Μια βιογραφική, σπάνια συνέντευξη της Ελίζας Μαρέλλι

Η ιέρεια του ελαφρού τραγουδιού μιλά για το τραγούδι, τη Βέμπο, τους «φάρους», τους θαυμαστές της κ.ά., σε μια σπάνια συνέντευξη.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Με την Ελίζα Μαρέλλι είχα μια ιδιαίτερη επικοινωνία από την στιγμή που της ζήτησα να συναντηθούμε για πρώτη φορά για μια συνέντευξη για τη ζωή της. Από τότε αναπτύχθηκε μια φιλική σχέση μεταξύ μας, με βάση την αλληλοεκτίμηση. Μου τηλεφωνούσε συχνά στην εφημερίδα να μάθει τα νέα μου και να μου πει κι εκείνη τα δικά της κι όποτε είχα χρόνο την επισκεπτόμουν. Δυναμική και δραστήρια γυναίκα με όραμα τη διάδοση του ελαφρού τραγουδιού, το οποίο ήταν η μεγάλη και παντοτινή της αγάπη.

Με αφορμή τη βραδιά τιμής και μνήμης για την Ελίζα Μαρέλλι, που διοργανώνεται ανήμερα της πρώτης επετείου του θανάτου της, στον κήπο του Νομισματικού Μουσείου, την Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017, παρουσιάζουμε τη συνέντευξη αυτή.

Η ερωτική δύναμη της φωνής της έγραψε με χρυσά γράμματα το όνομα της στο ελληνικό πεντάγραμμο. Ιέρεια του ελαφρού τραγουδιού, η Ελίζα Μαρέλλι, με τη βελούδινη φωνή, άφησε εποχή δίνοντας την αληθινή ταυτότητα σε τραγούδια που αναζητούσαν την πραγματική διάστασή τους.

Η φωνή της αγγίζει την εξωπραγματική διάσταση και κουβαλά την ευγένεια της δεκαετίας του ’50, τότε που οι γειτονιές της Αθήνας μοσχοβολούσαν δυόσμο και βασιλικό. Η 14χρονη της πρώτης γυμνασίου εξέπληξε με την κοντράλτο φωνή της τα λαγωνικά της Κολούμπια που έσπευσαν να την εντάξουν στη δύναμή τους και να την πείσουν να ηχογραφήσει. Γεννημένη τραγουδίστρια, παρέκαμψε τις προκαταλήψεις της εποχής της και έπιασε το μικρόφωνο, χωρίς κανέναν ενδοιασμό για την επιλογή της ζωής της, στην οποία θα αφοσιωνόταν οριστικά μετά το τέλος των μαθητικών υποχρεώσεών της.
eliza_marelli_1.jpg
Η Ελίζα Μαρέλλι, γνήσιο ταλέντο των ελληνικών ωδείων, και με θάρρος ενήλικης τραγουδίστριας κυρίευσε τις καρδιές με την αισθαντική φωνή της, σε μια περίοδο που το ραδιόφωνο είχε τον πρώτο λόγο στην επαφή του κόσμου με τη μουσική, αλλά και τα 45άρια δισκάκια άρχιζαν να παίζουν στα πρώτα πικάπ που έκαναν την εμφάνισή τους στα σπίτια των ανθρώπων, ως μεγάλη εφεύρεση. Η φωνή της δεν έμοιαζε με καμιά. Ακόμη και όταν τραγούδησε τις επιτυχίες της Βέμπο, έδωσε μια άλλη διάσταση με την προσωπική ερμηνεία της. Το απαιτητικό κοινό της εποχής εκείνης επιδοκίμασε την Ελίζα Μαρέλλι που έγινε σύμβολο ρομαντισμού, αλλά και μητέρας και ευγένειας και σεβασμού.

