Μάρκος Βαμβακάρης (10/5/1905 - 8/2/1972) – «Ο Πατριάρχης»

Ο άνθρωπος που «έστρωσε το χαλί» για να πατήσουν «οι επόμενοι» στο ρεμπέτικο και στο κατοπινό λαϊκό τραγούδι.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ο Μάρκος Βαμβακάρης γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1905, στην Άνω Χώρα της Σύρου. Η φτώχεια και η άσχημη οικονομική κατάσταση της οικογένειας του τον αναγκάζουν να παρατήσει τα γράμματα και το σχολείο που αγαπούσε και να κάνει διάφορα μικροεπαγγέλματα. Το 1917 έρχεται στον Πειραιά όπου εργάζεται αρχικά σαν φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι και στην συνέχεια σαν εκδορέας στα σφαγεία. Μπουζούκι άρχισε να παίζει το 1925 όταν έκανε την στρατιωτική του θητεία. Συχνάζει στα ουζερί και τους τεκέδες του Πειραιά, που εκείνα τα χρόνια θεωρείται ως το κέντρο της φτώχειας, της παρανομίας, των ναρκωτικών και της πορνείας, όπου και γνωρίζεται με τους Γιώργο Μπάτη, Στράτο Παγιουμτζή ή Τεμπέλη, Δημήτρη Γκόγκο ή Μπαγιαντέρα, Στέλιο Κερομύτη, Ανέστη Δελιά ή Αρτέμη, Στέλιο Κρυδάκια κ.α. Τον Νοέμβριο του 1932 ηχογραφεί τον πρώτο του τραγούδι με τίτλο “Εφουμέρναμε ένα βράδυ” στην εταιρία Columbia.

Θα ακολουθήσουν κι άλλες ηχογραφήσεις (“Ο μαστούρης”, “Μόρτισσα χασικλού” κ.ά) που όμως δεν προωθούνται από τους υπεύθυνους της εταιρίας, ίσως για το “βαρύ” περιεχόμενό τους καθώς και για τις ενορχηστρώσεις στις οποίες δεσπόζουν τα μπουζούκια και οι μπαγλαμάδες που θεωρούνταν όργανα του υποκόσμου, των φυλακών και των τεκέδων. Εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τραγούδια με “χασικλίδικο” περιεχόμενο κυκλοφορούσαν ήδη από το 1925, από τους πρωταγωνιστές της μικρασιατικής σχολής που είχαν σαν κύρια όργανα έκφρασης των μελωδιών τους τα σαντούρια και τα βιολιά. Απογοητευμένος, πηγαίνει στην ανταγωνίστρια εταιρία Odeon και Parlophone του Μίνωα Μάτσα, όπου γραμμοφωνεί τα “Καραντουζένι” (Έπρεπε να ‘ρχόσουνα βρε μάγκα στον τεκέ μας), “Χαρμάνης”, “Δερβίσης ” κ.α. τα οποία πραγματοποιούν μεγάλες πωλήσεις και ανοίγουν τον δρόμο για να καθιερωθεί το μπουζούκι και το ρεμπέτικο τραγούδι στην δισκογραφία.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Columbia βλέποντας την επιτυχία του Μάρκου τον καλούν να τηρήσει το αρχικό συμβόλαιο που είχε μαζί τους για ορισμένο αριθμό τραγουδιών. Έτσι ο Μάρκος γραμμοφωνεί στις τάξιες 24 περίπου τραγούδια - ανάμεσα τους και τη “Φραγκοσυριανή” - και επιστρέφει στην Odeon με την οποία συνδέεται ο κύριος όγκος του έργου του.

Tο καλοκαίρι του 1934, μαζί με τους Μπάτη, Παγιουμτζή και Δελιά, σχηματίζουν την πρώτη ρεμπέτικη κομπανία, την ξακουστή “Τετράς του Πειραιώς” και για 6 περίπου μήνες εμφανίζονται με τεράστια επιτυχία στην “Μάντρα” του Σαραντόπουλου, στην Δραπετσώνα. Δίνεται έτσι το έναυσμα για την δημιουργία κι άλλων κομπανιών με κύρια όργανα τους μπουζουκομπαγλαμάδες που σύντομα θα κατακλύσουν τον Πειραιά, την Θεσσαλονίκη και τα άλλα αστικά κέντρα της χώρας. Στα τέλη της δεκαετίας του ‘30, ο Μάρκος είναι ο σημαντικότερος και ο πιο εμπορικός δημιουργός και τραγουδιστής της ελληνικής δισκογραφίας καθώς ερμηνεύει και τραγούδι άλλων σημαντικών συνθετών.

