Νικήτας Βοστάνης - «Αν δεν έχεις σπρώξιμο» και «λούκια» συναντάς πάντα ένα τοίχο»

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ) Εραστής του τραγουδιού και της μουσικής από τα παιδικά του χρόνια στην Αίγυπτο, ο Νικήτας Βοστάνης κατάφερε να κάνει τα όνειρά του πραγματικότητα.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Μετά την πολύχρονη συμμετοχή του σαν μουσικός σε διάφορα σχήματα με αξιόλογες συνεργασίες, ο Νικήτας Βοστάνης παρουσίασε σαν συνθέτης μια σειρά από κύκλους τραγουδιών, γεγονός σπάνιο και ξεχωριστό στις μέρες μας, ενδεικτικό όμως της ποιότητας και των προθέσεων του καθώς και της ευρύτερης αντίληψής του για το ρόλο των δημιουργών στο τραγούδι.

Έτσι μετά το το «Τέρμα Γκάζι» του 2004 σε στίχους του Δημήτρη Τσεκούρα και της Αρετή Κελερμένου, ακολούθησε το «Όνειρο στην Έρημο» (2009) σε στίχους του Κώστα Μπαλαχούτη αλλά και των Λιζέτας Καλημέρη, Αλέκας Μπότη, Αρετής Κελερμένου καθώς και το «Στου Παραδείσου το Βυθό» (2011) σε στίχους Μάρκου Σαριμανώλη με βασικό ερμηνευτή τον Μπάμπη Τσέρτο αλλά και την Ειρήνη Τουμπάκη. Αυτές τις μέρες ο Βοστάνης βρίσκεται και πάλι στο στούντιο όπου ηχογραφεί μια νέα δουλειά αντίστοιχης κοπής, όπου μεταξύ άλλων τους στίχους υπογράφει ο Μιχάλης Μπουρμπούλης, με τη συμμετοχή του Μανώλη Μητσιά, του Λάκη Χαλκιά, του Αλέξανδρου Χατζή, της Μαρίας Σπυροπούλου, της Μαρίνας Μανωλάκου, της Αρετής Κετιμέ και του Τσέρτου.

Πότε, που και πως ξεκινά η ενασχόλησή σου με τη μουσική;
Γεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια από πατέρα Μυτιληνιό ενώ η μητέρα μου είναι από τη Σύμη. Μεγάλωσα σ’ ένα περιβάλλον όπου υπήρχε μια παθολογική λατρεία για την μουσική. Βέβαια όταν ο μεγαλύτερος αδελφός μου ζήτησε από τον πατέρα μου να του πάρει ένα βιολί εκείνος προτίμησε να του αγοράσει ένα ζευγάρι παπούτσια. Το κόλλημα μας όμως με την μουσική μας οδήγησε στο να μετατρέψουμε μια ρακέτα σε κιθάρα με μανταλάκια και λαστιχάκια. Αργότερα στο μηχανουργείο που είχε ο πατέρας μου κοπιάραμε, κόβοντας και ενώνοντας ξύλα, μια ιταλική ηλεκτρική κιθάρα που είχε βρει ο αδελφός μου και στη συνέχεια φτιάξαμε κι ένα μπάσσο. Ο αδελφός μου εξελίχτηκε και έγινε πολύ καλός μπασίστας ενώ εκείνα τα χρόνια στην Αλεξάνδρεια συμμετείχε και στην φιλαρμονική όπου έπαιζε τρομπόνι. Εγώ, έντεκα χρονών τότε, πήγαινα μαζί του και χάζευα αυτόν αλλά και τους άλλους μουσικούς. Μου είχαν κάνει εντύπωση τα κλαρίνα και πήγα στον δάσκαλο και του είπα: «Θέλω να μάθω αυτό το μαύρο μακρύ όργανο». Εκείνος μου απάντησε πως θα με μάθει κάτι ακόμα πιο καλό και μου έδωσε ένα όμποε. Βέβαια μετά λόγω των αραβοισραηλινών εντάσεων και πολέμων ήταν δύσκολο να βρεθούν καλαμάκια για το όμποε και αναγκάστηκα να μάθω, μετά λύπης μου, σαξόφωνο. O καημός μου όμως ήταν το μπουζούκι.