Την εποχή που το λαϊκό τραγούδι κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος και οι μεγάλοι δίσκοι έπαιρναν τη δική τους θέση στην παραγωγή της μουσικής βιομηχανίας που στρεφόταν πια σε ένα διαφορετικό κοινό κατευθύνοντας την παραγωγή σε άλλα μονοπάτια, η Ελίζα Μαρέλλι επέλεξε μια συνειδητή σιωπή στη διάρκεια της οποίας αφοσιώθηκε στην οικογένεια. Ποτέ δεν εμφανίστηκε σε νυχτερινά κέντρα και διατήρησε ένα μυστήριο γύρω από την καλλιτεχνική έκφρασή της, γνωρίζοντας πολύ καλά ποια στιγμή θα ικανοποιήσει το κοινό που την αναζητά. Η γοητεία γύρω από το όνομά της έχει να κάνει και με την ανθρώπινη διάσταση της οικογενειακής ευτυχίας της, που υπήρξε το ίδιο σημαντική με την καλλιτεχνική. Την συνάντησα στο Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσό», εκεί που έκανε το πρώτο καλλιτεχνικό βήμα της, στην προετοιμασία ενός από τα σπάνια ρεσιτάλ της που έδωσε τρεις μέρες μετά, μπροστά σε μια κατάμεστη αίθουσα που χειροκρότησε τη ζεστή φωνή της. Σε μία από τις σπάνιες συνεντεύξεις της η Ελίζα Μαρέλλι άνοιξε την καρδιά της…

Η σχέση που αναπτύξατε με το κοινό σας στη διάρκεια της καριέρας σας είναι μυστηριακή θα έλεγε κανείς, όσον αφορά τα μικρά ή μεγάλα διαστήματα εξαφανίσεών σας…
Είναι κάτι που έχει να κάνει με το χαρακτήρα μου, στις προτεραιότητες που έχω δώσει στη ζωή μου, όχι μόνο στην οικογένειά μου αλλά και στα θέματα που έχουν σχέση με την οικογένεια, είτε είναι πατρική είτε προσωπική. Για μένα τρία πράγματα υπάρχουν: η οικογένεια, ο κόσμος και η μουσική. Τα περισσότερα τα έδωσα στην οικογένεια, μετά στο τραγούδι και αμέσως μετά σε πολιτιστικές δραστηριότητες.

Πώς βιώσατε τις συνθήκες που επικρατούσαν την εποχή που ξεκινούσατε το τραγούδι;
Πάντα υπολόγιζα αυτά που μάθαινα, αυτά που άκουγα, αυτά που ζούσα, όπως όλα τα παιδιά των δεκατριών - δεκατεσσάρων ετών της εποχής μου, σε αντίθεση με τα σημερινά απελευθερωμένα παιδιά. Υπήρχε μια αλλιώτικη κουλτούρα, την οποία ακολουθούσαμε θέλαμε δεν θέλαμε. Στις συνθήκες της εποχής δεν θεωρούνταν ο καλλιτέχνης σοβαρό πρόσωπο. Οι άνθρωποι ήταν συντηρητικοί. Έτσι ενώ είχα το πάθος της μουσικής, ήταν η ίδια η ζωή μου, και όπως μου έλεγαν οι γονείς μου από την ηλικία ακόμη που δεν είχα αρθρώσει ακόμη τις πρώτες λέξεις, τραγουδούσα μουρμουρίζοντας. Στο δημοτικό ο πατέρας μου είχε βαρεθεί να μου φέρνει δασκάλες σπίτι να ακούν τη φωνή μου. Έκλαιγα και ζητούσα να πάω στο ωδείο. Ο πρώτος έρωτας της ζωής μου ήταν η μουσική. Στις σκέψεις έλεγα ότι γεννήθηκα για να τραγουδώ. Θυμάμαι όταν μου ζητούσαν να κάνω εξώφυλλα, εκεί γύρω στο εξηνταένα - εξηνταδύο δεν με ενδιέφερε να γράφουν για μένα. Εδώ σ’ αυτήν την αίθουσα, παιδί ακόμη δεκατριών ετών υπέγραψα το πρώτο μου συμβόλαιο με την Κολούμπια και πρωτοτραγούδησα. Θυμάμαι φορούσα μια κίτρινη φούστα πλισέ, μεταξωτή και η μοδίστρα ετοίμαζε τα ρουχαλάκια μου μέχρι πριν να βγω να τραγουδήσω…

Οι γονείς σας τελικά είχαν ανταποκριθεί στη θέλησή σας να πάτε στο ωδείο;
Στα εννιά μου χρόνια πήγα στο ωδείο. Δεν μου επέτρεψαν να κάνω φωνητική γιατί οι χορδές μου δεν είχαν ακόμη αναπτυχθεί. Άρχισα όμως το πιάνο στο ωδείο. Η οικονομική δυνατότητα της οικογενείας μου δεν επέτρεπε να αγοράσουμε πιάνο. Είχα άλλα δύο αδέρφια μεγαλύτερα από μένα και έπρεπε όλοι να συμμετέχουμε με τον τρόπο μας σε ότι υπάρχει στο σπίτι. Ο καθένας μας έπαιρνε από την οικογένεια αυτό που μπορούσε να του δώσει. Οι γονείς μου δεν με είχαν καταπιέσει ποτέ. Πάντα καταλάβαινα μόνη μου κάποια πράγματα και πάντα έκανα βήματα στη ζωή. Όταν έγινα δώδεκα ετών θα γινόταν επίδειξη, εδώ στην αίθουσα του Παρνασσού. Υπήρχαν πολλά παιδάκια με ταλέντο, που έπαιζαν καλό πιάνο. Ωστόσο όταν βγήκα έγινε σεισμός. Διέθετα και μια πολύ καλή εμφάνιση, ήμουν πολύ χαριτωμένη.

