Ο Bob Dylan με δικά του λόγια

Από την αυτοβιογραφία του
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ο Bob Dylan, γεννήθηκε στην Μινεζότα με το όνομα Ρόμπερτ Αλλεν Ζίμμερμαν. Σαν μαθητής γυμνασίου άρχισε να παίζει φυσαρμόνικα, πιάνο και κιθάρα, ενώ συμμετείχε για πρώτη φορά σε συγκρότημα, τους Golden Chords ερμηνεύοντας τραγούδια των Chuck Berry και Little Richard, με έμφαση στη ροκ εν ρολ, κάντρι, φολκ και μπλουζ μουσική. Το 1959 φοίτησε στο Πανεπιστήμιο της Μινεάπολης. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά την μουσική του φολκ θρύλου Woody Guthrie, έγινε λάτρης του και αποφάσισε να τον συναντήσει. Για το σκοπό αυτό παράτησε τις σπουδές του και έφτασε στη Νέα Υόρκη, την μητρόπολη της μουσικής αλλά και το μέρος που μπορούσε να συναντήσει το ίνδαλμά του. Ο Γκάθρι, που νοσηλευόταν σε νοσοκομείο, έχρισε τον νεαρό θαυμαστή του από τη Μινεσότα διάδοχό του. Εν τω μεταξύ, ο Ρόμπερτ Ζίμμερμαν μετονομάστηκε σε Μπομπ Ντίλαν.

Κατά μία εκδοχή, αυτό οφείλεται στην επιρροή από τον Ουαλό ποιητή Ντίλαν Τόμας, ο οποίος πέθανε στην Νέα Υόρκη το 1953, στα 39 του χρόνια, από υπερβολική χρήση οινοπνευματωδών. Θεωρείται πιθανό ότι προς τιμήν του ο Ζίμμερμαν άλλαξε το όνομα του επιλέγοντας το Bob Dylan. Έμελλε με αυτό το όνομα, πέρα από μουσικός να γίνει και ποιητής-στιχουργός. Το 1960 άρχισε να παίζει σε διάφορους μουσικούς χώρους, με το νέο του όνομα και έχοντας ως μουσικό πρότυπο τον Γκάθρι. Τραγουδούσε σε πλατείες και folk bars στην περιοχή του Γκρίνουϊτς Βίλατζ .

