Δήμητρα Τρυπάνη - Παντελής Μπουκάλας μιλούν για το «Αντρέι: Ρέκβιεμ σε οκτώ σκηνές»

Θα παρουσιαστεί στις 25, 27 και 28 Σεπτεμβρίου στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
*Συνέντευξη στον Θάνο Μαντζάνα

«Αντρέι: Ρέκβιεμ σε οκτώ σκηνές» στην ΕΛΣ

Ένα νέο έργο μουσικού θεάτρου, εμπνευσμένο από το έργο και την ζωή του μεγάλου Ρώσου σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι, σε μουσική και σκηνοθεσία της Δήμητρας Τρυπάνη και ποιητικό κείμενο του Παντελή Μπουκάλα θα παρουσιαστεί στις 25, 27 και 28 Σεπτεμβρίου στην Αίθουσα Σταύρος Νιάρχος της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Δήμητρα Τρυπάνη: «Οι σιωπές του Ταρκόφσκι είναι εκκωφαντικές»

Με σπουδές στην Ελλάδα και κυρίως στην Αγγλία όπου εξειδικεύθηκε στη σύνθεση μουσικής για πολυμεσικά έργα η συνθέτρια και διδάσκουσα σύγχρονη σύνθεση στο τμήμα μουσικών σπουδών του Ιονίου πανεπιστημίου Δήμητρα Τρυπάνη είχε την ιδέα για το «Αντρέι: Ρέκβιεμ σε οκτώ σκηνές» και υπογράφει την μουσική αλλά και την σκηνοθεσία του. Συνομίλησα μαζί της για το τι την ώθησε στην δημιουργία αυτού του πολύ ιδιαίτερου έργου μουσικού θεάτρου.
image003
Γιατί ο Αντρέι Ταρκόφσκι και όχι κάποιος άλλος σκηνοθέτης;

Ο Ταρκόφσκι είναι σαφώς, μαζί με τον Μπέργκμαν, ο αγαπημένος μου δημιουργός του κινηματογράφου. Η επιλογή έγινε με βάση τόσο την δική μου προσωπική σχέση με το έργο του όσο και με το γεγονός ότι στον πυρήνα της δημιουργίας του συναντώ εικονοποιημένα στην ποιητικότερη έκφανσή τους τα πιο θεμελιώδη υπαρξιακά ερωτήματα.

Τι σε ελκύει περισσότερο, το έργο του Ταρκόφσκι, η προσωπικότητα του ή εξίσου και τα δύο;

Ειδικά στην περίπτωση του εν λόγω δημιουργού δεν μπορώ και δεν θέλω να ξεχωρίσω την προσωπικότητα από το έργο, κυρίως γιατί ο ίδιος πολύ ορατά και συνειδητά έβαλε την προσωπικότητα, τον χαρακτήρα, την ίδια την προσωπική του ζωή (τον πατέρα, τη μητέρα, την αδελφή του, το σπίτι των παιδικών του χρόνων, τις σχέσεις του, τα λάθη του) μέσα στις ταινίες του.

Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία του Ταρκόφσκι και γιατί;

Ξεχωρίζω το «Ο Καθρέφτης» και «Στάλκερ», το πρώτο γιατί είναι μια ταινία όπου έβαλε τον εαυτό του και την ψυχή του στο κέντρο της χωρίς να κρυφτεί και το δεύτερο γιατί ταξιδεύει στα πιο βαθιά κρυμμένα δωμάτια της ανθρώπινης ψυχής. Όλες του όμως τις ταινίες τις αγαπώ, τις βλέπω ξανά και ξανά, τις μελετάω προσεκτικά, ανατρέχω σε αυτές πολλές φορές και για εσωτερική ξεκούραση.