Το πρώτο συμβόλαιο και ο πρώτος δίσκος ήταν φυσικό επακόλουθο της επιτυχίας σας αυτής;
Θυμάμαι με πλησίασε ένας ψηλός μελαχρινός κύριος με μια αυστηρή μορφή. Κωνσταντινουπολίτης, χημικός στο επάγγελμα και από αγάπη για την μουσική είχε γίνει διευθυντής της Κολούμπια. Τότε κυνηγούσαν τα ταλέντα και έψαχναν να τα βρουν ακόμη και στις οικοδομές που τραγουδούσαν οι εργάτες. Μίλησε στην καθηγήτρια μου και ο πατέρας μου όταν άκουσε ότι ήθελαν να κάνουν ένα δίσκο με μένα, δεν το δέχθηκε. Τελικά η δασκάλα μου τους έπεισε. Ήταν η εποχή που οι συνθέτες δεν ήταν εκ του προχείρου, αλλά ήταν κολοσσοί. Υπήρχε ένας Σουγιούλ που είχε την ικανότητα να διαχωρίσει το ρεμπέτικο από το ελαφρολαϊκό τραγούδι, μιλάμε για τον Γιαννίδη, τους Αττίκ και Χαιρόπουλο που είχαν την στάση του Σοφοκλή απέναντι στην μουσική, δηλαδή έγραφαν την μουσική και τους στίχους των τραγουδιών τους. Σ’ εκείνη την εποχή, το ’55 έκανα τον πρώτο μου δίσκο, δύο χρόνια μετά που πρωτοτραγούδησα. Ήμουν μαθήτρια της πρώτης γυμνασίου. Στην αρχή δεν μου έδιναν τραγούδια οι συνθέτες λόγω του νεαρού της ηλικίας μου, ώσπου ο Κορίνθιος μου έδωσε το Μη Φοβάσαι, Μη Φοβάσαι. Έγινε τεράστια επιτυχία στις σαρανταπέντε στροφές. Ο δεύτερος δίσκος μου ήταν ένα τραγούδι του Μίμη Πλέσσα, το Θέλω Ποτέ Να Μη Χωρίσουμε, το οποίο έγινε η αφετηρία να υπογράψει συμβόλαιο ο Πλέσσας με την Κολούμπια. Ήταν ο πρώτος του δίσκος. Ωστόσο παράλληλα με την μουσική έπρεπε να διαβάζω, να τελειώσω το σχολείο…

Ποια ήταν η συμπεριφορά των ανθρώπων της εταιρίας σας την δύσκολη αυτή εποχή;
Μετά από τρία - τέσσερα χρόνια από το ξεκίνημά μου άρχισαν να πιστεύουν όλο και πιο πολύ στο ταλέντο μου και με πρόσεχαν περισσότερο και επέλεγα μόνη μου το τραγούδι που ήθελαν να τραγουδήσω. Όμως δεν έκανα χατίρι σε κανέναν. Δεν τραγουδούσα σε κανένα κέντρο και έτσι δεν είχα κανενός είδους συνεργασία με συνθέτες. Επέλεγα τα τραγούδια και έβλεπα τους συνθέτες μόλις δύο μέρες πριν ηχογραφήσουμε. Αγάπησα όλους τους συνθέτες της εποχής εκείνης γιατί ήταν όλοι μεγάλα ταλέντα. Επίσης κάθε ένας από τους μουσικούς της ορχήστρας ήταν σολίστας. Ο Καβάκος, ο Σεϊτανίδης, ο Λέανδρος, ο Κολάσης, μεγάλες φυσιογνωμίες…

Ένα τόσο μεγάλο ταλέντο σε τόσο νεαρή ηλικία, όπως εσείς, ποιο είναι το επόμενό του βήμα;
Φθάνουμε στο 1958 που με συμβουλεύουν να βρούμε τραγούδια με περισσότερες αξιώσεις. Διευθυντής τότε στο καλλιτεχνικό στην Κολούμπια ήταν ο Γιαννίδης και γενικοί διευθυντές ήταν ο Ηλιόπουλος με τον Λαμπρόπουλο. Η σχέση μας με την εταιρία ήταν ένα μικρό πανεπιστήμιο. Μας έλεγαν ότι αν διαθέτουμε ταλέντο δεν χρειάζεται να κάνουμε προσπάθεια για προβολή και να κρατήσουμε αποθέματα του ταλέντου μας. Δεν έπρεπε να τα δίνουμε όλα.

