Η ΕΣΟ της ΕΡΤ στο Μέγαρο Μουσικής

Ελληνική ενδοσκόπηση και ισπανική υπερβολική εξωστρέφεια
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
*Γράφει ο Θάνος Μαντζάνας

Μια πολύ καλή εκτελεστικά συναυλία της Εθνικής Συμφωνικής Ορχήστρας της ΕΡΤ αλλά άνιση ως προς το πρώτο και το δεύτερο μέρος της λόγω της πολύ μεγάλης διαφοράς επιπέδου των έργων που αντίστοιχα παίχτηκαν.

Ο Ισπανός μαέστρος Oscar Navarro είχε διευθύνει την ΕΣΟ της ΕΡΤ σε μιαν από τις καλύτερες συναυλίες της των τελευταίων ετών, με έργα Ισπανών συνθετών στην αρχή της χρονιάς στο Μέγαρο Μουσικής και ορθότατα μετακλήθηκε για μιαν ακόμα φορά.

Το πρώτο έργο της βραδιάς ήταν το Πρώτο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα του Δημήτρη Παπαδημητρίου το οποίο έχει ήδη δισκογραφηθεί και κυκλοφορεί. Πρόκειται για ένα έργο το οποίο σαφώς ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην ενασχόληση του πολυσχιδούς συνθέτη με την συμφωνική μουσική. Οι καταβολές του βρίσκονται σε ένα έργο για σόλο πιάνο με τίτλο «Βόρειος Ανεμος» που είχε γράψει πολλά χρόνια πριν. Το έργο αυτό αποτελεί το θέμα του πιάνου στο πρώτο μέρος το οποίο εξελίσσεται στα επόμενα δύο. Πρέπει να πω σε αυτό το σημείο ότι το μέρος του πιάνου είναι τόσο περίτεχνο ώστε θα μπορούσε πολύ ωραία να είναι ένα αυτόνομο σολιστικό έργο μεγαλύτερης διάρκειας. Με αυτό δεν μειώνω ούτε στο ελάχιστο την αξία του ορχηστρικού μέρους, το αντίθετα μάλιστα, η ορχήστρα δεν συνοδεύει απλά τον πρωταγωνιστικό ρόλο του πιάνου αλλά βρίσκεται σε συνεχή «διάλογο» μαζί του, φανερό ή υπόρρητο. Αυτό ακριβώς δηλαδή που χαρακτηρίζει κάθε πραγματικά σημαντικό κοντσέρτο για οποιοδήποτε όργανο και ορχήστρα.
ERT 1328
Πρόκειται για έργο προγραμματικής μουσικής που όμως αντί να περιγράφει γεγονότα και καταστάσεις του εξωτερικού κόσμου καταδύεται στον εσωτερικό για να αποτυπώσει διαφορετικές συναισθηματικές και ψυχικές διαθέσεις ενός ανθρώπου, του ιδίου του δημιουργού, σε αντίστοιχα διαφορετικές χρονικές στιγμές. Το επιθετικό, κάποιες φορές ακόμα και οργισμένο ύφος του πρώτου μέρους διαδέχεται το πιο λιτό, κάποιες φορές σχεδόν μινιμαλιστικό αλλά και πολύ πιο σκοτεινό, με πινελιές από τον βαθύχρωμο λυρισμό κάποιων έργων του Σοπέν δεύτερο για να οδηγηθούμε στο πλούσιο μελωδικά, κατασταλαγμένο και σχεδόν γαλήνιο σε σχέση με ό,τι προηγήθηκε τρίτο μέρος στο οποίο το υποκείμενο αποδέχεται και εντέλει συμφιλιώνεται με όλες τις πλευρές του εαυτού του.

Στη διάρκεια του έργου το πιάνο μετέρχεται τα περισσότερα από τα ύφη αλλά και στιλ του οργάνου κατά την ρομαντική περίοδο, όχι με χρονολογική σειρά φυσικά για να καταλήξει στην ύστερη φάση της που είναι και η αγαπημένη του συνθέτη. Το ορχηστρικό μέρος όμως είναι πολύ πιο σύνθετο από αυτό παραθέτοντας και παραπέμποντας σε διαφορετικές φάσεις της δημιουργικής διαδρομής του Δ. Παπαδημητρίου με τον ύστερο ρομαντισμό να είναι πάλι παρών όπως όμως και ο ιμπρεσιονισμός ενώ σε κάποια σημεία επανεμφανίζονται στοιχεία της γραφής του για ορχηστρικά soundtracks καθώς η κινηματογραφική μουσική ήταν το ιδίωμα με το οποίο ξεκίνησε – και με πολλές διακρίσεις μάλιστα – την συνθετική δραστηριότητα του, μια περίοδος που διήρκεσε για μεγάλο διάστημα και διακόπηκε όταν άρχισε να ασχολείται με την δημιουργία τραγουδιών που είχαν πολύ μεγάλη επιτυχία και τον έκαναν γνωστό σε ένα πολύ ευρύτερο από όσο μέχρι τότε κοινό.

