Φώτης Σιώτας: «Το στοίχημα είναι να μην χάσουμε την ανθρωπιά μας»

«Μεγάλη χαρά και τιμή, εμπειρία μοναδική η συνεργασία μου με τον Χρήστο Νικολόπουλο»
Φώτης Σιώτας: «Το στοίχημα είναι να μην χάσουμε την ανθρωπιά μας» Φωτογραφία: Κώστας Μπαλαχούτης - Artwork:Μαρίλη Κόλια
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
02/04/2021
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ
*Φωτογραφίες: Κώστας Μπαλαχούτης   Artwork: Μαρίλη Κόλια

Ο Φώτης Σιώτας είναι πηγαίος μουσικός με σημαντική και δυναμική πορεία διανθισμένη από μοναδικές συνεργασίες. Τον έχουμε απολαύσει μεταξύ άλλων να «ρίχνει» τις δοξαριές του στις ορχήστρες του Σωκράτη Μάλαμα και του Θανάση Παπακωνσταντίνου και να συμβάλει στις δισκογραφικές καταθέσεις τους. Αλλά και με τον Γιαννη Αγγελάκα και τον Μπάμπη Παπαδόπουλο και τον Κώστα Παντέλη και τον Γιώργο Χριστιανάκη, ο Σιώτας είχε γερή σπορά και μεστούς καρπούς. Πολυδιάστατος καλλιτέχνης, λειτούργησε ως μουσικός, ενορχηστρωτής, μελωδός θεατρικών παραστάσεων και όχι μόνο, πάντα ανοικτός σε «πειραματισμούς» και νέες προτάσεις. Το τελευταίο διάστημα ο Σιώτας μετουσιώνει την τέχνη και τις ανησυχίες σαν συνθέτης τραγουδιών με ιδιαίτερο και αδρό συνάμα λαϊκό χαρακτήρα, ορισμένα εκ των οποίων ξεχώρισαν και… τραγουδιούνται. Παράλληλα προσθέτει τη δική του ματιά στο νέο πολυσυλλεκτικό -από πλευράς ερμηνευτών- δίσκο του Χρήστου Νικολόπουλου σε στίχους του Νίκου Αναγνωστάκη.

Τι σημαίνει για σένα η σύμπραξή σου με τον Χρήστο Νικολόπουλο
Μεγάλη εμπειρία η συνεργασία μαζί του και βέβαια χαρά και τιμή. Ήξερα το έργο του δημιουργού αλλά όχι σε όλο το βάθος και την έκτασή του. Όπως κι εσύ γνωρίζεις είναι πολυγραφότατος. Πραγματικά εντυπωσιάστηκα και από τον πλούτο του αλλά και τον τρόπο με τον οποίο με υποδέχτηκε. Ανοιχτόμυαλα και γενναιόδωρα.

Η ματιά σου για το τελικό αποτέλεσμα;
Πρόκειται για μια υποδειγματική εργασία. Τόσο οι συνθέσεις του Νικολόπουλου όσο και οι στίχοι του Νίκου Αναγνωστάκη είναι ξεχωριστές καταθέσεις και το σημαντικότερο δένουν αρμονικότατα μεταξύ τους. Το ίδιο ισχύει και για τις ερμηνείες. Δυσκολευτήκαμε πολύ να επιλέξουμε τα 11 τραγούδια του δίσκου. Είχαμε περίπου 25 τραγούδια και δεν ξέραμε ποιο να πρωτοδιαλέξουμε. Σίγουρα αυτά που μείναν έξω θα αποτελέσουν το υλικό κι ενός άλλου άλμπουμ αφού μιλάμε για εξαιρετικές δημιουργίες.

