Φίλιππος Παπαθεοδώρου «Αναζητώντας το τέλειο»

Ο παραγωγός μιλάει στο Ogdoo.gr
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Είναι κάποιες συνεντεύξεις που διαφέρουν από τις υπόλοιπες για πολλούς λόγους. Η συγκεκριμένη συνέντευξη ανήκει σε αυτήν την κατηγορία, γιατί κάλλιστα ο Φίλιππος Παπαεοδώρου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μέγας στυλοβάτης του ελληνικού τραγουδιού των τελευταίων τεσσάρων (τουλάχιστον) δεκαετιών. Ο ίδιος υπήρξε μουσικός, τραγουδιστής, showman, παραγωγός, εκδότης και άλλα πολλά. Με όλες αυτές τις ιδιότητες γύρισε όλον τον κόσμο, συνεργάστηκε με τεράστια ονόματα του καλλιτεχνικού στερεώματος, ενώ βίωσε ενεργά τις σημαντικότερες χρονικές περιόδους της ελληνικής δισκογραφίας. Ήταν εκείνος που “΄έστησε” είτε με τον ένα είτε με τον άλλο τρόπο την καριέρα σε πολλούς τραγουδιστές, όπως στη Νάνα Μούσχουρη, στον Αντώνη Καλογιάννη και στον Δημήτρη Μητροπάνο. 
 
Σήμερα, βρίσκεται σε μια πολύ ήρεμη φάση της ζωής του, θυμίζοντας στους αναγνώστες του Ογδόου κάποια από τα σημαντικότερα γεγονότα του καλλιτεχνικού του βίου. Ίσως ορισμένα λεγόμενά του να θεωρηθούν προκλητικά ή εριστικά. Είναι, όμως, η δική του αλήθεια όπως τη βίωσε. Αυτό το γνωρίζουν καλά όλοι όσοι έχουν διαβάσει το βιογραφικό αφήγημά του με τίτλο “Οι μουσικές μου διαδρομές… μπροστά και πίσω από τα φώτα”.
Σκέφτηκα η συνέντευξη αυτή να γίνει χωρισμένη στα σημαντικότερα κεφάλαια της καλλιτεχνικής σας πορείας. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν με το “Τρίο Καντσόνε”. Πείτε μου, με λίγα λόγια για τη δημιουργία αυτού του τρίου.
Το “Τρίο Καντσόνε” το ξεκινήσαμε εγώ κι ο Γιώργος Πετσίλας. Είχα έναν θείο, ο οποίος είχε μια κιθάρα, ο οποίος ξαφνικά αποφάσισε να φύγει για την Βραζιλία, αφήνοντάς μου την κιθάρα του. Εν τω μεταξύ, είχα γραφτεί στο Ωδείο και μελετούσα πιάνο. Παίρνοντας, όμως, την κιθάρα στα χέρια μου, με “κέρδισε”. Μια μέρα, έτσι όπως παίζαμε ντουέτο με τον Γιώργο σε ένα πάρτι στο σπίτι του, σκεφτήκαμε μήπως κάναμε ένα τρίο. Στο ίδιο σχολείο που πήγα Γυμνάσιο, ήταν ένα παιδί σε μια τάξη πιο πάνω από εμένα, ο οποίος κάθε φορά που πηγαίναμε εκδρομές, μας τραγουδούσε. Τότε ήταν της μόδας ο καντσονετίστας Λουτσιάνο Ταγιόλι. Του λέω, λοιπόν, “δεν έρχεσαι μαζί μας να φτιάξουμε ένα συγκρότημα;”. Κι έτσι ξεκινήσαμε να φτιάχνουμε το τρίο. Η πρώτη μας δουλειά ήταν αστεία. Ήταν στη Θέρμη, ένα μαγαζί που είχε ένας πάνω σε έναν δρόμο. Είχε βάλει ένα παταράκι κι ένα μικρόφωνο. Εμείς τραγουδούσαμε για τον κόσμο που περνούσε και πιθανόν να κάθονταν για ένα ποτό.