Ο Ταρκόφσκι ήταν πολύ περισσότερο σκηνοθέτης της εικόνας παρά των διαλόγων, για την ακρίβεια οι χαρακτήρες του κάποιες φορές ήταν σχεδόν εντελώς σιωπηλοί. Αυτό δεν είναι λίγο αντιφατικό με το να γίνει ένα έργο μουσικού θεάτρου εμπνευσμένο από εκείνον ή αντίθετα λειτούργησε ως επιπλέον δημιουργική πρόκληση για εσένα;

Ο Ταρκόφσκι ήταν ίσως ο μεγαλύτερος ποιητής εικόνων που έχει περάσει ποτέ από τον κινηματογράφο. Ειδικά οι σκηνές των ονείρων του είναι πραγματικά αριστουργήματα μεταφοράς του ασυνειδήτου σε κινηματογραφικά καρέ. Από την άλλη η σιωπές του είναι ήχοι και συχνά πολύ πιο εκκωφαντικοί από τον οποιοδήποτε θόρυβο. Το ίδιο και τα ηχητικά του περιβάλλοντα, το νερό, η φωτιά, ο αέρας. Θα έλεγα λοιπόν ότι είναι εξίσου μεγάλος ποιητής και του ήχου τον οποίο χρησιμοποιεί τόσο περίτεχνα ώστε γίνεται και αυτός χαρακτήρας των ταινιών του. Αυτό το χαρακτηριστικό των έργων του προφανώς και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην παράσταση «Αντρέι» ως αναφορά.
Πρόβες Αντρέι της Δήμητρας Τρυπάνη 7920 φωτό Α. Σιμόπουλος
Σε επηρέασε αλήθεια καθόλου, έστω υποσυνείδητα, η μουσική των ταινιών του Ταρκόφσκι κει ειδικά αυτών που τα soundtracks τους είχε γράψει ο αρκούντως πρωτοπόρος για την εποχή Artemeyev;

Σαφώς και με επηρέασε, όχι μόνο υποσυνείδητα αλλά και συνειδητά. Παρότι δεν χρησιμοποιώ το ηλεκτρονικό ιδίωμα κάποιες ποιότητες των ηχοτοπίων του Artemeyev καθώς και αυτές των στοιχείων της φύσης έγινε προσπάθεια να «μεταφραστούν» σε ακουστικό ήχο πολύ διακριτικά και σε κάποια μόνο σημεία που χρειαζόμουν αυτή τη σύνδεση. Επίσης υπάρχουν σαφείς στιλιστικές αναφορές στην μπαρόκ μουσική, την οποία ο Ταρκόφσκι λάτρευε και χρησιμοποιούσε επίσης στα έργα του.

Εδωσες κάποιες κατευθύνσεις στον Παντελή Μπουκάλα για το κείμενο ή απλά του είπες και του ανέλυσες λίγο το θέμα και τον άφησες να κινηθεί όπως εκείνος πίστευε;


Ναι, υπήρξαν αρχικές συζητήσεις με τον Παντελή στις οποίες μοιράστηκα μαζί του τον χαρακτήρα, την ατμόσφαιρα του κειμένου που θεωρούσα ότι θα λειτουργήσει σε αυτή την παράσταση. Εξ ου και ο ποιητικός λόγος εδώ έχει έναν λιγότερο ή περισσότερο ευδιάκριτο ιερατικό χαρακτήρα. Από εκεί και πέρα, στο ίδιο το περιεχόμενο του κειμένου, ο Παντελής κινήθηκε ως ποιητής απολύτως ελεύθερα, αναζητώντας και ανακαλύπτοντας τα δικά του σημεία συνάντησης με τον Ταρκόφσκι και αποτυπώνοντας τα με τον δικό του απόλυτα προσωπικό τρόπο. Το κείμενο της παράστασης δεν είναι πανομοιότυπο με το ποιητικό κείμενο που θα εκδοθεί με τίτλο «Ο Χριστός Στα Χιόνια» διότι ο Παντελής μου επέτρεψε, - και τον ευχαριστώ για αυτό - να προσαρμόσω το κείμενό του στις ανάγκες της παράστασης, ενσωματώνοντας μέσα σε αυτό τα μέρη του γερμανικού κειμένου του ρέκβιεμ καθώς και κάποια θραύσματα διαλόγων από τις ταινίες του Ταρκόφσκι. Αυτό είχε συμβεί και στο προηγούμενο έργο στο οποίο συνεργαστήκαμε, το «Αμίλητη», όπου το βιβλίο του Παντελή «Μηλιά μου Αμίλητη» ήταν η «μήτρα» από την οποία προέκυψε το κείμενο της παράστασης.

