Γιάννης Μόνος: Διαπλεκόμενες blues ιστορίες

(VIDEO & PHOTOS) Ο σπεσιαλίστας μουσικός μιλά για όλα στο ogdoo.gr.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
04/09/2019

ΣΥΝΤΑΚΤΗΣ

Γιάννης Αλεξίου
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
H δεκαετία του 80 χώρεσε τα πάντα. Το punk, τη disco, το new wave, την electro-pop, τους ροκαμπιλάδες και την αναβίωση των 50s, αλλά και ροκάδες που είχαν τα ακούσματα της προηγούμενης δεκαετίας. Μέσα σ’ όλον αυτό τον καταιγισμό μουσικών ρευμάτων οι πιο ψαγμένοι μουσικά άρχισαν ν’ ακούν blues. Αίφνης έκαναν την εμφάνισή τους στα ράφια των δισκάδικων, κυρίως του Pop Eleven των αδερφών Φαληρέα, δίσκοι εισαγωγής λευκού blues με ονόματα όπως Paul Butterfield Blues Band, Michael Bloomfield, John Hammond Jr., Canned Heat, Dr. Feelgood, αλλά και δίσκοι της μεγάλης σχολής του Chicago. Το «Super Session» ήταν το «ευαγγέλιο». Αυτό το μουσικό υλικό κυκλοφορούσε χέρι με χέρι αντιγραμμένο σε κασέτες.

Το κύμα των συναυλιών στην ανατολή της δεκαετίας έφερε πολλά μεγάλα ονόματα στην Ελλάδα, μετά από μια μεγάλη παύση, και ο ζεστός ήχος του blues που ήταν καινούργιος στ’ αυτιά πολλών τότε, ενθουσίασε ένα νέο κοινό. Πολύ μεγάλο συναυλιακό γεγονός αποτέλεσε η εμφάνιση του θρύλου των blues Β.Β. King στο Θέατρο του Λυκαβηττού το καλοκαίρι του 1982. Η κίνηση γύρω από το blues μεγάλωνε και δεν ήταν και λίγο πράγμα που οι Εγγλέζοι Blues Band, αυτή η φοβερή παρέα με τους σπεσιαλίστες Paul Jones, Tom McGuiness, Gary Fletcher, Dave Kelly, Rob Townsend γέμισαν δυο βράδια τον Λυκαβηττό. Χόρευαν και τα βραχάκια από την ισχυρή δόση rhythm’n’blues παιγμένου με ψυχή. Κάποιοι τρελοί με τα blues όπως ο Γιάννης Πετρουπουλάκης, πρώην M.G.C., που είχε πάει στην Αμερική φέρνει την Big Time Sarah που παίζει μαζί με τον John Hammond στις blues βραδιές «Chicago Blues in Athens» στο κινηματοθέατρο Ορφέας το τριήμερο 18-20 Φεβρουαρίου 1983 και παίζει o ίδιος μαζί τους στη μπάντα της, που περιλαμβάνει ξένους και Έλληνες μουσικούς, ανάμεσά τους και τον legend σαξοφωνίστα Λάκη Διακογιάννη.

Το ελληνικό κοινό έρχεται σ’ επαφή με τον ήχο του Chicago Blues και οι ανεξάρτητοι παραγωγοί Τάσος και Γρηγόρης Φαληρέας ηχογραφούν και κυκλοφορούν δύο δίσκους - ένα με την Big Time Sarah κι ένα με τον John Hammond - από τις βραδιές αυτές που πήραν φωτιά από τη φυσαρμόνικα ενός τρομερού αρμονικίστα που «φυσούσε», του Ηπειρώτη Γιώργου Πανούση! Την περίοδο εκείνη κάποιοι μουσικοί στρέφονται στα blues επηρεασμένοι από τον ήχο με συναίσθημα. Ο Γ. Πετροπουλάκης έφερε επίσης τον Albert Collins στα Αστέρια της Γλυφάδας στα τέλη της δεκαετίας κι έγινε χαμός. Ο μεγάλος προμότερ του blues στην Ελλάδα, ο Γιάννης Αγγελάτος ξεκινούσε τις συναυλίες φέρνοντας μυθικά ονόματα, όπως τον Nick Gravenites κι έκανε το ένα φεστιβάλ blues μετά το άλλο μέσω της Red Rooster που είχε δημιουργήσει. Ναι, υπήρχε κάποτε κίνημα blues στην Ελλάδα.

Ένας από τους δίσκους που κυκλοφορούσαν ως μουσική πρόταση μεταξύ φίλων χέρι με χέρι φθάνει στα χέρια του Γιάννη Μόνου. Η ζωή του παίρνει άλλη τροπή και ο ήχος των Buddy Guy, Junior Wells, Otis Spann τον κεραυνοβολεί. Κάπως έτσι αρχίζει η ιστορία της «αγνοημένης αθηναϊκής blues σκηνής», όπως είχε γράψει εύστοχα σε άρθρο της η εφημερίδα Ελευθεροτυπία στη δεκαετία του ‘90 για την κίνηση αυτή. Κίνηση που πέρασε μάλλον απαρατήρητη για τον πολύ κόσμο, αλλά για τους μουσικούς που την υποστήριξαν με πάθος αλλά και για όσους επί περίπου δύο δεκαετίες γέμιζαν τα κλαμπ ν’ ακούσουν blues, μάλλον όχι.
giannis monosΣτο μπαλκόνι του Γ. Μόνου σε μια blues νυχτερινή συνέντευξη. Φωτογραφία: Γ. Αλεξίου

Η μουσική πορεία του Γ. Μόνου από τη σύσταση των Jugband Blues και αργότερα των θρυλικών Y.M. Blues Family που αποτελούσαν σπεσιαλίστες μουσικοί, τους Βlues Bug και μέχρι τους Hot Organic Trio είναι κάτι σαν το γενεαλογικό δέντρο του blues με τα παρακλάδια του rhythm’n’blues και soul jazz στην Αθήνα. Το πρόγραμμα ξεκινάει: Watermelon Man, Checkin’ On My Baby, Messin’ With A Kid, Mojo Working μα πάνω απ’ όλα Blues With A Feeling. Σας θυμίζει κάτι από τα σετ στις τελετουργικές blues βραδιές των 80s και 90s;

Η πρώτη μου επαφή με τους Y.M. Blues Family ήταν όταν πήγα να τους δω στο French Quarter, στο πανέμορφα φωτισμένο νεοκλασικό, ψηλά στην Μαυρομιχάλη. Ανέβηκα τη ξύλινη σκάλα, άνοιξα την πόρτα του πρώτου ορόφου και μπαίνοντας μέσα άκουσα το Sweet Home Chicago. Ο βαθύς ήχος του Hammond του Γ. Μόνου ήταν σαν ηλεκτροσόκ στ’ αυτιά μου. Κοίταξα στο τραπέζι δίπλα στη σκηνή και είδα τον Λουκιανό Κηλαηδόνη με την παρέα του. Φορούσε ένα μαύρο δερμάτινο μπουφάν. Μεγάλος φαν του γκρουπ. Ωπ, εδώ είμαστε!

