Νικηφόρος Βουράκης: Μου άρεσε πάντα το καινούργιο και το προχωρημένο

(PHOTOS) Ο ιδιοκτήτης του Trip και του Mad Club θυμάται και μιλά στο Ogdoo.gr.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Θέλει κότσια να ανοίξεις ένα rock club, αρχές των 70s, σε ηλικία μόλις 18 χρονών. Μιλάμε για νυχτερινό μαγαζί την εποχή εκείνη στην Πλάκα που έμενε ανοιχτό μέχρι το χάραμα. Και όχι ένα οποιοδήποτε μαγαζί, αλλά το περιώνυμο Trip που έγινε γρήγορα το πρώτο στέκι στη Πλάκα για τους απανταχού λάτρεις της καλής rock μουσικής.

Ο Νικηφόρος Βουράκης κοιτούσε πάντα στο μέλλον. Ένας ψιλόλιγνος γυμνασμένος Χανιώτης που έψαχνε μετά μανίας τη μουσική από πιτσιρικάς κι αγόραζε δίσκους.

Η ιστορία του δεν σταματά στο ένδοξο Trip, το πρώτο rock μαγαζί που έκανε πάταγο. Παρακολουθούσε τα μουσικά ρεύματα και του άρεσε πάντα το καινούργιο και το προχωρημένο. Έφερνε πρώτος δίσκους από το εξωτερικό που δεν κυκλοφορούσαν στην Ελλάδα που έπαιζαν στα μαγαζιά του. Η μουσική ήταν πάντα αφετηρία στους νέους επιχειρηματικούς δρόμους του. Πάντα πρωτοπόρος.

Έτσι έγινε το θρυλικό επίσης Mad Club στην Πλάκα, το Trip on the Steps και Mad στην Μύκονο. Όλα άφησαν εποχή παίζοντας μουσικές on time. Όλα είχαν την προσωπική του σφραγίδα. Όλα ήταν μια νέα πρόταση με πολύ μεράκι.

Το πάρτυ συνεχίστηκε πρόσφατα στο Ρομάντσο σε μια πολύ πετυχημένη βραδιά αφιερωμένη στη γενιά του Mad Club στην οποία έδωσαν το παρών οι παλιοί θαμώνες, αλλά και όσοι δεν το έζησαν αυτό. Μέχρι το επόμενο πάρτυ θυμηθήκαμε μαζί του όλη εκείνη την εποχή που ήταν διαφορετικά τα πράγματα και άφησε το στίγμα της γι’ αυτό μιλάμε μετά από τόσα χρόνια γι’ αυτή. Η συνάντησή μας στο Π. Φάληρο ήταν μακρά και περιέχει όλα τα μουσικά ρεύματα που χορέψαμε στις πίστες χορού.
NIKHFOROS OLD
Ο Νικηφόρος Βουράκης στο Trip στα 70s

Όταν ξεκινήσατε την ιστορία με τα μαγαζιά τι μουσικά εφόδια και επιρροές είχατε;
Δεν ήταν κάτι προγραμματισμένο, ούτε υπήρχε στόχος. Από μικρό παιδάκι άκουγα pop και rock μουσική. Αυτή η μουσική μου άρεσε. Στην παρέα των Χανίων, εγώ και κανά-δυο άλλοι ακούγαμε ξένη μουσική. Στη δεκαετία του 60 είχαμε rock σκηνή με πολύ καλά συγκροτήματα. Είχαμε ένα πολύ καλό κιθαρίστα, τον Μανώλη Μπασιά των Wild Things, κι εγώ ήμουν πολύ κοντά στο συγκρότημα. Στην Κρήτη ερχόντουσαν πολλά ελληνικά συγκροτήματα που εμφανίζονταν στους κινηματογράφους. Από τους Olympians ως τους Πελόμα Μποκιού. Τα βενζινάδικα της Shell είχαν πίσω μια αίθουσα όπου έκαναν live! Υπήρχε ένα τέτοιο concept και εμείς δεν χάναμε συναυλία. Ένας φίλος, ο Λάκης Κόκκινος, που είναι τώρα καθηγητής στο Λονδίνο, κιθαρίστας τότε ήταν από τους πρώτους που είχαν αφήσει μαλλιά. Μετά αφήσαμε όλοι μαλλιά και μας κυνηγούσανε οι πάντες. Είμαστε η γενιά που άφησε μαλλιά. Με το Λάκη ανεβαίναμε στην Αθήνα και πηγαίναμε στο Κύτταρο να δούμε τον Εξαδάκτυλο και τους Socrates. Στα διαλλείματα ανέβαινε στη σκηνή ο Τζίμης ο Τίγρης, ο μασίστας! Φοβερό happening μέσα σε όλο το concept. Είχα πάθος με τους Socrates και το Γιάννη Σπάθα. Επίσης πηγαίναμε στο Ελατήριο, όπου έπαιζαν οι Πελόμα Μποκιού και οι Poll. Στην Μαϊμού στην Πλάκα, ένα υπόγειο στη Μνησικλέους, όπου τραγουδούσαν επίσης οι Poll: «Πες της μαϊμούς να μη με πειράζει με το δάκτυλό της»… όπως έλεγε το τραγούδι τους. Είχα εμπειρίες, το ‘ψαχνα πολύ πιτσιρικάς. Αφετηρία όλων των μουσικών μου αναζητήσεων ήταν ο αμερικάνικος σταθμός. Εξέπεμπε από τη βάση της Γούρνας με αναμεταδότη στα Χανιά και τον πιάναμε πολύ καθαρά. Είχαμε δηλαδή ένα σταθμό που ακούγαμε ό,τι μουσικές άκουγαν στην Αμερική και στην Αγγλία. Μεγάλη υπόθεση τότε. Δεν έχανα με τίποτα τον Wolfman Jack.