Αντίθετα από το προηγούμενο έργο σου όπου τα χορωδιακά μέρη ήταν λίγα θα έλεγα ότι αυτό έρχεται ως συνέχεια του «Διδυμάνες» όπου ο χορός ήταν ο αληθινός πρωταγωνιστής. Υπήρχε λόγος για την συγκεκριμένη επιλογή αυτή τη φορά ή γενικά προτιμάς τα χορωδιακά έργα; Και κάτι συμπληρωματικό σχετικά με αυτό, ο αριθμός των δέκα οκτώ ερμηνευτών/ιών προέκυψε συγκυριακά ή εξαρχής είχες τόσους στο μυαλό σου; Το ίδιο αποτέλεσμα δεν θα ήταν εφικτό για παράδειγμα με τους μισούς;

Ο αρχικός αριθμός που είχα στο μυαλό μου ήταν δέκα έξι ερμηνευτές/ιες. Στο δρόμο κατάλαβα ότι τα πολυφωνικά μέρη του έργου – ειδικά τα χορωδιακά μέρη του ρέκβιεμ – ήθελαν μεγαλύτερο όγκο φωνών οπότε αυξήθηκε στους είκοσι. Τελικά σταθεροποιήθηκε στους δέκα οκτώ και νομίζω ότι είναι ένας πολύ ωραίος και λειτουργικός αριθμός φωνών και ανθρώπων. Έχεις δίκαιο ότι ο απόλυτα χορικός χαρακτήρας αυτού του έργου είναι πολύ πιο καθαρός και ευδιάκριτος από τα προηγούμενα μου. Ανέκαθεν είχα μια εμμονή με τον «κοινό λόγο», τον λόγο που ρυθμικά και συχνοτικά είναι απόλυτα κουρδισμένος. Όλο μου το ψάξιμο στον ήχο εδώ και δέκα πέντε περίπου χρόνια είναι πάνω σε αυτό το κούρδισμα του κοινού λόγου. Οπότε αναπόφευκτα κάθε έργο γίνεται πιο τολμηρό στη χρήση του, ποσοτικά και ποιοτικά.
Πρόβες Αντρέι της Δήμητρας Τρυπάνη 6785 φωτό Α. Σιμόπουλος
Για άλλη μια φορά ακολούθησες την ίδια προσέγγιση ως προς τον σχηματισμό του θιάσου, καταξιωμένοι/ες επαγγελματίες αλλά όχι λυρικοί/ές συνυπάρχουν με ερασιτέχνες/ιδες. Τελικά θεωρείς ότι αυτός ο συνδυασμός αναδεικνύει το περιεχόμενο των έργων σου καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον; Και έχεις κάποιο συγκεκριμένο λόγο για το ότι αποφεύγεις να συνεργάζεσαι με λυρικούς/ές ερμηνευτές/ιες;

Καταρχάς δεν υπάρχουν ερασιτέχνες επί σκηνής σε αυτό το έργο. Είναι όλοι και όλες εξαιρετικοί/ές επαγγελματίες των τεχνών τους, άλλοι/ες με λιγότερα, άλλοι/ες με περισσότερα χρόνια εμπειρίας στις πλάτες τους. Επίσης δεν αποφεύγω να συνεργάζομαι με λυρικούς/ες ερμηνευτές/ιες. Σε αυτή την παράσταση παίρνουν μέρος τραγουδιστές/ιες κλασικού ρεπερτορίου με εξειδίκευση στην μουσική της Αναγέννησης και του μπαρόκ, άλλωστε λατρεύω την μουσική της περιόδου αυτής και ως εκ τούτου και τη φωνητική αισθητική της. Θαυμάζω την τέχνη της φωνής και τη δυσκολία, τόσο τεχνικά όσο και ερμηνευτικά, του λυρικού ρεπερτορίου. Ο λόγος που συνεργάζομαι όμως πλειοψηφικά με ηθοποιούς, χορευτές/ιες ή τραγουδιστές/ιες άλλων ιδιωμάτων που όμως έχουν εξαιρετικά οξυμμένη μουσική, ρυθμική και σωματική αντίληψη σχετίζεται με το ότι ο φωνητικός ήχος και η αισθητική του – τόσο στο κείμενο όσο και στη μουσική – τα οποία απαιτούν τα έργα μου είναι κάπως ανορθόδοξος. Πολλές φορές δηλαδή η φωνή φεύγει από την «ορθή» χρήση της, καταπονείται λόγω της δικής μου αγάπης σε εφέ ηχητικά που τη βγάζουν από την ζώνη ασφαλείας της και εμπλέκεται στη σωματική κρούση, άρα απαιτεί έναν ερμηνευτή ειδικών συνδυαστικών δεξιοτήτων.

