Βασίλης Παπακωνσταντίνου - «Κι αν ΔΕΝ είμαι ροκ… μη με φοβάσαι…»

(ΣΠΑΝΙΟ VIDEO - 1991) Μια καταγραφή της «άλλης πλευράς» του Βασίλη Παπακωνσταντίνου, της πιο έντεχνης και λαϊκής και γενικότερα των επιλογών που τον διαφοροποιούν από το ρεπερτόριο με το οποίο έχει γίνει ευρύτατα γνωστός.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
«Κι αν είμαι ροκ, μη με φοβάσαι…» τραγουδά το 1980 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου σε μουσική Μάνου Λοΐζου και στίχους Δώρας Σιτζάνη. Τραγούδι-ορόσημο στην πορεία του τραγουδιστή…

Αποτελεί αντικείμενο μεγάλης συζήτησης το τι είναι λαϊκό, τι έντεχνο, τι ροκ… Ποια είναι τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν το κάθε είδος; Η μουσική; Ο στίχος; Η ερμηνεία; Η ενορχήστρωση; Η μήπως η τελική αποδοχή ενός τραγουδιού από το κοινό;

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου γεννιέται στο χωριό Βάστα της ορεινής Αρκαδίας το 1950 και επτά χρόνια μετά μετακομίζει στην Αθήνα με την οικογένειά του. Από πολύ μικρός δημιουργεί μικρά γκρουπάκια και τραγουδά ιταλικά και γαλλικά μπλουζ σε clubs της Αθήνας. Λίγο αργότερα, στη χρυσή εποχή του «Νέου Κύματος» τραγουδά στις «Εσπερίδες», την «Αυλαία» και το «Σκορπιό» μαζί τη Μαρία Φαραντούρη, το Σάκη Μπουλά, τη Σοφία Βόσσου, τον Μιχάλη Βιολάρη, την Καίτη Χωματά, τον Γιώργο Ζωγράφο, τον Κώστα Χατζή κ.α.

Το 1971 παρουσιάζεται φαντάρος. Ένα χρόνο μετά συμμετέχει στο μεγάλο δίσκο του Βασίλη Αρχιτεκτονίδη «Ελληνική χώρα» στη μικρή εταιρεία Lindos, τραγουδώντας σε διασκευή του συνθέτη το παραδοσιακό «Ντιρλαντά» και τη μεγάλη επιτυχία της εποχής «Ο Σταμούλης ο λοχίας» των Κατσαρού - Πυθαγόρα.. Εκείνη τη χρονιά ηχογραφεί στην ίδια εταιρεία δυο μικρά δισκάκια σε μουσική και πάλι του Αρχιτεκτονίδη, με τέσσερα τραγούδια, με τον ήχο του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού εκείνης της εποχής… Ο ένας δίσκος περιέχει δυο γρήγορα χασάπικα με τίτλο «Σε είδα κι αναστήθηκα» και «Χελιδονάκι» με ερωτικούς στίχους του Γιάννη Λογοθέτη. Στο άλλο δισκάκι ακούγονται ένα χασάπικο κι ένα ζεϊμπέκικο με πιο κοινωνικούς στίχους, του Κώστα Ασημακόπουλου, τα «Φίλοι καλοί μου κι αδερφοί» και «Δυο φίλοι». Το δεύτερο επανεκδίδεται το 1993 στη συλλογή της Lyra «Το πρώτο τραγούδι - Τραγουδιστές». Τα υπόλοιπα τραγούδια παραμένουν ανέκδοτα. Τίποτα δεν προδιαγράφει εκείνη την εποχή την μετέπειτα πορεία του τραγουδιστή…

Μετά την απόλυσή του από τον στρατό ο Βασίλης συναντά την άρνηση των δισκογραφικών εταιρειών και φεύγει στη Γερμανία… Εκεί τραγουδά σε διάφορα μαγαζιά κυρίως Θεοδωράκη και Λοΐζο… Στη συνέχεια συναντά στο Παρίσι το Μίκη Θεοδωράκη που δηλώνει για το νέο τραγουδιστή: «Στο πρόσωπό του ανακάλυψα το νέο Μπιθικώτση της Ελλάδας».

Το Δεκέμβρη του 1974, στην ελεύθερη Ελλάδα πλέον, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγουδά τέσσερα λαϊκά τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους του Βαγγέλη Γκούφα από το θεατρικό έργο «Μαντώ Μαυρογένους» που κυκλοφορούν στο δίσκο «Προδομένος λαός». Το κουπλέ από το «Τραγούδι των καρμπονάρων» («Βίβα λα λιμπερτά») βασίζεται σε ένα παλιό ρωσικό τραγούδι του «Κόκκινου στρατού». Τόσο σ' αυτό όσο και στα «Κανόνια το βαρούνε», «Άντε μια» και «Εδώ δεν προσκυνήσανε» ο Βασίλης τραγουδά με επικό τρόπο, συμπληρώνοντας την «αγωνιστική» διάθεση της μουσικής και του στίχου με τον καλύτερο τρόπο. Ο δίσκος δεν γνωρίζει ιδιαίτερη απήχηση. Άλλωστε είναι η εποχή που κυκλοφορούν εκατοντάδες νέα αλλά και παλαιότερα τραγούδια του Μίκη.

Δε συμβαίνει το ίδιο με τα δυο τραγούδια του Μάνου Λοΐζου (με τον οποίο γνωρίζεται μετά από μεσολάβηση του συνθέτη Γιάννη Μέτσικα), που ηχογραφεί στο δίσκο «Τα τραγούδια του δρόμου» σε στίχους Κωστούλας Μητροπούλου και Γιάννη Νεγρεπόντη. Ο «Στρατιώτης» και ο «Τρίτος παγκόσμιος» ακούγονται παντού, κάνοντας τον τραγουδιστή γνωστό στο ευρύ κοινό. Τα τραγούδια μπαίνουν και στα juke-box σε δίσκους 45 στροφών. Και δε λείπουν, σχεδόν ποτέ, από τις ζωντανές εμφανίσεις του τραγουδιστή, παιγμένα με πιο ροκ ενορχηστρώσεις… Αν υπάρχει μια νοητή διαχωριστική γραμμή μεταξύ του ροκ και του λαϊκού, με τα συγκεκριμένα τραγούδια, που ακούγονται τόσο με το φυσικό ήχο της τρομπέτας και της ορχήστρας του Λοΐζου ή με λαϊκές ορχήστρες και μπουζούκια σε διάφορα αφιερώματα, αλλά και με τις ηλεκτρικές κιθάρες στα ζωντανά προγράμματα του Βασίλη Παπακωνσταντίνου αυτή η γραμμή καταργείται…