Ποια συγκροτήματα σας άρεσαν περισσότερο και μεγαλώνατε μαζί τους;
Με εντυπωσίαζαν πιο πολύ οι Who, οι Rolling Stones, οι Beatles στους πρώτους δίσκους τους και μετά τα αμερικάνικα συγκροτήματα του 70. Από τότε αγόραζα δίσκους. 45άρια. Στα Χανιά είχε λίγα πράγματα. Ο πατέρας μου είχε στο σπίτι ένα ηλεκτρόφωνο και εκεί έπαιζα τα δισκάκια. Μετακομίσαμε το 1971. Ο πατέρας μου είχε γραφείο ενοικιάσεων αυτοκινήτων και το μετέφερε στον Πειραιά, Βασ. Σοφίας και Καραολή Δημητρίου. Τότε άρχισα να συχνάζω στα μαγαζιά. Λόγω ύψους, τούς ξεγελούσα και με άφηναν να μπω. Τέσσερα - πέντε ήταν τα μαγαζιά που τραβούσαν κόσμο. Το Ντέμπεσι, ονομασία που εξελληνίστηκε - ήταν μια παράφραση του μουσικού Debussy - ένα υπόγειο πίσω από το Χίλτον, που ήταν το μαγαζί της εποχής. Μια αίθουσα χωρίς κολώνες μ’ ένα stage. Εκεί έπαιζε ο Λουκάς Σιδεράς με την μπάντα του, μετά τη διάλυση των Aphrodite’s Child. D.j. ήταν ο συγχωρεμένος Πάνος Κλήμης. Την ομάδα του Ντεμπισί, τον d.j., τον μπάρμπαν κι ένα σερβιτόρο τους πήρα μετά στο Trip. Στην Πλάκα υπήρχε η Οδύσσεια, που πριν λεγόταν Trip, αλλά τότε είχε αλλάξει όνομα, το Folk 17, κλασικό μπαρ που έπαιζε pop-rock, το Χρυσό Κλειδί που ήταν πολύ underground με μαξιλάρες χάμω και η γνωστή Κουΐντα στη Φωκίωνος Νέγρη. Υπήρχαν και κάποια μαγαζιά στα Εξάρχεια, αλλά τα στέκια ήταν αυτά τα τρία. Η Οδύσσεια έπαιζε τότε διάφορα είδη, όχι μόνο rock, αλλά ήταν σε παρακμή. Να σημειώσουμε ότι το Ντέμπεσι στην πορεία το έκανα Babies in Toyland, το ’92. Ήδη τότε είχα κάνει το Mad στη Μύκονο και από τον Αύγουστο του ‘88 ξεκινήσαμε και παίζαμε house. Από το ‘89 ως το ‘91 είχε γίνει ένας χαμός. Το πιο fashion club στην Ελλάδα. Ήμασταν το μοναδικό μαγαζί που έπαιζε house μέχρι να κάνει ο Πέτρος o Κοζάκος το Fuzz, ο οποίος ξεκίνησε να παίζει μουσική από το Mad στην Πλάκα τις Τρίτες.
vourakis0
Πάμε να τα βάλουμε σε μια σειρά. Πώς ξεκίνησε το μεγάλο κεφάλαιο που λεγόταν Trip;
Λυσίου 8 στην Πλάκα. Η Οδύσσεια λοιπόν κάποια στιγμή το 1972-73 έκλεισε για στατικούς λόγους. Λόγω μιας καμάρας. Έμπαινες μέσα ήταν το μπαρ, δεξιά είχε μια καμάρα που οδηγούσε στις άλλες αίθουσες, πρώτα μια μακρόστενη και μετά έφθανες στο dancefloor (πίστα χορού). Εκεί είχε μια άλλη καμάρα που έπεσε και ήταν ο λόγος που έκλεισε το μαγαζί. Ήταν καταπληκτικός χώρος με δύο θόλους που συγκοινωνούσαν με μία πέτρινη καμάρα. Ο χώρος αυτός κάποτε ήταν το πρώτο προξενείο των Αμερικάνων στην Ελλάδα το χίλια οκτακόσια τόσο. Μια σύντομη περίοδο λεγόταν Κάβα, έως ότου επανέφερα το αρχικό του όνομα, από τα 60s, Trip. Το είχε τότε ο Nick, που είχε ένα χαμπουργκεράδικο, το Stage Couch, στην οδό Αλωπεκής, καταπληκτικό για τα ελληνικά δεδομένα της εποχής, εντελώς αμερικάνικο, σαν saloon. Στο Trip έχουν γυριστεί πολλές ελληνικές ταινίες soft porno. Ο χώρος από μόνος του ήταν ντεκόρ. Οι τοίχοι ήταν πέτρινοι. Οι επεμβάσεις που έκανα στο μαγαζί ήταν στο πάτωμα, ξαναέκανα αμφιθεατρική την μέσα αίθουσα με μάρμαρο όμως όχι ξύλινη όπως ήταν παλιότερα και τα καθιστικά με τούβλο. Ο d.j. ήταν ψηλά, χτιστός. Ο Πάνος ο Κλήμης ήταν ο βασικός d.j. που ήταν για χρόνια μαζί μου. Μουσική έπαιζαν επίσης ο Στέφανος κι ο Θανασάκης.