H συνάντηση με το Γιάννη Μόνο, βετεράνο του Hammond B 3 Organ, φυσαρμονικίστα, τραγουδιστή και συνθέτη της ελληνικής σκηνής blues και soul jazz έγινε στο σπίτι του, στου Ζωγράφου, εκεί που γεννήθηκε και ανδρώθηκε μουσικά. Πάμε λοιπόν να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
giannis monos norton
Ο Γιάννης Μόνος με τη Norton του στα 80s

Πότε και πώς μπήκες στη μουσική;
Με τη μουσική ασχολούμαι από 8 ετών. Πήγα στο Εθνικό Ωδείο που είχε τότε η Κρινιώ Καλομοίρη κι έκανα πιάνο. Υπήρξε μια σειρά συγκυριών, όπως και σε όλους τους ανθρώπους, που σε οδηγούν σ’ ένα δρόμο. Στο γυμνάσιο τα πρώτα ακούσματά μου ήταν ποικίλα καθώς ο πατέρας μου που ήταν μηχανικός του Εμπορικού Ναυτικού είχε ένα άνοιγμα στο διεθνές ρεπερτόριο κι ακούγαμε Frank Sinatra, Doris Day, Percy Faith and His Orchestra, Nat King Cole, αλλά και Μανώλη Χιώτη και Γιώργο Ζαμπέτα. Τότε άκουγα πολύ Μητσάκη, Παπαϊωάννου, Τσιτσάνη. Ώσπου κάποια στιγμή προς τα τέλη του γυμνασίου - αρχές λυκείου ένας φίλος και συμμαθητής, ο Πάνος Κατσικιώτης, πολύ καλός ντράμερ, εμφανίζεται με το διπλό δίσκο The Best Of The Chicago Blues που βγήκε στα τέλη του 70 και μου λέει: «Άκουσε αυτό το πράγμα και θα καταλάβεις τι είναι η μουσική». Την εποχή αυτή οι μισοί άκουγαν disco που ήταν και της μόδας και οι άλλοι μισοί hard rock. Ξαφνικά λοιπόν ακούω Buddy Guy, Junior Wells, Otis Spann, και άλλους που μου έκαναν τρομερή εντύπωση. Έγραψα το δίσκο σε κασέτες και τις άκουγα κάθε μέρα επί μήνες αλλά και ποτέ δεν σταμάτησα να ακούω αυτά τα πράγματα έκτοτε. Με τον Κατσικιώτη και με άλλα παιδιά από το λύκειο τότε κάναμε γκρουπ και παίζαμε rock’n’roll, 50s, rhythm’n’blues. Στο λύκειο Ζωγράφου συμβαίνουν όλα αυτά. Μέχρι τότε μελετούσα πολύ Jerry Lee Lewis αλλά μόλις πήρα το δίσκο που ανέφερα έκανα φόκους κατευθείαν στον Otis Spann που θεωρώ τον απόλυτο μέντορά μου. Τον μελετούσα σε καθημερινή βάση επί ώρες. Το ύφος του είναι αμίμητο. Είχα επικεντρωθεί στο southside Chicago πιάνο. Επίσης κάτι που δεν έκανε κανένας τότε, σε ηλικία 17-18 ετών, πήγαινα και δοκίμαζα πιάνα στο Χίλτον κι έπαιζα rags και boogie woogie. Διάφοροι πιανίστες της εποχής με κοιτούσαν απορημένοι και ρωτούσαν που τα έχω μάθει όλα αυτά.
giannis monos 1983O Γιάννης Μόνος το 1983 στην Ποδηλάτισσα μπροστά σε φοιτητικό κοινό

Μετά το λύκειο;
Άρχισα να παίζω τυχαία σε μπουάτ, κιθάρα και άλλο ρεπερτόριο: Bob Dylan, Joan Baez, Jim Croce, Carol King, Creedence Clearwater Revival, Doors, Bread και γενικά την αμερικανική σκηνή, αυτό που αργότερα ειπώθηκε Americana. Σταδιακά αποφάσισα να σχηματίσω ένα συγκρότημα που να παίζει blues κι έτσι το 1983 δημιουργήθηκαν οι Jugband Blues που ήταν η βάση των Υ.M. Blues Family και βάζω την προσθήκη του ονόματός μου γιατί πολύ αργότερα έμαθα ότι δημιουργήθηκε ένα γερμανικό, νομίζω, συγκρότημα που λέγεται The Blues Family και δεν θέλω να το συγχέουν με εμάς. Ως Jugband Blues είχαμε ηχογραφήσει τότε live πέντε δικές μου συνθέσεις και ενορχηστρώσεις στο στούντιο Θ του Μίκη Θεοδωράκη - ένα νεοκλασικό στου Μακρυγιάννη - το ’84 σε ύφος blues και Americana. Τα μέλη του συγκροτήματος Jugband Blues ήταν: Γιάννης Μόνος πιάνο, Hammond Organ, ακουστική κιθάρα, φυσαρμόνικα, φωνητικά και συνθέσεις, Δημήτρης Μπακόλας ηλεκτρική κιθάρα, Δημήτρης Νικολίνταγας και αργότερα Στέλιος Σαντοριναίος τύμπανα, Δημήτρης Τερζάκης μπάσο και κλασσική βιόλα. Ο Δημήτρης Τερζάκης ήταν αυτός που με έπεισε να ξεκινήσω το Hammond Organ και αυτός που με έφερε σε επαφή με τον ήχο του Paul Butterfield και γενικά του λευκού αμερικανικού blues. Επίσης ήταν το πιο μουσικά μορφωμένο μέλος του συγκροτήματος και είχε μεγάλη συνεισφορά στην ενορχήστρωση καθώς εκτός από πολύ καλός μπασίστας ήταν επίσης διπλωματούχος της βιόλας και μέλος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής εκείνη την εποχή. Στο ηχογράφημά μας στο κομμάτι The Crystal World παίζει εκπληκτικά βιόλα. Από τότε λοιπόν παίζω με τον Στέλιο Σαντοριναίο. Αργότερα και για αρκετά χρόνια έπαιζε ο Ζαφείρης Τσίναλης, εξαιρετικός επίσης drummer και πολυμουσικός και γνώστης της δισκογραφίας. Μπορώ να πω ότι αυτοί οι δύο και ο Τάκης Λιαρμακόπουλος έχουν αυτό το πολύ χαρακτηριστικό 60’s Soul, Jazz, R’n’B ύφος. Το ’87 το συγκρότημα μετεξελίχθηκε και οριστικοποιήθηκε το όνομα Blues Family με την προσθήκη του κιθαρίστα Κώστα Σαριδάκη, ο οποίος ήταν ο ιδρυτής του πρώτου ίσως αθηναϊκού blues γκρουπ, Blue United Musicians (1982-87) και των Γιώργου Πανούση και Ντίνου Αποστόλου.
BLUE UNITED MUSICIANSBlue United Musicians - Rodeo Club 1983: Γιώργος Πανούσης (φυσαρμόνικα), Κώστας Σαριδάκης (κιθάρα), Ηλίας Τσαγκάρης (μπάσο), Χρήστος Καραλής (ντραμς), Γιώργος Παπαλιώσας (φωνή)

Ας πούμε για την ιστορία, οι Blue United Musicians ήταν οι: Γιώργος Παπαλιώσας τραγούδι, Κώστας Σαριδάκης κιθάρα, Πάνος Γκέκας πιάνο, Ηλίας Τσαγκάρης μπάσο, Χρήστος Καραλής ντραμς, Ντίνος Αποστόλου σαξόφωνο και Γιώργος Πανούσης φυσαρμόνικα. Στο σχήμα συμμετείχε και ο Δημήτρης Ιωάννου ως μπασίστας αντικαθιστώντας τον Ηλία Τσαγκάρη στην τελευταία τους φάση, μετέπειτα ιδρυτής των Blues Cargo. Τους παρακολουθούσα και πήγαινα και τους έβλεπα κάνα - δύο χρόνια πριν σχηματιστούν οι Jugband Blues. Όταν διαλύθηκαν οι Blue United ένα κομμάτι τους, αυτοί που ανέφερα, ενσωματώθηκε στους Blues Family.