Από ό,τι είδα στην πρόβα η κίνηση αυτή τη φορά είναι σχεδόν εξίσου σημαντική με την φωνητική ερμηνεία. Αυτό έχει να κάνει με το θέμα του έργου ή προέκυψε αυθόρμητα από την δομή και το περιεχόμενο του;

Προέκυψε τόσο από τη διαδικασία παραγωγής του ήχου του έργου όσο και από τη σκηνοθετική προσέγγιση που για πρώτη φορά ανέλαβα πλήρως χωρίς ενοχές.
Πρόβες Αντρέι της Δήμητρας Τρυπάνη 6819 φωτό Α. Σιμόπουλος
Έχω σιγουρευτεί πια ότι η χρήση ολόκληρου του σώματος των ερμηνευτών και ερμηνευτριών ως κρουστού οργάνου είναι δομικό στοιχείο της μορφής αλλά και της αισθητικής των έργων σου. Τι θεωρείς ότι προσθέτουν τα σωματικά κρουστά από μουσικής, ηχητικής και όποιας άλλης ίσως πλευράς σε ένα σύγχρονο έργο μουσικού θεάτρου;

Τα σωματικά κρουστά είναι θεραπευτικά, τόσο για αυτόν/ή που τα παίζει όσο και για αυτόν/ή που τα ακούει και τα βλέπει. Το σώμα είναι ένα πανίσχυρο μουσικό όργανο και η φωνή είναι αναπόσπαστο μέρος του. Υπάρχει επίσης ένα αρχέγονο τελετουργικό χαρακτηριστικό στη σωματική κρούση το οποίο, όποτε η κρούση ενεργοποιείται, αυτόματα ενεργοποιείται επίσης. Τέλος τα σωματικά κρουστά παιγμένα σωστά είναι όχι μόνο ένας ωραίος και επιδραστικός ήχος αλλά και μια ωραία και επιδραστική εικόνα.

Το ότι το μουσικό σκέλος είναι πιο σύνθετο από άλλες φορές υπαγορεύθηκε από την φύση του έργου ή απλά επέλεξες να είναι έτσι;

Δεν προσχεδιάζω ποτέ όταν γράφω οπότε δεν μπορώ να σου απαντήσω γιατί η γραφή είναι αυτόματη. Συνήθως στα έργα μου αντιλαμβάνομαι τι έχει γραφτεί και ποια είναι τα χαρακτηριστικά του αφού έχει γραφτεί.

Η με μεγαλύτερο αριθμό οργάνων και επίσης πολύ πιο σύνθετη ενορχήστρωση έγινε για συγκεκριμένους λόγους ή ήθελες ένα μεγαλύτερου εύρους και πιο πλούσιο ηχοχρωματικό φάσμα;

Ισχύει η απάντηση στην προηγούμενη ερώτηση με την προσθήκη του παράγοντα χαράς των σταθερών συνεργατών/ιδών και φίλων πια μουσικών όπως ο Δημήτρης Τραυλός, η Γωγώ Ξαγαρά, ο Παναγιώτης Τζιώτης και ο Αντώνης Βασιλειάδης αλλά και της χαράς των νέων εξαιρετικών συνεργατών/ιδών στα μουσικά σύνολα για τα οποία γράφω.

