Η Λίνα Νικολακοπούλου αναβιώνει την Ξακουστή Τετράδα του Πειραιά!

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ) «Πιστεύω ότι είναι καλό να ξαναζούμε τα ισχυρά ίχνη που έχει αφήσει το λαϊκό μας τραγούδι σαν ένα συλλογικό ημερολόγιο μνήμης.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
29/05/2014

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Ogdoo.gr
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Μέσα από τα καταγεγραμμένα βιώματα η καινούργια γενιά εμπνέεται και οι κουρασμένοι από τις πληροφορίες μεγαλύτεροι ξαναεπισκέπτονται μνήμες που φτάνουν ως τις μέρες μας».

Η Λίνα Νικολακοπούλου δεν έβαλε ούτε από απλή παρόρμηση ούτε από κεκτημένη ταχύτητα πλώρη για την «Τετράδα την Ξακουστή του Πειραιώς», το μουσικό αφιέρωμα στο ομώνυμο σχήμα που γέννησε το πειραιώτικο ρεμπέτικο, με τους Μάρκο Βαμβακάρη, Γιώργο Μπάτη, Ανέστη Δελιά και Στράτο Παγιουμτζή, μετά το πετυχημένο αφιέρωμά της στον έναν εξ αυτών, τον Μάρκο Βαμβακάρη, στο Ηρώδειο το 2012.

Οι τρεις μουσικές παραστάσεις της, με τίτλο το όνομα της κομπανίας, την Παρασκευή 6, το Σάββατο 7 και την Κυριακή 8 Ιουνίου 2014, μια σύμπραξη του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά και του Ελληνικού Φεστιβάλ, που θα ξαναζωντανέψει το ρεμπέτικο στη γενέτειρά του, τον Πειραιά, και δη στη διατηρητέα Πέτρινη Αποθήκη, στην προβλήτα του ΟΛΠ (Πύλη Ε2), έχουν βάση που ακουμπάει αφ' ενός στη συνέχεια της μουσικής μας παράδοσης και μνήμης και αφ' ετέρου στους κύκλους που κάνει η ιστορία. Διότι η Νικολακοπούλου διέκρινε όχι μόνο το μίτο που υπάρχει πίσω από το εγχώριο τραγούδι και το ελληνικό μεράκλωμα, ενώνοντας το παρόν με το 1934, τη χρονιά που στήνεται η περίφημη «Τετράς η Ξακουστή του Πειραιώς». Διαπίστωσε ότι υπάρχει κάτι κοινό και στην κατάσταση της χώρας. Η Ελλάδα ήταν και τότε, όπως και σήμερα, πτωχευμένη (ήδη από το 1932).

«Μπορεί οι συνθήκες να είναι στριμωγμένες και σήμερα και να βουλιάζουν καθένα μας στις αγωνίες, αλλά πρέπει να συναντιόμαστε και να μοιραζόμαστε την κληρονομιά μας μέσα από το "ψωμί" του πρόσφατου πολιτισμού μας. Το ρεμπέτικο τραγούδι ενώνει, εκτονώνει, συγκινεί», υποστηρίζει. Και παρ' ότι είχε σταθερά στο μυαλό της συνδεδεμένη την «αναγέννηση» της «Τετράδας» μαζί με την αναγέννηση του Δημοτικού Θεάτρου, καθόλου δεν στενοχωρήθηκε που τελικά κατέληξε στην πέτρινη αποθήκη του ΟΛΠ. «Γιατί θα θυμίσουμε πολλά αγαπημένα τραγούδια, θα φωτίσουμε θρυλικά πρόσωπα για την ιστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού σε ένα γεωγραφικά σημείο πολύ κοντά στην πρώτη εμφάνιση της κομπανίας το 1934, στην Ανάσταση του Πειραιά». Ερμηνευτές των θρυλικών τραγουδιών θα είναι οι Πέτρος Μάλαμας, Στέλιος Βαμβακάρης, Γιάννης Κούτρας, Εβελίνα Αγγέλου, Απόστολος Ρίζος και Ζαχαρίας Καρούνης, συνοδεία της εξαμελούς Λαϊκής Ορχήστρας, και τριών ηθοποιών, των Νένας Μεντή, Σταύρου Μερμήγκη και Αλέξανδρου Τσώτση.

