «Παλλάς» ήταν μια μεγάλη ευκαιρία να πω δυο τραγούδια τα οποία δεν είχα τη δυνατότητα να τα πω στους χώρους που εργαζόμουν τόσα χρόνια… Μετά, στο Μέγαρο, πάλι ρεμπέτικα κάναμε. Εκεί είχαμε γνωριστεί πάρα πολύ καλά και η συνεργασία μας είχε πάρει άλλη μορφή. Είναι μεγάλη η εμπειρία που αποκόμισα κυρίως από το «Παλλάς», γιατί είχα τη δυνατότητα να τον γνωρίσω καλύτερα. Ήταν πολλές οι παραστάσεις και πιο πολλές οι πρόβες κι εκεί έγινε περισσότερο όλη η δουλειά. Αυτό που αποκόμισα είναι πως πρόκειται για έναν άνθρωπο ο οποίος είναι ακούραστος γι’ αυτό που κάνει και το κάνει πάρα πολλά χρόνια. Είναι άξιο θαυμασμού το ότι έχει ακόμα πολύ όρεξη και θα ήθελα πολύ αυτό το στοιχείο να το μιμηθώ. Θεωρώ δηλαδή ότι είναι ένα παράδειγμα προς μίμηση σ’ αυτό τον τομέα. Η εργατικότητά του, η ανάγκη του να δώσει στον κόσμο το τέλειο, αυτό που έχει ανάγκη να ακούσει πια στην εποχή μας, γιατί κυκλοφορεί πάρα πολύ μεγάλη προχειρότητα…Αυτά είναι στοιχεία που θαύμασα κι εκτίμησα και θα προσπαθήσω να ακολουθήσω και στη δική μου πορεία.



Μέχρι σήμερα, η φωνή σου έχει αποτυπωθεί σε πέντε δισκογραφικές δουλειές, διαφορετικές μεταξύ τους…Θα θέλαμε να μας πεις τι αποκόμισες απ’ αυτές τις δουλειές και τις συνεργασίες. Υπάρχει κάποιο τραγούδι που ξεχωρίζεις;

Η «Μεσόγειος» που τραγούδησα στο «Mare Nostrum» ήταν «έξω απ’ τα νερά μου», όχι γιατί δεν μπόρεσα να το τραγουδήσω, αλλά γιατί, ίσως, δεν το’χα ξανακάνει και αισθάνθηκα ότι μπαίνω σ’έναν «παράδρομο», ότι κάνω κάτι πολύ έξω από τα συνηθισμένα. Κατ’ αρχάς, κλήθηκα να τραγουδήσω και στα γαλλικά, γλώσσα την οποία δεν γνώριζα και προσπάθησα όσο περισσότερο μπορούσα, να κάνω μια πιστή ερμηνεία. Περισσότερο θα ήθελα να πω για τον δίσκο του Χρίστου Τσιαμούλη, μαζί με του Δήμου Βουγιούκα, το «Δωδεκάορτο» και τις «Φωνές του αέρα» και λέω μαζί γιατί γίνανε χρονικά την ίδια περίοδο, οι οποίοι ήταν για μένα καθοριστικοί, γιατί τραγούδησα για πρώτη φορά τρία καινούργια τραγούδια γραμμένα και βασισμένα σε μένα. Ήταν τραγούδια που τα είπα σε πρώτη εκτέλεση και μου έδωσαν τη δυνατότητα να μάθω να βρίσκω τη φωνή μου. Γιατί αν δεν έχεις πει δικό σου τραγούδι και έχεις πει μόνο τραγούδια που έχουν πει άλλες τραγουδίστριες ή τραγουδιστές σίγουρα επηρεάζεσαι. Χαράζουν ένα δρόμο, παίρνεις ένα ύφος και προσπαθείς να βάλεις και τα δικά σου στοιχεία. Το να βρεις τα δικά σου στοιχεία μέσα από μια μουσική σύνθεση, έτσι όπως στη δείχνει ο συνθέτης και να δώσεις εσύ αυτό που πρέπει να δώσεις είναι μεγάλη πρόκληση και νομίζω με βοήθησε πάρα πολύ. Ξεχωρίζω λοιπόν αυτές τις δισκογραφικές συνεργασίες. Από τις ζωντανές παραστάσεις θα ξεχωρίσω το «Πεταμένο τσιγάρο» των Γιάννη Βέλλα και Κώστα Κοφινιώτη, από τα «Τραγούδια με ουσίες», γιατί το επέλεξα εγώ αυτό το κομμάτι και μάλιστα επέμενα πολύ να το πω. Μου άρεσε πάρα πολύ τόσο το τραγούδι όσο και η ερμηνεία της Σωτηρίας Μπέλλου. Επίσης έχω μια αδυναμία στα άγνωστα τραγούδια. Θέλω να ακούγονται τα άγνωστα. Αν έφτιαχνα ένα πρόγραμμα σε μια συναυλία ή σε ένα μαγαζί και είχα τη δυνατότητα να βάλω όλο άγνωστα και ήξερα ότι ο κόσμος δεν θα δυσαρεστηθεί, θα το έκανα. Γιατί τα γνωστά είναι γνωστά. Έχουμε ένα χρέος προς τα άγνωστα, να τα βγάλουμε προς τα έξω, γιατί κι αυτά είναι τραγούδια και δε θα έπρεπε να ’ναι καταδικασμένα στην αφάνεια. Κάποια άγνωστα μάλιστα, ίσως είναι και ωραιότερα από τα γνωστά.