Ποια ήταν η πρώτη σας “επαγγελματική¨δουλειά, η πρώτη επιτυχία και η πρώτη αποτυχία;
Η πρώτη μας ουσιαστική δουλειά σαν “επαγγελματίες” ήταν όταν μας πρότεινε ο Κλέων Βικιλίδης, ο οποίος ήταν μεγάλο αστέρι της ομάδας του Άρη στο ποδόσφαιρο και που είχε το καλύτερο κλαμπ της Θεσσαλονίκης, το “Delice”. Εκεί, λοιπόν, γίνονταν χοροί τις Απόκριες και μας πρότεινε να παίξουμε σε όλους τους χορούς. Ο πρώτος χορός ήταν ο χορός των καθηγητών μας κι εμείς δεν ξέραμε πώς θα τραγουδήσουμε και τί θα ακούσουμε την επόμενη μέρα, γιατί ακόμα ήταν σχολική περίοδος! Όλοι αντιμετώπισαν το θέμα πολύ γλυκά και πολύ ζεστά. Μετά αρχίσαμε να μπαίνουμε σε εκπομπές που έκανε ο Άλκης Στέας. Η πρώτη μας ουσιαστική επιτυχία ήταν όταν ήρθε στην περιόδο της Έκθεσης Θεσσαλονίκης ο Γιώργος Οικονομίδης και κάθε Δευτέρα έκανε σε ένα κέντρο διαγωνισμό ταλέντων. Πήγαμε κι εμείς, πήραμε το βραβείο, το οποίο ήταν μια χρυσή λίρα. Θυμάμαι όταν φύγαμε από το κέντρο, τη “Ρέμβη” που ήταν έξω από τη Θεσσαλονίκη, πήραμε ταξί και λέμε στον οδηγό ότι δεν έχουμε λεφτά, αλλά έχουμε μια λίρα. Βέβαια, δε μας τη χάλασε και γυρίσαμε με τα πόδια!

Τώρα, όσον αφορά στην αποτυχία και εν έτει 1955, ο Οικονομίδης μας είχε πει να κατέβουμε στην Αθήνα και να δουλέψουμε μαζί του. Ένας άλλος, πάλι, κονφερασιέ εκείνης της εποχής ήταν ο Ίκαρος, που επίσης μας είχε ακούσει. Κατέβηκα στην Αθήνα και πήγα στο Μουσείο που τότε είχε ορχήστρα στο προαύλιο. Όταν με είδε ο Ίκαρος με ρωτάει “Πού είναι τα παιδιά του Τρίο;”. Λέω “δεν είναι εδώ”. Μου λέει “πες τους να κατέβουν κάτω, να δουλέψουν εδώ μαζί μου, στο Μουσείο”. Τότε έστειλα τηλεγράφημα στα παιδιά γράφοντας “κατεβείτε τάχιστα”. Έτσι κι έγινε. Μόλις πήγαμε εκεί, ω του θαύματος, βλέπουμε να παίζει ένα ξένο τρίο. Λέμε στον Ίκαρο “Τί είναι αυτοί και γιατί μας κουβάλησες;”. Αυτός δικαιολογήθηκε ότι η διεύθυνση του μαγαζιού είχε κάνει κονέ για αυτό το τρίο και δεν τον είχαν ειδοποιήσει. Και του λέω “Τί κάνουμε τώρα;”. Μου λέει “θα πάτε στην Αίγλη, όπου υπήρχε ένας άλλος κονφερασιέ, ο Πύρπασος. Θα πάτε να τραγουδήσετε και αν όλα πάνε καλέ, θα σας κρατήσει εκεί”. Εμείς είχαμε μια βαλίτσα με πολύ ωραία ρούχα. Σικλαμέν σακάκια, μπεζ παντελόνια, ήμασταν πολύ οργανωμένοι. Πάμε στην “Αίγλη” και μας βάζουν ένα μικρόφωνο. Δεν ξέρω αν έφταιγε το μικρόφωνο ή η ψυχολογία μας, αλλά όλα ήταν χάλια. Αποτυχία στο 100%. Φύγαμε από εκεί απογοητευμένοι. Μας λέει, λοιπόν, ο Πύρπασος ότι στο “Άλσος” Παγκρατίου είναι ο Βέλλας με την ορχήστρα του και ότι εκείνο το βράδυ είχε διαγωνισμό ταλέντων. Τσαντισμένοι εμείς από την αποτυχία μας, φτάνουμε στο Παγκράτι. Μπαίνουμε στο καμαρίνι, ανοίγουμε τις βαλίτσες, βγάζουμε τα κουστούμια μας, ντυνόμαστε. Έρχεται, λοιπόν, ο Βέλλας κάτω και μας ρωτάει ποιοι είμαστε.