Το ρεπερτόριό μας (εν. Jugband Blues) στα live ήταν δικές μας συνθέσεις, λευκό blues και Americana. Δηλαδή όλο αυτό το ιδίωμα της αμερικανικής μουσικής που περιστρέφεται γύρω από country, soul και rhythm’n’blues. Παίζαμε ένα - δύο μήνες συνεχόμενους στο Αν Club, στην Ποδηλάτισσα, όπου στον ίδιο χώρο αργότερα εγκαταστάθηκε για ένα διάστημα το Half Note και σε πολλά αλλά clubs. Από τις πρώτες εμφανίσεις που κάναμε, αν όχι η πρώτη, ήταν στο ιστορικό Blues στη Βατοπεδίου - μετά πήγε στην Πανόρμου - του Νίκου Καρέλλου και του Φώτη Ξενάκη.
jugband bluesΣτο Blues στους Αμπελόκηπους με Jugband Blues παίζει φυσαρμόνικα. Τα άλλα μέλη: Δημήτρης Τερζάκης (μπάσο), Δημήτρης Μπακόλας (κιθάρα), Στέλιος Σαντοριναίος (ντραμς)

Πόσο ευνοϊκό ήταν το κλίμα για να ανθίσει ένα blues συγκρότημα;
Στη δεκαετία του ’80 το blues είχε πολύ μεγάλο κοινό. Γινόντουσαν πολλές συναυλίες στον Λυκαβηττό, αλλά και πολλά μαγαζιά είχαν μεγάλη κίνηση με το blues. Θυμάμαι στο Café Palette στην Ιπποκράτους, καθημερινή ήταν γεμάτο. Τα Σάββατα ο κόσμος περίμενε ουρά στη σκάλα να μπει μέσα. Στην Ελλάδα υπήρχε ένα μικρό κοινό που ψαχνόταν στη μουσική, το οποίο αναπτύχθηκε γύρω από την pop την ελληνική και αργότερα με τους Socrates και το αγγλικό hard rock. Η αμερικανική σχολή δεν υπηρετήθηκε πολύ στην Ελλάδα, περισσότερο επηρέασε το βρετανικό rock. Έτσι τα ακούσματα ήταν περιορισμένα. Σιγά - σιγά το ‘80 όλοι οι ζωντανοί θρύλοι πέρασαν από το Λυκαβηττό. Έχω δει τους πάντες. Nina Simone, BB King, Albert King, Albert Collins, Memphis Slim, James Brown… απίστευτα πράγματα.

Εδώ το καλοκαίρι του ‘82 είχαν γεμίσει επί διημέρου τον Λυκαβηττό οι Blues Band!
Είμαστε πολύ τυχεροί που τα ζήσαμε όλα αυτά. Στα πρώτα βήματα των Blues Family ο Δημήτρης Τερζάκης που είχε τη μεγαλύτερη δισκοθήκη, έδινε την κατεύθυνση στο τι έπρεπε να παίζουμε, τι να ακούμε, ήταν αυτός που με βοήθησε στα πρώτα βήματα και με έφερε σε επαφή με το Hammond. Έπαιζα πιάνο, φυσαρμόνικα, κιθάρα και τραγουδούσα. Πιάνο όμως δεν υπήρχε παντού. Θυμάμαι πολύ καλό πιάνο, με ουρά, είχε το Αν Club κι ένα πολύ ωραίο Steinway που είχα παίξει είχε η Αμερικανική Ένωση. Το πιάνο ήταν ένα πρόβλημα και επειδή δεν υπήρχαν φορητά πιάνα καλής πιστότητας. Μια μέρα, αρχές του ’85, μου λέει ο Τερζάκης «γιατί δεν το γυρίζεις να παίξεις Hammond;». Το άκουγα στους δίσκους, αλλά δεν είχα επαφή. Έτσι πήγα κι αγόρασα το πρώτο Hammond, ένα Β 100 από το Φίλιππο Νάκα. Έτσι αρχίζω να παίζω Hammond από το ‘85 μαζί με το πιάνο και σταδιακά αφοσιώθηκα στο Hammond B 3, στη φυσαρμόνικα και το τραγούδι. Πιάνο έπαιζα πότε - πότε και κιθάρα σχεδόν καθόλου. Θυμάμαι στα μαγαζιά είχαμε κοινό από 18 χρονών, συνομηλίκούς μας δηλαδή αλλά και μικρότερους κάποιες φορές, 60άρηδες που είχαν μεγαλώσει με τα 50s και γνώριζαν καλά τι είναι το swing, το rock’n’roll, η soul. Επίσης είχαμε hippies, τη γενιά ‘70 δηλαδή, που τότε ήταν 40άρηδες. Όλοι ήταν εκεί. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Οι νέοι έχουν άλλα ακούσματα, οι περισσότεροι συνομίληκοί μας είναι στο σπίτι και κάθονται και κάποιοι απ' τους μεγάλους έχουν "φύγει". Έτσι δεν έχει ανανεωθεί ανάλογα το κοινό.
giannis monos takis makrisΜε τον Τάκη Μακρή στο ιστορικό Café Palette στην Ιπποκράτους