Πόσο δύσκολο είναι για μια νεότατη τραγουδίστρια όπως εσύ, να βάζει στο στόμα της τραγούδια που στο παρελθόν έχουν καταγραφεί με φωνές όπως της Ρόζας Εσκενάζυ, για να ξεκινήσουμε από τα πιο παλιά, αλλά και της Βίκυς Μοσχολιού, του Γιώργου Νταλάρα και της Χαρούλας Αλεξίου από τα πιο πρόσφατα χρόνια. Δεν θα παραλείψω να επισημάνω την εξαιρετική ερμηνεία σου στον «Μαρμαρωμένο βασιλιά» του Απόστολου Καλδάρα και του Πυθαγόρα στις παραστάσεις στο «Παλλάς», που απέσπασε τις καλύτερες εντυπώσεις. Σε αγχώνει το βάρος των πρώτων ερμηνειών;

Ποτέ δεν με άγχωσε το βάρος των πρώτων εκτελέσεων, γιατί πίστευα ότι εάν αποφασίσω να πω ένα κομμάτι ή εάν κληθώ, έστω, από κάποιους άλλους κι εγώ δεχτώ να το πω, έχω το «γνώθι σ’ αυτόν», οπότε για να το κάνω , σημαίνει ότι δεν με αγχώνει. Εάν με αγχώσει και νιώσω ότι δεν μπορώ να το κάνω, δηλαδή η πρώτη εκτέλεση είναι καθοριστική και δεν θα μπορέσω καν να πλησιάσω στο «στόχο» μου, θα το αφήσω και θα το κάνω όταν θα είμαι πια έτοιμη να το κάνω. Και ξεχωρίζω κι εγώ τον «Μαρμαρωμένο βασιλιά», γιατί ήταν ένα στιγμιότυπο πολύ δύσκολο για μένα. Πίστευα ότι θα δώσω εγώ κάτι δικό μου στο κομμάτι, δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να φανεί ότι θα μιμηθώ και αυτό ίσως με φόβιζε…να μην μιμηθώ, να μην πέσω δηλαδή στην παγίδα και σε κάποιες φράσεις θυμίσω την Χάρις Αλεξίου. Αλλά απ’ότι άκουσα, γιατί εμείς έχουμε πάντα μια ανασφάλεια και ίσως να ακούμε με ένα φοβισμένο αυτί, δεν τη θύμισα. Όμως για μένα ήταν λίγο αγχωτικό το γεγονός ότι πρώτη φορά έβγαινα μόνη μου σ’ ένα κατάμεστο θέατρο και πίσω μου υπήρχε μια ορχήστρα φοβερή, ήμουνα μόνη μου στη σκηνή, το κομμάτι στο οποίο δεν υπήρχε κανείς πάνω για σιγόντο ή για οτιδήποτε άλλο. Αισθανόμουνα πάρα πολύ «ξεγυμνωμένη» μπροστά σ’όλο αυτό. Ήμουνα πολύ εκτεθειμένη… Ότι και να είχα , όπως και να αισθανόμουνα, είτε ήμουνα καλά είτε δεν ήμουνα, έπρεπε για τρία λεπτά να είμαι εκεί και να δώσω τα πάντα, να δώσω τον καλύτερό μου εαυτό. Πιστεύω ότι αυτό δε με άγχωσε και δε κατάφερε να με κάνει να μην μπορέσω ν’ αποδώσω. Πιστεύω ότι τα κατάφερα.



Υπάρχουν κάποιοι συνθέτες με τους οποίους θα ήθελες να συνεργαστείς στο μέλλον;

Υπάρχουν, φυσικά και υπάρχουν αλλά δεν ξέρεις ποτέ, όσο και να σ’ αρέσει ένας συνθέτης, εάν θα «δέσει» η φωνή σου με τα τραγούδια του και το αντίθετο. Αυτό δηλαδή απαιτεί τη γνωριμία, την ωριμότητα και την οικειότητα που θα έρθει από τη γνωριμία…Να τραγουδήσεις τα κομμάτια του, να καταλάβεις τι θέλει και να μπορέσει να σου μεταδώσει αυτό που θέλει, για να μπορέσεις να του βγάλεις αυτό που έχει σκεφτεί πάνω στο τραγούδι…Σίγουρα υπάρχουν συνθέτες, καλύτερα να μην πούμε ονόματα. Μέσα στο μυαλό μου ακούγοντας τα τραγούδια τους, τα έχω ζηλέψει από τις άλλες τραγουδίστριες κι έχω πει «η συγκεκριμένη τραγουδίστρια ήταν με τον συγκεκριμένο συνθέτη, θα ήθελα πολύ να συμβεί και σε μένα». Κι αυτό το’χω πει με πολλούς συνθέτες σημερινούς.