Του λέμε “Το Τρίο Καντσόνε από τη Θεσσαλονίκη”. Βγαίνει, λοιπόν, έξω και λέει “και τώρα θα σας παρουσιάσουμε ένα Τρίο που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη ειδικά για το πρόγραμμά μας, το Τρίο Καντσόνε!”. Βγαίνουμε εμείς με φόρα με μεξικάνικα τραγούδια και κυριολεκτικά, έπεσε το θέατρο. Εκείνη την εποχή ερχόταν πολλά τρίο νοτιοαμερικάνικα, όπως το Τρίο Λος Πάντζος. Λέει ο Βέλλας στο κοινό “Αν σας έλεγα ότι, αυτή τη στιγμή σας παρουσιάζω το Τρίο Λος Πάντζος, τί θα λέγατε;”. Και μας κράτησαν εκεί, όπου παίξαμε 15 ημέρες.
02

Άρα η αποτυχία στέφθηκε με επιτυχία τελικά.
Ακριβώς. Γι αυτό λέω ότι την αποτυχία πρέπει να τη νοιώσει ο καλλιτέχνης για να πάρει θάρρος, να πάρει δύναμη. Μας συνέβησαν αρκετά τέτοια στην πορεία. Αλλά ήμασταν πολύ πεισματάρηδες κι επειδή πιστεύαμε σε αυτό που κάναμε, δεν το βάλαμε κάτω. Μας έλεγαν “το πιο μοντέρνο ελληνικό Τρίο” και είχαμε και την αποδοχή των μουσικών.


Πάμε τώρα στους “Αθηναίους”. Σε τί διέφερε το συγκρότημα αυτό από το “Τρίο Καντσόνε”; Ποιες προκλήσεις αντιμετωπίσατε; Ποια λάθη κάνατε; Τί θα θέλατε να έχετε κάνει και δεν το πραγματοποιήσατε;
Το “Τρίο Καντσόνε” ήταν ένα τρίο. Η ορχήστρα “Αθηναίοι” ήταν κάτι άλλο, τελείως διαφορετικό. Ήταν αρκετά σκαλιά πιο πάνω, προϋπέθετε πολύ περισσότερη ευθύνη απέναντι στο κοινό. Ένα τρίο εμφανιζόταν μέσα σε ένα πρόγραμμα μαζί με άλλους καλλιτέχνες, ενώ η ορχήστρα ξεκινούσε από την αρχή και τελείωνε εκείνη το πρόγραμμα. Κι όχι μόνο αυτό. Εμείς ήμασταν και ορχήστρα show. Δηλαδή, στο μέσο του προγράμματος, στα μαγαζιά που παίξαμε στο εξωτερικό μετά από τη Ρόδο που ξεκινήσαμε, υπήρχε και ένα δεύτερο συγκρότημα. Εμείς, λοιπόν, αφού κάναμε την πρώτη εμφάνιση, όταν ερχόταν η ώρα του show, αλλάζαμε, βάζαμε στολές που τις είχαμε φτιάξει ειδικά εδώ στην Ελλάδα και ήταν μπλε με άσπρα σιρίτια και ζωνάρια που θύμιζαν Ελλάδα και μπουζούκι και κάναμε ένα ελληνικό πρόγραμμα. Εκείνη την εποχή δε, είχαμε την ευτυχία και την τύχη να έχει περάσει στην Ευρώπη όλο αυτό το κύμα του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη. Ο “Ζορμπάς” με το συρτάκι και “Τα παιδιά του Πειραιά”. Αυτό το εκμεταλλευτήκαμε στο έπακρο. Ήμασταν ορχήστρα χορού και show. Όταν πηγαίναμε σε ένα μαγαζί στην Ευρώπη, κάναμε τέτοια επιτυχία που μας έκλειναν πριν φύγουμε για την επόμενη σεζόν. Ενώ τον πρώτο καιρό ψαχνόμασταν μήνα με τον μήνα, σε λίγο καιρό είχαμε συμβόλαιο για όλο τον χρόνο. Εκείνη την εποχή κάναμε και την πρώτη συνεργασία με τη Νάνα Μούσχουρη στο “L‘ Olympia”. 


Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τη Νάνα Μούσχουρη;
Την είχε προτείνει ο διευθυντής του “Olympia” να περάσει σαν vendette americaine που, κατά το πρωτόκολλο του θεάτρου έκλεινε το πρώτο μέρος του προγράμματος. Είχαν προτείνει, λοιπόν, στη Νάνα να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα του George Brassens που είναι περίπου σαν τον Σαββόπουλο της Ελλάδος. Για να μην είναι μόνη της, λοιπόν, η Νάνα με μια αδιάφορη ορχήστρα, μας πρότεινε να παρουσιάσουμε ένα πρόγραμμα μαζί. Ήταν η πρώτη φορά που συνεργαστήκαμε με τη Νάνα, κάνοντας επιτυχία. Από το 1962 έως το 1967 δουλεύαμε σαν “Αθηναίοι”. Το 1967 έγινε ένα επεισόδιο ανάμεσα σε μένα και σε έναν μουσικό που ήταν πάρα πολύ καλός τραγουδιστής και σαξοφονίστας, αλλά είχε μια αδυναμία. Όταν έπινε δυο ποτήρια ουίσκι, ξεσάλωνε. Ένα βράδυ τον επανέφερα στην τάξη κι αυτός ενοχλήθηκε. Την άλλη μέρα μου είπε ότι δεν μπορεί να συνεχίσει μετά την ολοκλήρωση των ήδη υπογραφέντων συμβολαίων. Ψάχναμε κι εμείς για αντικαταστάτη. Η κατάσταση αυτή συνέπεσε, όμως, με ένα άλλο γεγονός. Ο Γιώργος Πετσίλας, ο σύζυγος της Νάνας που είχε φύγει δικαιολογημένα από τους “Αθηναίους” δυο τρία χρόνια πριν για να μην είναι μόνη της η Νάνα στο Παρίσι, μας πήρε τηλέφωνο λέγοντας “ή θα έρθετε εσείς ή θα έρθω εγώ”. Βρισκόταν κι αυτός σε δύσκολη κατάσταση. Κι αφού φεύγει ο Κλεάνθης, φεύγει κι ένας άλλος, ο Γρηγόρης και μένουμε πάλι εγώ, ο Κώστας, ο Γιώργος που θα ερχότανε και ο Σπύρος και κάνουμε τους καινούριους “Αθηναίους” και συνεργαζόμαστε με τη Νάνα κάνοντας το  γκρουπ “Nana Mouskouri & Les Atheniens”. Μεγαλουργήσαμε, ανεβήκαμε πολλά σκαλοπάτια, κάναμε φωνητικά με τη Νάνα, παίξαμε σε όλον τον κόσμο.