Οι στιγμές στο στούντιο;
Πολύ δημιουργικές, φιλικές, ανθρώπινες αλλά υψηλού επιπέδου επαγγελματικές. Όπως είναι ακριβώς και ο Νικολόπουλος, μιας και γράψαμε και στο στούντιό του. Το να μπορώ να εργάζομαι αυτήν την περίοδο πάνω στη τέχνη μου, τηρώντας όλα τα απαραίτητα μέτρα, με αυτά τα πρόσωπα και με τέτοιες συνθήκες είναι ευλογία.

Πως τον σκιαγραφείς ως μελωδό;
Έχει στεριώσει δική του μουσική γλώσσα. Διαθέτει αδρή ταυτότητα αλλά ανέκαθεν ήταν πολυδιάστατος. Παραδείγματος χάριν το «Της καληνύχτας τα φιλιά» αν το ακούσεις δεν παραπέμπει αυτόματα σ’ εκείνον. Κάπως έτσι κινείται και σε αυτή τη δουλειά, με στιγμές που είναι σήμα κατατεθέν του αλλά και με πολλές απρόοπτες αλλά τόσο γοητευτικές εκπλήξεις. Έχει πολλά χρώματα, κλασικά αλλά και καινούρια ενώ προτείνει και πράγματα.
MHTRA OGDOO SIWTAS a
Πως λειτούργησες εσύ με την ενορχήστρωσή σου στο έργο;
Θέλησα να ντύσω τα τραγούδια με μια «κινηματογραφική» θα την χαρακτήριζα ατμόσφαιρα, όπου οι συνθήκες φυσικά το επιτρέπανε. Δεν υπάρχουν ριζοσπαστικοί νεωτερισμοί. Σεβάστηκα την κλασική λαϊκή ορχήστρα, χρησιμοποιήσαμε φυσικά όργανα, αλλά μαζί με τα μπουζούκια, έπαιξαν βιολιά, πολλά βιολιά, κοντραμπάσο, ακορντεόν, πιάνο, κλασικές κιθάρες. Ο Μανώλης Ανδρουλιδάκης είχε καίριο ρόλο.

Σου αρέσει να μπαίνεις στον «μουσικό κόσμο» των άλλων και να συνδημιουργείς;
Πολύ. Έχω πάρει πολλά στοιχεία χρήσιμα από την ενασχόληση μου με το θέατρο, γράφοντας μουσική για παραστάσεις. Βλέπω τον ηθοποιό πως χτίζει τον ρόλο. Με πόσες πτυχές στήνει έναν χαρακτήρα οι οποίες δεν γίνονται αντιληπτές απ’ τον θεατή, παρά μόνο σαν σύνολο. Κι όμως ο καλλιτέχνης έχει βάλει τραύματα, εμπειρίες, λάθη, χαρές, λύπες. Έτσι είναι κι η ενορχήστρωση. Όταν κάθεται ο συνθέτης και σου παίζει με το μπουζούκι του τη μελωδία, και μετά σου εξηγεί τι και πως την έγραψε, τις ιστορίες που κουβαλάει το κομμάτι, είναι σαν μια δραματουργία. Φιλτράρεις και κρατάς εκείνα που πρέπει, τονίζεις κάποια από αυτά περισσότερο και άλλα λιγότερο. Μ’ αρέσει να παραμυθιάζομαι με την ιστορία του άλλου, να μπαίνω μέσα σε αυτήν και να συμβάλλω στην εξέλιξή της.

Υπάρχουν όρια;
Είμαι δεκτικός αλλά έχω και την άποψή μου. Με τον Χρήστο Νικολόπουλο συνεννοηθήκαμε σαν να γνωριζόμασταν μια ζωή. Τι να του πω για τα τραγουδίσματα ή τα σεκόντα, αφού είναι…επιστήμονας. Μπορώ να δώσω όμως κάποιες εικόνες… κι όταν είδα ότι του αρέσανε, χτίσαμε πάνω τους, διαδράσαμε. Κι αυτόν ήταν το κέρδος μας. Στο παρελθόν με το Σωκράτη Μάλαμα που μου έδωσε απλόχερα βήμα αλλά και τον Θανάση Παπακωνσταντίνου στον «Ελάχιστο εαυτό» κινήθηκα ίσως πιο τολμηρά γιατί και οι ίδιοι και τα έργα, που ήταν πιο «πειραματικά», το απαιτούσαν.