Ένα χρόνο μετά ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου γράφει ένα δίσκο-σταθμό, σε μουσική Θωμά Μπακαλάκου και στίχους Διονύση Τζεφρώνη. Τα «Αγροτικά», ενορχηστρωμένα με λαϊκά και παραδοσιακά όργανα, γίνονται σημείο αναφοράς και ακούγονται από τότε σε όλες τις κινητοποιήσεις της αγροτικής τάξης… Η συνεργασία τους ολοκληρώνεται το 1979 με τρία τραγούδια, στο ίδιο ηχητικό κλίμα, στο δίσκο «Προστάτες». Εκεί υπάρχει και ένα ντουέτο του συνθέτη με τον τραγουδιστή στην «Πρώτη του Μάη». Απ’ αυτό το δίσκο ξεχωρίζει και ακούγεται μέχρι σήμερα «Το γράμμα» με τη Χάρις Αλεξίου.

Το 1975 έρχεται η δεύτερη συνεργασία με το Μίκη Θεοδωράκη. Στο δίσκο με τη μουσική και τα τραγούδια από το θεατρικό έργο «Ο εχθρός λαός» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, ο Παπακωνσταντίνου τραγουδά με μοναδικό τρόπο τέσσερα έντεχνα λαϊκά τραγούδια. Το τραγούδι «Του χωρισμού», το ομότιτλο του δίσκου και το «Αρνιέμαι» ενώ η ιστορία της Ελλάδας από τον Εμφύλιο και μετά ξετυλίγεται σ’ ένα συγκλονιστικό επτάλεπτο αριστούργημα με τίτλο «Ο αδελφός τον αδελφό» στο οποίο ο Βασίλης τραγουδά ντουέτο με την αείμνηστη Τζένη Καρέζη και χορωδία από το θίασο του θεάτρου. Στην επανέκδοση του δίσκου «Της εξορίας» σε remastered cd υπάρχει και μια ανέκδοτη, πιο ροκ-εκδοχή του «Αρνιέμαι».

Η συνεργασία του Θεοδωράκη με τον Παπακωνσταντίνου συμπληρώνεται, εκείνα τα χρόνια, με έναν από τους σημαντικότερους, κατά τη γνώμη μου, δίσκους του τραγουδιστή, μέχρι σήμερα… Έχω την αίσθηση πως τα εξαιρετικά τραγούδια «Της εξορίας» (σε ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη, Πάνου Λαμψίδη, Γιάννη Νεγρεπόντη, Τάσου Λειβαδίτη και του ίδιου του Μίκη) που κυκλοφορούν το 1976 από τη Minos, αν και γράφτηκαν πολλά χρόνια πριν, στις εξορίες του συνθέτη, ακούγονται σα να έχουν γραφτεί για τη φωνή του… Στο δίσκο υπάρχει και μια διασκευή του τραγουδιού «Σωτήρης Πέτρουλας» με synthesizers που, ηχητικά, ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα τραγούδια. Στη λαϊκή ορχήστρα μπουζούκια παίζουν ο Λάκης Καρνέζης με τον Κώστα Παπαδόπουλο και το Χρήστο Νικολόπουλο. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική η έναρξη του δίσκου με το «Θάλασσες μας ζώνουν…» στο ρυθμό του τσάμικου…

Eκείνη τη χρονιά γράφεται σε εμβατηριακό ρυθμό και το «Τραγούδι του φοιτητή-αγωνιστή» του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Γιάννη Γρεβενιώτη, για την 3η επέτειο του Πολυτεχνείου… Εντάσσεται πολλά χρόνια αργότερα, το 1993, στη συλλογή «Απλά Μαθήματα Πατριδογνωσίας» της ΜΒΙ.

Στα τέλη του 1978 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ηχογραφεί τον πρώτο, ουσιαστικά, προσωπικό του δίσκο, με τίτλο το όνομά του και με συνθέσεις του Lluis Llach και του Αντώνη Βαρδή σε στίχους Πάνου Φαλάρα, του Διονύση Σαββόπουλου, του Θάνου Μικρούτσικου αλλά και «Το παζάρι του ληστή» του Θεοδωράκη και του Μάνου Ελευθερίου από τη δεύτερη «Αρκαδία» του Μίκη… Εκεί ερμηνεύει και την πρώτη σύνθεση της Χαρούλας Αλεξίου «Βαρέθηκα τα χωρατά». «Μεταβατικό» θα χαρακτήριζα αυτό τον δίσκο. Οι ενορχηστρώσεις του Κώστα Γανωσέλλη δημιουργούν ένα ηχητικό κλίμα, προετοιμάζοντας ουσιαστικά τη μετέπειτα πορεία του τραγουδιστή… Είναι κάτι ανάμεσα σε ότι μέχρι τότε τραγουδά και σε αυτά που πρόκειται να τραγουδήσει στο μέλλον… Ένα πέρασμα από τα «Αγροτικά» και τα τραγούδια «Της εξορίας» στο «Φοβάμαι» που κυκλοφορεί το 1982…Περνά από τα έντεχνα λαϊκά και πολιτικά τραγούδια της δεκαετίας του ’70 σε ροκ αναζητήσεις και μονοπάτια…

Το 1979 θα τραγουδήσει, εξ’ ολοκλήρου, ένα δίσκο με παραδοσιακά τραγούδια της Αρμενίας σε ελεύθερη απόδοση του Λευτέρη Παπαδόπουλου, με τον γενικό τίτλο «Αρμενία». Λαϊκά τραγούδια, με «ειδικό» στίχο, ενορχηστρωμένα από τον Τζικ Νακασιάν, που θυμίζουν αρκετά τα «επαναστατικά» τραγούδια του Θεοδωράκη, αλλά αυτή τη φορά αναφέρονται στους αγώνες του Αρμένικου λαού για την ελευθερία του. Ο Βασίλης αποδεικνύεται ο ιδανικός ερμηνευτής τους.