Ο γνωστός μουσικός δημοσιογράφος Ρόμπερτ Σέλτον έγραψε γι' αυτόν: "Αυτό το αγόρι, μια διασταύρωση παιδιού του κατηχητικού και μπήτνικς έχει μεγάλο ταλέντο". Σύντομα, ο Ντίλαν υπέγραψε συμβόλαιο με την πολυεθνική δισκογραφική εταιρεία Κολούμπια. O πρώτος του δίσκος κυκλοφόρησε το 1962 με διασκευές-ανάμεσα στις οποίες και το θρυλικό House of the rising sun -και δύο δικά του τραγούδια. Το 1963 κυκλοφόρησε ο δεύτερος δίσκος του που περιείχε και το θρυλικό Blow’in the wind. Γίνεται η νέα φωνή της Αμερικής. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Το 2016 του απονέμεται το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.΄ Το βραβείο΄΄, όπως εξήγησε η Ακαδημία, απονεμήθηκε στον Ντίλαν ΄΄γιατί έχει δημιουργήσει νέες ποιητικές εκφράσεις μέσα στη μεγάλη παράδοση του αμερικανικού τραγουδιού΄΄.Βραβευμένος με τα σημαντικότερα βραβεία μουσικής και όχι μόνο,το 2005 έγραψε την αυτοβιογραφία του. Σε αυτή, με πολύ απλά λόγια περιγράφει τις πηγές της έμπνευσής του, τα παιδικά του χρόνια καθώς και την υπόλοιπη ζωή του με μια ειλικρίνεια που καθηλώνει.
bob dylan writing
΄΄Γεννήθηκα την άνοιξη του 1941. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος μαινόταν ήδη στην Ευρώπη και σύντομα θα έμπαινε σε αυτόν και η Αμερική. Ο κόσμος ζούσε μιά τρομακτική καταστροφή, και το χάος απειλούσε όλους τους νεοφερμένους στη ζωή. Αν είχες γεννηθεί εκείνη περίπου την εποχή ή αν ήσουν ενήλικας και είχες τα μάτια σου ανοιχτά, μπορούσες να νοιώσεις τον παλιό κόσμο να φεύγει και έναν καινούργιο να παίρνει τη θέση του. Ηταν σαν να γύριζες το χρόνο πίσω στην εποχή της γέννησης του Χριστού, τότε που το π.Χ . έγινε μ.Χ. Ολοι όσοι γεννήθηκαν στην εποχή μου ανήκαν και στους δύο κόσμους. Ο Χίτλερ, ο Τσόρτσιλ, ο Μουσολίνι, ο Στάλιν, ο Ρούζβελτ ήταν επιβλητικές προσωπικότητες, που αντίστοιχές τους δεν θα γνώριζε ποτέ ξανά ο κόσμος, ήταν άνθρωποι οι οποίοι στηρίζονταν στις δικές τους αποφάσεις , και ό,τι ήθελε προκύψει. Ο καθένας τους ήταν έτοιμος να ενεργήσει μόνος του, αδιαφορώντας για την έγκριση του κόσμου, για τα πλούτη ή για την αγάπη. Πήραν τις τύχες της ανθρωπότητας στα χέρια τους και μετέτρεψαν τον κόσμο σε συντρίμμια. Ως συνεχιστές της παράδοσης του Αλεξάνδρου και του Ιούλιου Καίσαρα, του Τζένγκις Χαν, του Καρλομάγνου και του Ναπολέοντα, έκοβαν τον κόσμο κομματάκια σαν ζουμερή μπριζόλα. Είτε είχαν χωρίστρα στη μέση είτε φορούσαν κράνος των Βίκινγκ, δεν σου άφηναν περιθώρια να τους αρνηθείς ή να τους αντιταχθείς. Ηταν άξεστοι βάρβαροι που ποδοπατούσαν τη γη, επιβάλλοντας τις δικές τους απόψεις περί γεωγραφίας.

Ο πατέρας μου είχε περάσει πολιομελύτιδα κι έτσι έμεινε εκτός πολέμου, αλλά όλοι οι θείοι μου είχαν πάει και γύρισαν ζωντανοί. Ο θείος Πολ, ο θείος Μόρις, ο Τζακ, ο Μαξ, ο Λούι, ο Βέρνον και οι άλλοι είχαν πάει στις Φιλιππίνες, στο Αντζιο, στη Σικελία, στη Βόρεια Αφρική, στη Γαλλία, στο Βέλγιο. Στο γυρισμό, έφεραν μαζί τους ενθύμια και σουβενίρ: μιά ψάθινη γιαπωνέζικη ταμπακέρα, μια γερμανική τσάντα για το ψωμί, μια βρετανική κούπα εμαγέ, ένα ζευγάρι γυαλιά γερμανού μοτοσυκλετιστή, μια βρετανική ξιφολόγχη, ένα γερμανικό πιστόλι Luger-ένα σωρό άχρηστα πράγματα. Επέστρεψαν στην πολιτική ζωή σαν να μην είχε συμβεί τίποτα και ποτέ δεν είπαν λέξη για όσα έκαναν ή είδαν.