Δώσατε πολλά στο χώρο του ελαφρού τραγουδιού. Πιστεύετε ότι το είδος αυτό έχει σήμερα τη θέση που του αξίζει στο ελληνικό πεντάγραμμο;
Είμαι αμετανόητη ερωμένη του ελαφρού τραγουδιού γιατί πιστεύω ότι είναι το ευγενέστερο είδος και το μελωδικότερο και έχει τόσο ωραίους στίχους… Αν προσέξει κανείς τραγούδια του Κοφινιώτη, του Τραϊφόρου, του Χαιρόπουλου, του Αττίκ, και όλων αυτών των μεγάλων, τα λόγια τους κρύβουν ιστορίες που σε συγκινούν, γονατίζουν την ψυχή σου.

Σε κάποια φάση της καριέρας σας κάνατε δίσκο με τις μεγάλες επιτυχίες της Σοφίας Βέμπο. Πώς ήταν η μεταξύ σας σχέση;
Δεν θα μιλήσω με παράπονο, αλλά σαν μια πραγματικότητα. Η Σοφία Βέμπο ήταν μια μεγάλη τραγουδίστρια και δημιούργησε σχολή τραγουδιού και ερήμην της ήταν δασκάλα μας. Τα σημερινά παιδιά δεν έχουν δασκάλους και πολλές φορές η ομορφιά τους φτάνει και ας μην έχουν φωνή. Εμείς δεν είχαμε μόνο το ωδείο και τους δημιουργούς που η επαφή μαζί τους σε έκαναν σοφότερο, είχαμε τη Βέμπο, τη Δανάη Στρατηγοπούλου που υπήρξε καθηγήτριά μου και με βοήθησε πολύ να τραγουδήσω Αττίκ. Μου είχαν δώσει στο Ενόπλων το τέταρτο της εκπομπής του Μαρούδα που είχε φύγει στην Αμερική και μου το ζήτησαν πίσω γιατί είχε έρθει ο Γούναρης. Προς τιμή του απέδειξε ότι βοηθά τους νέους καλλιτέχνες και μπήκε στο στούντιο και με τα πράσινα μάτια του με κοίταξε γεμάτος καλοσύνη μου είπε: «κοπελίτσα μου πολύ ωραία το λες, θα έχει επιτυχία το τραγούδι σου». Αυτό συνέβη σε μια εποχή που γύριζα δίσκο και ήμουν ανερχόμενη. Όταν είπα τα τραγούδια της Βέμπο, κάποιοι με κατηγόρησαν ότι ήθελα να την μιμηθώ. Δεν ήταν έτσι. Όταν η εταιρία μου έδωσε το Έρωτα Εσύ Μοιραίε Μου που έλεγε η Βέμπο στο θέατρο, άρχισαν να λένε ότι η μία είναι καλύτερη, η άλλη είναι καλύτερη, κάποιοι άλλοι που σύγκριναν τις φωνές μας θαύμασαν περισσότερο τη δική μου και είχα μια μεγάλη αποδοχή από τον κόσμο, αλλά και από τους καλλιτέχνες στους οποίους ήμουν πολύ αγαπητή χωρίς να με ξέρουν. Εκείνη η εποχή ήταν διαφορετική και όποιος αποφάσιζε να τραγούδια των μεγάλων αυτών συνθετών, αποφάσιζε για την καριέρα του. Και η Μαρινέλλα τραγούδησε Βέμπο και υπήρξε κόσμος που διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό, αν και δεν τα τραγούδησε άσχημα, καλά τα είπε, αλλά ο κόσμος είχε μάθει σε μια άλλη ερμηνεία. Η Βέμπο είχε ενοχληθεί που τραγούδησα τα τραγούδια της και δεν μου μιλούσε. Όταν πέθανε ήρθε ο Μίμης Τραϊφόρος και μου ζήτησε να συνεργαστούμε. Δεν θέλω όμως να πω περισσότερα…
elizza03.jpg
Ποιοι υπήρξαν οι «φάροι» της ζωής σας;
Η Δανάη και ο Γιαννίδης. Φάρος της ζωής μου ήταν και ο άντρας μου, ο οποίος δεν ενδιαφερόταν για τη μουσική πάρα πολύ, αλλά έλεγε ότι μόνο εμένα παραδεχόταν και με παρότρυνε να εμφανιστώ και να τραγουδήσω, όταν είχα εγκαταλείψει την μουσική και είχα ασχοληθεί με πολιτιστικά δρώμενα και φιλανθρωπικές εκδηλώσεις. Μπορώ να αφήσω τη αγάπη μου για την μουσική προκειμένου να βρεθώ κοντά στα παιδιά μου όταν με έχουν ανάγκη. Ο γιος μου είναι αξιωματικός στο Πολεμικό Ναυτικό και είναι Ολυμπιονίκης στο τζούντο - Χάρης Παπαϊωάννου - και προσπαθεί για ένα ακόμη μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας και παράλληλα τελειώνει στο πανεπιστήμιο τις πολιτικές επιστήμες, η μία κόρη μου, η Αγγελική τελείωσε την ιατρική και η άλλη, η Μαρίκα τελειώνει τις μουσικές σπουδές.

