Κώστας Χατζής - «Στο Ρεσιτάλ μια ζωής, γεμάτος αντιθέσεις»

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ) Δεν είναι συνηθισμένη περίπτωση, ούτε μουσικού ούτε ανθρώπου.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
04/02/2013

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Δημήτρης Βάκης
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
Όχι μονό επειδή, γέννημα-θρέμμα Τσιγγάνος, ανθρωπιστής και υπερασπιστής των κοινωνικών δικαιωμάτων, έγινε η φωνή κατά της αδικίας. Όχι γιατί έγραψε και τραγούδησε μερικές από τις πιο δυνατές μπαλάντες της ελληνικής δισκογραφίας. Όχι επειδή, τόσα χρόνια στο προσκήνιο, βάδισε στο ίδιο πεζοδρόμιο. Όχι γιατί συνομίλησε μουσικά με τους μεγαλύτερους Έλληνες συνθέτες, ενώ μοιράστηκε τη σκηνή με σημαντικούς ερμηνευτές και ερμηνεύτριες. Ούτε ακόμα γιατί όσα έζησε φτάνουν για πολλές ζωές και όταν τα εξιστορεί χαμογελάει, ακόμα και στα πιο τραγικά.

Πάνω απ’ όλα, επειδή τίποτ’ από τα παραπάνω δεν του φαίνεται σπουδαίο και άξιο «για να το κάνουμε θέμα, αδερφέ». Ο Κώστας Χατζής είναι ένας ποιητής, που έβαλε σκοπό ν’ αλλάξει τον κόσμο, ξεκινώντας καταρχήν από τον εαυτό του. Το έκανε Στις γειτονιές του κόσμου, με Πέτρα και φως όπως Ο γιος της άνοιξης. Το έκανε κόντρα σε Ανθρώπινα συστήματα, με Ταμ ταμ και Νταουλιέρικα. Συνεχίζει να το κάνει με Λόγια απλά, διαβάζοντας τα Στίγματα του καιρού ή διαπράττοντας Μουσική ιεροσυλία. Κι έπειτα, Κάτι βράδια που ονειρεύονται οι Τσιγγάνοι γυρίζει Στον τόπο που γεννήθηκε, για Το ρεσιτάλ μιας ζωής, γεμάτος αντιθέσεις.

Έχω χρόνια την απορία: αφού ξεκινήσετε παίζοντας παραδοσιακά, με τον πατέρα σας και τον παππού σας, πώς βρεθήκατε στην μπαλάντα, έχοντας περισσότερα κοινά με το φλαμένκο, τα κλέσμερ, ως το μπλουζ και την τζαζ;
Ξέρετε, το ψάχνω να γράψω τη ζωή μου, αλλά φοβάμαι οι κασέτες σας δεν θα φτάσουν… Για να σας πω αυτό, πρέπει να ξεκινήσω• κ’ είναι μεγάλος πρόλογος.

Ας το πάρει ,λοιπόν, το ποτάμι… Από πού έρχεστε;
Μεγάλωσα στη Λιβαδειά, σε μια γειτονιά που είχε όλες τις τάξεις• περίεργο, αλλά αληθινό. Αφού υπήρχαν άνθρωποι και πιο φτωχοί από ’μάς… Και ήτανε όλοι μαζί, δηλαδή δεν τους θυμάμαι σαν οικογένειες• τους θυμάμαι σαν μία οικογένεια. Παρόλο που άλλοι ήτανε πλούσιοι, άλλοι λίγο πιο μεσαία τάξη, υπήρχε σύμπνοια. Κάτι να συνέβαινε, όλοι θα τρέχανε. Τότε δεν μπορούσα να το εκτιμήσω. Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω ότι μεγάλωσα σε μια τόσο πολύ όμορφη γειτονιά και με τέτοιους ανθρώπους. Ήμαστε οι μόνοι Τσιγγάνοι εκεί, η οικογένειά μου, ο παππούς μου και οι λοιποί, οι οποίοι όμως δεν λέγανε ότι είναι Τσιγγάνοι, κάτι που ήταν και κωμικό. Και ’γώ, μη νομίζετε, στην αρχή ήθελα να το κρύβω. Μετά όμως έφτασα σ’ ένα σημείο που δεν μπορούσα άλλο. Δηλαδή, είχα ξεχάσει τι θα πει αλήθεια!

Η οικογένειά σας έβγαλε σπουδαίους μουσικούς• τον παππού σας καταρχάς, και τον πατέρα σας.
Ο πατέρας μου, Ευάγγελος Χατζής, έπαιζε σαντούρι. Ήτανε Μακεδόνας. Ο παππούς μου ήταν ο Κώστας Καραγιάννης, ένας μεγάλος κλαρινίστας, από τους καλύτερους που είχε η Ελλάδα. Ο πατέρας μου τον αγάπησε πάρα πολύ, γιατί ήταν ορφανός και τον γνώρισε σαν πατέρα του, γι’ αυτό μου έδωσε τ’ όνομα του.