Πώς ανανεωνόταν η δισκοθήκη του Trip;
Η μουσική ήταν σημαντική στο μαγαζί γιατί αλλιώς δεν θα είχε διάρκεια. Ασχολούμουν εγώ προσωπικά με την μουσική. Όπως θα ξέρεις ο κάθε d.j. έχει το δικό του ύφος. Εκεί υπήρχε μια συνέχεια, δεν μπορούσε όποιος ερχόταν να άλλαζε τη μουσική. Στην εποχή που αναφερόμαστε δεν είχαν οι d.j. τους δίσκους, αλλά το μαγαζί είχε τη δισκοθήκη του. Αυτό ίσχυε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 90, από εκεί και μετά οι d.j.’s είχαν το κουτί με τους δικούς τους δίσκους. Δεν ήξεραν όλοι από μουσική και υπήρχαν μαγαζιά που στηρίζονταν στους d.j. να φέρει δίσκους, όπως η Κουΐντα και το Ντέμπεσι. Έπαιρνα δίσκους από το Jazz Rock στο Μοναστηράκι, το Pop Eleven στο Κολωνάκι όπου άλλαζε γύρω - γύρω χώρους. Αυτά ήταν τα δύο βασικά δισκάδικα. Από εκεί πέρα αγόραζα δίσκους από άλλα δισκάδικα που άνοιγαν περιστασιακά. Το σπουδαιότερο ήταν ότι φέρναμε δίσκους από το Λονδίνο. Δεν γινόταν να παρακολουθήσεις την ξένη σκηνή, αν περίμενες από τις ελληνικές παραγωγές. Στην Ελλάδα κυκλοφορούσαν μόνο τα πολύ εμπορικά. Τους Mountain για παράδειγμα που παίζαμε στο Trip, δεν τους έβγαζε ελληνική εταιρία. Το ψάχναμε πολύ. Ήθελε πολύ ψάξιμο με τους δίσκους για να έχουμε στην Ελλάδα ότι κυκλοφορούσε στο εξωτερικό. H διαφορά του Trip με τα άλλα μαγαζιά ήταν ότι δεν παίζαμε μαύρη μουσική. Μόνο rock μουσική.
13 best
Τι κόσμος ερχόταν στο Trip;
Όλο το φάσμα. Κατ’ αρχάς όλοι οι σχετικοί που ψάχνονταν με τη μουσική. Όλη η μουσική σκηνή της εποχής. Τακτικός θαμώνας ήταν ο Βλάσσης Μπονάτσος. Ήταν must να περάσεις από το Trip. Οκτώ η ώρα είχαμε ανοίξει. Στην Πλάκα υπήρχε κινητικότητα από νωρίς. Κλείναμε τελευταίοι. Πέντε, έξι το πρωί. Τέτοιες ώρες. Ήμασταν ένα μαγαζί που δούλευε από νωρίς και το τελευταίο after hour. Ο κόσμος χόρευε τότε. Είχαμε φτιάξει ένα κομμάτι που ήταν πίστα με καθρέπτες και τα ηχεία από πάνω στημένα. Το Trip είχε πολύ κόσμο που ήταν μόνιμοι, εκεί κάθε βράδυ. Εκεί μέσα μπορούσες να δεις από τις χορεύτριες που έρχονταν αργά από το Copacabana και το Argentina μέχρι ηθοποιούς και εφοπλιστές. Μία πολύ ωραία και συχνή παρουσία ήταν η Έλενα Ναθαναήλ.

Τι ποτά έπινε περισσότερο ο κόσμος;
Τα βασικά ποτά ήταν μπύρα και ουίσκι. Οι περισσότεροι έπιναν Haig και Johnny, είχαμε και πιο δεύτερα αλλά είχαν επιτυχία και τα πολλά κοκτέιλ που φτιάχναμε, όπως το Alexander. Μεγάλη πέραση είχε και η τεκίλα Mezcal, με το σκουλήκι στο τέλος.

Τσαμπουκάδες;
Γινόντουσαν συνέχεια. Είχαμε τότε θέματα στην Πλάκα γιατί κατέβαινε εκεί κάθε καρυδιάς καρύδι. Ακόμη και μετανάστες. Είχαμε τότε Σύριους, Λιβανέζους, δεν ξέρω ακριβώς πως είχαν έρθει εδώ, νομίζω είχαν κάτι συμβάσεις επί χούντας. Όλοι αυτοί ήταν σόλο και ήθελαν να μπουν στο μαγαζί. Φυσικά δεν τους αφήναμε, όπως και κανέναν που έρχονταν σόλο, έτσι είχαμε θέματα σε τακτική βάση. Η Πλάκα ήταν γεμάτη από κράχτες που προσπαθούσαν να φέρουν πελάτες στα μαγαζιά. Το χειρότερό μου ήταν να με πιάσει κάποιος από το χέρι να με πάει μέσα σε μαγαζί. Έτσι λοιπόν έβαλα δύο γερά παιδιά πορτιέρηδες στο Trip. Τότε ο κόσμος πιανόταν πιο εύκολα στα χέρια. Ξύλινη πόρτα με παράθυρο. Κλειστή, δεν έβλεπες μέσα. Χτυπούσες το κουδούνι για να μπεις στο Trip. Άνοιγε το παράθυρο να δει ο πορτιέρης ποιος είναι και αποφάσιζε αν θα μπεις μέσα ή όχι. Αν δεν είχες γυναίκα μαζί δεν έμπαινες. Έτσι προφυλάσσαμε και τις γυναίκες που χόρευαν μέσα, πολλές εξ αυτών τουρίστριες. Το βασικό για να μπεις μέσα ήταν το ντύσιμο. Δεν βάζαμε μέσα λαϊκούς. Με κοστούμια και γραβάτες δεν έμπαινες. Ρωτούσαν το γιατί. Γιατί δεν κάνεις για το μαγαζί. Να ξέρεις ότι σε όλα μου τα μαγαζιά, ακόμη και στη Μύκονο που παίζαμε dance, κι εκεί ερχόντουσαν διάφοροι λαϊκοί με λεφτά, ο τάδε και ο δείνα, δεν τους βάζαμε μέσα. Έχουν φάει «πόρτα» απίστευτη. Να πουλήσεις μούρη, είμαι ο τάδε για να μπεις στο μαγαζί; Θα φας «πόρτα». Έχουν φάει «πόρτα» πάρα πολλοί. Δεν υπήρχε περίπτωση να μπεις στο μαγαζί μου αν δεν ήσουν στο ύφος του. Δεν έμπαινες με τίποτα. Στην συντηρητικούρα της Ελλάδας των 70ς ήμασταν καραχαρακτηρισμένοι. Δεν ήταν σύνηθες να είχες «πόρτα». Οι κράχτες ήταν το σύνηθες. Εννοείται ότι έρχονταν συνέχεια μπάτσοι, δήθεν για έλεγχο. Γινόντουσαν διάφορα. Κάποιες φορές δεν τους άφηνα και μπουκάραν. Τότε είχαμε θέμα. Την «πόρτα» δεν την έβαλα για να πουλάω μούρη. Όποιος πορτιέρης χάλαγε τη διάθεση του πελάτη, είχε πρόβλημα μαζί μου. Ο πορτιέρης ήταν για να κάνει τον πελάτη να περάσει καλά. Όχι αυτά τα καραγκιοζιλίκια, του περίμενε και τώρα θ’ αδειάσει να μπεις, αυτά είναι των 90s συστήματα. Είναι αχαρακτήριστο να έρθει ένας πελάτης να σου αφήσει λεφτά και να του κάνεις μαρτύρια για να μπει στο μαγαζί. Δεν καταλαβαίνω γιατί το κάνουν, να δείξουν μια αξία που δεν υπάρχει;
TRIP SOCRATES
Οι Socrates έξω από το Trip. Αντώνης Τουρκογιώργης, Αντώνης Πιτσολάντης, Γιάννης Σπάθας και Νικηφόρος Βουράκης