Ακούγατε στον οικογενειακό σου κύκλο λαϊκά τραγούδια;
Καταλαβαίνεις τώρα σαν Έλληνες του εξωτερικού τι ακούσματα είχαμε στα χρόνια του ’60. Καζαντζίδη, Τσιτσάνη… Ο δίσκος με την Συννεφιασμένη Κυριακή κυριολεκτικά είχε λειώσει από το αδιάκοπο παίξιμο. Θυμάμαι ότι το πρώτο λαϊκό τραγούδι που άκουσα και μ’ εντυπωσίασε ήτα το Φύγε - Φύγε με τον Διονυσίου και τη Λύδια, η οποία στο σόλο του Κόρου αναφωνεί: «Γειά σου Κόρο μου με το βιολί σου». Πικάπ δεν είχαμε σπίτι αλλά οι θείοι μου που ήταν πιο εύποροι διέθεταν το μαγικό αυτό μηχάνημα. Στο δικό τους σπίτι λοιπόν και αργότερα στο δικό μας όταν επιτέλους αγοράσαμε κι εμείς πικάπ ξετυλίγονταν σκηνές σαν κι αυτές που περιγράφει η Λίνα Νικολακοπούλου: Τα πιο ωραία λαϊκά/ σε σπίτια με μωσαϊκά τα είχαμε χορέψει… Μαζευόντουσαν όλοι οι Έλληνες και ξεφάντωναν έχοντας την καρδιά και τη σκέψη στην Ελλάδα.

Από την Αίγυπτο προέρχονται πολλοί δημιουργοί που έχουν αφήσει και εξακολουθούν να αφήνουν το στίγμα στα ελλαδικά καλλιτεχνικά δρώμενα.
Μεγάλωσα σε μια γειτονιά όπου λίγο πιο κάτω από το σπίτι μου και δεξιά έμενε ο Μάνος Λοΐζος, αριστερά ο Κάβάφης, παρακάτω ο Ντέμης Ρούσος. Υπήρχε έντονο ελληνικό χρώμα με πολλά μπουζουκάδικα και φυσικά το αιγυπτιακό ραδιόφωνο όπου καθημερινά τρεις με τέσσερις εξέπεμπε ελληνικά τραγούδια. Από εκεί αλλά και από Έλληνες που πηγαινοερχόντουσαν στην Ελλάδα ενημερωνόμαστε για όλες τις νέες κυκλοφορίες. Όποιος έφερνε καινούργιο δίσκο περνούσε από όλα τα σπίτια για ακρόαση. Υπήρχε δίψα για τραγούδι και για Ελλάδα…

Πότε πρωτοέρχεσαι στην Ελλάδα;
Το 1976 με το που τελείωσα το σχολείο. Θεωρούσα αδιανόητο να μην συμμετέχω σε όλη αυτή την μουσική έξαρση που συνέβαινε. Οι δίσκοι των Κουγιουμτζή, Λοΐζου, Χατζιδάκι, Μαρκόπουλου ερχόντουσαν κατόπιν παραγγελίας μου από ένα θείο μου εδώ και με μάγευαν… Υπήρχε και ο υπερπατριωτισμός στη μέση… Έχω ήδη εντρυφήσει στο μπουζούκι, έχοντας αγοράσει στα 13 μου ένα παλιό και ταλαιπωρημένο όργανο από τα παλιατζίδικα με μια μόνο χορδή, στο καντίνι. Το πρώτο τραγούδι που έπαιξα σ’ αυτό ήταν η Διπρόσωπη του Αντώνη Ρεπάνη και της Παπαγιαννοπούλου. Το όργανο αυτό είχε άδοξο τέλος καθώς η μητέρα μου που τη ζάλιζα όλη μέρα σε μια στιγμή εκνευρισμού μου το έφερε στο κεφάλι. Με το που ήρθα εδώ έγινα «μόνιμος» σε διάφορα μαγαζιά όπου ρουφούσα μουσική και τραγούδι. Ειδικά στη «Διαγώνιο» με Νταλάρα, Αλεξίου, Βίσση, Γαργουναράκη, Λιζέτα Νικολάου…

Πώς μπαίνεις επαγγελματικά στο χώρο αυτό;
Δούλευα σαν μηχανουργός κι εξακολουθώ να «παλεύω» και σήμερα από αυτή τη δουλειά πέρα από την σταθερή ενασχόλησή μου με τη μουσική. Σε ηλικία 27 ετών το σαράκι με έκανε να πάω να μάθω φλάουτο στο Εθνικό Ωδείο. Σπούδασα εκεί περίπου οκτώ χρόνια. Την πρώτη χρονιά που είμαι στο ωδείο, γύρω στα μισά του ’80, τυχαία μέσω του φίλου μου Θύμιου Παπαδόπουλου ανέβηκα μια μέρα να παίξω φλάουτο στα Αγρίμια με τον Γαργανουράκη, στις δόξες του τότε, και στέριωσα στην ορχήστρα του. Άλλη σημαντική στιγμή είναι όταν έπαιξα με τον Δημήτρη Ψαριανό. Από τότε μέχρι σήμερα συμμετέχω σαν πολυμουσικός σε διάφορες εκδηλώσεις.