Διαβάζοντας τη βιογραφία σας, είδα ότι η συνεργασία σας με τη Νάνα Μούσχουρη δεν κατέληξε αίσια.
Η συνεργασία με τη Νάνα Μούσχουρη είχε άσχημο τέλος από την πλευρά μου, γιατί εγώ κάποια στιγμή αποφάσισα για λόγους καθαρά οικογενειακούς να αποχωρήσω από το συγκρότημα. Εγώ με τη γυναίκα μου ήμασταν πολύ δεμένοι και αυτές οι χρονικές περίοδοι που ήμουν συνέχεια εκτός, δημιουργούσαν εντάσεις. Πολλές φορές την έπαιρνα μαζί μου. Εν τω μεταξύ τα παιδιά μου άρχισαν να μεγαλώνουν και πήρα την απόφαση να αποχωρήσω. Το είπα στα παιδιά των “Αθηναίων” ότι με πονάει αυτή η απόφαση, γιατί ήμασταν μαζί 18 χρόνια. Η Νάνα το πήρε στραβά, ότι την πρόδωσα. Της εξήγησα τον λόγο και μου είπε “θέλεις παραπάνω λεφτά;”. Μου έκανε κάτι τέτοιες “ανήθικες” προτάσεις. Της λέω “κοίταξε Νανά, εγώ κάνω όλη τη δουλειά της ορχήστρας, κάνω τις ενορχηστρώσεις. Δεν έβαλα ποτέ το όνομά μου που θα μπορούσα να το βάλω. Και μου προτείνεις τώρα να μου δίνεις περισσότερα λεφτά και μάλιστα να μην το ξέρουν και οι άλλοι;”. Μου είπε και άλλα τέτοια πράγματα, προσπαθώντας να με κρατήσει με νύχια και με δόντια. Και δεν έφτανε αυτό. Προχώρησε και παρακάτω. Είχα μια πολύ καλή πρόταση να έρθω να αναλάβω τη Philips. Εκείνη είχε συμβόλαιο με τη  Philips, αλλά τόσο πολύ την πόνεσε το θέμα μου, τόσο πολύ ήθελε να με εκδικηθεί, που είπε ότι “εγώ, αν είναι ο Παπαθεοδώρου εκεί,  θα υπογράψω συμβόλαιο για όλο τον κόσμο με τη Philips, αλλά με της Ελλάδας όχι”. Και υπέγραψε συμβόλαιο με την Columbia όπου έκανε έναν δίσκο με τον Ξαρχάκο, το “Σπίτι μου σπιτάκι μου”. Πέντε χρόνια της ζωής μου τα ξόδεψα για να κάνω τη Νάνα βεντέτα. Η Νάνα μέχρι που πήγαμε εκεί δεν ήταν βεντέτα. Ήταν μια χρυσή μετριότητα.

Έχετε ξαναμιλήσει από τότε;
Ξαναμιλήσαμε. Μάλιστα, μια φορά βρεθήκαμε σε μια ηχογράφηση που έκανε σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Μια άλλη φορά πάλι είχε έρθει στην Polygram από όπου είχα ήδη φύγει εγώ και είχαμε βρεθεί σε μια δεξίωση στο Interconτinental.


Ας αλλάξουμε κλίμα και ας πάμε στη Μαρινέλλα. Είναι διάχυτος ο θαυμασμός σας για αυτήν την ερμηνεύτρια σε όλη σας τη βιογραφία. Σε ένα σημείο, αναφέρετε ότι στο Ζουμ της Πλάκας με τον Χατζή ο κόσμος δεν χωρούσε και το γεγονός αυτό είχε ως κατάληξη να γεμίζει και το απέναντι μαγαζί, ο Ζυγός με τη Μοσχολιού. Στα μάτια του κόσμου, ποια ήταν η πιο “μεγάλη” ερμηνεύτρια;
Η Μοσχολιού ήταν μια πάρα πολύ ωραία, εξαιρετική τραγουδίστρια, με πολύ καλή φωνή. Η Μαρινέλλα, όμως, είναι μια show woman. Ό,τικ και να τραγουδήσει αυτή η κοπέλα, μα είναι λαϊκό, μα είναι ρεμπέτικο, μα είναι δημοτικό, μα είναι μοντέρνο, θα το πει με έναν μοναδικό τρόπο. Εκτός αυτού, έχει και μια σκηνική παρουσία που είναι απίστευτη.