Με τους Socrates τι έγινε;
Ήρθαν και με βρήκανε γιατί ήθελαν να παρουσιάσουν το Phos πριν κυκλοφορήσει. Ο Γιάννης Σπάθας, ο Αντώνης Τουρκογιώργης, ο Γιώργος Τρανταλίδης, ο Αντώνης Πιτσολάντης. Το ‘75. Μόλις τους είδα, είπα: Κάντε ό,τι θέλετε, όπως θέλετε και όσο θέλετε. Έπαθα πλάκα. Οι φωτογραφίες που υπάρχουν στο εξώφυλλο του δίσκου είναι μέσα στο Trip. Τους φωτογράφισε ο Σάκης Μουλούμπασης. Ένας πολύ καλός φωτογράφος της εποχής που δεν ζει πια. Το μαγαζί ήταν μικρό συγκριτικά με αυτά που υπάρχουν σήμερα. Κάναμε τότε κάποια live με τον Νίκο Τζονιχάκη, κάτι unplugged, ή με δύο άτομα. Ο Τζονιχάκης ήταν περίπτωση. Είχε κρεμασμένο στο λαιμό ένα μεγάλο ρολόι από αυτά που κρεμάμε στους τοίχους του σπιτιού. Είχε φοβερή σκηνική παρουσία, το λέω και ανατριχιάζω. Ήταν μεγάλος καλλιτέχνης. Από τους καλύτερους performer που έχουν βγει ποτέ. Iggy Pop. Οι Socrates ξεκίνησαν να παίζουν για μια βδομάδα και έγινε χαμός. Συνέχισαν και δεύτερη βδομάδα. Δεκαπέντε μέρες σερί. Στόμα με στόμα το έμαθε όλη η Ελλάδα ότι έπαιζαν οι Socrates στο Trip. Το έλεγαν συνέχεια και στο ραδιόφωνο. Οι Socrates ήτανε! Το κλαμπ ήταν ασφυκτικά γεμάτο κάθε βράδυ. Το show του show. Δεν μπορείς να φανταστείς τι έγινε. Χάρηκα τόσο που άρχισα να ζωγραφίζω τις ταμπέλες έξω από το Trip που έγραφαν Socrates Drank The Conium Live. Ο Πιτσολάντης ήταν session, έπαιζε μπάσο. Όσο για τον Τρανταλίδη να πω ότι δεν υπάρχει αυτός ο ντραμίστας. Σαν να τον βλέπω να παίζει τώρα. Τέτοια εντύπωση που είχε κάνει. Απίστευτος. Πολύ γρήγορος. Καταπληκτικός και σαν χαρακτήρας. Περάσαμε καταπληκτικά με θετική ενέργεια κάθε βράδυ. Όλα τα παιδιά ήταν ιδιαίτεροι άνθρωποι. Ο Αντώνης είναι αυτός που είναι με το χιούμορ του, ο Γιάννης μια ιδιαίτερη περσόνα, ένας καλλιτέχνης που στην κυριολεξία ντρεπόταν που ήταν τόσο καλός καλλιτέχνης. Τόσο χαμηλών τόνων ήταν. Δεν το έχω ξανασυναντήσει αυτό στη ζωή μου. Τέτοιου επιπέδου και τόσο χαμηλών τόνων, δεν υπάρχει. Μόνο ο Σπάθας.
SOCRATES TRIP 2
Οι Socrates μέσα στο Trip: Τουρκογιώργης, Πιτσολάντης, Σπάθας, Τρανταλίδης

Κάποιο τρανταχτό όνομα που ήρθε ξαφνικά στο Trip;
Ο Mick Jagger! Το 1976-77. Δεν ξέρω πως το ‘μαθε το μαγαζί, πάντως δεν ήρθε στην τύχη. Ήταν ινκόγκνιτο στην Αθήνα κι έσκασε ξαφνικά με μια άσπρη Jaguar με τη Bianca μαζί. Πάρκαραν στους Αέρηδες και ανέβηκαν με τα πόδια στο Trip. Χωρίς συνοδεία, χωρίς τίποτε. Μόνο οι δυο τους. Ο Jagger φορούσε κάτι τεράστια γυαλιά. Ήταν ντυμένος mod. Σακάκι, παντελόνι στενό κάτω κι ένα μπεζ κοστούμι. Δεν τους γνώριζες εύκολα. Μπήκε στο Trip και δυστυχώς έπεσε σύρμα ότι είναι στο μαγαζί. Παράγγειλε βότκα τόνικ. Ώσπου να πιει δυο γουλιές είχε μαζευτεί όλη η Πλάκα. Φαινόταν να έπαθε πλάκα με το μαγαζί. Δεν μπορούσε να φανταστεί ότι υπήρχε στην Ελλάδα ένας τέτοιο μέρος όπως στη Ν. Υόρκη ή το Λονδίνο. Να δεις πλάκα που έπαθε ο Γιάννης ο Jagger που έπαιζε μουσική εκείνο το βράδυ! Όπως καταλαβαίνεις ήταν τρελός με τον Jagger. Έπαθε σοκ μόλις τον είδε. Ήταν η εποχή που δεν βγάζαμε φωτογραφίες. Δεν άφηνα άνθρωπο να τραβήξει φωτογραφία. Ο κόσμος που ήταν στο Trip δεν ήθελε να δει τη φάτσα του κάπου μια μέρα. Έχω ελάχιστες φωτογραφίες από εκείνη την εποχή. Την επομένη θυμάμαι μου τηλεφώνησε ο Γιάννης Πετρίδης να επιβεβαιώσει το γεγονός. Δεν τον είχα δει ποτέ. Ούτε κι αυτός. Όταν γνωριστήκαμε με ρώτησε απορημένος: Εσύ είσαι ο Νικηφόρος; Περίμενε να δει κάποιον 30άρη τουλάχιστον…
MICK JAGGER
Mick Jagger: Περιοδικό εποχής