Σε αυτό πιστεύεις ότι παίζει ρόλο η παγκόσμια σκηνή;
Βεβαίως έχει να κάνει με την παγκόσμια σκηνή, αλλά και μια επιλογή που έκανε η Ελλάδα όπως ακριβώς έγινε με την ελληνική pop-rock σκηνή πριν το ‘70 και με τη μεταπολίτευση, καθώς όποιες άλλες κινήσεις στραγγαλίστηκαν και ο κόσμος πέρασε κατευθείαν στο λαϊκό ή στο «επαναστατικό» τραγούδι τύπου Θεοδωράκη. Το ίδιο συνέβη από το ‘80 και μετά. Το ‘90 έγινε μια επιλεγμένη κίνηση προς το «βαλκανοκεντρισμό» και τις μεσανατολικές μας επιρροές και είδη, όπως η κλασσική, η jazz, το rhythm’n’blues, η soul να περιθωριοποιούνται ενώ η υπόλοιπη Ευρώπη, ο δυτικός κόσμος εν γένει έχει πάντα μία αρκετά ζωντανή σκηνή για όλα αυτά και μοιραία ένα κοινό που τα παρακολουθεί. Στο «φούσκωμα» της δεκαετίας του ’80 γινόντουσαν συναυλίες, υπήρχαν ραδιοφωνικοί σταθμοί. Ο Jazz Fm, ο Cool Fm και άλλοι έπαιζαν πολύ ενδιαφέροντα προγράμματα. Όλο αυτό κατέπεσε και φθάσαμε στο σήμερα που ανοίγεις το ραδιόφωνο και δεν υπάρχουν παρά μία - δύο ζώνες ν ‘ακούσεις κάτι που να έχει σχέση με την αφρο-αμερικανική μουσική και να μην είναι rap. Έτσι κατέληξε η μουσική που παίζουμε σε ένα είδος underground με πολύ καλούς μουσικούς αλλά γενικώς πολύ μικρό κοινό, και βεβαίως μικρό turnover και δεν μιλάω οικονομικά, αλλά σε επίπεδο ηθικής επιβράβευσης.
SAX S
Οι Sax-S το 1988 με εκπληκτικό στήσιμο ανάμεσα στον κόσμο στο club «Ιδιωτικό», απέναντι από το Κολυμβητήριο. Διακρίνονται οι Τάκης Λιαρμακόπουλος (ντραμς), Δημήτρης Δημητριάδης, Τάσος Κάτσαρης (σαξόφωνο), Γιάννης Μόνος (όργανο)

Έχεις δισκοθήκη;
Εσύ μαζεύεις δίσκους, εγώ δεν μάζευα ποτέ, έκανα έρευνα της μουσικής καθέτως. Ανέλυα τη μουσική που με αφορά κατά βάθος και όχι κατά πλάτος. Ο Ανδρέας Γκομόζιας όταν ήρθε στο γκρουπ (Y.M. Blues Family) διέθετε πλούσια δισκοθήκη και με έχει βοηθήσει πάρα πολύ στο ρεπερτόριο. Το ίδιο που σου έλεγα πριν για τον Τερζάκη, ήταν ο Ανδρέας. Ο Γκομόζιας και ο Σαριδάκης μπαινοβγαίναν στο γκρουπ ως κιθαρίστες. Υπάρχει μια ηχογράφηση του ‘89 στο Ρόδον που παίξαμε support στον John Hammond Jr. όπου παίζει μαζί μας ο Ζωρζ Πιλαλί κιθάρα, η μοναδική συναυλία που κάναμε με το Γιώργο Πιλάλα. Εκεί επί σκηνής ήταν και ο Σαριδάκης. Επίσης ο Μάκης Αναστασόπουλος, φοβερός κιθαρίστας, όπου εκεί έπαιξε τενόρο σαξόφωνο, ο Στέλιος Λαδόπουλος μπάσο, στα τύμπανα ο Ζαφείρης Τσίναλης, φυσαρμόνικα ο Γιώργος Πανούσης κι εγώ Hammond, τραγούδι. Επίσης το ’89 έπαιζε ο Ανδρέας κιθάρα, άλλες φορές ο ένας άλλες φορές ο άλλος και κάποιες φορές και μαζί. Αργότερα παγιώθηκε περισσότερο ο Ανδρέας, από το 1992 ώσπου το 1995 έφυγε από το σχήμα και έκανε τους Drifting Around.
Blues Family at Market Kastella
Οι Blues Family full band 1992-95: Στέλιος Λαδόπουλος (μπάσο), Ζαφείρης Τσίναλης (ντραμς), Γιάννης Μόνος (Hammond, φυσαρμόνικα, φωνή), Ντίνος Αποστόλου (σαξόφωνο), Γιώργος Πανούσης (φυσαρμόνικα), Ανδρέας Γκομόζιας (κιθάρα). Διήμερο στο κλαμπ Market στην Καστέλλα.

Γιατί αποχώρησε από τους Blues Family;
Δεν υπήρχε κάποια διαφωνία, απλώς ο Ανδρέας είναι γενικά συναισθηματικός άνθρωπος και εκ φύσης λίγο απρόβλεπτος. Είμαστε φίλοι 35 χρόνια, έχουμε τα ίδια γούστα, έχει βοηθήσει ο ένας τον άλλο πάρα πολύ, αλλά το οργανωτικό και λειτουργικό κομμάτι είναι μια άλλη ιστορία. Έχω στήσει πάρα πολλά συγκροτήματα και νομίζω πάντα πάσχουμε στην οργάνωση. Άλλοι χαρακτήρες το εξυπηρετούν καλύτερα, άλλοι όχι, έχουν δυσκολίες, τριβές κλπ. Επιμένω πάρα πολύ στην οργανωτική λειτουργία ώστε να υπάρχει μακροβιότητα. Πίσω από το καλλιτεχνικό κομμάτι πρέπει να υπάρχουν οργανωτικές βάσεις. Συνήθως όλοι αφήνουν τους ρόλους σε αυτόν που μπορεί να τους παίξει. Αυτό είναι μια φυγομαχία. Δεν μπορεί κάποιος να έχει πέντε ρόλους κι εσύ να παίρνεις ένα. Τα γκρουπ στην Ελλάδα είναι βασικά για τη φανέλα. Τα οικονομικά κι όλο το υπόλοιπο είναι αστείο. Οπότε οι ρόλοι πρέπει να μοιράζονται, τα διαδικαστικά δηλαδή, γιατί δεν έχεις τη δυνατότητα ούτε να πληρώνεις προσωπικό, ούτε να έχεις μάνατζερ, γραμματέα, τηλεφωνήτρια, άτομο για εξωτερικές δουλειές, όπως έχουν στο εξωτερικό. Κάποια εποχή είχαμε κάνα - δυο πρόσωπα που βοηθούσαν, κάτι που συνέβαινε καθώς οι δουλειές ήταν καλύτερες, αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει πάντα. Το πιο ψηλό επίπεδο που πιάσαμε ήταν και η εποχή που δουλεύαμε και μαζί, που υπήρχε καλός συντονισμός. Το επόμενο για μένα ακόμη καλύτερο στάδιο ήταν με τους Βlues Bug που είχαν αυτό που λέμε organizing distribution. Υπήρχαν άτομα που έκαναν καθημερινά πράγματα πέραν του καλλιτεχνικού. Υπήρχαν διακριτοί ρόλοι που τηρούνταν από όλους. Ήταν μια μηχανή που δούλευε καλά κι έφερνε το ανάλογο αποτέλεσμα. Κάποια στιγμή και δικαίως ήταν η νούμερο ένα μπάντα στην Ελλάδα.