Ο Καραγιάννης, δηλαδή, ήταν ο πατέρας της μητέρας σας;
Ναι. Ο πατέρας μου ήτανε θρησκόληπτος και είχε κάποιες αρχές πολύ σοβαρές. Ο παππούς μου ήταν πιο ελεύθερος άνθρωπος. Καμιά φορά, που είχανε μεταξύ τους προστριβές, ο Καραγιάννης μετά δεν του μιλούσε, δεν τον έπαιρνε σε δουλειά και πεινάγαμε εμείς. Ήτανε όμως και οι δυο πολύ μεγάλοι μουσικοί. Η μάνα μου ήταν άλλη περίπτωση. Ηθική, αλλά την ηθική και τη δικαιοσύνη την έφερνε στα μέτρα της. Πήγαινα εγώ, ας πούμε, κι έπαιρνα ένα καλαμπόκι. Το έκλεβα, δηλαδή. Αφού το έτριβα, πήγαινα πιο κάτω που είχαν κότες, κι έβαζα το καλαμπόκι ένα σπειρί εδώ, ένα εκεί… Το έφτανα μέχρι την πορτίτσα όπου είχαμε ένα κατωγάκι. Μόλις ξύπναγε η πρώτη κότα… κτουκ-κτουκ, τσίμπαγε το καλαμπόκι και όταν έμπαινε εκεί, ούτε κιχ δεν έκανε. Την ώρα που τη μαγειρεύαμε, τι έλεγε η μάνα μου που έκλεψα την κότα; «Πρόσεξε, ρε κερατά, μη σε πιάσουν!», όχι «μην ξανακλέψεις»! Άλλη φορά όμως που με ’στέλναν οι νοικοκυράδες, άμα οι άντρες τους είχαν ξεχάσει να πάρουν μαϊντανό ή άνηθο, η μάνα μου έλεγε «κοίτα μη δεχτείς και σου δώσουν λεφτά»! Δηλαδή, απ’ τη μια μπορούσα να κλέψω αλλά να μη με πιάσουν, κι απ’ την άλλη έπρεπε να ’μαι περήφανος. Μα πώς;

Αυτή της η αντίφαση προφανώς έχει βαθύτερα αίτια. Τις προκαταλήψεις που έζησε, τις διακρίσεις από τις οποίες ήθελε να σας προφυλάξει…
Ακριβώς. Το κόμπλεξ, η διαπαιδαγώγηση, έχουν μεγάλη σημασία. Και ’γώ είχα το κόμπλεξ ότι ήμουν γύφτος και όπου κι αν πήγαινα με κοιτάζανε. Μην κοιτάς που τώρα όπου στρίψεις βλέπεις κι έναν μαύρο. Τότε ξεχώριζα. Και που με κοιτάζανε με αγρίευε, όπως κι άλλα πράγματα που συνέβησαν αργότερα μέσα στη δουλειά μας.

Στη δουλειά υποθέτω ότι μπήκατε πολύ μικρός, με τέτοια οικογενειακή παράδοση…
Κι όμως… Ήρθα στην Αθήνα, σε μια σχολή μηχανικών• στον «Ήφαιστο». Εκεί έπρεπε να πληρώνουμε σαράντα δραχμές τον μήνα• λεφτά που δεν υπήρχανε. Ο πατέρας μου• ένα σαντούρι σε γάμους, σε πανηγύρια, και αυτά… Πήγα, λοιπόν, στην οδό Ηπείρου, σ’ ένα μηχανουργείο όπου έκαναν κεφαλές από γκαζιέρες. Πήγαινα και πάνω στον Άγιο Ιερόθεο, στο βουνό, εκεί που παλιά έγραφε «Παύλος, ο Βασιλεύς των Ελλήνων», με άσπρο βαμμένο και πέτρες. Κάτω από ’κεί, κάτω απ’ το στέμμα δηλαδή, ήταν τα σκουπίδια με τους τενεκέδες. Εκεί δούλευα. Τώρα δεν φαίνεται, αλλά τότε όταν κοίταζες το βουνό πάνω, στον Ιερόθεο…

Στο Περιστέρι, κάπου εκεί ήταν αυτό;
Ναι, απάνω στο βουνό. Πήγα και τραγούδησα, πέρυσι νομίζω, και μου το δείξανε. Σκέψου, δεν μπορούσα να βγω να τραγουδήσω… Πού να το φανταστώ τότε; Γιατί εγώ δεν πίστευα ότι θα έκανα οικογένεια, ή κάτι, ξέρω ’γώ τι. Ήτανε σκοτάδι, δεν υπήρχε τίποτα στο τούνελ• ούτε καντήλι. Δεν είχα δικαίωμα ούτε να ονειρεύομαι. Ήτανε τόσες οι απογοητεύσεις… Δούλευα, λοιπόν, για να πηγαίνω το βράδυ στη σχολή. Εκεί που ’χαμε νοικιάσει, εγώ και η αδερφή μου -γιατί ήρθε κ’ η αδερφή μου για να πάει στο γυμνάσιο-, το είχε μια γυναίκα που καθάριζε σπίτια. Μου λέει «υπάρχει ένα σπίτι που θέλουν άντρα, όχι γυναίκα, για να μη βάζει μέσα άντρες. Θες να πας;» Ήταν το σπίτι ενός αρεοπαγίτη που είχε φύγει από τη ζωή, αλλά είχε γυναίκα και δυο παιδιά. Τέλος πάντων, έπρεπε να μαζεύω νερό σε κιούπια, να κάνω παρκέ, να πλένω τα πιάτα, να φτιάχνω καφέ, τέτοια πράγματα. Μ’ έβαλαν να κοιμάμαι σε μια σοφίτα όσο είναι αυτό το δωμάτιο, λίγο πιο στενό, μ’ ένα κρεβάτι. Και γύρω γύρω γεμάτο βιβλία! Αυτό ήταν κ’ η καταστροφή μου…