Έχετε συνεργαστεί με πολλά και μεγάλα ονόματα τραγουδιστών που δεν έχει νόημα να αναφέρουμε, αφού τα περιγράφετε αναλυτικά στη βιογραφία σας. Θα σταθώ στον Δημήτρη Κοντολάζο. Αναφέρετε ότι είχε τη δουλειά του σε δεύτερη μοίρα και ενώ θα μπορούσε να είναι ένα μεγάλο όνομα, δυστυχώς, δεν έγινε. 
Ο Κοντολάζος είναι εξαιρετικός καλλιτέχνης. Έκανε, όμως, κακή διαχείρηση της δημοτικότητάς, του ταλέντου και των προσόντων του. Από τη μια μεριά έβλεπες έναν τραγουδιστή που έβγαινε και έσκιζε κυριολεκτικά και από την άλλη μεριά στην προσωπική του ζωή, τον ενδιέφεραν τα μότο κρος, τα σκάφη. Του έλεγα “μην το κάνεις αυτό”, αλλά είχε μπλέξει με έναν που είχε ένα μαγαζί στη Συγγρού (δε θυμάμαι το όνομά του) και κοιτούσαν ποιος θα πάρει το πιο γρήγορο μέσο. Κρίμα, γιατί για μένα ο Κοντολάζος, την εποχή εκείνη, ήταν ο καλύτερος τραγουδιστής από όλους τους άλλους και δεν μπόρεσε να αξιολογήσει αυτό το ταλέντο του. Όταν τον πήρα, από μια μικρή εταιρία που ήταν πουλούσε 15.000 δίσκους και κάθε του δίσκος μετά, περνούσε τις 50.000 δίσκων. Αρχικά με το “Εγώ δεν ήμουνα αλήτης” και μετά με τα υπόλοιπα των Μουσαφίρη και Καρβέλα. Μετά έφυγα από την Polygram και ανέλαβα τη διεύθυνση στην EMI. Έμεινε μόνος του με άλλον παραγωγό και από εκεί και πέρα ξεκίνησε η decadence.

03
Υπάρχουν αντίστοιχες ή αντίστροφες περιπτώσεις καλλιτεχνών που είχαν ταλέντο και που για άλλους λόγους δεν προχώρησαν;
Όσοι τραγουδιστές ή τραγουδίστριες είχα την υπευθυνότητά τους, όλοι έκαναν καριέρα. Ακόμα και οι αντιπρόσωποι του ελαφρού τραγουδιού, όπως ο Πασχάλης, η Μπέσυ Αργυράκη, η Ελπίδα ή στο λαϊκό η Δούκισσα, ο Μητροπάνος, έκαναν όλοι μεγάλη καριέρα. Ο Μητροπάνος μέχρι τότε δεν είχε κάνει και μεγάλα πράγματα. Κάναμε τον “Άγιο Φεβρουάριο” και “Ο δρόμος για τα Κύθηρα” και έγινε χαμός. Και ο Καλογιάννης ήταν ειδική περίπτωση, αλλά τα έκανε μούσκεμα στο τέλος. Εγώ δινόμουν πάρα πολύ στους καλλιτέχνες, γι αυτό και κανένας δε διαμαρτυρήθηκε λέγοντάς μου ότι έκανα περισσότερα για κάποιον άλλο. Όταν έκανα παραγωγή για κάποιον τραγουδιστή, ήμουν αφοσιωμένος σε αυτόν τον τραγουδιστή. Κι επειδή με τη Μαρινέλλα έτυχε να κάνω και άλλου είδους συνεργασίες, το ενδιαφέρον μου για τους άλλους τραγουδιστές ήταν ακόμα πιο μεγάλο για να μη τους δώσω το δικαίωμα να πουν ότι την ξεχώριζα. Με όλους έκανα επιτυχία, προς όφελός τους, φυσικά.


