Ένα κείμενο στη μνήμη της Χρύσας Σπηλιώτη που «χάθηκε» στο Μάτι

Αποχαιρετισμός σε μια ακριβή φίλη.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Με αφορμή τον τραγικό θάνατο της ηθοποιού Χρύσας Σπηλιώτη από τη μεγάλη πυρκαγιά που ξέσπασε πριν από λίγες ημέρες στην Ανατολική Αττική, ο φίλος της ηθοποιού Σάββας Σαββόπουλος (ψυχίατρος - ψυχαναλυτής) έγραψε ένα κείμενο στη μνήμη της, έτσι, σαν αποχαιρετισμό.

Το κείμενο μας το έστειλε ο φίλος Πάνος Σαββόπουλος, διακεκριμένος ερευνητής του ρεμπέτικου και λαϊκού τραγουδιού και τραγουδοποιός.

«Ποιος κοιμάται απόψε»;


Αυτό το καλοκαίρι καμωμένο από λιωμένο αλουμίνιο και σώματα που οι φωτιές μετέτρεψαν σε λείψανα Αγίων ένας Άγγελος μας άφησε! Ελπίζαμε όλοι μέχρι την τελευταία στιγμή ότι η ακριβή φίλη Χρύσα Σπηλιώτη δεν θα μας εγκατέλειπε μόνους. Πάντα την σκεφτόμουν ως μια από τις λιγοστές υπάρξεις που εκπροσωπούσαν εκείνη την Ελλάδα, η οποία δεν βολεύτηκε στην αυτάρκεια και την αυταρέσκεια, την έπαρση και την αλαζονεία, την Ελλάδα που πότε δεν συμβιβάστηκε με την ασχήμια, την κακομοιριά και τον ωχαδερφισμό. Αυτήν την Ελλάδα, που ήθελε τόσο πολύ να γίνει καθημερινή πραγματικότητα, η Χρύσα ήταν ικανή όχι μόνο να την ονειρευτεί, αλλά στο δικό της πλαίσιο να την σκεφτεί και να την υλοποιήσει. Η μελέτη του έργου της -που είναι σημαντικό- το μαρτυρά.

Η σημερινή νύχτα αλυχτάει σαν καμένο σκυλί, «Ποιος κοιμάται απόψε»; Ήταν ο τίτλος ενός από τα θεατρικά της Χρύσας. Και σήμερα πώς να κοιμηθεί κάποιος όταν σκεφτεί, όταν «δει», όταν «ακούσει» την οδύνη της Χρύσας, του Δημήτρη, των παιδιών, των ενηλίκων, των ζώων που έσβησαν στις φλόγες. Η Χρύσα είχε, πέραν της ευφυΐας της, μια εξαιρετική διαισθητικότητα για τα πράγματα, η οποία πολλές φορές μοιάζει να την υπερέβαινε. Πριν χρόνια είχε γράψει ένα θεατρικό που τιτλοφόρησε «Φωτιά και νερό». Ηχεί παράδοξα σήμερα μετά όσα έζησε. Ήταν η ιστορία ενός Άραβα και ενός ευρωπαίου που συμβιώνουν αναγκαστικά για μια βδομάδα. Αντιπαρατίθενται δυο κόσμοι, δύο αντιλήψεις, οι οποίες είναι διαφορετικές «σαν φωτιά και νερό».

Μετά το πρώτο πάγωμα, όταν μαθεύτηκε ότι την περασμένη Δευτέρα η φωτιά έφτασε στο σπίτι της Χρύσας και του Δημήτρη κι αυτό λαμπάδιασε, μετά την αγωνία για την τύχη τους, κάποια στιγμή έκπληκτος ανακάλεσα την αρχή του μονολόγου της Ρεγγίνας Τουρίνι - Μάντζαρου, στο τελευταίο θεατρικό της Χρύσας: «Ο γιος μου Νικόλαος Μάντζαρος». Τα πρώτα λόγια της Χρύσας - Ρεγγίνας επιβάλουν, εκ των υστέρων, μια αίσθηση αλλόκοτου, ανοίκειου, παράδοξου. Η Χρύσα - Ρεγγίνα βγαίνει από ένα κάδρο με το πορτραίτο της, το οποίο συμβολίζει, μεταξύ άλλων και τάφο, ανάβοντας ένα σπίρτο.

Παραθέτω τις πρώτες παραγράφους από τον μονόλογο.

«Ρεγγίνα: Τα κατάφερα, το ‘σκασα. Βίβα λα λιμπερτά!

Συμφορά μου! Συμφορέλα μου! Αληθινοί είναι αυτοί ή φανταζία; Τι μόδα είναι τούτη; Άλλη μανιέρα, άλλο ντύσιμο, αλλά ούλα μα έμενα κοιτάνε παράξενα... Βα μπένε δεν πειράζει... καθένας βλέπει για κανονικό τον δικό του κόσμο και των αλλωνών για περίεργο. Τώρα εγώ πρέπει να εξηγήσω τι κάνω εδώ; Το σκασα από τον τάφο μου. Έπιασε φωτιά στο κοιμητήριο κι άρχισα να πυρώνομαι! Είπα δεν κάληκα ζωντανή, να καώ πεθαμένη; Ευχήθηκα μ' ούλη μου την καρδιά να εξαφεανιστώ... Ε μιράκολο γίνηκε!