Σ’ αυτό το σπίτι έπεσε ο σπόρος για τις μπαλάντες που ξέρουμε;
Κοιτάχτε, οι απόψεις μου πάντοτε ήτανε της Αριστεράς. Γνώρισα από μικρός κάποια πράγματα κι όσο μεγάλωνα είχα μια άλφα άποψη… Εκεί έμαθα πάρα πολλά πράγματα. Κάποια στιγμή, όμως, αρρώστησα και έπρεπε να φύγω• δεν μπορούσαν να μ’ έχουν άρρωστο εκεί. Κατάφερα, ωστόσο, να πάω σε κάποιο ίδρυμα της Φρειδερίκης που είχε διάφορες σχολές. Είχε κι ένα καράβι, ένα σκάφος καναδέζικο, κι εκεί μέσα γινόσουνα ασυρματιστής, αρμενιστής, τέτοιες ειδικότητες. Σ’ αυτό πήρα δίπλωμα και ναυτολογημένο φυλλάδιο. Έπειτα γύρισα στη Λιβαδειά και περίμενα. Λέω, λοιπόν, στον πατέρα μου «εκεί που θα είμαι στο καράβι, να μάθω να παίζω κιθάρα».

Σας έδειξε, λοιπόν, κάποια πράγματα ο πατέρας σας;
Εκείνος κιθάρα δεν ήξερε. Άλλο το σαντούρι. Μου έλεγε απλά «αυτό είναι το ρε». Έβλεπα όμως εγώ άλλους που παίζανε• λευκούς δηλαδή. Όταν έμαθα πήγα κάπου ένα βράδυ και τραγουδήσαμε. Είπα όμως κι ένα τραγούδι αντάρτικο και με προδώσανε μέσα από ’κεί. Αυτό ήτανε η αρχή του τέλους. Με πήγαν στην αστυνομία, κι έχασα όλα τα προνόμια. Τότε και σκουπιδιάρης αν ήθελες να πας στον δήμο έπρεπε να έχεις χαρτί «κοινωνικών φρονημάτων». Αυτό για ’μένα πλέον δεν υπήρχε. Δεν μπορούσα ούτε διαβατήριο να βγάλω, ούτε τίποτα, και μου ’πε η μάνα μου «παιδί μου, πρέπει να πας με τον πατέρα σου, για να παίρνουμε το λάδι της χρονιάς». Άρχισα, λοιπόν, με τον πατέρα μου και τον παππού μου σε γάμους, σε πανηγύρια, αλλά με τις απόψεις που είχα, κι αυτά που είχα διαβάσει δηλαδή. Πού να έλεγα στους γύρω μου τι πιστεύω;

Μουσικός, δηλαδή, γίνεστε από ανάγκη.
Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσον καιρό έκλαιγα. Κάθε φορά που πήγαινα σε πανηγύρια ή σε γάμους έκλαιγα. Γύριζα, κι όταν έμενα μόνος μου έκλαιγα. Γιατί τώρα, αφού μ’ αυτό μεγάλωσα, θα ’μουνα κι αχάριστος, αλλά γιατί να πάω κάπου να παίζω και να περιμένω πότε θα πιει κάποιος, να έρθει στο κέφι, να ρίξει λεφτά; Δεν ήταν εκμετάλλευση; Για ’μένα ήταν τρομακτικό, γι’ αυτό είχα και πρόβλημα με τη δουλειά μου• μέχρι σήμερα έχω. Δηλαδή να δίνεις το νεροζούμι, να έρχεται ο άλλος να το πληρώνει με μιας βδομάδας μεροκάματα; Δεν είναι βρώμικο; Λέμε τώρα «κοινωνικό τραγούδι». Ποιο κοινωνικό τραγούδι; Το λέω το κοινωνικό τραγούδι, αλλά γεμίζει η δική μου η τσέπη με τον πόνο των αλλωνών; Δεν είναι βρώμικο; Εμένα η δουλειά μου -και σήμερα ακόμα- είναι να πάρω εκατό ευρώ γι’ αυτά που θα τραγουδήσω. Δεν μπορεί να μου δίνεις χίλια! Όταν μου δίνεις χίλια πρέπει να κάνω πολλούς συμβιβασμούς. Θα ’πρεπε αλλιώς να γίνονται αυτά.

Κάποια στιγμή, όμως, το δεχτήκατε ως επάγγελμά σας, βιοποριστικά έστω. Αρχίσατε τότε να δουλεύετε και σε μαγαζιά;
Στη Λιβαδειά δούλεψα και σε κάποια μαγαζιά. Σε κάποιον «Καλύβα», μαζί με τον παππού μου και με τον πατέρα μου, δούλεψα με κάποιον Γκαραβέλλη, με τον πατέρα του Γιώργου του Μάγγα. Δούλεψα με πάρα πολλούς από τη φυλή.

Πώς ξεστρατίσατε από τα παραδοσιακά; Τι σας επηρέασε;
Το σπίτι μας στη Λιβαδειά ήταν μες στον κινηματογράφο. Αυτό ήτανε για ’μένα μια παιδεία καταπληκτική. Από ’κεί πήρα πάρα πολλά. Άλλα τόσα, όμως, πήρα κι απ’ τον πατέρα μου που ήτανε απίθανος άνθρωπος. Έμαθε μόνος του μουσική - κάποιος δηλαδή του δίδαξε τα βασικά κι έπειτα μπορούσε να διαβάζει παρτιτούρες. Έπαιζε μέχρι Ραψωδία του Λιστ, Παραμύθια του Όφμαν, τσάρντας, Τόσκα. Στη Λιβαδειά είναι άνθρωποι που αγαπούν πολύ τη μουσική. Υπήρχαν κανταδόροι, τραγουδιστές, κάποιοι παίζανε και καταπληκτικές κιθάρες. Όλους αυτούς τους θαύμαζα, αλλά είχα φιλία με τον Μίμη τον Σεγρέδο, που ήτανε μηχανικός στο σινεμά. Εξαιρετικό παιδί, και η αιτία να μάθω κιθάρα. Παίζαμε πάντα μαζί και μ’ έναν ακόμα, που λεγότανε Λάκης Λατινόπουλος. Έτσι εξοικειώθηκα με την κιθάρα.