Τα τραγούδια θα συνοδεύουν προβολές από οπτικό υλικό της εποχής, παλιά και επίκαιρα. «Γιατί η κατάσταση και τότε ήταν στην Ελλάδα τρομερά ρευστή», κάνει την καίρια σύνδεση η Νικολακοπούλου. «Ανέβαιναν και κατέβαιναν κυβερνήσεις. Η χώρα ήταν πτωχευμένη και οι άνθρωποι κάνανε χίλιες δύο δουλειές για να βγάλουν το ψωμί τους. Το μπουζούκι και ο μπαγλαμάς βρίσκονταν υπό διωγμόν. Ο Βαμβακάρης κατάφερε με το πολύ γερό και αυθεντικό ήχο και την ερμηνεία του να ηχογραφηθεί στην Columbia και την Odeon. Αμέσως μετά την κυκλοφορία των τραγουδιών του σχεδόν νομιμοποιήθηκε η έκφραση του ρεμπέτικου τραγουδιού και το δικαίωμα να παίζεται ανοικτά για τον κόσμο. Δύσκολα συνειδητοποιούμε τη διαδρομή που χρειάστηκε να κάνει ένα είδος που αγαπάμε ακόμα, προκειμένου να μπορέσει να επιτραπεί σαν κανονική μουσική έκφραση». Η περίοδος με την οποία ασχολείται στη μουσική παράσταση είναι από το '34 μέχρι το '37, οπότε λόγω της λογοκρισίας του Μεταξά σταμάτησαν πολλοί απ' τους παλιούς και κραταιούς ρεμπέτες να γράφουν τραγούδια. «Δεν θέλανε να μπούνε στο μαρτύριο της λογοκρισίας».

Χωρίς αυτολογοκρισία

Αυτό που κυρίως βλέπουμε στο πειραιώτικο ρεμπέτικο, επισημαίνει η Λίνα Νικολακοπούλου, είναι οι ιδιαιτερότητές του σε σύγκριση με το μικρασιάτικο μουσικό ιδίωμα. Αντί για σαντούρια και βιολιά, οι ρεμπέτες βασίστηκαν στο μπουζούκι και τους μπαγλαμάδες. «Αλλά ουσιαστικά, αυτοί οι άνθρωποι γράφανε το ρεμπέτικο με σκοπό να παρηγορηθούνε ή να εκτονώσουν το αδιέξοδό τους, τον κοινωνικό αποκλεισμό, τη φτώχεια. Ο στίχος τους είναι λιτός, καίριος και ελεύθερος, όσο η επιθυμία όσων τον γράφαν να παρηγορηθούν, να διαμαρτυρηθούν, να γιατρευτούν, να γελάσουν και να ξεχάσουν. Γράφανε χωρίς αυτολογοκρισία. Δεν υπήρχε προσποίηση σε αυτό που θέλανε να πούνε για να αρέσουνε. Έγραψαν με θάρρος και με αλήθεια και γι' αυτό έχουν τόση ζωντάνια όσα έχουν πει, παρ' όλο που υπήρξαν κολλημένοι στον κόσμο τους μέσα από τους ναργιλέδες και τα γεμάτα μαύρους καπνούς στέκια τους-τεκέδες ή ακόμα και βάρκες στις οποίες μπαίνανε, όπως λέει ο Μπάτης, στη ζούλα για να καπνίσουν με την ησυχία τους».

Το ρεμπέτικο δεν γύρισε την πλάτη στην καθημερινή ζωή. «Ο Μπάτης έγραψε για τα μπαρμπεράκια, τους σφουγγαράδες, τους θερμαστές, για τις τσιγγάνες, γιατί ήταν γεμάτο τσαντίρια το εργοστάσιο του Κεράνη. Ο Μάρκος μίλησε για τους αραμπατζήδες. Με τα τραγούδια τους είναι σαν να βλέπεις, με άλλα λόγια, τα επίκαιρα της εποχής», υπογραμμίζει η Λίνα Νικολακοπούλου. «Και ναι μεν είναι ντοκουμέντα ζωής, αλλά παράλληλα έχουν μεγάλη μελωδική και ερμηνευτική ομορφιά. Δεν πρέπει να κάνουμε το λάθος να πιστεύουμε ότι όλος ο λαός εκφραζόταν μέσα από το ρεμπέτικο. Περισσότερο εκφράζονταν μέσα από αυτό οι χειρώνακτες, ο άνθρωποι που κάνανε βαριές δουλειές. Μερακλώνανε και εκτονώνονταν μέσα από αυτό. Στη συνέχεια, όταν η φτώχεια επεκτάθηκε, μετά το ξέσπασμα του πολέμου, αυξήθηκε ο κόσμος που έβρισκε παρηγοριά στο ρεμπέτικο και κατοπινά στο λαϊκό τραγούδι».