Παίρνεις πράγματα και για τη δική σου γραφή;
Βέβαια. Κι απ’ τον τρόπο που προσεγγίζουν οι δημιουργοί τα πράγματα. Όλα αυτά είναι πολύτιμα στο να διαμορφώσει κανείς στη συνέχεια τη δική του μουσική γλώσσα.

Απ’ την υποδοχή που είχαν τα «Δεύτερα», το δίσκο σου σαν συνθέτης σε στίχους του Θοδωρή Γκόνη με ερμηνεύτρια την Ιουλία Καραπατάκη, είσαι ευχαριστημένος;
Ναι, κι απ’ το αποτέλεσμα κι απ’ την αποδοχή. Είναι ένα άνοιγμα που έκανα στο τραγούδι του τόπου μας. Πριν κινούμουν περισσότερο σε ένα πιο «διεθνιστικό» περιβάλλον. Ξένη μουσική, οργανικά, θεατρικά και κινηματογραφικά. Τα τελευταία πέντε χρόνια έχω φάει «πετριά» με το δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι. Εννοώ πως ψάχνομαι μαζί τους σαν μουσικός, γιατί και νωρίτερα τα κατείχα καλά σαν ακροατής. Τα «Δεύτερα» έχουν όλες αυτές τις συνιστώσες, που συνθέτουν τη δική μου συνισταμένη, ως σύγχρονος λαϊκός δημιουργός.

Σε κεντρίζει η τραγουδοποιία;
Πολύ. Ήδη μετέχω στο δίσκο του Γιάννη Διονυσίου με στίχους του Κώστα Φασουλά, από όπου έχει κυκλοφορήσει και το τραγούδι «Γλυκό Μου Πικραμύγδαλο». Παράλληλα ετοιμάζω έναν νέο δίσκο με τον Γκόνη.

Πως θα τον πείτε αυτή τη φορά, «Τα πρώτα»;
Όχι. «Τα δύο λάθη». Έχει κάτι με το… δύο, ο Θοδωρής.

Γράφεις πάνω στο στίχο, η αντίστροφα, ή και με τους δύο τρόπους;
Πρέπει να έχω τα λόγια για να γράψω τραγούδια.

Στον Γκόνη τι σου αρέσει;
Οι ιστορίες του είναι απλές, αλλά οι χαρακτήρες και οι εικόνες του είναι έντονες. Δεν τσιγκουνεύεται στο συναίσθημα, είναι πηγαίος. Μου πάει η γραφή του, οι μελωδίες γεννιούνται αβίαστα. Μου άρεσε από παλιά, απ’ τις συνεργασίες του με τον Ξυδάκη, με τον Θαλασσινό, με τον Περίδη, με τον Νικολόπουλο. Έχει έργο μεγάλο πίσω του. Εγώ είμαι ο καινούριος.

Η Καραπατάκη έχει μια δική της δύναμη…
Και ρεπερτόριο μεγάλο και εμπειρία πλέον. Και απ’ τις παραστάσεις με τον Μάλαμα αλλά και τα ρεμπετάδικα πάντα με καλούς μουσικούς πλάι της, με τον Πάππο, τον Δουμουλιάκα. Και η σύμπραξή της με τον Μπάκουλη κι όλη αυτή την παρέα, προσθέτουν στο λαϊκό τραγούδι. Το ψάχνουν και μας επανασυστήνουν με αξιώσεις παλιό υλικό αλλά γράφουν και καινούρια που όμως έχουν βαθιά ρίζα. Η Ιουλία ξέρει και τις ισορροπίες και τις δοσολογίες με τις οποίες πρέπει να κινηθεί.

