Ο Jan Garbarek στο Ηρώδειο

Με δύναμη από τη Νορβηγία
Ο Jan Garbarek στο Ηρώδειο Φωτό: Ιπποκράτης Ναυρίδης
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
*Γράφει ο Θάνος Μαντζάνας

Ο κορυφαίος Ευρωπαίος jazz μουσικός στα εβδομήντα πέντε του όχι μόνον είναι ακμαιότατος αλλά και παραμένει το ίδιο ανήσυχος και καινοτόμος όσο όταν ξεκινούσε, περισσότερο από μισό αιώνα πριν.

Για ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού κοινού ο Jan Garbarek θα είναι για πάντα ο σαξοφωνίστας που το 1986 έπαιξε το θαυμάσιο - και κλασικό στο είδος του πλέον – βασικό θέμα του soundtrack της Ελένης Καραϊνδρου για την ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Ο Μελισσοκόμος». Αυτή όμως δεν είναι καν η «κορυφή του παγόβουνου» του φαινομένου Garbarek. Πριν από όλα ο λόγος που τον επέλεξε η μεγάλη συνθέτρια ήταν ακριβώς ότι ήδη είχε μια μεγάλη διαδρομή πίσω του. Μια διαδρομή που ξεκίνησε με την βράβευση του σε έναν διαγωνισμό σε ηλικία δέκα πέντε ετών η οποία οδήγησε στο να γίνει αμέσως επαγγελματίας μουσικός, συνεχίστηκε με το δισκογραφικό ντεμπούτο του πριν συμπληρώσει τα είκοσι κα καταξιώθηκε με την συνεργασία του με την σημαντικότερη ευρωπαϊκή jazz δισκογραφική εταιρεία, την γερμανική ECM, με μια μακρά σειρά albums τόσο με τα προσωπικά σχήματα του όσο και εκλεκτών συνεργασιών του με πολλούς άλλους πολύ σημαντικούς jazz μουσικούς.
 MG 2054
Στη συναυλία στο γεμάτο στο μεγαλύτερο μέρος του Ωδείο Ηρώδου Αττικού ο Jan Garbarek απέδειξε όχι μόνο το ότι η φήμη του είναι απολύτως δικαιολογημένη αλλά και ότι τα όσα προαναφέρθηκαν εξακολουθούν να ισχύουν και με το παραπάνω. Σε ηλικία που άλλου μουσικοί, της jazz και όχι μόνον, αρκούνται στο να «ανακυκλώνουν» το παρελθόν, το δικό τους ή και άλλων, ο Garbarek είναι το ίδιο «ανήσυχος» όσο ήταν πάντα κα συνεχίζει ακούραστος να ερευνά, ακόμα και να πειραματίζεται.

Όπως συνέβαινε πάντα – και είναι δομικό στοιχείο της σταθερά πολύ υψηλής ποιότητας της μουσικής του – οι τρεις μουσικοί που έχει επιλέξει να τον πλαισιώνουν είναι εξαίρετοι. Πρόκειται για τον Γερμανό πιανίστα Rainer Brüninghaus, τον Ρώσο μπασίστα Yuri Daniel (αμφότεροι επί χρόνια συνεργάτες του) και τον Ινδό περκασιονίστα και ντράμερ Trilok Gurtu. Δεν είναι συμπτωματικό ότι ο τελευταίος αναφερόταν ξεχωριστά στην αφίσα της συναυλίας καθώς εκτός από καταξιωμένος είναι και αρκετά γνωστός, καταρχήν ως εκτελεστής των παραδοσιακών ινδικών κρουστών τάμπλας και στη συνέχεια και λιτgτερο ως ντράμερ.