Ποιο είναι το σημερινό ρεμπέτικο; Με ποια μουσική μερακλώνει και εκτονώνεται ο νεοέλληνας;
«Αυτό που λέμε μεράκλωμα δεν είναι σήμερα το ίδιο. Στο μεταξύ, έχουμε συνειδητοποιήσει πολλά, είμαστε ενημερωμένοι, δεν είμαστε τόσο αθώοι όσο ήταν οι άνθρωποι το '30. Ωστόσο ο Μάλαμας, ο Περίδης, ο Χαρούλης έχουν στηρίξει και συνεχίζουν αυτό που ξεκίνησε με το ρεμπέτικο. Το ίδιο υπερασπιζόταν και ο Νίκος Παπάζογλου. Δεν έχει ατονήσει μέσα μας ο μίτος που μας ενώνει μουσικά με το παρελθόν. Έχει ανανεωθεί πολλές φορές. Και κάθε γενιά το ανανεώνει το λαϊκό αίσθημα με τον τρόπο της. Πέρναγα τις προάλλες από ένα καφενείο στη γειτονιά μου. Κάθονταν άνδρες φτωχοί και μεράκλωναν με ένα τραγούδι που δεν ήξερα. Κάποια στιγμή τα λόγια λέγανε "παραγγελιά στη μοναξιά". Μπορεί να μην τους ξέρουμε αυτούς που παρηγορούν τους πολλούς, αλλά όποιος διψά ψάχνει και βρίσκει αυτό που του αρέσει. Δεν χρειάζεται να είναι γνωστό. Τα τραγούδια της "Τετράδας της Ξακουστής" ήταν γερά. Οι ρυθμοί, οι μελωδικοί δρόμοι τους είχαν αξία, δεν ήταν μίμηση. Είχαν και αυθεντικότητα και κανόνες. Και οι ίδιοι άνθρωποι που τα έγραφαν ήταν δεξιοτέχνες. Ήταν και καλοί μουσικοί. Βγήκανε πολλοί άξιοι δημιουργοί και ερμηνευτές μέσα από το ρεμπέτικο. Μετά τη λογοκρισία βρέθηκε ο Τσιτσάνης κι έδωσε πάλι λαμπρότητα στο είδος ως συνεχιστής. Αυτή είναι η ιστορία μας. Ο Τσιτσάνης βρήκε μια πρώτη ισχυρή μαγιά και λόγω της απαγορευτικής συνθήκης της εποχής έστριψε το τιμόνι σε άλλους θεματικούς και μουσικούς δρόμους. Καλό είναι να έχουμε ξεκάθαρο στο μυαλό μας ποιος ξεκίνησε, ποιος συνέχισε και πώς φτάσαμε και σήμερα νεαρά παιδιά να ξέρουν απ' έξω αυτά τα τραγούδια».

Είναι μουσικές που χτυπάνε στο θυμικό;
«Ναι, κι αυτό απορρέει από τον ίδιο το ρυθμό και την ποιότητα του ήχου. Αυτός ο ήχος, όταν τον ακούμε, ξεκλειδώνει πράγματα από μέσα μας. Δεν είναι τυχαίο. Με αυτόν τον ήχο εκφράστηκε μια πλευρά του ψυχισμού μας, η οποία ακόμα είναι ζωντανή όση καλή παιδεία και όσο διαφορετικά γούστα κι αν αποκτήσαμε. Είναι ένα κομμάτι της ψυχικής μας γεωγραφίας. Κι εγώ μια γιορτή θέλω να κάνω για τον Πειραιά, για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που κουβαλά η πόλη. Να φωτιστούν ζωές, μνήμες, οι σκληρές συνθήκες στις οποίες βρέθηκαν οι πρόσφυγες, γιατί είναι μια προσφυγούπολη ο Πειραιάς. Επειδή κάθε δεκαετία φέρνει νέα δεδομένα, βοηθά στην αυτογνωσία μας η αναβίωση αυθεντικών κομματιών του πολιτισμού μας. Είναι σημαντικό μια γενιά που περνά απ' αυτή τη ζωή, να αφήνει κάτι για τους νεότερους. Πιστεύω πολύ στην έμπνευση των νέων παιδιών από αυτές τις αναβιώσεις και αφορμές».