Μορφικά το έργο σίγουρα εντάσσεται στη σύγχρονη μουσική όπως και τα υπόλοιπα σου αλλά θα έλεγες ότι τα πιο πρωτοποριακά, ίσως και ελαφρώε πειραματικά στοιχεία, είναι λίγο περισσότερα από άλλες φορές;

Για άλλη μια φορά δεν μπορώ να το πω αυτό γιατί δεν μπορώ να δω το έργο με όρους «πρωτοπορίας». Μπορώ να το δω ως ένα ακόμα βήμα στο ψάξιμο που κάνω τα τελευταία δέκα πέντε χρόνια στο χώρο της μουσικής παράστασης. Σίγουρα κάθε νέο έργο πάντως είναι ακόμα πιο ειλικρινές και πιο προσωπικό από τα προηγούμενα και με λιγότερες ενοχές στη χρήση στοιχείων που αγαπώ από όπου και αν προέρχονται αυτά.

Θα μπορούσες ίσως να χαρακτηρίσεις το έργο και ως musical, απόλυτα σύγχρονο βέβαια και πιθανόν και με το πρόθεμα μετα-;

Όχι. Νομίζω ότι μιλάμε και πάλι για ένα σύγχρονο χορικό, όπως ήταν και το «Αμίλητη», απλά πιο απαιτητικό λόγω κλίμακας μεγέθους.

Τέλος στον τίτλο του έργου υπάρχει η λέξη ρέκβιεμ, θα έλεγες λοιπόν ότι είναι τραγικό όπως το προηγούμενο ή μάλλον ελεγειακό;

Τραγικό δεν θα το χαρακτήριζα. Με κάποιο τρόπο, όσο κι αν αυτό φανεί ανακόλουθο σε σχέση με τον όρο ρέκβιεμ, αυτό το έργο έχει κάτι το ανακουφιστικό καθώς εξελίσσεται, τουλάχιστον για εμάς που το ερμηνεύουμε επί σκηνής. Ναι, υπάρχει η θλίψη μιας εξόδου, ενός ύπνου που δεν ορίζεται η φύση του αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και ένα φως στο τέλος του τούνελ. Ελπίζω ότι αυτό το φως θα το μοιραστούμε με όσους και όσες μας τιμήσουν με την παρουσία τους στις παραστάσεις του «Αντρέι».

Κρίνοντας από τις αντιδράσεις του κοινού στα προηγούμενα έργα της Δήμητρας Τρυπάνη θα κάνω την πρόβλεψη ότι και αυτή τη φορά θα συμβεί με το παραπάνω…

Παντελής Μπουκάλας: «Αμφισβήτησα όχι μόνο τον εαυτό μου αλλά και τον ίδιο τον Ταρκόφσκι»

Είναι η δεύτερη φορά που ο, κατά σειρά σπουδαιότητας, ποιητής, συγγραφέας, μελετητής του δημοτικού τραγουδιού και έγκριτος δημοσιογράφος Παντελής Μπουκάλας συνεργάζεται με την Δήμητρα Τρυπάνη. Μου μίλησε για την σχέση του με το έργο του Ταρκόφσκι και τον ίδιο και το πως προσπάθησε να την εκφράσει ποιητικά στο κείμενο του.
image005
Προφανώς η πρώτη συνεργασία σου με τη Δήμητρα Τρυπάνη ήταν εξαιρετική και σου άφησε πολύ καλή αίσθηση. Θα ήθελα όμως να μου πεις τι ήταν αυτό που σε έκανε να την επαναλάβεις τουλάχιστον μία ακόμα φορά.