Το 1951 πήγαινα στο δημοτικό. Ενα από τα πράγματα που μαθαίναμε υποχρεωτικά ήταν να κρυβόμαστε κάτω από τα θρανία για να φυλαχτούμε, όταν σήμαιναν συναγερμό οι σειρήνες, επειδή οι Ρώσοι μπορεί να μας έκαναν επίθεση ,με βόμβες. Μας είχαν πεί επίσης ότι οι Ρώσοι μπορεί να έπεφταν με αλεξίπτωτα ανα πάσα στιγμή, πάνω από την πόλη μας. Ηταν οι ίδιοι Ρώσοι δίπλα στους οποίους είχαν πολεμήσει οι θείοι μου, λίγα χρόνια νωρίτερα. Τώρα είχαν γίνει τα τέρατα που έρχονταν να μας κόψουν το λαρύγγι και να μας κάψουν ζωντανούς. Μου φαινόταν αλλόκοτο. Ενα παιδί που ζεί μονίμως με το φόβο χάνει τελικά το θάρρος του. Αλλο είναι να φοβάσαι όταν κάποιος σε σημαδεύει με ένα πολυβόλο κι άλλο να φοβάσαι κάτι που δεν είναι πραγματικό. Υπήρχε όμως πολύς κόσμος που έπαιρνε την απειλή στα σοβαρά και στο κόλλαγε και σένα. Ηταν εύκολο να πέσεις θύμα των αλλόκοτων ψευδαισθήσεων τους. Στα σχολείο, είχα τους ίδιους δασκάλους που είχε η μητέρα μου. Στη δική της εποχή ήταν νέοι, στη δική μου γέροι. Στο μάθημα της αμερικάνικης ιστορίας, μαθαίναμε ότι οι κομμουνιστές δεν μπορούσαν να καταστρέψουν την Αμερική μόνο με όπλα και βόμβες, αλλά ότι θα επρεπε να καταστρέψουν το Σύνταγμά μας-τον καταστατικό χάρτη της χώρας μας. Δεν είχε καμιά διαφορά, όμως. Οταν άρχιζαν να ουρλιάζουν οι σειρήνες, έπρεπε να ξαπλώσεις κάτω από το θρανίο σου μπρούμυτα, να μην κουνάς ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι και να μην βγάζεις άχνα. Λες κι αυτό υπήρχε περίπτωση να σε σώσει από τις βόμβες που έπεφταν. Η απειλή του αφανισμού ήταν τρομαχτικό πράγμα. Δεν ξέραμε τι τους είχαμε κάνει και είχαν θυμώσει τόσο πολύ μαζί μας. Οι Κόκκινοι ήταν παντού, μας έλεγαν, και διψούσαν για αίμα. Που ήταν οι θείοι μου, οι υπερασπιστές της πατρίδας; Ηταν πολύ απασχολημένοι να βγάζουν το ψωμί τους, δούλευαν, έπαιρναν ό,τι μπορούσαν και προσπαθούσαν να τα βγάλουν πέρα. Που να ξέρουν τι γινόταν στα σχολεία, τι φόβους μας γεννούσαν εκεί;

Ολα αυτά είχαν τελειώσει πια. Ημουν στη Νέα Υόρκη, με ή χωρίς κομμουνιστές. Μάλλον υπήρχαν μπόλικοι στην πιάτσα. Και μπόλικοι φασίστες επίσης. Μπόλικοι επίδοξοι αριστεροί δικτάτορες και δεξιοί δικτάτορες. Και κάθε λογής ριζοσπάστες. Ο κόσμος έλεγε ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος σήμανε το τέλος της εποχής του Διαφωτισμού, αλλά εγώ δεν το είχα πάρει είδηση. Εγώ βρισκόμουν ακόμη σε αυτή την περίοδο. Κατά κάποιον περίεργο τρόπο, μπορούσα ακόμη να θυμηθώ και να νιώσω το φώς της. Είχα διαβάσει τέτοια πράγματα: Βολτέρο, Τζον Λοκ, Μοντεσκιέ, Μαρτίνο Λούθηρο-οραματιστές, επαναστάτες...ήταν σαν να τους ήξερα αυτούς τους τύπους, σαν να ζούσαν στην αυλή του σπιτιού μου.