Πριν την «λαϊκή πενταετία» σου, τι άκουγες;
Ροκ, τζαζ, κλασική. Έπαιζα πολύ με τα πετάλια, με λούπες, εφέ και δημιουργούσα με το βιολί ένα «ηλεκτρονικοκινηματογραφικό» περιβάλλον. Ακόμα στην παλέτα μου σαν παίκτης έχω αυτά τα ηχοχρώματα. Αλλά με συνεπήρε το λαϊκό μας τραγούδι, το οποίο έτσι κι αλλιώς κουβαλούσα και σαν βίωμα αλλά και όπου και να πήγαινα γλεντούσα με αυτό. Τώρα όμως και ακούω συστηματικά τους «κλασικούς» μας δημιουργούς αλλά και ψάχνομαι σαν μουσικός στα μονοπάτια τους. Σαν ακροατής δηλαδή ήμουν ενσωματωμένος με αυτό το ρεπερτόριο, αλλά σαν παίκτης, κάπου το φοβόμουνα. Είναι μια άλλη γλώσσα με πάρα πολύ πλούσιο και απαιτητικό λεξιλόγιο. Για να τη μάθεις πρέπει να κοπιάσεις. Κι ακόμα τη σπουδάζω.

Δώσε μου μερικές συντεταγμένες.
Από Τούντα, Σκαρβέλη, Μάρκο και Τσιτσάνη, μέχρι Άκη Πάνου και Νικολόπουλο, όλο αυτό το φάσμα, που μελετάω. Έχουμε πλέον την πολυτέλεια, σε σχέση με τους προηγούμενους, να είναι διαθέσιμες οι ηχογραφήσεις αυτές και να μπορούμε να τις εξερευνούμε. Άμα κάτσεις δίπλα σε έναν καλό μάστορα, γίνεται να μην πάρεις ψήγματα της τέχνης του;
MHTRA OGDOO SIWTAS
Στο βιολί πως κατέληξες;
Τυχαία. Η μητέρα μου ήθελε να μάθω ακορντεόν. Ήταν το απωθημένο της γιατί δεν την άφησε ο παππούς μου να ασχοληθεί με αυτό. Από παιδί όμως γνώριζα μουσική γιατί ήμουν στις χορωδίες, στην Αγία Τριάδα Θεσσαλονίκης με δάσκαλο τον εξαίρετο Βασίλη Παπακωνσταντίνου, όχι τον γνωστό, ο οποίος γνώριζε και βυζαντινή και ευρωπαϊκή μουσική. Μετά πήγα σε ένα Ωδείο και κόλλησα με το βιολί και στη συνέχεια στο Κρατικό Ωδείο Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια φαντάρος και ύστερα, 20 χρονών, γνώρισα τον Μάλαμα και δέθηκα μαζί του. Έπαιξα παρέα του αλλά και με τον Μανώλη Φάμελλο και τους Ποδηλάτες

Όλα αυτά στη Θεσσαλονίκη;
Ναι, στον «Μύλο» που αποτέλεσε πολύ σημαντικό κεφάλαιο. Ένα μαγαζί με άψογο ήχο, έφερε σπουδαίους μουσικούς και μπάντες, και απ’ την Ελλάδα και απ’ το εξωτερικό και έτσι ήρθαμε σε επαφή με πολύ μπροστάρικα πράγματα. Θυμάμαι τους Blues Wire που φιλοξενούσαν τραγουδιστές απ’ την Αμερική, τζαζ γκρουπ, ήταν ο Μητρέντζης στο «Πέτρινο» με την Ασλανίδου, μια πανδαισία ακουσμάτων.