Πώς προκύπτει το συνθετικό σου ντεμπούτο με το «Τέρμα Γκάζι»;
Από την ανάγκη να εξωτερικεύσω αυτά που κρύβω μέσα μου κι απ’ τη φιλική μου σχέση και σύμπνοια με τον Δημήτρη Τσεκούρα. Μας χωρίζουν αρκετά χρόνια, όσον αφορά την ηλικία, -είναι πολύ μικρότερός μου- αλλά μας ενώνουν όλα τ’ άλλα. Μας κάναν και την τιμή να έρθουν να τραγουδήσουν εκλεκτοί ερμηνευτές με πρώτη απ’ όλους την κυρία Πίτσα Παπαδοπούλου που μας σκλάβωσε με την απλότητα και την φιλικότητά της.

Συνάντησες δυσκολίες στην υλοποίηση του δίσκου;
Οι μεγάλες δυσκολίες ήρθαν αργότερα στην προώθηση και επικοινωνία του. Υπάρχει μια απόλυτη δικτατορία στα ΜΜΕ που εμποδίζει την πολυφωνία, χωρίς να παραγνωρίζουμε τις λιγοστές εξαιρέσεις. Ραδιοφωνικοί σταθμοί που θεωρητικά είναι «κοντά» στο ύφος των τραγουδιών του «Τέρμα Γκάζι» δεν μπήκαν στον κόπο να παίξουν ούτε μια φορά ένα τραγούδι. Τουλάχιστον να ενημερώσουν τον κόσμο γι’ αυτήν την κυκλοφορία. Τώρα όσον αφορά την έκδοσή της ευτυχώς που υπάρχουν και οι ανεξάρτητες εταιρείες σαν τον Καθρέφτη γιατί οι λεγόμενες μεγάλες όχι μόνο αδιαφορούν για ν’ ακούσουν καινούργιες δουλειές αλλά κοροϊδεύουν και τον κόσμο. Κάθε φορά που έπαιρνα τηλέφωνο καθιερωμένο παραγωγό, στον οποίο πήγα μέσω κοινών γνωστών, για να μου πει την γνώμη του για τα τραγούδια μου, η γραμματέας του μου απαντούσε ότι βρισκόταν σε μίτινγκ. Τριάντα, σαράντα φορές, το ίδιο βιολί: είναι σε μίτινγκ…

Τις ίδιες δυσκολίες συνάντησε και στα επόμενα βήματα;
Θα έλεγα πως ναι, αν και από ένα σημείο και μετά αναγκάζονται να σε αποδεχτούν. Εγώ γράφω τραγούδια από μεράκι για εξωτερικεύσω εσωτερικές μου ανάγκες. Δουλεύω αμέτρητες ώρες κάθε τραγούδι προσέχοντας και την παραμικρή λεπτομέρεια. Οι δίσκοι που έχω καταθέσει είναι κομμάτια της ψυχής και της ζωής μου. Καταξιωμένοι στιχουργοί αλλά και κορυφαίοι ερμηνευτές όπως και νεότεροι, μου κάνουν την τιμή και συμμετέχουν αποδίδοντας, ο καθένας απ’ τη μεριά του, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις μουσικές μου σκέψεις. Έχουν γραφτεί εξαιρετικά κείμενα για το έργο μου, έχουν παρουσιαστεί στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο αποσπάσματά του, όμως όλα αυτά χάρις στο ενδιαφέρον κάποιων ανθρώπων που αποτελούν τις εξαιρέσεις στον κανόνα. Δυστυχώς παντού παίζονται οι ίδιοι και τα ίδια, διαχωρίζοντας όμως κι εδώ τη θέση μου από παραγωγούς που τιμούν την ιδιότητά τους και κάνουν με υποδειγματικό τρόπο τη δουλειά τους. Αλλά κι αυτοί είναι η καλή «μύγα» μες το κακό «γάλα» που μας ταΐζουν. Και στις ζωντανές εμφανίσεις μου προσπαθώ να δημιουργώ καλοστημένες παραστάσεις και να έρχομαι σε επαφή με ανθρώπους που μοιραζόμαστε τις ίδιες αγωνίες, τα ίδια όνειρα για να γιατρεύουμε τις ψυχές μας. Κάτι που τόσο χρειαζόμαστε στη δυσβάσταχτη αυτή κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει.

Αν γυρίζαμε πίσω στο χρόνο, θα επιχειρούσες ξανά την επιστροφή στη μητέρα Ελλάδα.
Θα το σκεφτόμουνα πάρα πολύ. Είναι πολύ δύσκολη χώρα για ότι πας να κάνεις. Αν δεν έχεις «σπρώξιμο» και «λούκια» συναντάς πάντα μπροστά σου ένα τοίχο.

Φωτογραφία 2: Νικήτας Βοστάνης, Μπάμπης Τσέρτος, Ειρήνη Τουμπάκη
Φωτογραφία 3: Νικήτας Βοστάνης, Μπάμπης Τσέρτος

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!