Πράγματι, η πρώτη μου συνεργασία με την άγνωστή μου τότε Δήμητρα Τρυπάνη, το 2018 -2019, ήταν εξαιρετικά αρμονική και πιστεύω ότι έδωσε καλούς καρπούς, την μουσική παράσταση «Αμίλητη», συμπαραγωγή του Φεστιβάλ Παξών και της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ και το βιβλίο μου «Μηλιά μου αμίλητη», που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Άγρα. Τότε η παραγγελία αφορούσε την ποιητική ιστόρηση ενός άγριου εγκλήματος σε χωριό της Μάνης, περί τα μέσα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Ήταν μια από τις πιο άγριες γυναικοκτονίες που μπορεί να αποφασίσει ο νους του ανθρώπου όταν παγιδεύεται από την «παράδοση» και τις «αξίες» της, ο πατέρας και οι γιοι του θάβουν ζωντανή την κόρη και αδελφή τους, αφήνοντας έξω το κεφάλι της επειδή «τους ντρόπιασε», «μαγάρισε τ’ όνομά τους». Είχε ερωτευτεί έναν ξενομερίτη και ο συντοπίτης σύζυγός της τη βρήκε «χαλασμένη» την πρώτη νύχτα του γάμου και την επέστρεψε πάραυτα πομπεμένη στην οικογένειά της.

Η δεύτερη παραγγελία, αρχές του 2020, αφορούσε αρχικά έναν οικολογικό αρχαιοελληνικό μύθο που διασταυρώνεται με ένα επίσης οικολογικό δωδεκανησιακό παραμύθι. Η πανδημία όμως, η καραντίνα, η ασφυξία, η αίσθηση μιας βαριάς απειλής (όχι μόνο υγειονομικής τάξεως) για κάθε πρόσωπο ξεχωριστά και για τις κοινωνίες στο σύνολό τους οδήγησε αλλού τις σκέψεις της Δήμητρας, Ιούνιο πια του 2020, στον Αντρέι Ταρκόφσκι. Έναν στοχαστικό σκηνοθέτη που σε επτά ταινίες υψηλής αισθητικής ασχολήθηκε με συναρπαστικό τρόπο με τα μείζονα προβλήματα της ανθρώπινης κατάστασης.
Στην πρόταση για το «Αμίλητη» η καταφατική απάντησή μου ήταν άμεση. Με τον Ταρκόφσκι χρειάστηκα τον χρόνο μου. Χρειάστηκε να με σμιλέψει ο χρόνος, οι μνήμες από τους παλαιούς αθηναϊκούς κινηματογράφους, από τα διαβάσματα αλλά και από κουβέντες με φίλους για να καταλήξω στη σκέψη ότι, εφόσον ο Ταρκόφσκι μού είπε πολλά με το έργο του και όχι πάντα από την πρώτη φορά, θα μπορούσα να προσπαθήσω να πω και εγώ λίγα, έστω λίγα, για αυτό. Να δοκιμάσω και να δοκιμαστώ, σαν μικρή ανταπόδοση…

Πόσο δύσκολο ήταν αλλά και κατά πόσον λειτούργησε ως πρόκληση για εσένα το να αποδώσεις με λόγο την προσωπικότητα, την ζωή και το έργο ενός σκηνοθέτη που εκφραζόταν κατά κύριο λόγο με εικόνες και σχεδόν καθόλου με διαλόγους;


Τεράστια πρόκληση. Από αυτές που ενδέχεται να σε συντρίψουν αν παραεμπιστευτείς τον εαυτό σου και δεν τον αμφισβητείς συνεχώς. Ακόμα και τον ίδιο τον Ταρκόφσκι χρειάστηκε να τον αμφισβητήσω ή τέλος πάντων να συζητήσω έντονα μαζί του, όσο προχωρούσε το κείμενο. Θέλω να πω ότι σε κάποια κεφάλαια οι ίδιοι οι ήρωες του σκηνοθέτη δυστροπούν με τον ρόλο τους, βγάζουν γλώσσα και με τον λόγο τους σχηματίζουν έναν άλλον Ταρκόφσκι, τον δικό μου. Στο «Μαρτυρολόγιο», και μάλιστα αρχή - αρχή, στην εισαγωγή του, ο σκηνοθέτης «προσυπογράφει την άποψη ότι στην αλήθεια φτάνει κανείς με την αμφισβήτηση». Φυσικά βάζω και εγώ τη μικρή υπογραφή μου δίπλα στη βαριά δική του πλην με την υποσημείωση ότι δεν ψάχνω και δεν πιστεύω σε καμία Αλήθεια με άλφα κεφαλαίο, θεολογικής/μεταφυσικής φύσης ή πολιτικής/κοσμικής. Δεν έφτιαξα ένα ντοκιμαντέρ με λέξεις ή ένα ρεαλιστικό αφήγημα, δεν ήταν αυτός ο σκοπός μου. Μυθοπλασία και ντοκουμενταρισμένα στοιχεία συνυπάρχουν και συλλειτουργούν.
Πρόβες Αντρέι της Δήμητρας Τρυπάνη 6290 φωτό Α. Σιμόπουλος
Ποια κατεύθυνση ακολούθησες, περισσότερο ή λιγότερο ενστικτωδώς, αρχίζοντας να γράφεις το κείμενο και πώς εξελίχθηκε και διαμορφώθηκε στη συνέχεια πέρα βέβαια από την ενσωμάτωση θραυσμάτων από τους υπαινικτικούς τις περισσότερες φορές διαλόγους των ταινιών του Ταρκόφσκι που την θεωρώ δεδομένη ως και αναπόφευκτη;