Στο σπίτι τι ακούγατε;
Ο πατέρας μου στρατιωτικός και η μητέρα νοικοκυρά αλλά και οι δύο με μεγάλη αγάπη για τη μουσική και το τραγούδι. Είχαμε μεγάλη δισκοθήκη με Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκο, Λοΐζο, Τσιτσάνη…και Πάριο. Καλοί ακροατές και γλεντζέδες. Πήγαιναν σε κέντρα και συναυλίες. Ο πατέρας μου αγαπούσε τον Παπαϊωάννου με τον οποίο γνωρίζονταν, τον Ζαμπέτα και τον Διονυσίου. Και βέβαια είχαμε και την μουσική του «Θεσσαλικού Δρόμου» μιας και ο ένας κατάγονταν απ’ την Καστοριά και η άλλη απ’ τα Γρεβενά. Είχαν δηλαδή και το δημοτικό στοιχείο. Κι ο αδελφός μου που είναι μεγαλύτερος, παρότι δεν ασχολείται επαγγελματικά με τη μουσική, έχει μεγάλη αγάπη για το τραγούδι.

Είχες ευτυχισμένα παιδικά χρόνια;
Ναι… Μόνο οι συχνές μεταθέσεις του πατέρα μου, κάθε δύο χρόνια, κάποιες στιγμές μου κόστισαν. Βέβαια έκανα πολλές γνωριμίες, φιλίες. Κουβαλάω δηλαδή και τη «νομαδική» νοοτροπία.

Και ο Μάλαμας μου βγάζει έναν ισχυρό λαϊκό χαρακτήρα.
Απ’ το δεύτερο δίσκο του τα λαϊκά όργανα μπήκαν γερά στον ήχο του. Και στις κομπανίες του το μπουζούκι δεν έλειψε ποτέ.

Νομίζω πως όσο περνούν τα χρόνια, όπως και με τον Παπάζογλου, το λαϊκό καταστάλαγμα είναι ακόμη πιο έντονο.
Ίσως να έχεις δίκιο, τα «Σκέτα» το επιβεβαιώνουν. Ο Σωκράτης είναι για μένα πατέρας, αδελφός, φίλος και μεγάλος δάσκαλος. Έμαθα πολλά δίπλα του. Όπως έμαθα και από τους ηχολήπτες της πόλης. Εκείνα τα χρόνια ήταν σκηνοθέτες, δεν ήταν απλοί μηχανικοί ήχου. Σχολείο για μένα ήταν και η πενταετία που πέρασα στην «Όμορφη Νύχτα» των αδελφών Χουλιάρα. Τέλη δεκαετίας ’90 υπήρχαν ατέλειωτα μαγαζιά με λαϊκό ήχο στη Θεσσαλονίκη. Σε μια ακτίνα δύο χιλιομέτρων συναντούσες και 40 στέκια που δούλευαν έξι μέρες την εβδομάδα.
DSC 0139 small
Ποιους βιολιστές μελέτησες;
Stéphane Grappelli, Kronos Quartet, Γιώργος Κόρος, Στάθης Κουκουλάρης και βέβαια τον Κυριάκο Γκουβέντα ζωντανά, που ήταν ο «βασιλιάς» στη Θεσσαλονίκη. Θυμάμαι είχα πάει στο Χριστοδουλόπουλο στη «Σαλονικιά», κοντά στο αεροδρόμιο για να απολαύσω τα δύο μισάωρα σόλο του Λευτέρη Ζέρβα. Αρχές του ’90 πήγαινα στον Καρρά για ακούσω τον Ζήση Κασιάρα. Πήγαινα για να πάρω την «πληροφορία», ήμουν ανοικτός σε ακούσματα. Και «στυλιστικά» κινούμαι αναλόγως. Δεν έχω παρωπίδες, είμαι ανοικτός. Έχω δεχθεί συγκίνηση από διαφορετικές «όχθες».

Παρατηρώντας σε στη σκηνή, βλέπω ότι παρότι σέβεσαι τα «μέρη» σου και αυτά των συνοδοιπόρων, επιζητάς να έχεις γεμάτο και πρωταγωνιστικό ρόλο.
Μ’ αρέσει να εκφράζομαι.