Εκείνη τη χρονιά συμμετέχει με δυο τραγούδια σε μια δουλειά που, αν και την εποχή που κυκλοφορεί, δεν ακούγεται ιδιαίτερα , στο πέρασμα των χρόνων, καταγράφεται σαν ένας από τους εμπορικότερους δίσκους της ελληνικής δισκογραφίας. Στο «Σταυρό του νότου» σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου και ποίηση Νίκου Καββαδία, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ερμηνεύει το «Μαχαίρι» και τον «Γουίλι» τα οποία, ηχητικά, μάλλον είναι πιο κοντά με ότι θα τραγουδήσει στη συνέχεια… Όπως και τα τραγούδια του Μάνου Λοΐζου που τραγουδά στο «Για μια μέρα ζωής» το 1980. Εκεί ο Λοΐζος πειραματίζεται με τους ηλεκτρονικούς ήχους και τα «Ντύθηκες Μακρυγιάννης τις αποκριές», «Σήριαλ», «Γερνάς και σκοτεινιάζει» σε στίχους Μανώλη Ρασούλη, Τάσου Λειβαδίτη, και του ίδιου του συνθέτη και πολύ περισσότερο το «Κι αν είμαι ροκ» σε στίχους της Δώρας Σιτζάνη, είναι πολύ πιο κοντά στον Βασίλη του μέλλοντος…

Το 1980 ο Βασίλης θα ερμηνεύσει τα χορικά από το θεατρικό έργο «Ατρείδες» σε μετάφραση Κώστα Γεωργουσόπουλου (Κ.Χ. Μύρη) και μουσική του Γιάννη Ζουγανέλη. Δυστυχώς αυτός ο πολύ σημαντικός δίσκος, στον οποίο ο τραγουδιστής πραγματοποιεί ιδιαίτερες και διαφορετικές ερμηνείες, παραμένει μέχρι σήμερα ανέκδοτος σε cd.

Η μεγάλη αλλαγή και η καταξίωση έρχονται το 1982 με το «Φοβάμαι». Σ’ αυτό το δίσκο και πολύ περισσότερο στη «Διαίρεση» που κυκλοφορεί δυο χρόνια μετά, κυριαρχεί πλέον ο ήχος μέσα στον οποίο ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου κινείται τα επόμενα χρόνια. Στο «Φοβάμαι» υπάρχουν οι μπαλάντες του Λοΐζου «Σ’ ακολουθώ», «Χαράματα Ομόνοια» και «Πρώτη Μαΐου», που είναι και τα τελευταία τραγούδια του που ηχογραφούνται όσο ζει. Επίσης κάποια λαϊκότροπα του Γιάννη Ζουγανέλη όπως «Ο τρελός» και το «Τσιφτετέλι αυτόνομον» σε στίχους Γιώργου Οικονομέα και Κλήμη Σταχτόπουλου, ενορχηστρωμένα όμως έτσι, που να ταιριάζουν με το νέο στυλ του τραγουδιστή. Ο «Κουρσάρος» «ξεπετάγεται» αμέσως, αποτελώντας μια από τις πιο μεγάλες επιτυχίες του τραγουδιστή στο πέρασμα των χρόνων…

Ανάμεσα στο «Φοβάμαι» και τη «Διαίρεση» το 1984, μεσολαβεί το 1983 η συμμετοχή στο δίσκο «Ξαναπές» του Νικόλα Άσιμου, που τραγουδά «Πιάστηκα σχοινί κορδόνι» («Σπαγγετερία») ενώ το 1984 κυκλοφορεί και ο δίσκος «Καρυωτάκης» σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη με την ηλεκτρονική ενορχήστρωση του Κώστα Γανωσέλλη. Δίσκος που δεν θα τύχει ιδιαίτερης αποδοχής… Οι φίλοι του Θεοδωράκη ίσως είναι διστακτικοί σ' αυτούς τους «δύσκολους» και πειραματικούς ήχους, ενώ οι φίλοι του τραγουδιστή, προτιμούν περισσότερο την καθαρή ροκ πλευρά του. Το ίδιο συμβαίνει και το 1993 με το δίσκο «Φυσάει» σε μουσική Γιώργου Τσαγκάρη και ποίηση Τάσου Λειβαδίτη.

Το 1985 ηχογραφούνται οι δίσκοι από τις συναυλίες του Παπακωνσταντίνου στο Νέο Φάληρο και του αφιερώματος στο Μάνο Λοΐζο στο Ολυμπιακό Στάδιο. Άλλη μια, έμμεση αυτή τη φορά, συνάντηση του Βασίλη με το Λοΐζο. Εκτός από τα κομμάτια-σταθμούς της συνεργασίας τους («Στρατιώτης», «Τρίτος Παγκόσμιος», «Πρώτη Μαΐου») ο Παπακωνσταντίνου τραγουδά το «Ακορντεόν» και τον «Τσε», ενώ παρουσιάζει και μια πολύ ενδιαφέρουσα ροκ εκδοχή του «Λιόντα του ληστή» του Μάνου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου, που έχει τραγουδήσει ο Γιώργος Νταλάρας δεκατρία χρόνια πριν… Άλλη μια περίπτωση στην οποία πέφτουν οι διαχωριστικές γραμμές… Τι είναι τελικά ο «Λιόντας»; Έντεχνο λαϊκό τραγούδι που το παρουσιάζει με πιο ροκ μορφή ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ή ένα ροκ κομμάτι, το οποίο ο Λοΐζος πρωτοπαρουσίασε με ακουστικά όργανα και διάφορα ηχητικά πειράματα το 1972; Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο, τουλάχιστον από τον γράφοντα…

Το 1986, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου συνεργάζεται με το Γιώργο Χατζηνάσιο και για τις ανάγκες τις ταινίας «Νοκ άουτ» του Πάυλου Τάσιου ηχογραφούν το «ηλεκτρικό» ζεϊμπέκικο «Αν είσαι μάγκας πάρε με».

To 1987 ανταμώνει με το Διονύση Σαββόπουλο στην τηλεοπτική σειρά «Ζήτω το Ελληνικό τραγούδι». Στο δίσκο που κυκλοφορεί τραγουδά το «Πάρε με» σε μουσική δική του και στίχους της Αφροδίτης Μάνου ενώ μαζί με το Νιόνιο θυμούνται το Μάνο Λοΐζο και το «Σ’ ακολουθώ».