Στην «Ελένη» του Ευριπίδη ο Τεύκρος, διωγμένος από τη Σαλαμίνα, φτάνει στην Αίγυπτο για να ζητήσει από τη μάντισσα Θεονόη οδηγίες για τον δρόμο που έπρεπε να πάρει ώστε να φτάσει ευχερέστερα και ασφαλέστερα στην Κύπρο. Συναντάει ωστόσο την Ελένη που τον συμβουλεύει να φύγει γρήγορα και τον βεβαιώνει ότι «το ίδιο το ταξίδι θα του δείξει». Αυτό συμβαίνει με τη γραφή, είτε ποίημα σκαρώνεις είτε σχόλιο για την εφημερίδα ετοιμάζεις είτε θεατρικό «σκηνοθετείς». Έχεις βέβαια μια γενική ιδέα αλλά το τέλος δεν το έχεις φανταστεί ποτέ ή σχεδόν ποτέ, το ίδιο και τη διαδρομή έως εκεί. Το ίδιο το γράψιμο σε οδηγεί. Και αν πέσεις σε βράχια, ξαναξεκινάς, μια, δυο, τρεις, όσες φορές χρειαστεί.

Για το «Αντρέι» το μόνο σχέδιο ήταν να συνθέσω ένα κείμενο αναπτυγμένο σε επτά κεφάλαια, όσα και οι ταινίες του Ταρκόφσκι, από το «Τα Παιδικά χρόνια Του Ιβάν» του 1962 ως το «Η Θυσία» του 1986 και βέβαια το κείμενο αυτό να είναι έρρυθμο, να αναζητάει τη δική του εσωτερική μουσική. Ούτε η φόρμα του προσδιορίστηκε όμως εκ των προτέρων, αν θα είναι του ελεύθερου στίχου, του πεζοποιήματος ή της ρίμας, ούτε βέβαια η οπτική του. Με τη Δήμητρα συντονιζόμαστε όπως ακριβώς δεν συντονίζεται ο κρατικός μηχανισμός επί έντονων χιονοπτώσεων, δασικών πυρκαγιών, πλημμυρών κ.λπ. Με το πρώτο δείγμα που της έστειλα, το κεφάλαιο των Εισοδίων και τα όνειρα του Θεού και με τις πολλές κουβέντες που ακολούθησαν καταλάβαμε ότι πράγματι το ταξίδι της γραφής, απ’ την αρχή του κιόλας, μας είχε δείξει τον δρόμο.

Σαν σημαδούρες στον δρόμο αυτό χρησιμοποίησα κάποια χωρία της Βίβλου. Θραύσματα διαλόγων από τις ταινίες του Ταρκόφσκι έχουν ενσωματωθεί στην παράσταση, σε όσα ακούγονται στη σκηνή, όχι στο δικό μου κείμενο που διατηρεί την αυτοτέλειά του. Αυτό φαίνεται και από τον διαφορετικό τίτλο του βιβλίου μου, «Ο Χριστός στα χιόνια», το οποίο θα κυκλοφορήσει τις ημέρες της παράστασης, πάντα από τις Εκδόσεις Άγρα.