Έγινες μέλος τους κάποια στιγμή παράλληλα με τους Blues Family απ’ όσο θυμάμαι…
Ναι έτσι έγινε. Όπως πήγαινα κι έβλεπα τους Blue United Musicians κι ενώ οι Y.M. Blues Family ήταν στην ακμή τους το 1994-95, οι Βlues Bug, νέο τότε σχήμα, ερχόντουσαν και μας έβλεπαν σαν ακροατές. Κάποια στιγμή με πλησίασε ο Τέο Θεοδωρίδης και μου είπε: «Θέλεις να έρθεις να μας βοηθήσεις στο καλλιτεχνικό κομμάτι»; Το οργανωτικό μέρος το είχε αυτός. Δέχθηκα να κάνω τη συνεισφορά του μουσικού κομματιού. Πήγα και τους συνέθεσα κομμάτια, βοήθησα στις ενορχηστρώσεις των πνευστών, τραγουδούσα, έπαιζα φυσαρμόνικα, πιάνο και Ηammond. Έμεινα μαζί τους από το 1994-97, τα δύο πρώτα χρόνια οι Y.M. Blues Family ήταν παράλληλα δραστήριοι. Στη διάρκεια της ανάπαυλάς τους, ο Γκομόζιας σχημάτισε τους Drifftin Around. Οι Y.M. Blues Family συνέχισαν να παίζουν μετά την ανάπαυλα με τον Σαριδάκη, τον Σίμο Κοκαβέση, το Μπακόλα που έμπαιναν κι έβγαιναν.
Monos Hi Hat with Mick Taylor Nov.96
Με τον Mick Taylor (ex Rolling Stones, John Mayall’s Bluesbreakers) στο Hi-Hat στα Ιλίσια, Νοέμβριος ’96. Τζαμάρισμα με τους Blues Family. Φωτογραφία: Γ. Αλεξίου

Το Νοέμβριο του ’96 οι Blues Family έκαναν ένα δυνατό τζαμάρισμα στο Hi-Hat. Πώς προέκυψε αυτό;
Είχε έρθει για συναυλία στο Ρόδον ο Mick Taylor. Τότε παίζαμε στο Hi-Hat, στα Ιλίσια, σε εβδομαδιαία βάση ως Y.M. Blues Family, και με τον Γκομόζια και με τον Σαριδάκη. Γίνεται λοιπόν εκεί η press conference για τη συναυλία του Mick Taylor και στο τέλος της οι Blues Family έπαιξαν μαζί του! Έτσι, αυθόρμητα και χωρίς πρόβα. Ήταν μια απλή βραδιά όπου το βράδυ παίζαμε. Ξαφνικά μπήκε μέσα ο Mick Taylor, μας τον σύστησαν οι οργανωτές (εν. τον Τάσο Αλεξόπουλο). Πολύ απλός άνθρωπος και προσιτός και επί τόπου ανεβήκαμε επάνω να παίξουμε μαζί. Αν θυμάμαι καλά παίξαμε κάτι κοινά κομμάτια του ρεπερτορίου μας συν το You Gotta Move του Taylor από την εποχή των Rolling Stones. Το Hi-Hat ήταν από τα πιο καλά κλαμπ όπου έπαιζε επί μόνιμου βάσης live γκρουπ και blues και jazz και soul. Εκεί έπαιζα και με τους Βlues Bug ως special guest. Επίσης εκείνη την εποχή παίξαμε στο Γκάζι σ’ ένα blues festival με επίσης special guest τον Γιώργο Χατζόπουλο, όπου πλαισιώσαμε τους Βlues Bug σαν σολίστες.

Θυμάσαι μια φάση σε συναυλία ξένου μουσικού;
Έχω πάει να δω τον Junior Wells στο Σπόρτιγκ, αν θυμάμαι καλά, όπου θα έδινε συναυλία με τον Son Seals. 1983-84. Ο Wells είναι ένας από τους μουσικούς μου ήρωες. Πριν ξεκινήσει η συναυλία πάω στην τουαλέτα, αλλά άνοιξα λάθος πόρτα και βρέθηκα στο καμαρίνι του Wells! Έτσι όπως μπήκα φουριόζος πέφτω πάνω σε κάτι δίμετρους μαύρους της παρέας του. Βλέπω τον Son Seals να κάθεται με κάτι γούνες κι ο Wells μ’ ένα πράσινο κοστούμι με καμπάνα παντελόνι κι έτρωγαν και πίνανε. Έμεινα κόκαλο. Oooops! Sorry, I’m in a wrong place and you must be Mr. Junior Wells… «I am! Αλλά μην με λες κύριο. Έλα κοντά. Κάτσε». Του είπα ότι είμαι μουσικός και παίζω πιάνο. «Και τι μουσική σ’ αρέσει;». Το blues. «Το blues; Και ποιος είναι ο αγαπημένος σου πιανίστας;» Ο Otis Spann. Μόλις το ακούει σηκώνεται επάνω σαν ελατήριο -εγώ τρόμαξα- μ’ αγκαλιάζει και μου λέει: «Με τον Otis είμαστε πολύ φίλοι και έχουμε παίξει μαζί!». Πού να φανταστεί ότι θα πάει σε μια χώρα της Μεσογείου και ν’ ακούσει αυτό. Μου λέει λοιπόν: «Θα σου πω ένα πράγμα. Το blues είναι μια διεθνής μουσική. Δεν έχει καμιά σημασία αν είσαι μαύρος, άσπρος, κόκκινος ή κίτρινος. Από τη στιγμή που καταλαβαίνεις τι είναι, μπορείς να παίξεις μουσική και να σε καταλάβουν και οι άλλοι. Βασικά όλοι άνθρωποι είμαστε ίσοι σ’ αυτή τη ζωή. Όλοι τρώμε, χέζουμε και πεθαίνουμε. Το αίσθημα είναι που διαφοροποιεί τα πράγματα. Αν καταλαβαίνεις τι κάνεις και το αισθάνεσαι πραγματικά, αυτός που σε ακούει πείθεται γι’ αυτό που είσαι». Η κουβέντα αυτή λειτούργησε εξαιρετικά διδακτικά σε μένα.

