Αύγουστος είναι το φευγιό του κυρ-Ηλία...

Ο Ηλίας Κατσούλης μπήκε στο χώρο του τραγουδιού ως μάχιμος φιλόλογος το 1984, σε ηλικία 40 χρονών, και έφυγε από κοντά μας στις 21 Αυγούστου του 2008, ως ακόμα πιο μάχιμος στιχουργός.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Μια μετάβαση, με το πέρασμα των χρόνων, από την τεχνική -οι στίχοι του διέθεταν πάντα εσωτερικό ρυθμό, σωστή μετρική και καλόηχες ρίμες απόρροια της φιλολογικής του σκευής- στην τέχνη, που τα τελευταία, ειδικά, χρόνια είχε ξεδιπλώσει κατά μήκος βαθύτερων αισθημάτων και σκέψεων.

Στα τραγούδια του δεν θα βρούμε την αμεσότητα και σωματικότητα των στίχων του Λευτέρη Παπαδόπουλου, ούτε την αφαιρετικότητα της Λίνας Νικολακοπούλου ή την κρυπτική ποιητική του Μάνου Ελευθερίου, για να αναφέρω τρεις χαρακτηριστικές σχολές. Το ταλέντο του Ηλία Κατσούλη είναι ο λαϊκός, αφαιρετικός και συνάμα ποιητικός τρόπος που φλέρταρε με τη δημοτική παράδοση και που μετουσίωνε σε στίχους τις προσωπικές του εμπειρίες - σκέψεις κυρίως όμως τα προσωπικά του αναγνώσματα και ακούσματα καθώς ήταν βαθύς γνώστης τόσο του ελληνικού τραγουδιού και της ποίησης όσο και της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας (συγγενείς στιχουργικά ως προς αυτά τα χαρακτηριστικά οι Θανάσης Παπακωνσταντίνου, Θοδωρής Γκόνης και Κώστας Φασουλάς).

Αυτό σημαίνει πως μπορεί σε πολλά από τα στιχουργήματά του να μην εκφράζονται άμεσα π.χ. ο ακραίος ερωτισμός ή ο ατόφιος θυμός, αναδύονται όμως μια ευγενής αγάπη: Το στόμα σου μοσκοβολιά/ από μαστίχα και φιλιά, μια αξιοπρεπής θλίψη: Να μπορώ να λέω/ κοίτα με δεν κλαίω/ πως έμαθα να χάνω/ αλλά δεν θα χαθώ και μια τρυφερή ανάμνηση: Τους δρόμους που περπάταγε/ ασίκικα τους πάταγε/ κι ας ήταν ο πατέρας μου/ σκαρί συνηθισμένο, όλα απόρροια του «ανόθευτου» σύμπαντος της τέχνης που αδιάκοπα όπως είπαμε, μελετούσε, αλλά και της ρομαντικής και αγνής ιδιοσυγκρασίας του.

Έτσι, από το θρυλικό πια οι τρελοί μείναμε λίγοι/ κι ο Σκαρίμπας έχει φύγει εν έτι 1991, μέχρι τις ολοκληρωμένες συνεργασίες του το 2006 με τον Νότη Μαυρουδή, στο δίσκο Carte Postale και με τον Παντελή Θαλασσινό, στο δίσκο Καλαντάρι, τα πρόσωπα και οι τόποι είναι παρόντες μέσα στα τραγούδια του σε πολύ μεγάλο βαθμό, όχι εν είδει λόγιου εντυπωσιασμού αλλά μιας ανάγκης να μοιραστεί την έμπνευση και τη χαρά της προσωπικής του εμπειρίας, ανάγνωσης και ακρόασης με τους αόρατους ακροατές των τραγουδιών του. Γι' αυτό και συναντάμε πρόσωπα γνωστά αλλά και ξεχασμένα, τη Ρόζα Εσκενάζυ, τη Σωτηρία Μπέλλου, την Αμαλία Ροντρίγκεζ, την Αγγέλα Παπάζογλου, τη Σεχραζάτ, τον Κερέμ, τον Σαγιάτ Νοβά, τον Τζιμ Μόρισον κ.ά και τόπους αληθινούς αλλά και φανταστικούς, τη Σμύρνη και τη Χαλκίδα (βεβαίως), την Αλεξάνδρεια, το Βατούμ, την Πόλη, τη Βαβυλώνα, τη Χαλιμά κ.ά.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι στους στίχους του Ηλία Κατσούλη δεν βρήκαν καταφύγιο και μικρές χαρές της ζωής όπως ένα χωνάκι σοκολάτα, ένα κλαδί ροδακινιάς, οι καραμέλες απ’ του Χατζημπεκίρ, το μοσχοσάπουνο «Ερμής» κ.ά καταφέρνοντας να μας κάνει συμμέτοχους ακόμη και αν τα βιώματα μας μπορεί να ήταν διαφορετικά.