Η ανοδική πορεία του Παπακωνσταντίνου συνεχίζεται και το 1988 έρχεται η δεύτερη συνεργασία του με το Θάνο Μικρούτσικο, αυτή τη φορά με έναν ολόκληρο δίσκο και με το «σκληρό» λόγο του Κώστα Τριπολίτη… Το «Όλα από χέρι καμένα» είναι γραμμένο στα μέτρα του Βασίλη… Το μόνο τραγούδι στο οποίο ο ήχος κάπως διαφοροποιείται είναι το «Κοντρόλ».
 
Την Πρωτοχρονιά του 1990 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου εμφανίζεται με τον Γιώργο Νταλάρα στην τηλεόραση και τραγουδούν μαζί το «Δεν λες κουβέντα» των Μούτση-Τριπολίτη. Εκείνη τη χρονιά πραγματοποιούν και μια συνεργασία που θα γράψει ιστορία… Eμφανίζονται στο θέατρο «Αττικόν» αρχικά και στο «Ράδιο Σίτυ» της Θεσσαλονίκης στη συνέχεια. Τόσο οι παραστάσεις όσο και ο δίσκος που θα κυκλοφορήσει το Μάρτη του 1991 θα γνωρίσουν τεράστια επιτυχία και θα αποτελέσουν πολύ σημαντική μουσική πρόταση. Οι πωλήσεις του δίσκου ξεπερνούν τις 160.000. Στις παραστάσεις ξεκινούν με μια σύνθεση του Νταλάρα σε στίχους Αντώνη Ανδρικάκη με τίτλο «Στο ίδιο έργο θεατές»… Λίγο παρακάτω, ο Νταλάρας προσκαλεί, «Έλα Βασίλη!» και εκείνος «δοκιμάζεται» και συμμετέχει με το δικό του ξεχωριστό τρόπο σε τραγούδια που δεν έχει ξαναπεί, όπως το «Πού ’ναι τα χρόνια» των Κουγιουμτζή - Δασκαλόπουλου, «Αχ χελιδόνι μου» των Λοΐζου - Παπαδόπουλου και το «Πριν το χάραμα» των Παπαιωάννου - Βασιλειάδη. Αξιοσημείωτη είναι και η μίξη ενός ροκ με ένα λαϊκό τραγούδι. Το «Ελλάς» του Σταμάτη Μεσημέρη μπαίνει μέσα στο «Μη μιλάς κινδυνεύει η Ελλάς» του Χρήστου Νικολόπουλου και του Λευτέρη Παπαδόπουλου, γυρίζεται σε videoclip, που προβάλλεται πριν και κατά τη διάρκεια των εμφανίσεων τους και ακούγεται πανελληνίως… Αποτελεί παράλειψη το ότι στο δίσκο δεν συμπεριλαμβάνεται το ντουέτο τους στο «Ένα μαχαίρι» των Μικρούτσικου - Καββαδία το οποίο λείπει και στην τηλεοπτική μετάδοση της συναυλίας από το Mega.

Αξίζει να διαβάσουμε την άποψη των δυο τραγουδιστών όπως αποτυπώθηκε σε συνέντευξή τους στον Αντώνη Ανδρικάκη για το περιοδικό «Ταχυδρόμος» το Νοέμβρη του 1990:

Β.Π.: Πάντα λέγαμε ότι κάποια στιγμή πρέπει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας. Συχνά περνάμε από τους ίδιους συναυλιακούς χώρους, με τον ίδιο τρόπο και τα ίδια μηχανήματα. Μοιάζουν πολύ οι δουλειές μας σε αυτόν τον τομέα. Στον εξοπλισμό μοιάζουμε, στο άκουσμα διαφέρουμε. Η μουσική όμως δεν χωρίζεται σε είδη. Χωρίζεται σε καλή και κακή. Πιστεύω ότι ο Γιώργος κάνει καλή μουσική και είναι επιθυμία μου να βρεθούμε μαζί σ’ ένα σύνολο των δύο απόψεων. Ο σημερινός ακροατής ακούει περισσότερα από ένα είδος μουσικής. Μπορούν να συνυπάρχουν όλα αυτά αρκεί να είναι καλά.

Ερ: Ποια είναι όμως η αιτία, που ένωσε αυτούς τους -φαινομενικά- ετερόκλητους καλλιτέχνες σ’ ένα χώρο;
Γ.ΝΤ.: Αυτό που ενώνει τη δική μου διαφορετική νοοτροπία με αυτήν του Βασίλη είναι το κίνητρο. Ο Βασίλης τα τελευταία χρόνια κάνει σχεδόν αυτό που έκανα εγώ από παλιά -απλώς, ξεκίνησα νωρίτερα. Δεν έχουμε διαφορά ηλικίας. Τα τελευταία δέκα χρόνια τραβάει ένα δρόμο μοναχικό και πρωτότυπο. Ενώ τραγούδησε Μπακαλάκο, Λοΐζο στην πιο μελωδική του εποχή, Θεοδωράκη κλπ., δεν μπόρεσε σ’ αυτό το είδος να κάνει περισσότερα πράγματα. Το κατάλαβε νωρίς, γέμισε μια ρουκέτα, την πυροδότησε και έφυγε. Έκανε κάτι δικό του, που μάλιστα δεν το είχε κάνει κανείς μέχρι τώρα. Ο Βασίλης δεν ήταν και δεν είναι από τους ιδιαίτερα καλλίφωνους τραγουδιστές. Είναι τραχύς τραγουδιστής. Δεν θα μπορούσε λοιπόν ν’ ανταγωνιστεί την Αλεξίου ή τον Πάριο. Έριξε μια σπαθιά στη ζωή του κι ακολούθησε άλλο δρόμο. Τραγουδάει τα τελευταία χρόνια παρασύροντας το κοινό του, οδηγώντας το στην απογείωση. Ό,τι δηλαδή κι εγώ στις συναυλίες μου!