Αγωνιούσα να κάνω δίσκο, αλλά δεν ήθελα να βγάλω σιγκλάκια, σαρανταπεντάρια, σαν τα τραγούδια που έπαιζε το ραδιόφωνο. Οι τραγουδιστές της folk, οι καλλιτέχνες της jazz και οι μουσικοί της κλασικής έκαναν LP, δίσκους μακράς διαρκείας με πολλά τραγούδια στις δύο πλευρές. Αυτοί οι δίσκοι μπορούσαν να σφυρηλατήσουν τη μοναδικότητα του κάθε καλλιτέχνη και να επηρεάσουν τον κόσμο, έδιναν μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα. Τα LP είχαν βαρύτητα. Είχαν εξώφυλλα με δύο όψεις, που μπορούσες να κάθεσαι και να το κοιτάς με τις ώρες. Δίπλα τους τα σαρανταπεντάρια ήταν αδύναμα και ημιτελή. Στιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο, έδειχναν τόσο ασήμαντα. Ούτως ή άλλως, δεν είχα κανένα τραγούδι στο ρεπερτόριό μου για το εμπορικό ραδιόφωνο. Τα τραγούδια για τους διεφθαρμένους λαθρεμπόρους ουίσκυ, για μανάδες που πνίγουν τα ίδια τους τα παιδιά, για Cadillac που καίνε το γαλόνι στα πέντε μίλλια, για πλημμύρες, για εμπρησμούς στα γραφεία των συνδικάτων, για το ζοφερό σκοτάδι και τα πτώματα στο βυθό των ποταμών, δεν έκαναν για τους φίλους του ραδιοφώνου. Τα folk τραγούδια που έλεγα εγώ δεν είχαν τίποτα ξένοιαστο. Δεν ήταν φιλικά και μελιστάλακτα. Δεν ήταν σαν τα κύματα που γλείφουν απαλά την ακτή. Με λίγα λόγια, δεν ήταν εμπορικά. Κι όχι μόνο αυτό: το ύφος μου ήταν πολύ αλλοπρόσαλλο για να ταξινομηθεί στο ραδιόφωνο, και για μένα τα τραγούδια ήταν πιο σημαντικά από την ανάλαφρη ψυχαγωγία. Ηταν ο δάσκαλος μου κι ο οδηγός μου σε μιά διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας, σε μιάν άλλη πολιτεία, σε μιά απελευθερωμένη πολιτεία.

Τριάντα χρόνια αργότερα, ο ιστορικός της μουσικής Greil Marcus θα την αποκαλούσε ΄΄αόρατη πολιτεία΄΄. Εγώ άλλωστε δεν ήμουν πολέμιος της λαικής κουλτούρας ή κάτι τέτοιο, ούτε είχα καμιά φιλοδοξία να ταράξω τα νερά. Θεωρούσα απλώς την κυρίαρχη κουλτούρα σαθρή ως το κόκαλο και σκέτη απάτη. Ηταν σαν τη συμπαγή θάλασσα από πάγο που απλωνόταν έξω από το παράθυρο και έπρεπε να έχεις ειδικά παπούτσια για να μπορέσεις να περπατήσεις πάνω της. Δεν ήξερα σε ποιά εποχή της ιστορίας βρισκόμασταν, ούτε ποιά ήταν η αλήθεια της. Κανείς δεν ασχολιόταν με αυτό. Αν έλεγες την αλήθεια, ήταν όλα μιά χαρά, αλλά και την αν-αλήθεια αν έλεγες,ε, πάλι μια χαρά ήταν όλα. Αυτό μου είχαν διδάξει τα folk τραγούδια. Οσο για το τι ώρα ήταν, ήταν πάντα λίγο πριν από το χάραμα και ήξερα κάτι λίγα από ιστορία-την ιστορία μερικών εθνών και κρατών- για να δώ ότι το μοτίβο επαναλαμβάνεται διαρκώς. Μιά πρώιμη, αρχαική περίοδος κατά την οποία η κοινωνία αναπτύσσεται και εξελίσσεται και ακμάζει, ύστερα μια κλασική περίοδος όπου η κοινωνία φτάνει στην ωριμότητά της και μετά μιά περίοδος μαρασμού όπου η παρακμή διαλύει τα πάντα. Δεν είχα ιδέα σε ποιό από αυτά τα τρία στάδια βρισκόταν η Αμερική. Και δεν υπήρχε κανείς για να ρωτήσω. Το σίγουρο ήταν ότι ένας βίαιος ρυθμός είχε αρχίσει να τραντάζει τα πάντα. Δεν είχε νόημα να το σκέφτεσαι. Ο,τι κι αν σκεφτόσουν μπορεί να έπεφτες έξω.΄΄

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!