Με τον Καλογιάννη τι είχε γίνει ακριβώς;
Ο Καλογιάννης την Μαρινέλλα την είχε θεά και το όνειρό του ήταν να συνεργαστεί μαζί της, αλλά δεν ήξερε πώς θα το κάνει αυτό. Μου έλεγε κάθε τόσο “πώς θα γίνει να συνεργαστώ με τη Μαρινέλλα;”. Εγώ επειδή έκανα όλα τα προγράμματά της, της έλεγα “να πάρουμε τον Καλογιάννη”. Αυτή δεν τον πήγαινε καθόλου τον Καλογιάννη. Οπότε, της είπα “θα τον πάρουμε στη Θεσσαλονίκη για 15 μέρες και αν μας κάνει, τον κρατάμε”. Έλα, όμως, που τακιμιάσανε! Η Μαρινέλλα πηγαίνει στο μαγαζί δυο ώρες πριν αρχίσει το πρόγραμμα. Το ίδιο κι αυτός! Και το ίδιο μετά το τέλος της δουλειάς, οπότε με τις κουβέντες, βρήκε τον άνθρωπό της. Από τη Θεσσαλονίκη πήγαμε στο “Ζουμ”, όπου κάναμε και δεύτερη σεζόν. Θυμάμαι, όταν ξεκινήσαμε στο “Ζουμ”, βγαίνει ο Καλογιάννης και πέφτει το μαγαζί! Ανεβαίνει η Μαρινέλλα που τον έβλεπε από τις κουίντες και ξεπετάει αυτά τα 200.000 volt που έχει μέσα της όταν έχει συναγωνισμό. Σε πέντε λεπτά είχαμε ξεχάσει τον Καλογιάννη! Μετά πήγαμε στη “Νεράιδα”.