Σε τι ηλικία άνοιξες το Trip;
Δεκαοκτώ στα δεκαεννιά. Ο ιδιοκτήτης του ακίνητου ήταν ο Λαγάκος, αργότερα ευρωβουλευτής του ΠΑΣΟΚ. Ο πατέρας του ήταν βουλευτής της Ένωσης Κέντρου. Ένας καταπληκτικός τύπος που την περιουσία του χειριζόταν η μητέρα του. Μια γριά 80 χρονών. Με είδε πιτσιρικά και δεν μου το έδινε αρχικά, αλλά τελικά το επινοικίασα. Το ’75 που παρουσιάσαμε το δίσκο των Socrates ήμουν 20 χρονών. Ακόμη και τώρα αναρωτιέμαι. Έχω μια κόρη 24 χρονών. Να φανταστείς ότι η εποχή τότε δεν έχει σχέση με την τωρινή. Ήταν πολύ πιο δύσκολα τα πράγματα. Ήταν παράξενο όντως γιατί ήμουν πιο μικρός από το προσωπικό!

Τα drugs ξεκίνησαν από τα rock club ή από άλλο χώρο;
Αυτό δεν μπορώ να το πω με σιγουριά. Πάντως τότε έπιναν κάνα τσιγάρο, κάνα τριπάκι, αυτά ήταν της εποχής. Η ηρωίνη ήταν πιο underground, η κοκαΐνη δύσκολο πράγμα τότε. Όλοι τα έριχναν στο rock, γιατί εκεί ήταν οι μαλλιάδες, οι «παράξενοι», οι «περίεργοι». Δεν υπήρχε αντίλογος. Αν κάπνιζες κάνα τσιγάρο ήσουν κακοποιός. Πολύ συντηρητική κοινωνία.
Vourakis 2
Ο Γιάννης ο Jagger τι φάση ήταν;
Περιστεριώτης. Ένας πιτσιρικάς που ήταν όλη τη μέρα κάτω από την κονσόλα κι άκουγε μουσική. Κάποια στιγμή τον ανεβάζαμε νωρίς κι έβαζε μερικούς δίσκους. Τότε έπαιζαν στο Trip τρεις d.j.: ο Πάνος ο Κλήμης, ο Στέφανος κι ο Θανασάκης και δεν ξέρω πώς το σκέφτηκαν να παίζουν κι οι τρεις κάθε Σαββατοκύριακο κάτι που δεν μου άρεσε κι έτσι αποφάσισαν να κάνουν απεργία με αίτημα: ή παίζουμε και οι τρεις ή κανένας. Έτσι αναγκάστηκα ν’ ανεβάσω το Γιάννη τον Jagger που ήταν της δουλειάς και του είπα θα παίζουμε μαζί.

Το Trip έως πότε κράτησε;
Ως το τέλος του 70. Από τα μέσα της δεκαετίας είχε αρχίσει η αλλαγή του σκηνικού. Ξαφνικά αγοράζουμε δίσκους Talking Heads, Clash, Stranglers, οι οποίοι είχαν πέραση στο Trip. Οι μόνοι που δεν μπορούσαν να περάσουν ήταν οι Sex Pistols, ήταν πιο σκληρό πράγμα. Έβγαιναν διάφορα στυλ τότε, όπως οι Stay Cats, τα οποία ενσωματώναμε και βέβαια επειδή μου άρεσε πάντα το καινούργιο και το προχωρημένο καταλάβαινα ότι από μόνο του το πράγμα έπρεπε ν’ αλλάξει.