Β.Π.:
Κάποια στιγμή ανακάλυψα ποιος είμαι και τι θέλω. Κι επέμεινα εκεί. Μέχρι που αυτό έγινε λαϊκό ως προς την απήχηση. Βρίσκω λοιπόν πολύ χρήσιμη αυτή τη συνύπαρξη. Σαν μια συνένωση καλλιτεχνικών ανησυχιών. Για μια τέτοια διαδικασία, μόνο με τον Γιώργο θα μπορούσα να δουλέψω. Που πήρε τραγούδια λαϊκά και τους έδωσε το αληθινό τους ύφος, ερμηνεύοντάς τα σε συναυλίες. Ο Νταλάρας έκανε το λαϊκό τραγούδι παράσταση, συνδιαλλαγή δηλαδή με τον κόσμο.

Μια από τις πιο λαϊκές στιγμές του Βασίλη Παπακωνσταντίνου αποτελεί η επανεκτέλεση της λαϊκής καντάδας των Βασίλη Τσιτσάνη - Γεράσιμου Τσάκαλου «Το σκαλοπάτι σου» στην οποία τραγουδά ντουέτο με τον Αντώνη Καλογιάννη στο δίσκο του δεύτερου «Αντίθετη πορεία» το 1993…

Σε τηλεοπτική σειρά της εποχής στο Mega ο Βασίλης εμφανίζεται να τραγουδά «Το βουνό» των Λουκά Νταράλα - Βαγγέλη Πρέκα. Ένα τραγούδι που, από τότε θα το πει αρκετές φορές ζωντανά, για τις ανάγκες τηλεοπτικών εκπομπών, ποτέ όμως δεν θα δισκογραφηθεί με τη φωνή του.

Το 1993 επίσης, συμμετέχει στο δίσκο του τραγουδοποιού Αλέξανδρου Δήμα «Τα φεγγάρια του χειμώνα είναι λίγο παλαβά», τραγουδώντας το «Ένα καράβι», ένα τραγούδι με «άρωμα» Λατινικής Αμερικής, που γίνεται μεγάλη επιτυχία και συμπεριλαμβάνεται από τότε στα ζωντανά προγράμματα του τραγουδιστή. Επίσης, ένα βαλσάκι με τίτλο «Κάτι διάφανες ψυχές» αλλά κι ένα ζεϊμπέκικο με τίτλο «Θέλω να πω» παρέα με τον συνθέτη και την Αφροδίτη Μάνου.

Το 1995 ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου συνδράμει τραγουδιστικά στην επιτυχία του δίσκου «Ανάσα η τέχνη της καρδιάς» της Δήμητρας Γαλάνη, τραγουδώντας την ακουστική μπαλάντα «Άρτεμις» σε μουσική της Δήμητρας και στίχους της Λίνας Νικολακοπούλου.

Το 1996 συμμετέχει στο θεατρικό δίσκο του Διονύση Σαββόπουλου «Παράρτημα» με δυο τραγούδια από την κωμωδία του Αριστοφάνη «Πλούτος». Στο «Θρεττανελό» συμπράττει μαζί με το συνθέτη και τον Αλκίνοο Ιωαννίδη και στις «Αυταπάτες» με τον Βασίλη Χατζηνικολάου.

Το 1997 στο δίσκο του «Πες μου ένα ψέμα να αποκοιμηθώ» ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου διασκευάζει και βάζει το στίγμα του στη μεγάλη επιτυχία των Γιώργου Ζαμπέτα - Αλέξανδρου Καγιάντα «Μάλιστα κύριε», η οποία γνωρίζει μια δεύτερη, διαφορετική καριέρα. Μια εξαιρετική εκτέλεση. Που αποδεικνύει περίτρανα πόσο τα γουστάρει τα λαϊκά τραγούδια… Χαρακτηριστικό του δίσκου αυτού, εκτός από τις μπαλάντες του Νικόλα Άσιμου, όπως ο «Μπαγάσας», είναι πως επιχειρείται μια στροφή σε έναν ήχο πιο ακουστικό, χωρίς πολύ ηλεκτρισμό και ένταση. «Ο χειμώνας» του Απόστολου Μπουλασίκη είναι άλλο ένα τραγούδι, χασάπικο, που θα μπορούσε να παιχθεί και με μια λαϊκή ορχήστρα.

Άλλο ένα ωραίο «ηλεκτρικό» ζεϊμπέκικο του Αποστόλη Μπουλασίκη με τίτλο «Στο πεζοδρόμιο» ακούγεται το 1999 στο δίσκο «Να με φωνάξεις». Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ο λαϊκός ήχος είναι, σχεδόν πάντα, παρών στις δουλειές του Βασίλη. Στον ίδιο δίσκο και «Η σούπα» ένα γρήγορο τραγουδάκι του Μπουλασίκη και πάλι, που «δραπετεύει» από τον ηλεκτρισμό.

Την ίδια χρονιά επιλέγεται από τον Μίμη Πλέσσα για να συμμετάσχει με δυο κομμάτια στη σύγχρονη λαϊκή όπερα «Ζευς» σε λιμπρέτο του Γιάννη Καλαμίτση, ενώ λίγο μετά έρχεται και το αποκορύφωμα της συνεργασίας του Βασίλη με το Θάνο Μικρούτσικο. Η «Θάλασσα στη σκάλα» σε στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου, αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, την πληρέστερη δισκογραφική κατάθεση του Παπακωνσταντίνου τα τελευταία, τουλάχιστον, δεκαπέντε χρόνια, σε επίπεδο νέου υλικού. Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με ότι συνέβη το 1988 στο «Όλα από χέρι καμένα», έχω την εντύπωση πως ο τραγουδιστής έρχεται πιο κοντά στο ύφος του συνθέτη… Ζεϊμπέκικος ο ρυθμός στο «Μη φύγεις», με τον πολύ χαρακτηριστικό ήχο του μπαγλαμά να «σχολιάζει», απτάλικος στον «Πιτσιρικά» με το συνθέτη να μετράει τα 9/8 στην αρχή του τραγουδιού: «ταν τα τα ταν τα τα ταν τα τα ταν ταν ταν», και το κλαρίνο του Μάνου Αχαλινωτόπουλου να εισβάλει στη μέση του, μέσα στην ηλεκτρική ορχήστρα. Από τα πιο αγαπημένα των ραδιοφωνικών παραγωγών το πιο ακουστικό «Κράτα λίγο ακόμα», ενώ στο «Δώσε μου μια αγκαλιά» ο συνθέτης «φλερτάρει» με το λαϊκό δρόμο «ουσάκ», γράφοντας παράλληλα ένα από τα γνωστά «μυστήρια» στο ρυθμό ζεϊμπέκικά του…