Μ’ αυτή την παρέα τι παίζατε; 
Μαρούδα, Γούναρη, Σουγιούλ, Πολυμέρη, Παναγόπουλο και Τρίο Κιτάρα πάρα πολλά. Εγώ όμως, που άκουγα ραδιόφωνο και δεν κοιμόμουνα ποτέ νωρίς, το έβαζα τις νύχτες στο μαξιλάρι μου. Ήταν ένα General Electric πολύ ωραίο, με βραχέα, μακρά• ό,τι ήθελες είχε. Έπιανα, λοιπόν, τις νύχτες ξένα τραγούδια και τα μάθαινα. Ένα περίεργο πράγμα πώς τα μάθαινα, μαζί με τον στίχο. Μετά από τα επεισόδια, όμως, φύγαμε από τη Λιβαδειά και πήγαμε στη Χαλκίδα.

Οικογενειακά πήγατε; 
Ναι, επειδή είχα πρόβλημα εγώ• συνέχεια με ενοχλούσε η αστυνομία. Εκεί ο πατέρας μου κατάλαβε ότι τελικά δεν ήμουν αυτό που έδειχνα, γιατί στη Χαλκίδα δεν έβγαινα καθόλου από το σπίτι. Καθόμουνα και μελέταγα με την κιθάρα μου. Εκείνος δεν δούλευε σε πανηγύρια, γιατί τους ήτανε ξένος. Βρήκε όμως σε ’μένα δουλειά. Πήγαινα σ’ ένα μαγαζί, αλλά ούτε μίλαγα, ούτε τραγουδούσα. Εκείνη την εποχή ήρθε ο Οδυσσέας ο Μοσχονάς, ο λαϊκός τραγουδιστής, μαζί με μια ανιψιά του. Ίσως επειδή είχε χωρίσει, για νομικούς λόγους δεν ήθελε να δουλεύει στην Αθήνα και γύριζε στις επαρχίες. Πολύ ωραίος τραγουδιστής. Μου είπε να πάω μαζί του, να παίζω κιθάρα και να τραγουδάει. Έπαιζε και ’κείνος, αλλά του άρεσε ο δικός μου τρόπος. Μου λέει «θα σου στείλω τηλεγράφημα να έρθεις». Εγώ στο μεταξύ έφυγα και πήγα στον Βόλο. Δούλευα σε γιαπιά, στην οικογένεια του Λάκη (Τελκή), που είναι τώρα ο μάνατζέρ μου. Παντρεύτηκε την αδερφή μου.

Απ’ όσο ξέρω, είναι μαζί σας μια ζωή. 
Η κιθάρα για ’μένα είναι το κορμί μου. Το ίδιο όμως είναι και ο Λάκης. Εκείνος με πήγε τότε στο ραδιόφωνο• είχε έναν γνωστό. Πήγα να τραγουδήσω, να με ακούσουν, γιατί αν έβγαινες τότε στο ραδιόφωνο την άλλη μέρα ήσουνα κάτι. Πρώτη φορά θα άκουγα κι εγώ τη φωνή μου, γιατί δεν ήμουνα τραγουδιστής. Έγραφα όμως τραγούδια -χωρίς να ξέρει κανείς τίποτα- απ’ αυτά που ήθελα, τις μπαλάντες. Τέλος πάντων, μ’ ακούνε που τραγούδησα και λένε «είσαι κρυωμένος»... Άρχισα και ’γώ να πίνω τσάι, να βάζω κασκόλ και να δουλεύω, μες στο καλοκαίρι, ντάλα ο ήλιος!.. Μετά από μια βδομάδα πήγα πάλι. «Είσαι κρυωμένος». Εκεί πια κατάλαβα… Τότε όμως έρχεται τηλεγράφημα του Μοσχονά από τη Ρόδο, να πάω τον βρω. Στη Ρόδο δούλεψα μαζί του, κι έπειτα με τον Γαβαλά και μετά με τον Τσαουσάκη, όχι όμως στο ίδιο μαγαζί. Εγώ δούλευα στου Βασιλειάδη και απέναντι ήταν ο Μπαμπούλας, ένα κέντρο μέσα στη θάλασσα.

Πότε συμβαίνουν όλ’ αυτά;
Είναι ’56. Ο Τσαουσάκης ήρθε στον Βασιλειάδη και δουλέψαμε. Μετά πήγα μαζί του και δούλευα στα Τριάντα, σαν κιθάρα όμως, όχι φωνή. Στον Μοσχονά πάλι δεν τραγουδούσα, αλλά τι έγινε: ένα βράδυ που τρώγαμε εκεί, λέω «θέλετε να σας κάνω να γελάσετε»; «Για κάνε μας. Τι θα κάνεις, δηλαδή;», λέει ο Οδυσσέας. Ανεβαίνω, λοιπόν, και τραγουδάω, αλλά δεν γελάσανε, παρά όταν κατέβηκα κάτω, μου λέει... (τον μιμείται, με βραχνή φωνή και αγγίζοντας το λαρύγγι) «το ξέρεις ότι εδώ έχεις πετρέλαιο;» Μετά ήθελε να με βάλει να τραγουδάω, αλλά εγώ δεν δεχόμουνα. Έβαζε ως και ανθρώπους να πληρώνουν, χαρτούρα, «να τραγουδήσει ο σκούρος». Σου λέει, εδώ βάζουν πενηντάρικο, που ήταν τότε πολλά λεφτά. Θα αρνηθείς; Έτσι παρεξηγήθηκα, έφυγα, τελείωσε εκεί το πράγμα.