Μήπως από την κουβέντα αυτή βγήκε αργότερα και η ονομασία Blues Family;
Ουσιαστικά το σχήμα Jugband Blues μετονομάστηκε σε Y.M. Blues Family ακριβώς γιατί άρχισε να γίνεται μια παρέα καλών μουσικών στην Ελλάδα που είχαν κοινό παρονομαστή το blues. Μια οικογένεια με κοινή αναφορά τα blues. Αργότερα το 89 όταν παίζαμε στο Ρόδον είχε πεταχτεί και μας είπε ο John Hammond Jr. Τη στιγμή που κάναμε sound check ξαφνικά βγαίνει από το καμαρίνι του ο Hammond, έρχεται από πίσω μου, με πιάνει και μου λέει «Υeah man, that’s a good band!». Δεν ήταν απλά μια γενναιοδωρία, σίγουρα κάτι είδε. Θυμάμαι επίσης που παίξαμε ως Blues Family με τον Guitar Shelby με το προσωνύμιο «The Crusher» στο House of Art όπου είχαμε μελετήσει μερικούς δίσκους του που μας είχε στείλει, παίξαμε το ρεπερτόριο που ήθελε και δεν περίμενε ότι θα παίξουμε τόσο καλά. Μια άλλη φορά παίξαμε με τους Βlues Bug στο Balthazar ως συγκρότημα του Guitar Shorty (εν. στο Red Rooster Festival που διοργάνωσε ο Γιάννης Αγγελάτος). Οι Βlues Bug προσπαθούσαν να παίξουν μια πιο μοντέρνα εκδοχή του blues που ήταν κατά μία έννοια βασισμένη στο soul στήσιμο. Την εποχή που έπαιζα μαζί τους είχαμε 12 όργανα! Ένα σχήμα τύπου Tower Of Power ή Blood Sweat And Tears. Βαρύτονο σαξόφωνο, τενόρο σαξόφωνο, άλτο σαξόφωνο, τρομπέτα, ενίοτε δύο τραγουδίστριες, Hammond organ, πιάνο και φυσαρμόνικα που έπαιζα επίσης εγώ, δύο τραγουδιστές, τύμπανα, μπάσο και κιθάρα. Έτσι είχα την ευκαιρία να πειραματιστώ με την ενορχήστρωση ενός τέτοιου σχήματος γιατί έως τότε δεν είχα αυτή τη δυνατότητα. Με τους Blues Family ο Αποστόλου έπαιζε σαξόφωνο και φλάουτο, αλλά δεν είχαμε τέσσερα πνευστά. Έτσι το 1995 δημιουργήθηκε το πρώτο cd άλμπουμ των Βlues Bug το οποίο πούλησε αρκετά κομμάτια και πήρε πολύ καλές κριτικές. Την περίοδο αυτή ήταν ίσως το πιο καλοπληρωμένο γκρουπ και από το πιο busy γκρουπ στην Ελλάδα. Παίζαμε παντού. Δεν μπορούσα να ξεκουραστώ. Πηγαίναμε σ’ όλη τη χώρα και δίναμε συναυλίες. Είχαμε βαν που φορτώναμε τα όργανα, το δικό μας ηχολήπτη, επαγγελματική φάση.
blues family 8Ζεστή ατμόσφαιρα σε live των Blues Family. Στα τύμπανα ο Ζ. Τσίναλης

Τι έγινε κι έφυγες από το συγκρότημα και ποια ήταν η συνέχεια;
Διαφώνησα μαζί τους στα σχέδια της μελλοντικής πορείας τους. Πίστευα ότι έπρεπε να μείνουμε στο ιδίωμα του blues, funk, soul και jazz. O Τέο την εποχή εκείνη είχε άλλες αναζητήσεις. Επειδή είχε ένα λόγο παραπάνω ως ιδρυτής των Βlues Bug σεβάστηκα την άποψή του και γύρισα στα δικά μου, συνεχίζοντας με τους Blues Family. Εκεί γύρω στα τέλη του ΄90 μπαίνει στο μυαλό μου το στήσιμο ενός ντουέτου ή τρίο με τη δομή της soul-jazz εκδοχής. Έτσι ξεκίνησα με το Ζαφείρη Τσίναλη να παίζουμε ντουέτο Hammond - drums και το 2004 σχηματίστηκε το Hot Organic Trio με τη συνδρομή του εξαιρετικού κιθαρίστα Μάκη Αμπλιανίτη που έμεινε 10 χρόνια στο σχήμα, ως το 2014 και μετά τον διαδέχθηκε ο Απόστολος Λεβεντόπουλος, και του Ζαφείρη Τσίναλη τον όποιο διαδέχτηκε ο Βασίλης Πουσαίος το 2012. Ήταν το πρώτο soul-jazz Hammond B 3 τρίο που έγινε στην Ελλάδα. Όλο αυτό αν το δεις είναι μια μετεξέλιξη του ίδιου ακριβώς πράγματος γιατί το ρεπερτόριο επεκτάθηκε και προς τη jazz διατηρώντας το κομμάτι και του r’n’b και της soul και του gospel. Το νήμα δεν διακόπτεται ποτέ. Με τους Η.Ο.Τ. παίζουμε κοινό ρεπερτόριο και με τους Blues Family και με τους Blues Bug αλλά και Americana όπως παίζαμε με τους SAX-S ή με τους Schoolbus του Μανώλη Σκουλά, δύο άλλα σχήματα που επίσης συμμετείχα αρκετό καιρό παράλληλα με τους Blues Family. Στην ουσία το ρεπερτόριο αυτό είναι ένα. Όταν λέμε αφρο-αμερικανική μουσική είναι ένα melting pot που έχεις μέσα απ’ όλα τα συστατικά: country, jazz, gospel, soul, r’n’b, funk και μαγειρεύεις: λίγο παραπάνω πιπέρι γίνεται funk, περισσότερο αλάτι γίνεται soul - r’n’b, περισσότερη ζάχαρη γίνεται pop, περισσότερο spirit γίνεται jazz. Και η φωτιά είναι το Hammond B3!
loukianos monosΟ Λουκιανός Κηλαηδόνης με τους Blues Family σε συναυλία στο Περιστέρι στη διάρκεια της κοινής καλοκαιρινής τους περιοδείας το καλοκαίρι του ’98. Από αριστερά: Γ. Μόνος, Α. Γκομόζιας, Λ. Κηλαηδόνης, Ντ. Αποστόλου, Στ. Λαδόπουλος. Στα τύμπανα ο Ζ. Τσίναλης.