Πώς σκέφτηκες να κάνεις το Mad;
Όταν η μουσική έχει αλλάξει τελείως και θέλεις τη νέα σκηνή πρέπει να προσαρμοστείς, δεν μπορείς να το ανακατέψεις. Άλλοι πελάτες αποδεχόντουσαν τα νέα μουσικά ρεύματα, άλλοι όχι. Πρέπει να σου πω ότι τους Talking Heads τους αποδέχθηκαν όλοι. Όλοι οι άλλοι δεν πέρναγαν εύκολα στον κόσμο. Από Stranglers παίζαμε τα Nice N’ Sleazy και Pictures, ο ήχος τους ήταν πιο ηλεκτρονικός, πιο στακάτος. Παίζαμε και Blondie. Ό,τι υπήρχε εκείνη την εποχή το ψάχναμε και το φέρναμε στο μαγαζί. Έφθασε η στιγμή της σύγκρουσης του παλιομοδίτικου και του καινούργιου. Υπάρχει θέμα τότε. Εγώ διάλεξα να κάνω το καινούργιο. Η ευκαιρία αυτή μου δόθηκε όταν το Trip έκλεισε για ανακαίνιση οπότε λέμε να το κάνουμε πιο φρέσκο. Έτσι στήνεται το Mad στον ίδιο χώρο. Ανακαινίζω το Trip που έχει γίνει Mad και σε μεγάλη ανακαίνιση μεταφερόμαστε στο διπλανό μαγαζί που είχα επίσης. Φτιάχνουμε το μαγαζί τελείως διαφορετικά απ’ ότι το προηγούμενο, με μια μεγάλη τετράγωνη αίθουσα που γίνεται «σκακιέρα» (λευκό - μαύρο πάτωμα) μ’ ένα υπερυψωμένο γύρω - γύρω, neon lights - τέσσερα χρώματα και strobe disco lights: πράσινο, κόκκινο, κίτρινο και μπλε - με φωτορυθμικό στο οποίο βοήθησα κι εγώ να φτιαχτεί. Ήταν στημένο έτσι το μαγαζί που άλλαζε χρώμα. Καταπληκτικό. Στο λέω τώρα και ανατριχιάζω.
MadClub
Ο μόνος συνεργάτης που έμεινε και ξεκινήσαμε μαζί το Mad ήταν ο Γιάννης ο Jagger, που του άρεσε και προσαρμόστηκε στη φάση. Όταν άλλαξα τότε το σκηνικό, ο Άρης πήρε τους d.j.’s του Trip και από ντισκοτέκ έγινε rock το μαγαζί του για να καλύψει ένα κενό καθώς άλλαζε και η πελατεία. Δεν άκουγαν όλοι οι παλιοί πελάτες new wave και Ramones, όλη αυτή τη σκηνή. Άκουγαν Doors, Creedence και όλο αυτά τα συγκροτήματα. Έτσι πήγαν στον Άρη κι έγινε rock μαγαζί. Στο Mad παίζαμε επίσης Madness, Specials, όλη αυτή την σκηνή της 2-Tone που μου άρεσε πολύ. Μετά είχα ένα συνεργάτη, το Γιάννη Γκισάκη που ήταν φοιτητής της Νομικής, ζευγάρι με τη Δέσποινα Γλέζου, κολλητός με Μπονάτσο, Λογαρίδη… τους γνώριζε όλους, κι έχουμε γίνει κολλητοί φίλοι. Στα 70s ντυνόταν με βελούδα, καμπάνες και μανίκια, είχε μαλλιά μέχρι τον κώλo, αλλά ήταν προοδευτικό άτομο και του άρεσε η νέα σκηνή και βοηθούσε σαν d.j. μια περίοδο στο Trip. Μου λέει λοιπόν: τι θα γίνει, θα συνεργαστούμε στο Mad; Δεν κάνεις, του λέω, είσαι χίπης, άλλη φάση τελείως. Πάει λοιπόν στο Λονδίνο ν’ αγοράσει δίσκους, πριν ανοίξει το μαγαζί. Μόλις γυρίζει με παίρνει τηλέφωνο κι έρχεται από το σπίτι, στη Βεΐκου. Με το που ανοίγω την πόρτα, τι να δω; Τον Γιάννη «Mohican» - δεν υπήρχαν τότε «Μοϊκάνοι» στην Αθήνα - μ’ ένα σκισμένο t-shirt με παραμάνες, ένα μπλουτζίν και αρβύλες. Έχει πάει στο Λονδίνο, έχει κουρευτεί κι έχει έρθει. Τι λες σου κάνω για το Mad; Έχει φέρει κι ένα κάρο δίσκους, ξεκινάμε το Mad Club και γίνεται της κολάσεως. Γλιστράγανε και τα πλακάκια και γίνεται χαμός! Έρχονταν κόσμος και κοιτούσε την ταμπέλα: Mad Club. H λέξη «κλαμπ» δεν χρησιμοποιούνταν τότε. Ντισκοτέκ ήταν το σύνηθες. Έμπαιναν όλοι μέσα στο μαγαζί να δουν τι είναι ακριβώς αυτό το… κλαμπ. Το 1979 γνωρίζω και γίνομαι κολλητός με ένα πολύ προχωρημένο άτομο της εποχής, τον Άγγελο Δρούλια, που ζει στη Ν. Υόρκη, los designer στο Studio 54, στο Factory, στην παρέα του Andy Warhol, τέτοιος τύπος, που ερχόταν τα καλοκαίρια στην Ελλάδα και πήγαινε απευθείας στη Μύκονο. Αυτός γνώριζε ένα άλλο κοινό της Αθήνας που εγώ δεν το ξέρω. Αυτούς που λέμε γόνους πλουσίων οικογενειών, λόγω της δουλειάς του, καθώς ήταν ένας περιζήτητος designer και p.r.-ίστας της εποχής. Του άρεσαν οι ιδέες μου και γίναμε κολλητοί. Τη δεύτερη μόλις βδομάδα που ανοίξαμε το Mad Club έχει γίνει ένας πανικός. Όλη η Αθήνα θέλει να έρθει εκεί να δει τι είναι. Στην αρχή παίζαμε μουσική εγώ κι ο Γκισάκης, έτσι ξεκινήσαμε. Στα 20 τελευταία λεπτά, κλείναμε το πρόγραμμα με ska και γινόταν το έλα να δεις. Σπάγανε το πάτωμα με τις «προκαδούρες» με τα εγγλέζικα παπούτσια τους που ήταν σιδερένια από κάτω. Κλείναμε δυνατά. Κάθε χρόνο αλλάζαμε το πάτωμα. Αυτό όποιος το έχει ζήσει μπορεί να το περιγράψει, όποιος δεν το έχει ζήσει...
15 best
Πρέπει να σου πω ότι μετά από ψάξιμο όλα αυτά τα χρόνια, κλαμπ που να παίζει αυτή τη σκηνή στα 80s ή στα 90s, όπως το Mad Club στην Πλάκα στα 80s, αλλά και το Mad Club στη Συγγρού στα 90s, παγκοσμίως δεν έχει γίνει άλλο. Το λέω αυτό, για πρώτη φορά, εν γνώσει μου και μετά βεβαιότητας. Υπήρχαν βραδιές, όπως στο Hacienda στο Λονδίνο στα 90s, όπου έπαιζαν όπως εμείς στο Mad με τη διαφορά ότι έβαζαν περισσότερο hip-hop από εμάς. Στο Mad, στην Πλάκα, κάναμε και πολλά after party. Έχουν έρθει εκεί οι New Order, στις αρχές των 80s όταν έδωσαν συναυλία στο Σπόρτινγκ. Μετά ήρθε στο μαγαζί όλο το συγκρότημα. Λίγο πριν βγάλουν το Blue Monday. Πιτσιρικάδες όλοι. Μου έλεγαν ότι δεν το πιστεύουν ότι υπάρχει αυτό το μαγαζί στην Ελλάδα και παίζει αυτή την μουσική. Είχαν έρθει επίσης η Lene Lovich, ο Alex Harvey που ήταν πίτα στο μεθύσι και τον έφεραν δύο και πολλοί άλλοι. Είμαι από αυτούς που γουστάρουν υπερβολικά τον Alex Harvey, από τα 70s. Μετά από πολύ λίγο καιρό πέθανε.