Είμαι η Ρεγγίνα. Ρεγγίνα Τουρίνι από τη φαμίλια του πατέρα μου και δεν είναι η πρώτη βολά που κινδυνεύω να καυτώ στη ζωή μου. Ήμουνα μικρή στη πατρίδα μου τη Ζάρα τση Δαλματίας που ρθανε νύχτα κουρσάροι και βάλανε φωτιά. «Ξύπνα Ρεγγίνα ξύπνα» φωνάζει η νόνα μου η Μαρία Τζέμα Καρμέλα που κοιμότανε πάντα με το ένα μάτι λιμπρέτο. Μόνο τη νόνα μου, τη μαμά τση μαμάς μου της πεθαμένης είχα κοντά μου και τον πατέρα στην απέναντι κάμαρα που πετάχτηκε κι αυτός από τον ύπνο με ένα τουφέκι».

Αυτή η ενασχόληση με την θεματική του νερού και της φωτιάς δεν φαινόταν περίεργη, γιατί η Χρύσα γνώριζε την φιλοσοφική σημασία αυτών των στοιχείων από τους αρχαίους Έλληνες φιλόσοφους μέχρι τον μεσαίωνα. Όμως η πραγματικότητα κατασπάραξε το συμβολικό.

Σ' αυτό το θεατρικό έργο, όπως και σ' άλλα διαπραγματεύεται η Χρύσα διαπραγματεύεται τις φωτιές που υπάρχουν μέσα μας, τις ενορμήσεις· ενορμήσεις της ζωής και ενορμήσεις του θανάτου, τα ιδεώδη, τις σχέσεις με τους άλλους.

Η Χρύσα είχε πάντα ανοιχτό τον εαυτό της για να αντιληφθεί και νοηματοδοτήσει αυτό που προσπαθούσε να «πει» ο εαυτός της και ο κόσμος. Το έργο της μαρτυρά την άοκνη προσπάθειά της να βρει νέα μέσα έκφρασης της σκέψης και του συναισθήματος της, να επισκεφτεί και ν' αναλύσει τις ιδέες που κυκλοφορούν στην νεολαία και γενικότερα την κοινωνία. Έγινε μια ζωντανή ύπαρξη αφιερωμένη στην δημιουργία, στο φως. Στην δύσκολη πορεία της, όπου είχε την στήριξη του συντρόφου του Δημήτρη - του οποίου οι αρετές ήταν πολλές - πάντα υπήρξε ευγενής, με ήθος σπάνιο, με μάτια γεμάτα αλήθεια, ενθουσιώδης, ανεκτική, γεμάτη αγάπη για τους άλλους, ευφυής, γεμάτη φαντασία, γενναιόδωρη, ονειροπόλος, με υποκριτικές ικανότητες απίστευτες για να βάλει επίσης σκηνής τα πάθη των ανθρώπων (Ηλέκτρα, κλπ.), ιδιοφυής θεατρική συγγραφέας (Ποιος ανακάλυψε την Αμερική, Πόρτες κλπ.). Ίσως να ήταν αυστηρή, πολύ απαιτητική με τον εαυτό της. Ίσως εκεί να κρύβεται και η μεγαλύτερη αρετή της. Η Χρύσα, ίσως, ένα από τα πιο προικισμένα πλάσματα που γνώρισα, μου έκανε εντύπωση ότι πάντα αναγνώριζε στον εαυτό της την έλλειψη. Ωστόσο, η έλλειψη, η αδυναμία της γίνονταν αφετηρία για να βρει νέους δρόμους δημιουργίας και δράσης. Ποτέ δεν αισθάνθηκε πλήρης, πετυχημένη, αυτάρκης, κατά κάποιο τρόπο «τελειωμένη». Είχε αγωνία όταν αδυνατούσε να κατανοήσει καλά μια κατάσταση· ξεκινούσε μια κοπιώδη εργασία, διανοητική και συναισθηματική ώστε να την προσεγγίσει και τελικά να την μορφοποιήσει μέσα από τους δικούς της δρόμους. Η Χρύσα αναλωνόταν σαν κερί για να μας φωτίσει όλους, μέσα από την υποκριτική της και μέσα από την γραφή της, κυρίως μέσα από την ζωή της.

Μιλούσε, χόρευε, τραγουδούσε για να ξυπνήσει νωθρές ψυχές και νωθρά σώματα. Η Χρύσα γίνονταν πάντα θυσία για τους άλλους. Και πιστεύω ότι με το θάνατό τους, εκείνη, ο Δημήτρης, τα παιδιά και οι άλλοι που χάθηκαν από την καθημερινότητα τόσο δραματικά, μοιάζει να θυσιάστηκαν για όλους μας, για να μας δώσουν την ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τις ζωές μας. Να συναντήσουμε τον εαυτό μας και το άλλο.

Οι νεκροί που χάνονται σαν σκιές που μας φωτίζουν, μας καλούν να γίνουμε άνθρωποι, δηλαδή να μπορέσουμε αγαπήσουμε. Όχι τους όμοιούς μας, αλλά και τους «άλλους». Σε μια χώρα που έχει δομηθεί πάνω στο μίσος και τον διχασμό, δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική από αυτή στην συνηθισμένη επανάληψη των εμφυλίων. Η χώρα μας, αυτήν την ώρα, κατά την οποία έχει γίνει «χώρος οδύνης» έχει ανάγκη από αγάπη και σκέψη πάνω σε όλα όσα πονούν τους ανθρώπους της.

Το οφείλουμε σε αυτούς που χάθηκαν. Για να δώσουμε νόημα στην θυσία τους. Για να δώσουμε νόημα στην ζωή μας.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!