Οι Blues Family ήταν σπεσιαλίστες μουσικοί και αυτή ήταν η φήμη που υπήρχε για το σχήμα αυτό.
Ήταν σπεσιαλίστες και φτασμένοι μουσικοί. Ο Στέλιος Λαδόπουλος ήταν εξαιρετικός μπασίστας, ο οποίος έπαιζε και όρθιο κοντραμπάσο και ηλεκτρικό, βασικός συνεργάτης μουσικός του Λουκιανού Κηλαηδόνη και του Βαγγέλη Γερμανού, όπως και ο ντράμερ Ζαφείρης Τσίναλης επίσης συνεργάτης και φίλος των δύο αυτών καλλιτεχνών, όπως και ο σαξοφωνίστας Ντίνος Αποστόλου. Μέσω αυτών έγινε η γνωριμία με τον Λουκιανό και καταλήξαμε το 1998 να κάνουμε ως Blues Family, μια καλοκαιρινή τουρνέ που είναι από τις καλύτερες αναμνήσεις μου. O Λουκιανός ήταν φαν του γκρουπ και ερχόταν να μας δει όποτε μπορούσε. Κυρίως στο Memphis στην περιοχή Χίλτον, αλλά και στο French Quarter στη οδό Μαυρομιχάλη. Είχε πολλές γνώσεις από δίσκους και μουσική. Γνωριστήκαμε και κάποια στιγμή μας είπε: «Θέλετε να κάνουμε μια δουλειά, να παίξουμε εγώ κι εσείς όπως είστε; Θα κρατήσετε το δικό σας όνομα σαν γκρουπ, ύφος και υφή. Απλά θα παίζετε το δικό σας πρόγραμμα, θα με υποστηρίζεται στο δικό μου και μετά θα παίζουμε ένα κοινό πρόγραμμα μαζί». Ακριβώς έτσι έγινε. Κάναμε περιοδεία στην Ελλάδα, Δωδεκάνησα, Επτάνησα, Αθήνα, Κρήτη, Ηράκλειο, παντού. Εξαιρετικός άνθρωπος. Μου είχαν κάνει εντύπωση οι γνώσεις του, ο τρόπος του, όλη η συμπεριφορά του, ήταν άψογος σε όλα. Σε κάθε σόου μας υποστήριζε. Αργότερα, το 2000, με όλη την ομάδα των Blues Family κάναμε το άλμπουμ «Ελεύθερος Χρόνος» του Βαγγέλη Γερμανού που ηχογραφήθηκε live σ’ ένα παλιό στούντιο που ήταν στα Πατήσια και μετά κάναμε μια περιοδεία μαζί του με τη διαφορά ότι έπαιξε άλλος κιθαρίστας, ο Γιούρι Γιατάκης. Αυτές ήταν δύο ωραίες και οι μοναδικές συνεργασίες που κάναμε με ελληνικού ρεπερτορίου καλλιτέχνες. Επίσης παράλληλα με τους Blues Family έπαιζα με τους SAX-S το 1988, ένα σχήμα περίπου δύο - τριών ετών με ρεπερτόριο Ameicana και blues. Είχαμε παίξει μαζί με τον κιθαρίστα Τάκη Μακρή, ενώ στο σχήμα έπαιζαν οι Μιχάλης Νικολαΐδης κιθάρα, Δημήτρης Δημητριάδης και Μανώλης Τσίναλης μπάσο, Τάκης Λιαρμακόπουλος ντραμς, ενώ μια εποχή στα τύμπανα ήταν και ο Τζίμης Τζιμόπουλος και ο Τάκης Δρακόπουλος σαξόφωνο. Λίγο μετά έκανα ένα άλλο γκρουπ για μερικούς μήνες, το ’89, που λεγόταν LΟΤ. Ήταν η πρώτη απόπειρα να κάνουμε ένα στυλ soul-jazz-blues γκρουπ με πνευστά και ελληνικό στίχο. Η πρώτη και τελευταία προσπάθεια που έκανα να κάνω ελληνικό songwriting. Ηχογραφήσαμε πέντε τραγούδια και τα παίξαμε ζωντανά στον Ant1 σ’ ένα αφιέρωμα που μας έκαναν. Μετά πήγα στρατιώτης και το γκρουπ διαλύθηκε. Στη συνέχεια έπαιζα παράλληλα και στους Schoolbus, αλλά αυτό που κατέληξα μουσικά να κάνω ως μετεξέλιξη όλης της προγενέστερης δράσης ήταν οι Ηot Organic Trio, ένα όχημα που μπορεί να κάνει ένα εκπληκτικά μεγάλο ρεπερτόριο. Μπορούμε να παίζουμε χωρίς πρόβα με εξαιρετικά καλούς μουσικούς που μπορούν να μας υποστηρίξουν σε ένα ευρύ ρεπερτόριο. Να κινούμαστε από τους μεγάλους Jazz οργανιστές στον Junior Wells, στους Tower Of Power, στον Paul Butterfield στους Band, στους Doors, να αναφέρω τον Bob Dylan, την Carole King, να διερευνούμε ακόμη και ελληνικό ρεπερτόριο Χατζιδάκι, Πλέσσα, Γιαννίδη, κι όλα αυτά με την αισθητική του soul-jazz Hammond trio που για μένα είναι ο πιο αμιγής πυρήνας. Δεν έγινε τυχαία, ήταν μια κίνηση που επιβλήθηκε από τις συνθήκες η οποία ενσωμάτωσε όλα τα στοιχεία που έπαιξα στην πορεία μου από τους Jugband Blues ως σήμερα.
blues family germanosΑνέμελες στιγμές των Blues Family με τον Βαγγέλη Γερμανό. Εδώ ο Ζαφείρης Τσίναλης, ο Γιάννης Μόνος κι ένας φίλος τους.

Κι όλα αυτά παρέα με το όργανό σου…
Στην Ελλάδα απ’ όσο γνωρίζω πρώτος έπαιξε Ηammond ο Νίκι Γιάκοβλεφ, ο συνθέτης και σύζυγος της Μαίρης Λω. Ήταν ο πρώτος που έφερε Hammond B 3 στην Ελλάδα το 1958-59, το οποίο αργότερα αγόρασε ο Βαγγέλης Παπαθανασίου, όπως μου έχει πει ο Λουκάς Σιδεράς. Μ’ αυτό έπαιξε ο Παπαθανασίου με τους Forminx και στη συνέχεια με τους Αphrodite’s Child τουλάχιστον μέχρι μια εποχή, και το έχει ακόμη. Οι άλλοι οργανιστές των 60’s -70’s έπαιζαν με την pop/rock εκδοχή του οργάνου, δηλαδή με μπασίστα δεδομένο και χωρίς base lines - pedals. Ο Β. Παπαθανασίου έπαιζε Ηammond με πραγματικά ιδιοφυή και μοναδικό τρόπο. Μου αρέσει και σαν Forminx και σαν Αphrodite’s Child. Το B 3 παίζει μπάσα, ακόρντα, μελωδία, ρυθμό, παράγει ήχους, έχει effects, Leslie, όλα μαζί. Είναι ο βασιλιάς. Με αυτή την έννοια ήμουν ο πρώτος που το επανεμφάνισα στην Ελλάδα μετά το ‘85. Θυμάμαι οι τότε γνωστοί πληκτράδες μου έλεγαν: «είσαι ηλίθιος, αυτό είναι ένα πεθαμένο όργανο. Κουβαλάς όλο αυτό τον εξοπλισμό για να παίζεις; Πάρε ένα DX7, πάρε ένα Μ1 που τα παίζει όλα». Όσοι τα έλεγαν αυτά δεν ήξεραν καν για τι μιλούσαν, δεν είχαν παίξει ποτέ Hammond. Τους έλεγα λοιπόν τότε ότι αυτόν τον ήχο που ακούτε στους δίσκους δεν μπορείς να τον βγάλεις με τίποτα, ή το έχεις και παίζεις ή δεν το ‘χεις. Έπρεπε να περάσουν σχεδόν 30 χρόνια για να καταλάβουν ότι το Hammond είναι ένα κλασικό όργανο που ήρθε για να μείνει για πάντα, όπως το πιάνο και το σαξόφωνο. Μετά το 98 παρατηρούσα ότι στα καλά σόου που γινόντουσαν στην Αμερική και στην Αγγλία είχαν πάντα ένα B 3 και σταδιακά έγινε ένα comeback του Hammond. Μετά το 2000 άρχισαν να θυμούνται όσους μεγάλους οργανίστες υπήρχαν εν ζωή και να κάνουν περιοδείες και δίσκους.
lonnie smithΣυνάντηση με τον Dr. Lonnie Smith