Το ύφος της μουσικής από το Trip μέχρι το Mad ήταν στημένο σαν κλαμπ. Δεν ήταν το rock μαγαζί που έπαιζε ένα κομμάτι και μετά έβαζε ένα άλλο δίσκο, όπως ήταν το σύνηθες. Η μουσική ήταν στημένη dance. Αυτή ήταν η τρέλα μου. Δηλαδή με κοψίματα, το ένα κομμάτι πίσω από το άλλο το οποίο να αρμόζει και στην μουσική και στο στίχο. Παίζαμε όλο το φάσμα. Ποτέ μόνο μια συγκεκριμένη σκηνή. Μέσα στο Mad Club μπορούσες ν’ ακούσεις και electro-pop. Ήταν ένα μαγαζί που δεν μπορούσες να κάτσεις, ήταν τελείως ορθάδικο. Ούτε σκαμπό στο μπαρ, ούτε τίποτε. Όρθιοι υποχρεωτικά. Ερχόταν εκεί όλο το φάσμα της μουσικής, από γκαραζάδες μέχρι σκινάδες. Υπήρχε τόσο καλή δισκογραφία που παίζαμε τρία και τέσσερα κομμάτια από ένα δίσκο! Το δίσκο των Cure: Boys Don’ t Cry τον παίζαμε όλον! Με το Seventeen Seconds των Cure που λέει: trip, trip trip… έκλεινε το πρόγραμμα, μετά το 20λεπτο του ska, στις 2 η ώρα γιατί υπήρχε τότε ωράριο και έσκαγαν οι μπάτσοι. Κάποιες άλλες φορές έκλεινε το πρόγραμμα με το Bowie και το κομμάτι Lady Grinning Soul.

Υπήρχαν οπαδικές διαφορές στο Mad όταν μπήκαμε στην εποχή του χουλιγκανισμού;
Τα πρώτα δύο χρόνια δεν είχαμε. Μετά έγινε θαμώνας ο Γιώργος ο Costello με τους skins οι οποίοι ήταν σε αυτή τη φάση. Υπήρχε ένα ανακάτεμα περίεργο που ξεκαθάριζε μετά στη Συγγρού. Τότε άρχισα να μην παίζω πολλά ska γιατί μαζευόντουσαν όλοι αυτοί με τα flight μπουφάν και πλακωνόντουσαν. Ήταν όλοι σόλο και άρχισαν να το κάνουν στέκι. Μιλάμε για το Mad Club στη Λ. Συγγρού. Ήθελα πιο μαζικό το μαγαζί. Δεν ήθελα εξειδικευμένο μαγαζί για τους skinheads. Ούτε μ’ ενδιέφερε η σκηνή αυτή. Να τους έχω αφεντικά μες το μαγαζί μου; Ένα βράδυ λοιπόν, έγινε ένας τεράστιος τσαμπουκάς. Όταν πήγαμε στη Συγγρού το 83-84, το μαγαζί άνοιγε μόνο Παρασκευοσάββατο, ενώ στην Πλάκα εφτά μέρες την εβδομάδα… Είχε αλλάξει το σκηνικό. Τότε πήγε να γίνει κατάσταση του στυλ ότι το μαγαζί είναι δικό μας σε μια εποχή που έχουν χαρακτηριστεί οι skinheads, φόραγαν τα μπουφάν, οι φυλές που λέμε. Αυτή η φυλή δεν χωρούσε πια να μπει στο μαγαζί. Ήθελε να επιβληθεί στους άλλους. Και ξαφνικά τρώνε «πόρτα» μια μέρα. Μάγκες δεν θα μπείτε μέσα. Αρχηγός τους ο Costello, τον οποίο τον είχα παιδάκι και δούλευε στο μαγαζί και ξαφνικά βγαίνει αρχηγός των skinheads. Του λέω λοιπόν: Γιώργο δεν γίνεται πλέον. Έρχεστε με τα flying και τα κράνη και μπαίνετε στο μαγαζί; Τι είναι αυτά τα σκηνικά; Μα είναι το μαγαζί μας… Ποιο μαγαζί σας, το μαγαζί μου. Ήρθατε από την Πλάκα όπου εκεί ήταν όλο το πράγμα μαζεμένο και η μουσική ήταν ενοποιημένη, δεν υπήρχαν διαχωρισμοί τέτοιου τύπου όπως έγιναν στην πορεία και τώρα ξαφνικά έχετε απαιτήσεις να παίζει ska και συνέχεια ska. E, δεν παίζουμε ska, είναι παρηκμασμένο το ska. Θα παίξουμε UB 40. Μετά από αυτό, μια μέρα μου σκάνε 40 άτομα με τα κράνη και τα flying κι έγινε της κολάσεως. Φασαρία μεγάλη. Τεράστιος τσαμπουκάς. Ήταν η τελευταία φορά που ήρθαν. Τα σπάσανε όλα. Τα ηχεία, τις τουαλέτες, όλο το μαγαζί. Ξέρεις τι είναι να έρχονται κάθε φορά 10-15 skinheads και να κάθονται απομονωμένοι σε μια γωνιά, να σνομπάρουν τους άλλους και να έχουν απαίτηση «παίξε μας αυτό…». Έβλεπα ότι το πράγμα πήγαινε σε περίεργη κατάσταση κι αποφάσισα να τους διώξω. Έτσι έγινε φασαρία μεγάλη, με αστυνομίες και αυτό ήταν. Μετά αυτοί οι τύποι έγιναν μπράβοι στα μαγαζιά.
vourakis17
Το μαγαζί στη Μύκονο πότε άνοιξε;
Την άνοιξη του 1979. Το Trip On The Steps. Ανέβαινες τα σκαλιά κι έμπαινες μέσα. Στην πλατεία Μαντώ Μαυρογένους. Εκεί παίζαμε ένα χαρμάνι μουσικό παλιάς και νέας σκηνής. Το 1980 όμως άλλαξε τελείως κι έγινε άσπρο με δύο εξέδρες στο πλάι, ήταν πολύ καινούργιο πράγμα. Κράτησε μέχρι το 2001. 23 χρόνια. Το 1988 στη μέση της σεζόν έχουμε πλέον δίσκους house, η οποία ξεκινάει από τη rock κι έχει περισσότερα ηλεκτρονικά στοιχεία. Παίζαμε περισσότερο ηλεκτρονική μουσική. Οι Kraftwerk ήταν από τα αγαπημένα μας. Όπως και οι Tangerine Dream. Παίζαμε Nektar, τους Γερμανούς Jane και Amon Düül και γενικότερα πολλά γερμανικά και ολλανδικά συγκροτήματα. Πολύ προχωρημένα ακούσματα στην Ελλάδα τότε. Δεν κυκλοφορούσαν δίσκοι τους. Οι κοπελιές μας ήταν ξένες και έτσι είχαμε άμεση επαφή με τις μουσικές τους κι αγοράζαμε δίσκους που δεν υπήρχαν στην Ελλάδα. Οι Mountains που παίζαμε δεν υπήρχαν ούτε φωτογραφία τότε. Επίσης διαβάζαμε ξένα περιοδικά και ψάχναμε τις νέες κυκλοφορίες στο Enemy, που ήταν ασπρόμαυρο τότε ακόμη, στο Melody Maker ή στο Wipe όπου έγραφαν καταπληκτικές κριτικές. Φτιάχναμε μια λίστα δίσκων και τη στέλναμε στο Λονδίνο. Στέλναμε τα λεφτά δι’ αλληλογραφίας και μας έστελναν τα πακέτα. Από το πακέτο των 30 δίσκων δεν παιζόντουσαν όλοι, ένα τριάντα τοις εκατό έπαιζε. Το άλλο εβδομήντα τοις εκατό ήταν διαμάντια. Δίναμε λίστες με 50 δίσκους στο Δισκοβόλο (εν. το δισκάδικο) κι ότι έβρισκε από αυτά τα έπαιρνε και για τον ίδιο. Έτσι έγινε το δισκάδικο.