Στην Αθήνα πότε ήρθατε;
Μετά από λίγον καιρό γύρισα πάλι στη Λιβαδειά και δούλεψα στον Καλύβα• σ’ ένα υπόγειο. Τότε φέρανε κάποια τραγουδίστρια, σε άλλο μαγαζί, στα Ταμπάχανα. Αυτή ήταν από την Κέρκυρα, κ’ είχε αδερφό έναν γνωστό χορευτή. Της είχαν πει ότι θα υπήρχε σαξόφωνο και άλλα όργανα για συνοδεία. Βέβαια, δεν υπήρχε τίποτα. Η κοπέλα τραγουδούσε του Βέλλα τραγούδια -αυτά που έλεγε η Μπέμπα Κυριακίδου- έτσι, μπριόζικα. Η Νίτσα Σαγιώρ.

Η αδελφή του Τάκη Σαγιώρ;
Ναι, μπράβο. Μια καταπληκτική κοπέλα, απ’ όλες τις απόψεις, ως τραγουδίστρια και ως άνθρωπος. Θα σηκωνόταν να φύγει, παρότι της είχαν δώσει προκαταβολή, αλλά της είπανε «υπάρχει ένας εδώ που μπορεί να σε συνοδεύσει». Με φωνάξανε και μου είπανε «ξέρεις τα τραγούδια του Βέλλα»; Λέω «τι θέλεις να τραγουδήσεις»; Μου λέει, «τη Βαλίτσα». «Από τι τόνο;» Αρχίζω, λοιπόν, να τη συνοδεύω και της άρεσε πάρα πολύ. Της έδειχνα μετά και τραγούδια που θα μπορούσε να πει, του Καροζόνε… του Ιταλού (1). (τραγουδάει) Chella ’la… Chella ’la… Εκείνη μ’ άκουσε που τραγούδαγα και λέει «θέλεις, άμα σου βρω δουλειά, να έρθεις να τραγουδήσεις στην Αθήνα;» Κι έρχομαι πλέον στην Αθήνα, γιατί με έφερε η Νίτσα Σαγιώρ. Ξέρεις σε ποιο μαγαζί; Στου «Ρούκουνα», ακριβώς δίπλα από τον «Σκορπιό» - που τότε δεν ήταν «Σκορπιός». Δούλεψα ακριβώς μια βδομάδα και μετά με διώξανε. Από ’δώ αρχίζει πλέον η περιπέτεια της ζωής μου.

Δεν υπήρχε πια δουλειά για ’σάς; Κλείσανε οι πόρτες, δηλαδή;
Μιλάμε για δυστυχία, όχι αστεία. Να κοιμάμαι στα πεζοδρόμια, και άλλα πολλά. Έτρωγα σήμερα και μετά έκανα τρεις ή πέντε μέρες. Άμα πω αριθμούς, δεν θα το πιστεύει κανείς. Μια φορά έκανα να φάω 18 μέρες! Δεν ήθελα, όμως, να γυρίσω πάλι πίσω. Πήγαινα κι έκανα τον ύποπτο στις βιτρίνες, να με πιάνουν και να με κλείνουν μέσα, γιατί τότε όταν σε πηγαίνανε τηλεφωνούσανε στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών και Πειραιώς και ώσπου να βγει άκρη πήγαινε 4 το πρωί. Αλλά ως τότε σ’ αφήνανε στο γραφείο του υπαξιωματικού που είχε ζεστούλα. Βέβαια, το ανακαλύψανε και δεν με πιάνανε μετά.

Πώς έγινε και γύρισε ο τροχός;
Είχα φτάσει στο αμήν και πήγα να δουλέψω με κάποιον που λεγότανε Κόντι Καρ, που είχε έρθει από τη Γερμανία μ’ ένα αυτοκίνητο Opel Olympia. Είχε και τον αδερφό του που έπαιζε ακορντεόν. Έπαιζε κλαρίνο, σαξόφωνο εκείνος, και έλεγε τραγούδια ξένα, σαν «ξένος» που ήτανε… Ηπειρώτης. «Ξένος» αυτός, «ξένος» κι εγώ, πότε Βραζιλιάνος, πότε Σπανιόλος, με όνομα ό,τι να ’ναι όπου πηγαίναμε, πήραμε όλη την παραλία στην Κόρινθο. Εγώ όμως δεν έπρεπε να μιλάω, κι εκεί να δεις τι έγινε! Έπειτα πήγα στο Γκρην Παρκ, πάλι «Βραζιλιάνος», και όταν έβγαινα έπρεπε να πετάω κανένα ισπανικό. Τραγουδώντας όμως, έλεγα και τσιγγάνικα - ποιος καταλάβαινε; Αλλά όταν από κάτω ήταν το «σόι», λέγανε «αυτό είναι ντικό μας!», κι ερχόντουσαν, μ’ αγκαλιάζανε. Ο Βραζιλιάνος απ’ την Αγια-Βαρβάρα! Προς το καλοκαίρι πήγα στον Οικονομίδη και του είπα «κύριε Γιώργο, έχω τέσσερεις μέρες να φάω». Μου απάντησε «θα ’ρθεις το βράδυ να τραγουδήσεις», για να μ’ ακούσει και αυτός που είχε το Άλσος. Όλη η ζωή του Οικονομίδη ήτανε στο Άλσος. Τραγούδησα το βράδυ κι αυτός δεν με ήθελε. Με κράτησε όμως ο Οικονομίδης και με πλήρωνε από την τσέπη του. Κάθε βράδυ μου έδινε πενήντα δραχμές. Ξεχνιούνται αυτά τα πράγματα;