04
Τι συνέβει στη “Νεράιδα;”
Ο Καλογιάννης ήταν τραγουδιστής της μπουάτ. Εκεί ξεσήκωνε τον κόσμο. Δεν περνούσε, όμως, στη “Νεράιδα”. Πού να περάσει σε αυτούς τους κλεισοπόρτιδες με τα τραγούδια αυτά που έλεγε…. Κάθε μέρα γκρίνια. Μια γκρίνιαζε με τον ηχολήπτη, μια με τον φωτιστή, μια με μένα. Κάθε φορά πήγαινα στο καμαρίνι για να τον μαλακώσω. Του έλεγα “άλλος κόσμος είναι εδώ”. Με τον Αντώνη κάναμε και πολύ παρέα, βγαίναμε έξω, ήταν πολύ καλός συζητητής. Μια μέρα που ήταν πολύ τσαντισμένος, μπαίνω στο καμαρίνι και μου λέει “να βγεις έξω από το καμαρίνι μου εσύ, γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος”. Του λέω “θα βγω από το καμαρίνι σου, θα βγω από τη δισκογραφία σου και θα βγω κι απ’ τη ζωή σου”. Κι από εκείνη την ημέρα, έβαλα την κόκκινη γραμμή και δεν του ξαναμίλησα. Πήγα αμέσως στον διευθυντή της Polygram, τον Αντίππα και του είπα ότι ο Καλογιάννης φεύγει από μένα. Με ανθρώπους που τους έχω βοηθήσει και μου συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο, δεν μπορώ να συνεργαστώ. Από εκεί και πέρα και ο Καλογιάννης, πήρε την κατιούσα. Ο παραγωγός είναι πολύ σημαντικό πρόσωπο στη δισκογραφία. Δυστυχώς, δεν υπάρχουν παραγωγοί πια και δυστυχώς, δεν υπάρχει και δισκογραφία πια. Εγώ πρόλαβα, είμαι ευτυχής. Κουβεντιάζω με συναδέλφους παραγωγούς, όπως τον Νίκο Καραγιάννη και τον Γιάννη Δουλάμη και λέμε πόσο τυχεροί ήμασταν που ζήσαμε τις δεκαετίες του ‘70, του ‘80 και του ‘90.05
Τι χρειάζεται η εποχή μας όπου η η δισκογραφία ψυχορραγεί; Θα μπορούσε ένας νέος “Παπαθεοδώρου” να σώσει την κατάσταση ή χρειάζονται και άλλες συνιστώσες;
Είναι πολύ δύσκολη απάντηση αυτή, διότι δεν είναι μόνο ελληνικό το φαινόμενο. Είναι παγκόσμιο. Το ίντερνετ έχει κάνει το μεγαλύτερο κακό που θα μπορούσε να κάνει στη δισκογραφία. Τώρα, όλες οι δουλειές που γίνονται, βγαίνουν στο facebook και στο YouTube. Από εκεί ξεκινούν οι πωλήσεις. Έχουν κλείσει όλα τα μαγαζιά, δεν υπάρχουν δισκοπωλεία πια. Με την ευκαιρία, να σας πω ότι άρχισε πάλι να αναδύεται το βινύλιο και αυτό είναι ένα ελπιδοφόρο δείγμα. Οπότε, ένας τραγουδιστής βγάζει ένα κομμάτι που το έχει φτιάξει στο σπίτι του με ένα μικρόφωνο, τα πλήκτρα και τους ήχους που κατεβάζει οποιοδήποτε όργανο θέλει, γίνεται μια υποτυπώδης ενορχήστρωση και το ανεβάζει στο YouTube. Ανάλογα με τα views που έχει κάθε κομμάτι, αξιολογείται και παίρνει κάποια αστεία λεφτά. Αν εξαιρέσουμε κάποιους τραγουδιστές που είναι επώνυμοι, όπως ο Ρέμος, ο Αργυρός ή ο Οικονομόπουλος όταν κυκλοφορήσουν ένα cd έχουν κάποια κίνηση.


Αν γύριζε ο χρόνος πίσω και ξεκινούσατε τώρα, με τη σημερινή κατάσταση, θα αναλαμβάνατε την παραγωγή σε μια δισκογραφική εταιρία;
Απλούστατα δεν θα την αναλάμβανα. Αν βάλετε κάτω τα δεδομένα και πείτε τί μπορώ να κάνω με αυτή τη βάση, θα δείτε ότι δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα, ιδίως με την δική μου εμπειρία.


Με τις δικές σας εκδόσεις, τις εκδόσεις Arco τι γίνεται;
Εκεί υπάρχει μια απότομη πτώση από το 100% στο 5% με 10%. Το 2007 που ήταν η καλύτερη χρονιά των εκδόσεων, είχα κάνει έναν τζίρο γύρω στις 100.000 και τα τελευταία δύο – τρία χρόνια, κυμαίνομαι μεταξύ 5.000 και 6.000. Κι αν δεν είχα τα βιβλία που έχουν σχέση με το μπουζούκι και ειδικά με το τρίχορδο, θα έπρεπε να την κλείσω την εταιρία. Το ρεπερτόριο δεν πουλάει. Έβγαζα γύρω στα δέκα με δώδεκα βιβλία ρεπερτορίου τον χρόνο και η τελευταία έκδοση έγινε πριν από περίπου δέκα χρόνια.


Τι τίτλο θα δίνατε στην πορεία σας; Είτε από τραγούδι είτε από ποίημα είτε κάτι εντελώς διαφορετικό.
Να σας πω την αλήθεια, δεν το σκέφτηκα ποτέ. Παραφράζοντας τον Προυστ, θα πω “Αναζητώντας το τέλειο”. Αυτό προσπαθούσα σε όλη μου τη ζωή...07

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!