Ο υπότιτλος του βιβλίου, Επτά νύχτες στον κόσμο του Αντρέι Ταρκόφσκι, φαίνεται να παίζει με τις Έξι νύχτες στην Ακρόπολη του Γιώργου Σεφέρη ή με τις επτά ημέρες της δημιουργίας, κατά βάθος όμως δηλώνει ότι το σκηνικό ποίημά μου γεννήθηκε και περπάτησε ώρες νυκτός. Έβλεπα, διάβαζα, έγραφα. Έβλεπα τις ταινίες του Ταρκόσφκι, διάβαζα τα βιβλία του, τα «Σμιλεύοντας το χρόνο» και «Μαρτυρολόγιο», βιβλία για το έργο του και βιβλία με μεταφρασμένη ποίηση του πατέρα του, του Αρσένι, και έγραφα. Στο χαρτί βέβαια, στον υπολογιστή περνούσα το καταστάλαγμα. Η ποίηση, εκτός από νυχτερινή τέχνη, είναι και χειρωνακτική γιατί είναι άλλη η αίσθηση με το στιλό και άλλη με τα πλήκτρα Διαφέρουν όσο διαφέρει η αίσθηση του ηλεκτρονικού χειρόφρενου στο αυτοκίνητο από την αίσθηση του παραδοσιακού φρένου.

Ποια είναι αλήθεια η αγαπημένη σου ταινία του Ταρκόφσκι και γιατί;

Όποτε θέλω να νιώσω άβολα με τον κόσμο μας και με τον εαυτό μου μέσα σ’ αυτόν, όποτε θέλω να ταρακουνηθώ, να φοβηθώ αλλά και να ελπίσω, επιστρέφω στη «Θυσία». Έχουν περάσει τρεισήμισι δεκαετίες από την πρώτη προβολή της αλλά τίποτα σε αυτήν δεν έχει γεράσει. Θα έλεγα μάλιστα ότι η ευκολία με την οποία η ανθρωπότητα επαληθεύει κάθε τόσο, με την αυτοκτονική συμπεριφορά της, όσους φόβους εικονογραφεί εκεί ο Ταρκόφσκι, πιστοποιεί πόσο σοφά διάβασε τα πράγματα ο Ρώσος κινηματογραφιστής και πόσο έγκυρο και δικαιολογημένο είναι το SOS που έστειλε στην οικουμένη με αυτή την ταινία.

Στην ταινία, ο τρίτος παγκόσμιος πόλεμος, ο πυρηνικός, αποφεύγεται τελικά. Σήμερα, ναι, σήμερα, μοιάζει κάθε ημέρα και πιο πιθανός, επειδή κάθε μέρα αποδεικνύεται η απεραντοσύνη της ανθρώπινης ανοησίας σε κάθε της μορφή. Τη μορφή της απληστίας εις βάρος των αδυνάμων και της φύσης, του πολεμόχαρου σωβινισμού, του ρατσισμού, των αυτοκρατορικών φαντασιώσεων, του καταναλωτισμού που σαρώνει την πνευματικότητα, της συρρικνωμένης δημοκρατίας, της επιχρυσωμένης ανελευθερίας. Ακούμε τούτες ακριβώς τις μέρες τους ηγέτες του κόσμου να αλληλοκατηγορούνται για επιπόλαιη αντιμετώπιση του πυρηνικού κινδύνου και πανικοβαλλόμαστε από τη διανοητική τους μικρότητα και το ψυχικό τους κενό. Και επειδή τίποτε δεν μπορεί να μας πείσει ότι υπάρχει κάποιος Θεός εκεί ψηλά που θα ανταποκριθεί σπλαχνικά στις προσευχές και στις θυσίες μας ο φόβος μας δεν έχει γιατρειά. Η ελπίδα μπορεί να γεννηθεί μόνο αν κοιτάξουμε βαθιά, μέσα μας, όχι ψηλά, στους βαρήκοους ουρανούς. μήπως και ξαναβρούμε κάτι απ’ το νόημα της ύπαρξης. Αυτό που ο Ταρκόφσκι αναζητούσε πεισματικά άχρι θανάτου…
Φωτογραφίες πρόβας: Α. Σιμόπουλος

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!