Στη δεκαετία του ’60 βρίσκεστε στις μπουατ. Τιπούκειτος, Ρουλότα - να τα πάρουμε με τη σειρά;
Πατέρας της μπουάτ στη χώρα μας ήτανε ο Γιώργος Μπουκουβάλας. Τρομακτική φυσιογνωμία. Δεν ξέρω πολλά για ’κείνον, γνωρίζω όμως ότι τον αγαπούσε πολύ η high society. Άνοιξε στην Κριεζώτου έναν χώρο κι έβαλε μέσα τον Λάκη Παππά. Μετά όμως το έκλεισε -βλέπεις, είχε το ταλέντο ν’ ανοίγει, αλλά και το ταλέντο να του το κλείνουν- κι έκανε τον Τιπούκειτο, στη Ναυάρχου Νικοδήμου. Εγώ τότε δούλευα στα καμπαρέ• έλεγα ξένα τραγούδια, τα μπλουζ τ’ αμερικάνικα. Είχα γράψει τραγούδια, αλλά ποιος να τ’ ακούσει; Μου λέγανε «αυτά δεν θα τα ξαναπείς• θα παίρνεις σαράντα δραχμές αν πεις τέτοια δικά σου -μη σου πω τριάντα- και πενήντα όταν δεν λες τίποτ’ απ’ αυτά». Κι εγώ έλεγα τα άλλα, για να παίρνω τις πενήντα, που ήταν αρκετά λεφτά.

Πώς ξεκινήσατε να λέτε τα δικά σας;
Πήγαινα στα μαγαζιά με τα τζουκ-μποξ. Δεν θυμάμαι πώς τα λέγανε, ήτανε μαγαζιά που πήγαινε η νεολαία και χόρευε. Σταματάγανε το μηχάνημα, μου βάζανε ένα καρεκλάκι μες στη μέση, κι έλεγα εγώ τα τραγούδια που ήθελα να πω. Πόσο να ήτανε, δεκαπέντε λεπτά; Μετά βάζανε πάλι το τζουκ-μποξ κι έβγαινα αργότερα, άλλα δεκαπέντε λεπτά. Αυτό έκανα, δηλαδή. Όταν όμως πέρασα από τη Ναυάρχου Νικοδήμου, άκουσα κιθάρα. Έβγαινε από ένα υπόγειο. Κατέβηκα τα σκαλιά και μόλις ανοίγω την πόρτα ποιος με καλωσόρισε; Ο Γιώργος Μούτσιος. Ήταν πελάτης. Το πώς μου φέρθηκε αυτός ο άνθρωπος δεν θα το ξεχάσω. Μερικοί άνθρωποι μου δώσανε ένα ποτήρι νερό να περάσω την έρημο. Όπως κι ο Πλέσσας, ο Φλερύ, ο Χατζηχρήστος• έχω πολλούς ανθρώπους τέτοιους και δεν θα τους βγάλω ποτέ από την καρδιά μου. Από ’κεί, λοιπόν, ξεκίνησα και μετά έκανα τη Ρουλότα, γιατί πάντοτε εύρισκα εμπόδια με τα δικά μου τραγούδια. Δεν τα δεχόντουσαν αυτοί που είχαν τα μαγαζιά.

Όταν λέτε «έκανα», εννοείτε πως είχατε και την ευθύνη της επιχείρησης;
Μαζί με τον Σπύρο Κουρογένη. Σπουδαία φυσιογνωμία• είχε έρθει από το Γιοχάνεσμπουργκ. Δούλευε εκεί και δεν άντεξε τη συμπεριφορά απέναντι στους μαύρους. Μ’ αυτόν κάναμε τη Ρουλότα. Εγώ, δηλαδή, έπρεπε να δανειστώ, γιατί εκείνος είχε κάποια χρήματα και δανείστηκα έξι χιλιάδες• πολλά λεφτά εκείνη την εποχή. Με τη Ρουλότα ξεκίνησα πλέον να τραγουδώ το είδος μπαλάντας που ξέρετε και να κερδίζει έδαφος σιγά σιγά. Γιατί ερχόντουσαν πολλοί, η Τζένη Καρέζη, η Βουγιουκλάκη, ο Αλεξανδράκης, κι όταν ερχόντουσαν και μαθευότανε ερχόταν κόσμος για να δει αυτούς και, με την ευκαιρία, ακούγανε εμένα. Όχι ότι με συμπαθούσαν εμένα. Αυτοί ήτανε όμως πυρήνας.