Την άνοιξη του ’80 ανοίξαμε ως Mad στην Πλάκα και κατευθείαν κατεβαίνουμε στην Μύκονο κι αλλάζουμε το μαγαζί. Φεύγουν όλα τα τραπεζάκια, βάφεται όλο το μαγαζί άσπρο και βάζουμε δύο εξέδρες στο dancefloor και αλλάζουμε το όνομα σε Mad. Ερχόταν πολύς κόσμος τότε στη Μύκονο για το μαγαζί. Ήταν ωραία τότε η Μύκονος και το συνδύαζαν. Καμιά σχέση με τώρα.

Κάνατε καλή διαχείριση; Είστε ικανοποιημένος απ’ όλη αυτή την επιχειρηματική δραστηριότητα;
Από την εποχή της Πλάκας η αλήθεια είναι έβγαλα κέρδος. Δουλεύαμε εφτά μέρες την εβδομάδα, είχε πολύ κόσμο μ’ ένα συνδυασμό Ελλήνων και τουριστών και όλα πήγαιναν ρολόι. Μετά στη Συγγρού άλλαξε εντελώς το σκηνικό και δουλεύαμε μόνο με Έλληνες. Τα μαγαζιά μου ήταν εντελώς προσωπικές επιχειρήσεις και πήγαιναν ανάλογα σε τι φάση ήμουν εγώ. Δεν υπήρχε δυνατότητα κάποιος άλλος να το διαχειριστεί και να του δίνει μια ενιαία γραμμή. Τη γραμμή την έδινα εγώ αναλόγως σε τι κατάσταση ήμουν.

Είχατε το «μικρόβιο» της νύχτας μέσα σας;
Δεν μπορώ να πω ότι ήμουν νυχτόβιος. Κατ’ αρχάς δεν έπινα και δεν κάπνιζα. Πιο πολύ γυμναζόμουν παρά είχα σχέση με το αλκοόλ. Περνάγαμε καλά, ήταν πιο απλά τα πράγματα. Ήταν και η ηλικία. Κλείναμε το Trip στις 6 το πρωί και πηγαίναμε μετά στην Αγορά για πατσά. Καταπληκτική κατάσταση τότε η Αγορά. Κοιμόμουν όπως καταλαβαίνεις το πρωί και ξυπνούσα νύχτα για να πάω στο μαγαζί.

Οι επιχειρηματίες του χθες και του σήμερα;
Η μέρα με τη νύχτα. Τότε έκαναν κάτι που το ζούσανε και το νοιώθανε. Τώρα το κάνουν μόνο για να βγάλουν λεφτά. Γι’ αυτό δεν υπήρχε ομοιομορφία τότε, έβαζε ο καθένας το προσωπικό του στοιχείο εκτός από τις disco που ήταν mainstream και χαρακτηρισμένα ως discotheque, τα rock μαγαζιά ήταν εξειδικευμένα, το καθένα ξεχωριστό, δεν έμοιαζαν το ένα με το άλλο.

Τι έκανε ξεχωριστή την εποχή αυτή ώστε μετά από τόσα χρόνια να μιλάμε γι’ αυτή;
Τα 70ς ήταν η αρχή της αλλαγής στην Ελλάδα. Η μουσική έφερε καινούργια πράγματα, καινούργια μόδα, νέο ύφος, νέο ήθος, σκέψη, αυτά πάνε μαζί κι έχουν επίδραση στη νεολαία. Οι κοινωνίες πώς άλλαξαν δηλαδή; Οι κοινωνίες άλλαξαν από τη μουσική. Αν δεν υπήρχε η rock μουσική δεν ξέρω πώς θα ήμασταν σήμερα.

Τι απέγιναν οι δίσκοι από τις λίστες;
Εκλάπησαν από το σπίτι μου! Εικοσιπέντε κούτες γεμάτες βινύλια. Στα 80s έγινε η δουλειά. Ακόμη δεν έχω βρει άκρη πώς έγινε. Αλλά και μετά στο Mad στη Συγγρού μπούκαραν μέσα και έκλεψαν το σκληρό δίσκο. Είχα σοκαριστεί. Ακόμη το σκέφτομαι και φρικάρω.

Τι να περιμένουμε;
Ένα ακόμη καλό πάρτι του Mad τον Οκτώβριο. Μετά το χαμό που έγινε στο Ρομάντσο θα κάνουμε πάλι κάτι πολύ γερό με έμφαση στη σκηνή του Manchester.
Nikiforos

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!