Βρισκόμαστε ακόμα στον απόηχο του πυρετού των εκλογών. Τι αποτυπώθηκε με το εκλογικό αποτέλεσμα;
«Πιστεύω, λίγο λίγο σχηματίζεται ένας χάρτης αντιδράσεων. Υπάρχει μια αγωνία. Και ένα μεγάλο ποσοστό ψηφοφόρων κάνει πλέον έρευνα. Βλέπω γύρω μου τον προβληματισμό του κόσμου για το πώς θα δηλώσει την απαρέσκειά του στην τραγωδία που ζει. Ο κόσμος ταλαιπωρείται να βρει τρόπο να εκφράσει την απελπισία του».

Δεν αντιδρά όμως δυναμικά.
«Πηγαίνει σιγά σιγά. Γιατί είμαι σίγουρη ότι κανείς δεν θέλει να κάνει ζημιά. Απλώς θέλει να εκφράσει βαθιά την ανάγκη του να γίνει κατανοητή η τραγωδία που ζει από όλους τους φορείς που λένε ότι είναι πολιτικοί».

Τιμωρήθηκαν κάποιοι μέσω της κάλπης;
«Αυτή τη στιγμή καθένας από όλους αυτούς ξέρει! Ακόμα είναι στον αφρό, αλλά μπορούν να διαβάσουν τα αποτελέσματα. Είμαστε σε μια πολύ ρευστή κατάσταση, όχι μόνο η Ελλάδα, ολόκληρη η Ευρώπη».

Δεν είστε αισιόδοξη για το μέλλον της χώρας;
«Δεν υπάρχει θέμα αισιοδοξίας. Υπάρχει θέμα επίγνωσης αυτή τη στιγμή. Η αισιοδοξία σκέτη δεν λέει τίποτα. Το ζητούμενο είναι να έχουμε επίγνωση. Δεν θέλω να είμαι αφοριστική. Φαινομενικά μπορεί να μην τη δει κάποιος την επίγνωση κοιτώντας γύρω του σε μια πλατεία ή στο δρόμο που κυκλοφορούν τα αυτοκίνητα. Αλλά πλέον πολύ μεγάλος αριθμός Ελλήνων έχει επίγνωση μιας τραγωδίας».

Επειδή επαναλαμβάνετε τη λέξη «τραγωδία», μπορείτε να την προσδιορίσετε; Είναι οικονομική, ανθρωπιστική, κοινωνική, πολιτική;
«Είναι πολλαπλή. Είναι σαν να έπεσε ένα σκηνικό στο θέατρο και να βλέπουμε από πίσω».

Έχουν βγει όλα στη φόρα;
«Όχι! Μακάρι να είχαν βγει, θα είχαμε αισθανθεί ότι υπάρχουν θεσμοί. Σκεπάζονται ακόμα πολλά. Αλλά λίγο λίγο θα μπορέσουμε να σπρώξουμε ώστε να ομολογηθούν όλα όσα σχετίζονται με την ευθύνη των κυβερνώντων. Αν και έχουμε κι εμείς μερίδιο ευθύνης».

Για την κρίση;
«Όχι για την κρίση. Έχουμε τεράστια ευθύνη γιατί δεν είχαμε, δεν κάναμε καμία διάκριση».

Ιδέα-καλλιτεχνική διεύθυνση: Λίνα Νικολακοπούλου. Σκηνογραφία, ενδυματολογική επιμέλεια: Άγγελος Μέντης. Ενορχηστρώσεις: Κώστας Νικολόπουλος. Την ορχήστρα απαρτίζουν οι Μανώλης Πάππος ( μπουζούκι), Παναγιώτης Τσεβάς (πιάνο, ακορντεόν), Κώστας Μερετάκης (κρουστά), Παναγιώτης Μανουηλίδης (κοντραμπάσο), Μάνος Σαβιολάκης (κιθάρα, μπαγλαμά, μπουζούκι, πολίτικη λύρα), Κώστας Νικολόπουλος (ηλεκτρική και ακουστική κιθάρα, κιθαρόνι, μπάντζο). Οπτικό υλικό εποχής: Καλλιόπη Λεγάκη, Μαρία Γεντέκου.

Της ΙΩΑΝΝΑΣ ΚΛΕΦΤΟΓΙΑΝΝΗ

Πηγή: www.enet.gr

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!