Αυτό όμως που κυρίως διαφοροποιεί το Πρώτο κοντσέρτο για πιάνο από τα μέχρι τώρα συμφωνικά έργα του Δ. Παπαδημητρίου είναι η ενορχήστρωση του. Βασίζεται πολύ λιγότερο στον όγκο της ορχήστρας και αντίθετα είναι λιτή και αφαιρετική, ενίοτε και υπαινικτική. Αξιοποιεί πολύ περισσότερο τις ομάδες των οργάνων, ακόμα και μεμονωμένα όπως το φλάουτο σε σύντομα σολιστικά περάσματα ενώ ένα πολύ ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι τα κρουστά, τα ρυθμικά και ακόμα περισσότερο τα μελωδικά, ξεφεύγουν από τον τυπικό, συνηθισμένο ρόλο τους και γίνονται δομικά στοιχεία της σύνθεσης. Εν κατακλέιδι δεν ξέρω αν το Πρώτο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα είναι το καλύτερο μέχρι τώρα συμφωνικό έργο του Δημήτρη Παπαδημητρίου αλλά σίγουρα είναι το πιο ώριμο και πιθανότατα το βαθύτερο «ανοίγοντας την όρεξη» για το επερχόμενο Δεύτερο κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αλλά και για το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα το οποίο θα παρουσιαστεί ζωντανά προσεχώς.

Ο Τίτος Γουβέλης ήταν ο μόνος από τους συντελεστές που ήταν κοινός στην ηχογράφηση του έργου και στη συναυλία και δεν είναι καθόλου συμπτωματικό. Από τους κορυφαίους πιανίστες μας και ειδικευμένος σε «δύσκολα» έργα, ανεξαρτήτως ρεπερτορίου, όχι μόνον εκτέλεσε άψογα την πολύ απαιτητική από πλευράς δεξιοτεχνίας παρτιτούρα αλλά και κατόρθωσε να εισέλθει στην πυρήνα του έργου και να φτάσει στην καρδιά και την ψυχή του, να αφουγκραστεί την πρώτη και να ταυτιστεί με την δεύτερη ώστε να αποδώσει ανάγλυφα τις τόσες ψυχολογικές και συναισθηματικές μεταπτώσεις του. Όμως και η ΕΣΟ της ΕΡΤ, υπό την πολύ μελετημένη διεύθυνση του Oscar Navarro, στάθηκε αντάξια του. Απέδωσε τις τόσες λεπτομέρειες του έργου με την δέουσα προσοχή αλλά και δυναμισμό και κέφι και δίχως ούτε στιγμή να χάνει την αίσθηση του συνόλου έτσι ώστε το τελικό αποτέλεσμα διέθετε ενέργεια μα και ζωντάνια.

Ο ηλικίας σαράντα ενός ετών Oscar Navarro σπούδασε παράλληλα σύνθεση και διεύθυνση ορχήστρας και στη συνέχεια μουσική για κινηματογράφο και τηλεόραση στο πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνια με υποτροφία του ιδρύματος. Εχει εργασθεί ως συνθέτης soundtracks αρκετών ταινιών, τόσο στο Χόλιγουντ όσο και στην Ισπανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες με κάποια μάλιστα από αυτά να αποσπούν βραβεία και διακρίσεις.

Ως μαέστρος ο Navarro είναι πραγματικό ταλέντο και πιστεύω ότι όσο ωριμάζει θα δίνει όλο και καλύτερες ερμηνείες. Οσον αφορά όμως στην συνθετική πλευρά του τα πράγματα είναι κάπως διαφορετικά και το κατάλαβα από το έργο του με το οποίο έκλεισε την συναυλία με έργα μεγάλων ομοεθνών του συνθετών με την ΕΣΟ που προανέφερα. Χωρίς να είναι κακό βασιζόταν κατά κύριο λόγο στους δύο flamenco κιθαρίστες που είχε φέρει μαζί του με την ορχήστρα να λειτουργεί ως συνοδευτική τους.

Καθώς αυτή ήταν η δεύτερη συναυλία που διηύθυνε στην Ελλάδα σε σχετικά σύντομο διάστημα φαίνεται ότι έκρινε πως έπρεπε το έργο που του ζητήθηκε να παιχθεί έπρεπε να έχει σχέση με αυτήν. Αποφάσισε λοιπόν να παρουσιάσει ένα τέτοιο εμπνευσμένο από την μυθολογία μας, την δεκαμερή συμφωνική σουίτα με τίτλο και θέμα «Θεοί Του Ολύμπου».