Νομίζω πως και συνθετικά, τόσο λόγω ηλικίας και διαδρομής, είσαι στην… κατάλληλη στιγμή να γεννήσεις μεστά πράγματα.
Προσπαθώ η βάρκα μου να έχει εφόδια, ώστε να λειτουργώ με αυτοπεποίθηση προς τον στόχο μου. Η ρότα με πάει σε αυτήν την κατεύθυνση αβίαστα, οπότε κι εγώ αφήνομαι.

Η πανδημία δεν είναι εχθρός στο ταξίδεμά σου;
Πάει να μας βουλιάξει και ψυχολογικά και οικονομικά, αλλά η δημιουργία δεν σταματάει. Πολλοί το παλεύουν αλλά και κάποιοι γονάτισαν. Ήταν και πως ήταν ανοιγμένος ο καθένας μας πριν. Αυτό που προσπαθώ με τους φίλους, με τον γιο μου, είναι να μην χάσουμε την ανθρωπιά μας. Αυτό είναι το στοίχημα για αυτήν την περίοδο. Ο φόβος σε περιχαρακώνει κι όσο μεγαλώνει δημιουργεί ψυχώσεις. Πρέπει να καλλιεργούμε την επαφή και το ενδιαφέρον για τον άλλον. Η επαφή με την τέχνη είναι ανάγκη και φάρμακο. Και πλέον δεν υπάρχει υπομονή, ούτε αποθέματα.

Πριν την πανδημία, ένας καλός μουσικός, μπορούσε να βιοπορίζεται αξιοπρεπώς ασχολούμενος με την τέχνη του;
Το κακό μας βρήκε ανοχύρωτους. Κι έτσι το καλό, σε εισαγωγικά, που προέκυψε είναι ότι συσπειρωθήκαμε στους συλλόγους και καταγραφήκαμε εργασιακά όπως πρέπει. Η μουσική και οι μουσικοί και πριν την πανδημία συγκαταλέγονται στους κακοπληρωμένους. Οι εξαιρέσεις υπήρχαν αλλά δεν αλλάζουν τον κανόνα.

Χειρότερα απ’ την περίοδο που ξεκινούσες;
Βέβαια. Όταν πρωτοβγήκα στην διασκέδαση δουλεύαμε σχεδόν καθημερινά ενώ οι ηχογραφήσεις στα στούντιο ανθούσαν. Πριν την πανδημία καταλήξαμε να έχουμε διήμερα την εβδομάδα, στην καλύτερη περίπτωση. Προσωπικά είμαι απ’ τους τυχερούς, γιατί συνεργαζόμενος στενά με τον Μάλαμα, ο Σωκράτης πάντα μας είχε περιποιημένους. Δηλαδή και καλές αμοιβές και καλές συνθήκες. Και ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου, το ίδιο. Το επάγγελμά μας είναι ελεύθερο… αλλά είναι εργασία. Δεν είμαστε ψώνια. Δεν μαζευόμαστε κάποιοι για να κάνουμε το κέφι μας. Εκπαιδευόμαστε σε αυτό, δουλεύουμε και μελετάμε καθημερινά ώστε όταν έρθει η ώρα να αποδώσουμε το καλύτερο δυνατό για να ικανοποιήσουμε τους αποδέκτες μας, να τους ψυχαγωγήσουμε κι αν θες να τους εκπαιδεύσουμε. Για να είσαι ολοκληρωμένος παίκτης θέλει κόπο, χρόνο, σπουδή, αφοσίωση, πειθαρχία, τεχνική. Πρέπει να φας πολύ ξύλο… για να φτάσεις σε ένα αξιόλογο επίπεδο.