Ποια είναι τα όνειρα και τα σχέδια της Ασπασίας Στρατηγού;

Δε συνηθίζω να κάνω πολύ μακροπρόθεσμα σχέδια, γιατί πιστεύω ότι εάν δεν βάλεις πολύ ψηλά τον πήχη και δεν φανταστείς πάρα πολλά πράγματα για το μακρινό μέλλον, σου έρχονται καλύτερα, με την έννοια ότι αυτά που έρχονται τα αποδέχεσαι καλύτερα. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν βάζω στόχους, απλά δεν βάζω μακροπρόθεσμους στόχους, για να μπορώ σιγά σιγά να τους υλοποιώ. Σκέφτομαι δηλαδή, τι θα κάνω αύριο κι όχι την επόμενη βδομάδα. Αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι ανοργάνωτη κι απρογραμμάτιστη αλλά θέλω να βλέπω τα πράγματα λίγο πιο «ρευστά» και να απολαμβάνω ότι μου δίνεται ή ότι κατακτώ εγώ. Θα ήθελα να τραγουδήσω - κι εδώ συμπληρώνω την προηγούμενη ερώτησή σου - ένα είδος το οποίο θα έχει μέσα τα παραδοσιακά στοιχεία αλλά δεν θα είναι παραδοσιακό. Πολλοί από τους σημερινούς συνθέτες επειδή έχουνε αυτές τις μουσικές ανησυχίες για τα παλιά, έχουν εντάξει το παραδοσιακό ύφος στα καινούργια τραγούδια, όπως ο Χρίστος Τσιαμούλης ή ο Ανδρέας Κατσιγιάννης που τον βοηθάει και το όργανό του κι έχει αγάπη για την
παραδοσιακή μουσική ή ο Καλαντζόπουλος. Είναι πάρα πολλοί συνθέτες οι οποίοι έχουνε τέτοιου είδους επιρροές στα κομμάτια τους. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτό το είδος και νομίζω ότι κάπως έτσι ξεκίνησα δισκογραφικά.



Κάποιος προσωπικός δίσκος;

Δεν γνωρίζω, δεν απαντώ, δεν βιάζομαι. Ότι είναι να γίνει θα γίνει στην ώρα του. Όπως είπαμε, όλα απαιτούν την ωριμότητα και όλα θέλουν το χρόνο τους για να γίνουνε. Αν βρεθούν τραγούδια που αξίζουν, σίγουρα θα το ήθελα, αλλά δεν αγχώνομαι με την ηλικία μου ή πόσα χρόνια δουλεύω, αν πρέπει να κάνω αυτό, γιατί πρέπει να το κάνω κλπ…



Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Χαρούλα Αλεξίου, η οποία ξεκίνησε το 1970 αλλά μέχρι να κάνει προσωπικό δίσκο πέρασαν πέντε χρόνια. Μέχρι τότε έκανε συμμετοχές. Αλλά τι συμμετοχές; «Μικρά Ασία», «Βυζαντινός Εσπερινός», «Οδός Αριστοτέλους», «Καλημέρα ήλιε», «Προδομένος λαός» και πολλά άλλα.

Χαρακτηριστικές συμμετοχές…Είναι πολύ σημαντικό, όταν κάνεις τον δίσκο, να καμαρώνεις γι’ αυτόν. Δηλαδή, μετά από κάποια χρόνια να λες «Αυτός ήταν ο πρώτος μου προσωπικός δίσκος και είμαι περήφανη γι’ αυτό». Όχι βιαστικά και παρορμητικά πράγματα, να τον βγάλουμε για να τον βγάλουμε, για να είμαστε στις τηλεοράσεις και στα ραδιόφωνα… Αυτά...

Φωτογραφίες στη gallery (2007-2022): Αγνή Δούναβη, Μάκης Ιωακειμίδης, Θάνος Λαϊνάς (Thanos Lainas Photography), Χρύσα Σωφρονά, Θοδωρής Χαϊκάλης, Μάρω Χρυσανθοπούλου (MaroChr Photography).

Κεντρική φωτογραφία: Γιώργος Τσολακίδης (Jorgo Tsolakidis)



Επιλογή τραγουδιών: Θανάσης Γιώγλου

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!