Ποιος πολιτικός υπήρξε μεγάλος θαυμαστής σας;
Ο Βασιλιάς Παύλος. Με είχαν καλέσει κατ’ επανάληψη στην Αστυνομία, ο Διγενής της Κύπρου με είχε συγχαρεί και είχε συγκινηθεί με το Τραγούδι Του Μοριά.

Σήμερα πώς νοιώθετε όταν ανεβαίνετε στη σκηνή και το κοινό περιμένει από εσάς να τραγουδήσετε μια ολόκληρη εποχή;
Όταν πρέπει να κάνω μία βραδιά νοιώθω χαρά γιατί ξέρω ότι με περιμένει ένα κοινό από κάτω και εγώ θέλω να βρεθώ κοντά του και αυτό να το φέρω κοντά μου. Πιστεύω ότι τα καταφέρνω κάθε φορά δίνοντας όλο τον καλύτερο εαυτό μου γιατί τραγουδώ με την ψυχή μου, τραγουδώ με ειλικρίνεια, και νοιώθω την απόλυτη επικοινωνία. Κάθε άνθρωπος για να έχει μια προσωπικότητα πρέπει να είναι αυτόφωτος και να προσπαθεί γι’ αυτό. Δεν στηρίχθηκε ποτέ σε κανέναν συνθέτη όχι γιατί δεν ήταν σπουδαίοι, αλλά γιατί έτσι ένοιωθα πάντα. Ακούω πολλούς νέους καλλιτέχνες να λένε ότι συνεργάστηκα με τον έναν και τον άλλον. Το θέμα είναι αυτοί τι κάνουν. Πρέπει να επιμείνουν στα καλά τραγούδια και να μην στηρίζονται στους άλλους.

Σε ποια ελαττώματα των ανθρώπων δείχνετε επιείκεια;
Σε όλα αυτά που δεν μπορεί να τ’ αλλάξει.

Τι εξακολουθεί να σας γοητεύει στις ημέρες μας;
Η αγάπη για τον συνάνθρωπο, ο σεβασμός στην αντίληψή του και σε αυτό που θέλει να κάνει γιατί ο άνθρωπος σήμερα είναι καταπιεσμένος.

Ποια από τις μορφές έκφρασης της τέχνης πιστεύετε ότι αφορά τον περισσότερο κόσμο στη σημερινή εποχή;
Ο κόσμος έχει στραφεί σήμερα στο πώς θα κερδίσει τη ζωή του με λιγότερο κόπο και ο λιγότερος κόπος είναι το τραγούδι και το θέατρο.

Το αίσθημα επιβίωσης είναι πιο ανεπτυγμένο στον σημερινό άνθρωπο από το ενδιαφέρον του για την κάθε μορφή τέχνης;
Για τον πραγματικό καλλιτέχνη, όχι. Είμαι εναντίον της ισοπέδωσης της τέχνης.

Οι φωτογραφίες προέρχονται από το λεύκωμα «Ελίζα Μαρέλλι - Ένα λεύκωμα για το αηδόνι του ελαφρού τραγουδιού» του συγγραφέα και δημοσιογράφου Παύλου Ναθαναήλ.
eliza marelli 6.jpg

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!