H συνεργασία τους θα συνεχιστεί με ζωντανές εμφανίσεις στη «Σφεντόνα» και με την κυκλοφορία ενός διπλού ζωντανού δίσκου το καλοκαίρι του 2000. Εκεί εκτός από τις επιτυχίες του καθενός, έχουν θέση η «Όμορφη πόλη» και η «Φαίδρα» του Μίκη Θεοδωράκη, η «Αχάριστη» του Τσιτσάνη, παιγμένη μόνο μ’ ένα πιάνο αλλά και το «Ερωτικό» («Πιρόγα») των Μικρούτσικου - Αλκαίου, ενορχηστρωμένο στα «μέτρα» και το ύφος του Βασίλη… Δε λείπουν βέβαια και οι αναφορές στον «ποιητή της θάλασσας» Νίκο Καββαδία… Ένα μεγάλο μέρος του προγράμματος αποτελείται από τραγούδια από το «Σταυρό του Νότου»…

To 2000 έρχονται οι «Χαμένες αγάπες» του Χριστόφορου Κροκίδη και σε στίχους Βασίλη Γιαννόπουλου ο Παπακωνσταντίνου τραγουδά στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου «Δεν έχω άλλη υπομονή». Ο Κροκίδης αφήνει για λίγο την κιθάρα και πιάνει το μπουζούκι ενώ στη μπαλάντα «Βρέξε Θεέ μου» ο ήχος από το ούτι του αποτελεί ευχάριστη έκπληξη…

Τον ίδιο χρόνο τραγουδά στο δίσκο-αφιέρωμα στο Γιάννη Μαρκόπουλο «Δεκαοκτώ». Συμμετέχει μαζί με τη Λιζέτα Καλημέρη και το Δημήτρη Υφαντή στα «Μαλαματένια λόγια» του Μάνου Ελευθερίου ενώ αποδίδει μόνος του την «Ελλάδα» («Λένγκω Λένγκω») σε στίχους του συνθέτη. Και τα δυο τραγούδια παρουσιάζονται με πιο σύγχρονη ενορχήστρωση στην οποία πρωτοστατούν οι ηλεκτρονικοί ήχοι.

Το 2000 και πάλι συμμετέχει στο cd single «Χωρίς σύνορα» τραγουδώντας για τον θρύλο «Τσε Γκεβάρα», του Μάνου Λοΐζου, μαζί με τους Αpurimac σε μια πιο λατινοαμερικάνικη προσέγγιση.

To 2002 σε κυκλοφορεί ο δίσκος «Προσέχω δυστυχώς» σε μουσική Μάνου Ξυδούς. Και από αυτή τη δουλειά δε λείπει ένα ζεϊμπέκικο με ακουστικές κιθάρες και τίτλο «Πάντα θα’ναι αργά» και τη συνεργασία των Μ. Ξυδούς, Αχ. Ηλιάδη, Π. Σπυρόπουλου στη σύνθεση και Γ. Γκαβογιάννη, Μ. Ξυδούς στους στίχους.

Το Μάρτη αυτής της χρονιάς τραγουδά στη μεγάλη συναυλία για τον Γρηγόρη Μπιθικώτση στο Σ.Ε.Φ. Από τις εκπλήξεις και πιο όμορφες στιγμές του δίσκου που κυκλοφορεί λίγους μήνες μετά, η προσέγγισή του στη λαϊκή όψη του Μάνου Χατζιδάκι με το «Μίλησέ μου» σε στίχους Νίκου Γκάτσου, ενώ με ιδιαίτερα γλαφυρό τρόπο αφηγείται τη συνάντηση με τον Μίκη Θεοδωράκη το 1973: «Τι είναι αυτό που πετάει από κλαδί σε κλαδί και τραγουδάει ανεπανάληπτα;» ρωτά ο Μίκης… «Ο Γρηγόρης Μπιθικότσυφας κύριε» απαντά ο Βασίλης και περνά το «τεστ»… Για να συνεχίσει τραγουδώντας «Ένα το χελιδόνι» (Μ. Θεοδωράκη - Οδ. Ελύτη) αποκαλώντας στο τέλος τον Μπιθικώτση «αρχηγό και δάσκαλο» του… Το «Δόξα τω Θεώ» (Μ. Θεοδωράκη - Ι. Καμπανέλλη) με το οποίο κλείνει εκείνη τη βραδιά το πρόγραμμά του, δυστυχώς, μένει εκτός δίσκου.

Ο Μίκης Θεοδωράκης τον ακολουθεί πάντα… Έτσι στο επίσημο άλμπουμ των Ολυμπιακών αγώνων του 2004 αποδίδει με το δικό του τρόπο ένα τραγούδι από τους «Λιποτάκτες» σε ποίηση Γιάννη Θεοδωράκη, το οποίο έχει «σφραγιστεί» από την πρώτη ερμηνεία του συνθέτη, το «Χάθηκα».

Στο «Φρέσκο χιόνι» που κυκλοφορεί το καλοκαίρι εκείνης της χρονιάς , ξεχωρίζει το ντουέτο του Βασίλη με τη Χάρις Αλεξίου στο τραγούδι του Σταμάτη Κραουνάκη «Οι μέρες που δικάζουν». Στον ίδιο δίσκο, φέρνει στα μέτρα του κι ένα τραγούδι «σημαδεμένο» από την πρώτη εκτέλεση του Νίκου Ξυλούρη. Το «Πώς να σωπάσω» του Σταύρου Ξαρχάκου και του Κώστα Κινδύνη.

Το 2005 παρουσιάζει στο Ηρώδειο μια σειρά από γνωστά κυρίως τραγούδια του, ενδεδυμένα με συμφωνικό ήχο αφού μαζί με τους μουσικούς του συμπράττει και η ορχήστρα «Femina Arte» υπό τη διεύθυνση του Γιάννη Γεωργιάδη. Οι συναυλίες αποτυπώνονται σε cd και dvd.