Το 2000 συνάντησα τον Dr. Lonnie Smith στην Αθήνα με πρωτοβουλία ενός φίλου μετά από ένα σόου του στο Half Note. Του είπα ότι έχω το C3 του ‘59 με τα δυο 122 Leslies και ήθελε να τα δει. Μου είπε ότι είχε στη διάθεσή του μόνο μια ώρα γιατί θα πήγαινε για φαγητό με τους υπόλοιπους και ήρθαμε σπίτι μου. Μετά από κάνα τέταρτο τα ξέχασε όλα και μείναμε ώρες και λέγαμε άπειρα πράγματα, παίζαμε μαζί, μου έκανε σχεδόν σεμινάριο και μου είπε και την ιστορία της ζωής του. Κρατήσαμε επαφή και ξαναβρεθήκαμε στη Ζυρίχη το 2001 και στο Μαρούσι αργότερα όπου είχε δώσει μια συναυλία. Τον ξανασυνάντησα πριν λίγα χρόνια στο Half Note. Με βοήθησε πάρα πολύ και με αυτά που μου είπε για το όργανο και όσα ανέφερε γενικά για τη μουσική. Είχα την αίσθηση ότι είχα ένα είδος πατρικής προστασίας. Απ’ ότι κατάλαβα τον ενδιαφέρει να έχει ένα δίκτυο από νέα φυντάνια αυτού του μουσικού δρόμου. Ενσωμάτωσα στοιχεία του στη μουσική μου, όπως και του Jimmy Smith, του Wild Bill Davis του Tony Monaco και όλων των άλλων κλασσικών αλλά και του μουσικού φαινόμενου Joey DeFranscesco, ο οποίος παίζει και τρομπέτα παράλληλα με το όργανο. Αυτό μου έδωσε την ιδέα να δουλέψω στο να παίζω φυσαρμόνικα παράλληλα με τα base lines του οργάνου και να τραγουδώ κάτι που δεν είναι εύκολο.

Η καινούργια εκδοχή Blues Family;
Κρατάει τον Σαριδάκη στην κιθάρα, δεύτερη κιθάρα παίζει ο Λεβεντόπουλος που παίζει ένα στυλ που λειτουργεί ωραία αλληλοσυμπληρωτικά με τον Σαριδάκη. Δηλαδή ο Σαριδάκης παίζει solidbody και ο Λεβεντόπουλος 335, ο Σαριδάκης καμιά φορά πηγαίνει από το Chicago blues προς το classic rock, ο Λεβεντόπουλος από το blues προς τη soul και την Jazz και αυτό το πράγμα κάνει το shift πολύ ενδιαφέρον με δύο κιθάρες που κάνουν το ίδιο πράγμα αλλά και κάτι διαφορετικό το οποίο ανοίγει σαν βεντάλια. Λίγες φορές έχουμε παίξει με μπασίστα, όπως τον Γιάννη Γρηγορίου ή τον Φώτη Δασκαλάκη, εκπληκτικοί μπασίστες ή τον Δημήτρη Τερζάκη. Ο Λεβεντόπουλος έχει το εξής σπάνιο πράγμα. Είναι ο μοναδικός κιθαρίστας που έχω συναντήσει - κι έχω παίξει με όλους που είναι όλοι στυλίστες εκπληκτικοί - ο οποίος έχει την τριαδική βάση gospel, soul, jazz και blues μαζί. Μπορεί να κινείται άνετα οπουδήποτε εκεί και αυτό ταιριάζει και με τη δική μου δομή. Τύμπανα παίζει ο Σαντοριναίος και πνευστά, όποτε γίνεται, ο Κωστής Βαζούρας, παλιός Blues Bug συνεργάτης.
HOT ORGANIC TRIO 1
Hot Organic Trio

Με τους Blues Family δεν κάνουμε πια δική μας μουσική. Παίζουμε γνωστά Blues standards με τον ήχο των 60’s. Με ουσιαστικά 36 χρόνια ύπαρξης συνεχίζουμε να κάνουμε επίλεκτες μόνο εμφανίσεις και το χαιρόμαστε κι εμείς κι κόσμος. Με τους Hot Organic Trio όμως δουλεύουμε πέρα του ήχου μας και το δικό μας προσωπικό υλικό. Έχουμε έτοιμη μια συλλογή με δικά μου Soul jazz κομμάτια προς έκδοση.

Ποια είναι η αποτίμηση που κάνεις σήμερα από την πορεία σου σε όλα αυτά τα συγκροτήματα που είναι σαν συγκοινωνούντα δοχεία, αλλά και γενικότερα για την πορεία των μουσικών αυτών που μιλάμε στη χώρα μας;
Η Ελλάδα για πολλά πράγματα είναι ένα αντίξοο περιβάλλον. Αν ψάξεις, υπάρχουν εξαιρετικές μονάδες οι οποίες όμως είναι απομονωμένες, πολλές φορές ασύνδετες, και πάντως δεν αφορούν το σύνολο δηλαδή τη μαζική κουλτούρα. Απλά υπάρχουν και επιβεβαιώνουν τον κανόνα του κακού περιβάλλοντος, αλλά μπορούν από την άλλη να θρέψουν την αισιοδοξία αρκετών «ναι μπορούμε και εμείς να τα καταφέρουμε». Με την έννοια αυτή έχουμε πολλούς διεθνούς επιπέδου Jazz - Blues μουσικούς παλιούς και νέους, οι οποίοι όμως δεν μπορούν να πάρουν εδώ το ανάλογο αντάλλαγμα, καλλιτεχνικά και οικονομικά, που τους αξίζει. Και έχουν προσπαθήσει πολύ.

Είμαι από τους πολύ τυχερούς μουσικούς που έζησα μουσικά μόνο από αυτό που ήθελα να κάνω, δεν έχω παίξει καθόλου μουσική που δεν ήθελα να παίξω και για ένα ικανό διάστημα βιοπορίστηκα από το Blues. Και έχω παίξει αρκετά. Είχα πολύ καλούς συνεργάτες με τους οποίους πορευτήκαμε και μοιραστήκαμε τις μουσικές μας εμπειρίες. Και συνεχίζω. Υπάρχουν πολλοί μουσικοί που έχουν κάνει εξαιρετικά τίμιες πορείες στην Jazz και στο blues που συζητάμε, είναι εξαιρετικά επιμελείς, εξαιρετικά επίμονοι κι έχουν παράξει υψηλής αξίας αισθητικό αποτέλεσμα. Το περιβάλλον όμως είναι στην καλύτερη περίπτωση ανεκτικό. Και το κοινό δραματικά μικρό. Εμείς όμως εκεί, προχωράμε!
lot
Με τους LOT στον Λυκαβηττό. David Wold (πάνω αριστερά : τρομπέτα, φλικόρνο), Κώστας Κουμπούρας (κάτω αριστερά : μπάσο), Γιάννης Μόνος (όργανο, φωνή, φυσαρμόνια, συνθέση), Κώστας Δούκας (κιθάρες), Γιώργος Στεφάνου (τύμπανα), Τάκης Δρακόπουλος (σαξόφωνο), γνωστός και από τους Funky Chicken του Τάκη Μακρή.

Όλοι οι μουσικοί που έπαιξες blues μαζί τους είχαν κάποιο κοινό σημείο;
Τρέλα με το blues!

Νομίζω ότι είπαμε τόσο ωραία πράγματα με άξονα το blues που όλο και κάποιος θα το αγαπήσει όπως εμείς με αφορμή ένα δίσκο ή ένα καλό live…
Λες; Μακάρι!
reunion blues family30 Οκτωβρίου 2017, από το reunion των Blues Family στο Κεραμείο: Γ. Μόνος, Κ. Βαζούρας, Στ. Σαντοριναίος, Κ. Σαριδάκης, Απ. Λεβεντόπουλος

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!