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι στη συναυλία αυτή ο Jan Garbarek έκανε μια (πάντα σεμνή και όχι προς άγραν εντυπωσιασμού) επίδειξη της ευελιξίας του καθώς τα κομμάτια που έπαιξε ήταν μια σύντομη περιήγηση σε αρκετά ρεύματα και τάσεις της jazz, από όμορφο και μελωδικό be bop και σαγηνευτική cool μέχρι μια δική του εκδοχή της fusion χωρίς φυσικά να λείπουν και κάποια στοιχεία της νορβηγικής παραδοσιακής μουσικής τα οποία χαρακτηρίζουν σταθερά την μουσική του. Στις περισσότερες συνθέσεις κυριαρχούσε λιγότερο ή περισσότερο ο ρυθμός, δεν είναι συμπτωματικό ότι σχεδόν εξίσου με το τενόρο σαξόφωνο έπαιξε σοπράνο, το δεύτερο όργανο του που χρησιμοποιεί για τα λιγότερο ατμοσφαιρικά και πιο «νευρώδη» κομμάτια του. Αν και έδινε άφθονο χώρο και χρόνο στους συνεργάτες του, όχι μόνο για τα σόλο τους αλλά και εντός των ενορχηστρώσεων, αυτό που πρωταγωνιστούσε ήταν το περισσότερο και από δεξιοτεχνικό και έμπλεο συναισθήματος παίξιμο του όπως ακριβώς – και χωρίς να το επιδιώκει καθόλου – στη σκηνή δέσποζε η χαρακτηριστική ψηλόλιγνη φιγούρα του με τα «σήμα κατατεθέν» γκρίζα πλέον αλλά πάντα μακριά μαλλιά του.
 MG 2087
Αν έχω μια ένσταση είναι για το ότι ο Trilok Gurtu λειτουργούσε περισσότερο ως «υνεργαζόμενος περκασιονίστας» παρά σαν μέλος του γκρουπ. Ο θαυμάσιος αυτός μουσικός αρκετά συχνά – όπως βέβαια στο σόλο του αλλά και σε ένα κομμάτι που ουσιαστικά ήταν ντουέτο του με τον Garbarek – έπαιζε την δική του μουσική, βασισμένη στις ινδικές φόρμες και με τα τάμπλας και άλλα κρουστά να έχουν όχι μόνο ρυθμικό αλλά και μελωδικό ρόλο. Είναι φανερό ότι ο Garbarek, συνειδητά ή μη, προσπαθεί να συνδυάσει την ευρωπαϊκή έστω εκδοχή της jazz με την τροπική ινδική μουσική που εκπροσωπεί τόσο άξια ο Gurtu. Είναι όμως δύο τόσο όχι μόνο διαφορετικές αλλά και «ξένες» μεταξύ τους παραδόσεις ώστε απλά δεν τους βγαίνει, το σύνολο δεν καταφέρνει να «κολλήσει». Τα πράγματα λειτουργούσαν πολύ καλύτερα αλλά και πιο «ομαλά» όταν ο Gurtu έπαιζε σαν «κανονικός» jazz ντράμερ.

Για όλα τα υπόλοιπα όμως δεν μπορούσε να υπάρξει η παραμικρή αντίρρηση. Δεξιοτέχνης αλλά και μελωδικότατος πιανίστας ο Rainer Brüninghaus που το παίξιμο του ταιριάζει «γάντι» με του Garbarek. Δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει και keyboards όπου κρίνει ότι είναι απαραίτητο όπως σε ένα υπέροχο ντουέτο του με τον Garbarek το οποίο σχεδόν επέστρεφε στις ρίζες του πιο μελωδικού swing. Αν και κατά βάση κοντραμπασίστας ο Yuri Daniel έπαιζε με άταστο ηλεκτρικό μπάσο, κάτι που έδινε ένα σχεδόν funk υπόβαθρό ακόμα και στις πιο «γαλήνιες» και ατμοσφαιρικές στιγμές. Τα σόλο αμφοτέρων ήταν σύντομα σε διάρκεια, «οικονομικά» και ουσιώδη.
 MG 2165
Εξαίρεση όπως ήταν μάλλον αναμενόμενο αυτό του Trilok Gurtu, λίγο υπερβολικά μεγάλο σε διάρκεια και επιπλέον διανθισμένο με τα ιδιοσυγκκρασιακά φωνητικά του.

Συνοψίζοντας ο Jan Garbarek και οι συνεργάτες του έδωσαν στο αθηναϊκό κοινό του ιδιώματος μια βραδιά βασισμένης μεν στη παράδοση αλλά απόλυτα σύγχρονης και πολύ όμορφης jazz που σίγουρα δεν άφησε κανέναν και καμία παραπονεμένο/η.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!