Στις αρχές του ‘50 σταματά η παρουσία του στην δισκογραφία και αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα υγείας και επιβίωσης. Δεν βρίσκει δουλειά στα μαγαζιά και αναγκάζεται να γυρνά στην επαρχία και να παίζει σε ταβέρνες, καφενεία και ουζερί. Μαζί με τον γιό του Στέλιο βγαίνουν για “σφουγγαράδα” (πιατάκι), στα καφενεία του Πειραιά. Όταν το 1958, στο Ρέντη, τον διώχνουν από ένα καφενέ γιατί “ενοχλούσε” τους θαμώνες με τις πενιές του που ήθελαν να ακούσουν τραγούδια από το τζουκ - μποξ, μαυρίζει η καρδιά του. Τότε γράφει το εκπληκτικό “Απελπίστηκα μανούλα μου να υποφέρω...”. Την επόμενη χρονιά ο Βασίλης Τσιτσάνης, που είχε αναλάβει καλλιτεχνικός διευθυντής στην Columbia, επαναφέρει μερικά από τα πι o σημαντικά τραγούδια του Μάρκου στο προσκήνιο, σε δεύτερες εκτελέσεις με κύριο ερμηνευτή τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και βασικό μπουζούκι τον Νίκο Καρανικόλα (“Τα ματόκλαδα σου λάμπουν”, “Αντιλαλούνε οι φυλακές”, “Να πεθάνεις, να πεθάνεις”, “Το μπουζούκι στο Παρίσι”, “Ο Κάβουρας” ). Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται οι προϋποθέσεις μιας πρώτης αναβίωσης του κλασικού ρεμπέτικου.
Στη δεκαετία του ‘60 περνούν στην δισκογραφία περισσότερα από 50 - κυρίως επανεκτελέσεις - τραγούδια του και το όνομα και η προσφορά του “αποκαθιστούνται”. Σε αυτό συντελούν η αγάπη των νέων ανθρώπων και κυρίως των φοιτητών των πανεπιστημιακών σχολών για το έργο του και κάποιες ειδικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται για να τιμηθεί η προσφορά του στο τραγούδι και τον λαϊκό πολιτισμό (η συναυλία στον Σύλλογο Σπουδαστών Κρήτης, η συναυλία στο “Κεντρικόν” 1966, η παρουσία του στην γιορτή της Δημοκρατικής Αλλαγής τον Φλεβάρη του 1967, η τιμητική βραδιά από τον Σύλλογο Φοιτητών της Νέας Φιλαδελφείας τον Μάρτη του 1967).

Ξαναεμφανίζεται “σποραδικά” στο πάλκο, εκδίδει την αυτοβιογραφία του αλλά δεν καταφέρνει να πραγματοποιήσει το ταξίδι του στην Αμερική, που τόσο ονειρευόταν και επιθυμούσε. Έσβησε στις 8 Φεβρουαρίου του 1972.

Ο πρωτοπόρος Μάρκος Βαμβακάρης σε πολλά τραγούδια του χρησιμοποίησε μουσικά μοτίβα και θέματα που σχετίζονταν με το δημοτικό τραγούδι. Ο τρόπος όμως που οργάνωσε, “ξαναφώτισε” και επέκτεινε τα στοιχεία εκείνα της παράδοσης έδωσε στο έργο του ένα μοναδικό χαρακτήρα, μία ανεξίτηλη σφραγίδα, δημιουργώντας την “σχολή” Βαμβακάρη. Ο πατριάρχης του ρεμπέτικου και πρόδρομος του λαϊκού μας τραγουδιού ήταν ο κύριος υπεύθυνος που το μπουζούκι αλλά και η καθημερινότητα του απλού ανθρώπου της εποχής πέρασε στην δισκογραφία.

Οι μουσικές του Βαμβακάρη είναι αναγνωρίσιμες αλλά “περίεργες” στην δομή τους, με αλλαγές και γέφυρες που ξαφνιάζουν. Μοιάζουν απλοϊκές αλλά κρύβουν “δρόμους” δύσβατους και μυστικούς που λίγοι κατέχουν. Είναι κρίμα που και ο Μάρκος έφυγε νωρίς, λίγο πριν την μεγάλη αναβίωση του ρεμπέτικου. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους τίτλους μερικών αθάνατων και διαχρονικών στιγμών του : “Αραμπατζής” (τα τσίλικα σου τ’ άλογα), “Ρίξε τσιγγάνα τα χαρτιά”, “Νόστιμο τρελό μικρό μου”, “Τα καραβοτσακίσματα”, “Τα μπλε παράθυρά σου”, “Αν μ’ αξιώσει ο Θεός”, “Μαύρα μάτια, μαύρα φρύδια”, “Τα δυο σου χέρια πήρανε (Οι βεργούλες)”, “Όσοι έχουνε πολλά λεφτά”, “Πρέπει να ξέρεις μηχανή”, “Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά”, “Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς”, “Μικρός αρραβωνιάστηκα”, “Αντιλαλούνε δυο φυλακές” (παλιά μικρασιάτικη μελωδία στην οποία ο Βαμβακάρης έβαλε νέους στίχους), “Αλεξαντριανή”, “Άτακτη”, “Διαζύγιο”, “Η Καλοκαιριά”, “Ισοβίτης”, “Και οι γκόμενες φορέσανε τραγιάσκα”, “Κάντονε Σταύρο”, “Ματσάκια πεντοχίλιαρα”, “Μαυρομμάτα”, “Μ’ έκανες και χώρισα”, “Μπουζούκι μου διπλόχορδο”, “Πάλι τραγούδι θα σου πω”, “Πάψε να μου κάνεις πια την πάπια”, “Στο Φάληρο που πλένεσαι”, “Συνάχης”, “Σκύλα μ’ έκανες και λειώνω”, “Τα ζηλιάρικα σου μάτια”, Τι μ’ ωφελούν οι άνοιξες”, “Το Χριστινάκι”, “Το χασαπάκι”, “Χρόνια μεσ’ την Τρούμπα”, “Ώρες με θρέφει ο λουλάς”, “Φόρα τα μαύρα, φόρα τα”, “Ψεύτικος είναι ο ντουνιάς” κ.α.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!