Σε αυτή τη μυσταγωγία προς τους ακροατές υπήρξε τυχερός γιατί στο δρόμο του συνάντησε ικανούς μελωδούς οι οποίοι αφουγκράστηκαν τα λόγια του και τα παρουσίασαν στον κόσμο κατά κύριο λόγο ως λαϊκά και μπαλάντες. Εδώ θα πρέπει να τονίσουμε εκτός βεβαίως της στενής -δισκογραφικά και προσωπικά- σχέσης του Ηλία Κατσούλη με τον Παντελή Θαλασσινό και τις πολλές συνεργασίες του με αδικημένους ή λιγότερο προβεβλημένους Έλληνες συνθέτες, (π.χ Τάσος Γκρους, Νίκος Τάτσης, Γιώργος Αρσενίδης, Γιώργος Τζώρτης κ.ά) δημιουργώντας μαζί τους τραγούδια που ανεξαρτήτως της εμπορικής τους απήχησης ήταν κοντά στο κλίμα του λόγου του.

Τα τελευταία χρόνια ο Ηλίας Κατσούλης φαίνεται να προχώρησε την τέχνη του σε εσώτερα τοπία, ισορροπώντας ανάμεσα στην εικόνα και στον υπαινιγμό της: Αυτούς που χαραμίστηκαν πονάω πιο πολύ/ που κάψανε τα χρόνια τους σε μια φωτιά σβησμένη ή το έξοχο: Με τρένο θα ξενιτευτώ/ με πλοίο θα σαλπάρω/ και σε γυαλί χρωματιστό/ την πόλη μου θα πάρω./ Τη θάλασσα του Μαρμαρά/ το κύμα του Βοσπόρου/ όταν θα τρέμουν τα νερά/ σαν φύλλα Φθινοπώρου.

Και βεβαίως πώς να μη θυμηθούμε όχι μόνο ελέω τραγικής επικαιρότητας (βλ. καταστροφική πυρκαγιά στη Χίο με τα μαστιχόδεντρά της) αλλά και ως δείγμα της πυκνότερης στιχουργικής του, το τραγούδι σε μουσική Ορφέα Περίδη:

Μοιάζω με το δέντρο εκείνο
που πληγώνουνε κι ανθίζει,
άσπρο δάκρυ σαν το κρίνο
απ' το σώμα μου δακρύζει,
μοιάζω με το δέντρο εκείνο
που πληγώνουνε κι ανθίζει.
Μαστιχόδεντρο και κρίνο
Άγιο Μύρο και λιβάνι
ποιος αγάπησε να γιάνει.

Πριν από λίγους μήνες κυκλοφόρησε από τη Σειρά Άξιος Λόγος, σε παραγωγή δυο φίλων και συνεργατών του Κατσούλη, του Γιώργου Νταλάρα και του Μιχάλη Κουμπιού, ο δίσκος Φεύγουν τα τραγούδια οι ηχογραφήσεις του οποίου είχαν ξεκινήσει όσο ήταν εν ζωή. Ωριμότερος ο αγαπημένος «καθηγητής» του ελληνικού μας τραγουδιού εκφράζει ξανά και περήφανα τις στιχουργικές επιρροές (από τον Άκη Πάνου στο Άδειο Πορτοφόλι μέχρι τον Νίκο Γκάτσο στο Θριάσιο κ.ά.) πιστός στην προσπάθειά του να ισορροπήσει ανάμεσα στην ποίηση και στο στίχο με άλλα λόγια να δημιουργήσει ποιητικά χωρίς να ξεχνά ότι πρόκειται για τραγούδια κυρίως εντεχνολαικά.

Σίγουρα ο χώρος του ελληνικού τραγουδιού έχασε πολλά από τον πρόωρο θάνατό του, τη στιγμή που ο ίδιος ήταν πιο ήρεμος (είχε συνταξιοδοτηθεί λίγο καιρό πριν το θάνατό του) και πιο έμπειρος να δημιουργήσει νέους στίχους υπηρετώντας αυτό το χώρο που τόσο πολύ αγαπούσε και με κάθε τρόπο προωθούσε (π.χ. μέσα από τις στήλες του στα περιοδικά Δίφωνο και Μετρονόμος). Δεν γνωρίζουμε όμως αν αυτός ο χώρος του ελληνικού τραγουδιού, με τους νέους μηχανισμούς και τρόπο λειτουργίας του, θα εξακολουθούσε να του είναι προσφιλής και κυρίως πηγή έμπνευσης. Γιατί όπως γράφαμε και πέρυσι, τέτοια εποχή, εδώ στο ogdoo «Κι όμως δεν ξέρω αν θα χώραγε σήμερα στο ελληνικό τραγούδι. Αν οι εικονοποιητικοί και γεμάτοι διακειμενικές αναφορές στίχοι του θα μπορούσαν σήμερα να βρουν κάποια ισχύουσα θέση στο λούνα παρκ της δισκογραφίας...»

Η αλλαγή του μουσικού τοπίου είχε ήδη αρχίσει όσο ο κυρ-Ηλίας ήταν ζωντανός. Από τις συζητήσεις μαζί του διέκρινες την αμηχανία και την αγωνία του για το μέλλον. Ίσως για αυτό και να μας άφησε τελευταίους στίχους όπως αυτοί: Εγώ στο βάθος ξένοςτης νύχτας λυπημένος. («Στο βάθος ξένος»)

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Το παρόν κείμενο αποτελεί εμπλουτισμένη μορφή άρθρου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Δίφωνο, τχ. 155.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!