Με τον Μίμη Πλέσσα, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Σταύρο Ξαρχάκο και τον Γιάννη Μαρκόπουλο πότε γνωριστήκατε;
Η Ρουλότα, όπου μπορούσα πλέον να λέω ό,τι ήθελα, ήταν ένα ξεκίνημα. Είχα γνωριστεί με ορισμένους από αυτούς, αλλά δεν γίνανε κάποια πράγματα, παρόλο που ήταν μεγάλοι συνθέτες. Κι έπειτα, αυτό το είδος φωνής δεν πέρναγε. Πρώτη συνεργασία, λοιπόν, ήταν με τον Πλέσσα. Μαζί του έκανα το Έφυγε η αγάπη μου, ένα πάρα πολύ ωραίο τραγούδι, και άλλα τρία. Επίσης, το Αν σ’ αρνηθώ, αγάπη μου, που ήτανε σε φιλμ (2). Αυτά γύρω στο ’60. Μετά πήγα μαζί του, ως μουσικός, στην ορχήστρα του, αλλά ήταν κωμικό το πράγμα. Όλοι αυτοί ήταν πολυκατοικίες κι εγώ ούτε περίπτερο... Είχαμε τραγουδιστές τον Αλέκο Πάντα και την Τζένη Βάνου, που υπήρξε η ωραιότερη φωνή σ’ αυτή τη χώρα. Η Τζένη Βάνου μού στάθηκε στη ζωή μου σε βαθμό που δεν φαντάζεστε. Δηλαδή, έκανε κάποια πράγματα για ’μένα που δεν ξεχνιούνται…

Η συνεργασία σας με τον Μίκη Θεοδωράκη πώς ξεκίνησε;
Λίγο αργότερα με φώναξαν και πήγα στην Columbia, κάπου στην αρχή της Αιόλου. Έμπαινες από την οδό Λυκούργου, από μια στοά. Ανέβαινες επάνω αριστερά και εύρισκες ένα δωμάτιο μ’ ένα πιάνο. Εκεί με περίμενε ο Θεοδωράκης για τους Λιποτάκτες. Ήταν και ο Μιχάλης Κατσαρός, ο ποιητής. Αφού με άκουσε και μου είπε τα τραγούδια, θα πήγαινα ξανά την άλλη μέρα. Την επομένη, λοιπόν, ο Κατσαρός μού λέει «αυτά τα ποιήματα τα έγραψα για ’σένα», και τα δίνει στον Θεοδωράκη. Ήταν ο Μίμης ο Τσιγγάνος και το Αυτούς που βλέπεις, πάλι θα τους ξαναδείς, το οποίο ο Θεοδωράκης μ’ έβαλε και τραγούδησα στο θέατρο της Κατερίνας (Ανδρεάδη), στα Επτά θανάσιμα αμαρτήματα. Το ’κανε για ’μένα και για τον Μιχάλη, «για να φάμε», λέει, «καμμιά μακαρονάδα»…

Στη Ρουλότα, λοιπόν, ξεκινήσατε αυτό το είδος της κοινωνικής μπαλάντας που μιλάει για την καταπίεση.
Ξέρετε, εγώ τον χώρο τον καλλιτεχνικό δεν τον αγαπούσα, ούτε τον αγαπώ. Μπήκα σαν προπαγανδιστής, με την καλή έννοια, αλλά με λάθος απόψεις. Ήμουνα -και επιμένω σε κάποια πράγματα, δηλαδή- μονόχνοτος και στενόκαρδος. Γι’ αυτό και έκανα μπαλάντες που αναφέρονται στα ανθρώπινα δικαιώματα, καταγγέλλοντας την πολιτεία, πάντοτε με σεβασμό, όμως αναφερόμουνα μόνο στους Τσιγγάνους. Με τα χρόνια κατάλαβα ότι είναι λάθος τα τραγούδια να έχουν σύνορα. Κάθε άνθρωπος που καταπιέζεται έχει δικαιώματα. Ο ήλιος βγαίνει για όλους. Το τραγούδι πρέπει να μην έχει σύνορα. Η μπαλάντα, τώρα, έχει μια ιστορία. Μπορεί να έχει ρεφρέν -επωδό, πιο σωστά- αλλά όχι όμως με το σλόγκαν που περνάει σήμερα το ρεφρέν. Είναι η περίληψη. Αυτή ήταν η μπαλάντα, κι αυτή επιμένει να είναι. Το ίδιο έκανα κι εγώ. Το ’55-’56 είχα γράψει τραγούδια για τη ζωή του Παλαμά, είχα γράψει τον Δωδεκάλογο του γύφτου, είχα γράψει Σικελιανό, είχα γράψει πάρα πολλά πράγματα. Ξέρετε, εγώ δεν είμαι αυτόφωτος, ετερόφωτος είμαι, γιατί πάντοτε έκλεβα…

Εννοείτε πως ξεκινήσατε από μεγάλους ποιητές. Στη συνέχεια γράψατε όμως στίχους ο ίδιος, ή εμπνεύσατε στιχουργούς όπως η Σώτια Τσώτου, ο Φώντας Φιλέρης και άλλοι που σας ταίριαζαν πολύ.
Η Τσώτου, ο Φιλέρης, ο Λυμπερόπουλος, ο Κουφιανάκης, είναι ο καθένας τους μια σπουδαία φυσιογνωμία. Είναι ποιητές• δεν είχαν την ανάγκη τη δική μου. Εγώ απλώς έλεγα κάποια πράγματα ή διάλεγα απ’ αυτά που έγραφαν. Και ταιριάζαμε σ’ αυτό που ήθελα να πω στον κόσμο μέσα απ’ αυτά τα μηνύματα. Ό,τι ήθελα να γράψω μου το γράψαν αυτοί πολύ πιο καλύτερα, από όλες τις απόψεις.

Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 και μετά εγκαινιάσατε μια σειρά από συναντήσεις στο πάλκο με σπουδαίους ερμηνευτές, ξεκινώντας το 1976 με τη Μαρινέλλα με μια συνεργασία που άφησε εποχή. Ποια ήταν η ιδέα;
Στο τραγούδι, όπως είπα, βρέθηκα σαν προπαγανδιστής. Όχι ότι θα διόρθωνα κάτι, αλλά για τη δική μου συνείδηση. Αφού, λοιπόν, αναφερόμουν στα ανθρώπινα δικαιώματα, προσπαθούσα τα τραγούδια αυτά ν’ ακουστούν παντού όπου μπορούσα. Απευθυνόμουν σ’ έναν κόσμο από το δικό μου πεζοδρόμιο. Για να πάω στο απέναντι θα ’πρεπε να χρησιμοποιήσω κάποια άτομα που ήταν δικό τους. Αν ήθελα να μιλήσω στο «περιθώριο» -μην παρεξηγήσετε την έκφραση μου- θα έπρεπε να βρω το ανάλογο όχημα. Αν ήθελα να με ακούσουν τα παιδιά 15-17 χρονώ θα ’πρεπε να πάρω την Ελπίδα, και αν ήθελα να με ακούσει η high society θα ’πρεπε να πάρω τη Μαρινέλλα. Έτσι, λοιπόν, το σκέφτηκα και έγινε η συνεργασία μας (3), όπως και άλλες συνεργασίες μου στη συνέχεια, με την Ελπίδα, την Αλεξίου και την Πίτσα Παπαδοπούλου.

Στο άμεσο μέλλον τι έχει σειρά;
Ξέρετε, είναι μερικά τραγούδια που θέλω να πω, αλλά καταλαβαίνω ότι θα έπρεπε να ζει και η μάνα μου, ο πατέρας μου και η αδερφή μου, που έχουν «φύγει», για να έρθουν να μ’ ακούσουν. Γιατί όταν θα τα πω αυτά μόνο αυτοί θα ’ρθουν. Οι συγγενείς.

Ευχαριστίες
Στον Δανιήλ (Λάκη) Τελκή. Στη Γεωργία Μαρίνου και τη Χαρά Δεληγιάννη για τη βοήθειά τους στην απομαγνητοφώνηση.

Υποσημειώσεις
1. Renato Carosone (1903-2001). Από τους ανανεωτές του ιταλικού τραγουδιού, πάντρεψε κυρίως τη ναπολιτάνικη παράδοση με το σουίνγκ και την τζαζ, στη μεταπολεμική περίοδο.
2. Φτωχαδάκια και λεφτάδες, των Ορέστη Λάσκου - Νίκου Τσιφόρου, 1961.
3. Η συνεργασία του Κώστα Χατζή με τη Μαρινέλλα αποτυπώθηκε στο Ρεσιτάλ (1976), το πρώτο τριπλό άλμπουμ που έγινε στην Ελλάδα• μια από τις μεγαλύτερες δισκογραφικές επιτυχίες.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Όασις (Τεύχος 13, Νοέμβριος 2009)

Όλες οι φωτογραφίες από το προσωπικό αρχείο του Κώστα Χατζή και του Λάκη Τελκή

Φωτογραφία 1: 1955, στη ταβέρνα του Μπεθάνη, στη Χαλκίδα. Από δεξιά Οδυσσέας Μοσχονάς, μια ανιψιά του νεαρή τραγουδίστρια, Κώστας Χατζής και Μανώλης (…) αγνώστων λοιπών στοιχείων.
Φωτογραφία 2: Με τον πατέρα του, Ευάγγελο Χατζή, δεξιοτέχνη στο σαντούρι. Η πλώρη του καϊκιού έχει χρήση αντηχείου, καθώς δεν υπάρχουν μικρόφωνα. Ρουλότα, στις Σπέτσες, περί το ’62-’63.
Φωτογραφία 3: Σπάνια φωτογραφία από την Μπουάτ του Τσιγγάνου, μια προσπάθεια που έληξε επεισοδιακά (μέσα με τέλη της δεκαετίας του ’60).
Φωτογραφία 4: Η ορχήστρα και θαμώνες στο κέντρο του «Μπαμπούλα» στη Ρόδο, το 1956. Στην άκρη αριστερά ο Πάνος Γαβαλάς με μουστάκι, παίζοντας μπουζούκι. Στη μέση ο Κώστας Χατζής, ακριβώς μπροστά του η τότε σύζυγος του Πάνου Γαβαλά, και δεξιά η τραγουδίστρια του σχήματος.
Φωτογραφία 5: Αφίσα από τις εμφανίσεις στον «Σκορπιό», την περίοδο που κυκλοφόρησε ο δίσκος Πέτρα Και Φως (1972).
Φωτογραφία 6: Ο Μίκης Θεοδωράκης (δεξιά) διευθύνει τον Κώστα Χατζή στους Λιποτάκτες, σε συναυλία στο θέατρο Κεντρικόν (1962-’64). Από αριστερά, καθιστοί οι Αλέκος Αλεξανδράκης, Λάκης Καρνέζης και Σταύρος Πλέσσας. Πίσω από τον Κώστα Χατζή, μόλις που διακρίνεται ο δεξιοτέχνης Κώστας Παπαδόπουλος.
Φωτογραφία 7: Με τη Μαρινέλλα, την εποχή της -δεύτερης δισκογραφικής τους- Συνάντησης, το 1987.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!