Όταν είσαι στη σκηνή, τι περνάει απ’ το μυαλό σου;
Παλαιότερα είχα άγχος για το αν θα είμαι σωστός. Με τον καιρό αυτό μειώνεται, ισορροπείς, γιατί παίζεις μαζί με άλλους, και απολαμβάνεις την διαδικασία. Ποτέ δεν έχω παίξει μηχανικά. Υπάρχουν και υπερβατικές στιγμές… όπου απογειώνεσαι. Παίζει ρόλο και το πάρε δώσε με το κοινό. Είναι μια βόλτα, ένα ταξίδι, μια εμπειρία. Είναι μαγεία η μουσική. Τα τρία λεπτά που κρατάει ένα τραγούδι, βρίσκεσαι σε ένα κόσμο παραμυθένιο.
DSC 0144 small
Πως διαλέγεις στίχους;
Η ιστορία πρέπει να μου δημιουργήσει εικόνες. Να έχει και το υπαρξιακό και το φαντασιακό, αλλά να υπάρχει… σενάριο.

Οι διαφορές του Φασουλά με τον Γκόνη;
Έχουν κοινές περιοχές. Θα υπογραμμίσω δύο χαρακτηριστικά τους. Ο πρώτος συχνά χτίζει ένα παιχνίδι αντιθέσεων όπου πάνω εκεί προκύπτουν ενδιαφέρουσες θεματικές ενώ ο δεύτερος, πυκνά, αρέσκεται να επαναφέρει στο σήμερα μια ιστορία απ’ τα παλιά με ένα «θεατρικό» τρόπο.

Οι στίχοι του Νίκου Αναγνωστάκη στο δίσκο με τον Χρήστο Νικολόπουλο;
Είναι φίλοι, γι’ αυτό και δένει γερά ο λόγος με τη μουσική. Ο στίχος του είναι άμεσος και έχει πλοκή. Έχει καθημερινή ματιά αλλά και κοινωνική με δυνατά… «ανοίγματα».

Παρ’ όλο που οι συνθήκες για τους μουσικούς, γενικότερα, δεν είναι και οι πιο ελκυστικές, πως εξηγείς το ενδιαφέρον μικρών παιδιών και νεότερων ανθρώπων για τη μουσική και τα λαϊκά όργανα;
Η πληροφορία είναι πολύ δυνατή σε όλα τα περιβάλλοντα. Ο τόπος, τα σπίτια, έχουν τη μουσική στο… αίμα τους. Απ’ τη θητεία μου στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών στην Άρτα, μπορώ να σου επιβεβαιώσω πως υπάρχει πολυβολείο μουσικών… που έρχεται. Κάπως έτσι το λαϊκό στοιχείο υπάρχει και μέσα στις μοντέρνες εκφράσεις, και στο χιπ χοπ και στη ραπ. Απολαμβάνω τους πιτσιρικάδες που συχνά το κάνουν με άγνοια και θράσος αλλά το μπόλιασμα υπάρχει και μεταλαμπαδεύεται.

Σε πανηγύρια θα έπαιζες;
Για να παίξεις στα καλά πανηγύρια και να απευθυνθείς σε μερακλήδες… πρέπει να είσαι εκπαιδευμένος από μικρός. Δεν είναι εύκολο να γλεντήσεις με αξιώσεις τον κόσμο. Φοβάμαι πως αν βγω εκεί εγώ στο τέλος θα με… κυνηγάνε! Να σου πω και μια μνήμη. Θυμάμαι σε ένα πανηγύρι τον Ζέρβα να φιλάει τα χέρια του Κόρου!

Μια ευχή;
Να ανταμώσουμε γρήγορα, να αγκαλιαστούμε, να σφίξουμε τα χέρια χωρίς φόβο. Να επανέρθει η επαφή και η χαρά. Νομίζω δε, πως όταν συμβεί αυτό θα γίνει… διονυσιακά. Θα του δώσουμε να καταλάβει! Έτσι πρέπει να γίνει!

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!