Eκείνη τη χρονιά έχει σειρά και μια συνεργασία που στο άκουσμά της, αρχικά, φαίνεται αταίριαστη. Πολύ περισσότερο όταν μαζί του συμμετέχουν τραγουδιστές που έχουν υπηρετήσει αυτό που λέμε κλασσικό λαϊκό τραγούδι. Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγουδάει Τάκη Σούκα, μαζί με τους Γιώργο Μαργαρίτη, Γεράσιμο Ανδρεάτο, Σοφία Παπάζογλου και Λένα Αλκαίου. Στο δίσκο «Αψέντι» συμμετέχει με το «Αερικό», ένα ουσάκ-ζεϊμπέκικο σε στίχους του Κώστα Μπαλαχούτη. Είναι η πρώτη φορά μετά από τριάντα τρία σχεδόν χρόνια που ακούγεται σε τέτοιου είδους τραγούδι… Το «απόλυτο-ουσάκ»… Ο ευρηματικός κοινωνικός στίχος του Μπαλαχούτη επίσης «Δεν έχει Μέγαρο στα Μέγαρα» σε συνδυασμό με τη μουσική του Σούκα στο ρυθμό του χασαποσέρβικου, προσθέτουν στο ρεπερτόριο του Βασίλη ένα ακόμη ωραίο λαϊκό τραγούδι.

Πόσος δρόμος υπάρχει ακόμη, ώστε να τον ακούσουμε να ερμηνεύει στη δισκογραφία τέτοια τραγούδια; Εκτός από το «Μάλιστα κύριε» και το «Βουνό» που προαναφέραμε, δεν είναι λίγες οι φορές που στις ζωντανές εμφανίσεις του ο Παπακωνσταντίνου ερμηνεύει λαϊκά τραγούδια όπως το «Τι γλυκό να σ’ αγαπούν» του Ζαμπέτα, το «Δεν θα ξαναγαπήσω» του Λοΐζου και τα δυο σε στίχους του «Προέδρου» Λευτέρη Παπαδόπουλου ή το «Ένα αμάξι με δυο άλογα» των Γρηγόρη Μπιθικώτση και Κώστα Βίρβου… Σε τηλεοπτικό πρόγραμμα της Σεμίνας Διγενή στον Alpha τραγουδά παρέα με τον Ζαφείρη Μελά…Τι είναι αυτό τελικά, που φοβίζει, όχι μόνο τον Βασίλη αλλά πολλούς τραγουδιστές σήμερα να κάνουν ένα άλμα προς το διαφορετικό;

Λίγους μήνες πριν φύγει από τη ζωή, ο γνωστός τραγουδοποιός και στενός συνεργάτης του Παπακωνσταντίνου, Σταμάτης Μεσημέρης, εξέφρασε την άποψή του γι’ αυτό το θέμα σε συνέντευξή που παραχώρησε σε μένα και τον Μάκη Ιωακειμίδη:

Ερ: Πριν από μερικά χρόνια ο Βασίλης τραγούδησε δυο λαϊκά τραγούδια του Τάκη Σούκα στο δίσκο «Αψέντι». Και τα είπε εξαιρετικά. Γιατί πιστεύεις πως δεν τραγουδά περισσότερο αυτό το είδος. Είναι ανασφάλεια; Τι είναι;

Απ:
O Bασίλης όχι μόνο τα λέει καλά, όχι μόνο τα έχει μέσα του από μικρό παιδί αλλά τα λέει πάνω στη σκηνή μ ’έναν απίστευτο τρόπο, δικό του, όπως ας πούμε το «Μάλιστα κύριε», το «μπλουζ» το λέω εγώ…

Ερ: Ή «Το βουνό» του Λουκά Νταράλα...
Απ: Ναι, «Το βουνό»… Κοίταξε, καμιά φορά το πρόσωπο που έχουν οι άνθρωποι για μας, πολλές φορές μας επηρεάζει πολύ και δεν είναι εύκολο να πάμε αλλού, είναι σα να «κοντράρουμε», όχι αυτό που έχουμε κάνει, αλλά αυτό που ο κόσμος ονειρεύεται από μας και αυτό είναι «κακός αγωγός». Καλύτερα να κάνουμε αυτό που γουστάρουμε χωρίς να σκεφτόμαστε τι ζητάει ο κόσμος από μας αλλά δεν παύει αυτό να μας παρασέρνει…

Ερ: Και ασυνείδητα δε γίνεται αυτό;
Απ: Ναι, ναι ασυνείδητα, προσπαθώντας σε μια κρίση, όπως είναι τις τελευταίες δεκαετίες, να ικανοποιήσεις ανάγκες, κενά κλπ και χωρίς να το καταλαβαίνεις, γίνεσαι μέρος του παιχνιδιού ενώ στη δημιουργία και στην ερμηνεία και στο τραγούδι πρέπει να λειτουργείς με το ένστικτό σου απλώς.

Το 2007 στο δίσκο «Μετωπική» ο Βασίλης τραγουδά τη «Συγνώμη» του Μάνου Πυροβολάκη και του Γιώργου Κλεφτογιώργου. Ένα ωραίο απτάλικο, με τη χαρακτηριστική κρητική λύρα του Πυροβολάκη να συνδιαλέγεται με την ηλεκτρική ορχήστρα.

Θα ακολουθήσει η συμμετοχή του στο τραγούδι των τίτλων της τηλεοπτικής σειράς «Δεληγιάννειο παρθεναγωγείο». Στο τανγκό «Δυο χείλη κατακόκκινα» σε μουσική Ζωής Τηγανούρια και στίχους Χάρη Ρώμα που βρίσκεται σε δυο εκτελέσεις στο cd, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου ακούγεται σε κάτι τελείως διαφορετικό.