Τα προβλήματα μάλλον ξεκίνησαν από το ότι ο Navarro, όπως είναι φυσικό ίσως, έχει λίγο θολή και μπερδεμένη εικόνα για την ελληνική μυθολογία. Ηταν φανερό ήδη από το πρόγραμμα από το οποίο πληροφορηθήκαμε ότι ο θεός του «κάτω κόσμου» ή Αδη λεγόταν επίσης…Αδης και όχι Πλούτων, ότι η Αφροδίτη ήταν μεν θεά του έρωτα και της λαγνείας αλλά όχι και της ομορφιάς και, το καλύτερο όλων, ότι η Αθηνά ήταν δίδυμο μαζί με τον Αρη ως θεότητες του πολέμου! Το κυριότερο χαρακτηριστικό της Παλλάδας, η σοφία, δεν υφίσταται καν για τον Navarro ενώ είναι λίγο συζητήσιμο για το αν, πώς και γιατί το δωδεκάθεο έπρεπε να έχει…βασιλικό ζεύγος, δηλαδή τον Δία και την Ηρα. Υποσυνείδητη προβολή του τόσο αναχρονιστικού πολιτεύματος της χώρας του ίσως;

Ηδη η εισαγωγή, με τα εκκωφαντικά κρουστά όλων των ειδών ως σύμβολο των κεραυνών του Διός, ήταν λίγο ενοχλητική ως προς την προβλεψιμότητα της αλλά με την επανάληψη της στην αρχή κάθε μέρους κατέληξε να είναι και εκνευριστική. Ακόμα περισσότεροι απλοϊκοί και προβλέψιμοι συμβολισμοί ακολούθησαν, για κάποιο λόγο ήξερα ότι η άρπα θα συμβόλιζε την Αφροδίτη πριν ακόμα παιχτεί το μέρος που την περιγράφει.

Το έργο του Navarro ήταν μια συρραφή από κλισέ και πιο συγκεκριμένα της κινηματογραφικής μουσικής. Δεν ήταν κακό και πάλι, για την ακρίβεια ήταν πολύ πιο εντυπωσιακό από εκείνο που μας είχε παρουσιάσει την προηγούμενη φορά αλλά λιγότερο εμπνευσμένο ενώ η μεγάλη διάρκεια σε συνδυασμό με την προβλεψιμότητα του τελικά το έκαναν και λίγο κουραστικό. Καθώς δε ήταν έργο προγραμματικής μουσικής όπως κει εκείνο που είχε προηγηθεί δεν μπορούσες να μην διαπιστώσεις το πόσο ασύγκριτα πιο επιφανειακό, αν όχι ρηχό συναισθηματικά ήταν.

Από την άλλη ο Oscar Navarro κατέχει τα «μυστικά» (ή τα κόλπα…) της κινηματογραφικής μουσικής και ως μαέστρος γνωρίζει πολύ καλά τα ηχοχρώματα όλων των οργάνων αλλά και το πώς να αξιοποιεί την ορχήστρα στο μέγιστο. Όπως ήταν φυσικό αφού ήταν δικό του έργο διηύθυνε με ακόμα περισσότερο ενθουσιασμό οδηγώντας την ΕΣΟ να αποδώσει άριστα μια παρτιτούρα που, ούτως ή άλλως, ήταν πολύ λιγότερη απαιτητική αλλά και λεπτομερειακή από αυτήν ου προηγούμενου έργου. Ετσι το εκτελεστικό σκέλος ήταν υψηλοτάτου επιπέδου και δικαιολογημένα ανταμοίφθηκε με θερμό χειροκρότημα. Το μόνο που απουσίαζε ήταν η ουσία…

Αντίθετα το σύντομο επίσης δικό του έργο που παίχθηκε στο encore, ένα tango με τίτλο «New Dawn» που, όπως είπε, του παραγγέλθηκε εντός της πανδημίαςκαι ως «αντίδοτο» στο βαρύ κλίμα της, εκτός από τον χαρούμενο χαρακτήρα του ήταν αρκετά ενδιαφέρον και κυρίως διέθετε ευπρόσδεκτες ικανές δόσεις χιούμορ. Δεν ήταν όμως αρκετό, τουλάχιστον για εμένα, για να μειώσει την αίσθηση της αποκλιμάκωσης σε σχέση με την κορύφωση του πρώτου μέρους.

Δεν μπορώ όμως και να μην πω ότι ήταν μία υψηλού επιπέδου συναυλία της ΕΣΟ της ΕΡΤ με τον Oscar Navarro να αποδεικνύει για δεύτερη φορά όχι μόνον ότι είναι εξαίρετος μαέστρος αλλά και το ότι «δένει» μαζί της τόσο πολύ. Ένα πολύ καλό ξεκίνημα δηλαδή της σεζόν 22 – ’23 για το δεύτερο σε σπουδαιότητα ορχηστρικά σύνολο της χώρας μας που ελπίζω αλλά και πιστεύω να συνεχιστεί ανάλογα.

*Φωτογράφος : Λευτέρης Σαμοθράκης

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!