Για να φτάσουμε στον Ιούνιο του 2008 και στο δίσκο «Βατόμουρα» σε μουσική και στίχους του Σταμάτη Μεσημέρη. Ας δούμε και πάλι τι λέει ο συνθέτης για τη λαϊκή πλευρά του δίσκου στην ίδια συνέντευξή του: Να ένα άλλο τώρα που πρέπει να το πούμε κι αυτό δείχνει την καλλιτεχνική του φύση. Τα τραγούδια του δίσκου είναι 11. Εγώ του ’λεγα από την αρχή «μας λείπουνε 2 τραγούδια». «Μα έχουμε 80 τραγούδια» μου λέει. «Μας λείπουνε 2 τραγούδια», ένα λαϊκό «παρέας», το «Φυσάει σκουριά» ήταν αυτό κι ένα άλλο που να είναι «εν δυνάμει» λαϊκό, το «Ντου» που να μπορεί να παιχτεί και με μπουζούκια κλπ και να μπορεί να παιχτεί κι από ροκάδες…

Το 2009 στο δίσκο «Ουράνια τόξα κυνηγώ» ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου τραγουδά σε μουσική δική του και στίχους του Άλκη Αλκαίου το «Ζεϊμπέκικο της φυλακής» αλλά κι ένα τσιφτετέλι με τίτλο «Μπουρίνι». Ένα χρόνο μετά σε δική του και πάλι σύνθεση και στίχους Οδυσσέα Ιωάννου, ντουετάρει με τον Δημήτρη Μητροπάνο και στο ρυθμό του ζεϊμπέκικου τραγουδούν «Σαν ναυαγός» στο δίσκο «Το παιχνίδι παίζεται». Ο δίσκος κλείνει με ένα ακόμα ζεϊμπέκικο με τίτλο «Γέλα μου». Το 2011 στο ρυθμό του καρσιλαμά τραγουδά τον «Καραϊσκάκη» σε στίχους και μουσική του ηθοποιού Νίκου Καλογερόπουλου, στην ταινία «Οι ιππείς της Πύλου» ενώ πριν από λίγο καιρό συμμετείχε στη δουλειά του Κύπριου συνθέτη Λάρκου Λάρκου «Το πρώτο ‘δω βασίλειο είχαν θεοί το κτίσει», τραγουδώντας σε ποίηση Βασίλη Μιχαηλίδη μια μπαλάντα με τίτλο «Προς ζητήσαντά με στίχους».

Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούμε σε μια ακόμη διαφορετική πλευρά του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Στις συμμετοχές του σε δουλειές με τραγούδια για παιδιά, μικρά ή μεγάλα. Το 1989 λοιπόν τραγουδά «Ο Μπόμπυ το ελεφαντάκι» σε μουσικη Χρύσανθου Μουζακίτη και στίχους Θεόφιλου Βερύκιου στο δίσκο «Η παρεούλα». Το 1995 έρχεται η σειρά του δίσκου «Κάτω από ένα κουνουπίδι» με ανέκδοτα τραγούδια του Μάνου Λοΐζου σε στίχους Γιάννη Νεγρεπόντη και τον Βασίλη να τραγουδά για «Μια απλή αλήθεια». Στα «Μυστικά του κήπου» του Νίκου Κυπουργού το 2001 ερμηνεύει το «Ήλιε μου» σε στίχους Λένας Κιτσοπούλου και συμμετέχει μαζί με τους Σ. Γιαννάτου, Αλ. Ιωαννίδη, Δ. Γαλάνη, Μ. Φαραντούρη και Δ. Δημοσθένους στο «Καράβι μου καραβάκι» σε στίχους Θωμά Μοσχόπουλου. Το 2002 διαβάζει το παραδοσιακό ελληνικό παραμύθι «Το παιδί και το ψαράκι» στο cd «Μια φορά κι έναν καιρό» που κυκλοφορεί μαζί με το περιοδικό «Μετρό». Στο ίδιο cd συνοδεύει τον Δημήτρη Ζερβουδάκη στο «Επιμύθιο» σε μουσική και στίχους Αριστείδη Χατζησταύρου. Το 2005 τραγουδά και πάλι Μίκη Θεοδωράκη στο cd «Δες τι λαμπρό φεγγάρι». Το «Τι θέλω» σε ποίηση Γεωργίου Δροσίνη και η «Ειρήνη» σε ποίηση Βασίλη Ρώτα ανήκουν στα τραγούδια που γράφει ο Μίκης σε εφηβική σχεδόν ηλικία, το 1939 και 1947 αντίστοιχα. Συνοδεύει η παιδική χορωδία του Δημήτρη Τυπάλδου.

Θα μπορούσαμε λοιπόν σαν συμπέρασμα να πούμε πως ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου έχει τελικά δυο πρόσωπα… Αυτό του ροκ-σταρ που γεμίζει τα στάδια και τα θέατρα με κοινό όλων των ηλικιών, πολύ περισσότερο αυτών που βρίσκονται μεταξύ 15-25 ετών, με προγράμματα με πολύ ένταση και ηλεκτρισμό. Υπάρχει όμως και η άλλη πλευρά με τραγούδια περισσότερο ακουστικά, θεατρικά, παιδικά ή λαϊκά που τελικά, άγνωστο γιατί, έχει γίνει λιγότερο γνωστή στο πλατύ κοινό… Έχω την αίσθηση πως είναι η ώρα, μετά από 40 χρόνια λαμπρής καριέρας, τόσο ο τραγουδιστής, όσο και το κοινό να εμβαθύνουν περισσότερο και να φωτίσουν κι αυτή την πιο «σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού»… Την τόσο σημαντική τελικά… «Σκαλίζοντας» τα παλιά και «φυτεύοντας» κι άλλα «αερικά» λαϊκά τραγούδια…

Υ.Γ: Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Όασις» (τεύχος 3 - Οκτώβριος 2008). Εδώ παρουσιάζεται συμπληρωμένο με νέα στοιχεία και video.

Πηγές:
- Γιάννης Φλέσσας: «Βασίλης Παπακωνσταντίνου» (Αιγώκερως - Μουσικά πορτραίτα 1993)
- Συνέντευξη Γιώργου Νταλάρα - Βασίλη Παπακωνσταντίνου στον Αντώνη Ανδρικάκη στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» (Νοέμβριος 1990)
- Συνέντευξη Σταμάτη Μεσημέρη στους Θανάση Γιώγλου & Μάκη Ιωακειμίδη (Ιούνιος 2008)
- Πέτρος Δραγουμάνος «Κατάλογος ελληνικής δισκογραφίας»

Video
«Στο ίδιο έργο θεατές» (Γ. Νταλάρα - Αντ. Ανδρικάκη) Γ. Νταλάρας - Β. Παπακωνσταντίνου. Από τις εμφανίσεις τους στο «Ράδιο Σίτυ» της Θεσ/νίκης τον Μάρτιο του 1991. (Από την εκπομπή της TV Mακεδονία «Στο φως των αστεριών» (Αρχείο Ελένης Κωστελέτου)

Ευχαριστούμε την Ελένη Κωστελέτου για την παραχώρηση του video.

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!