Έρχεται νέο βιβλίο για τον Θόδωρο Δερβενιώτη

Η βιογραφία του σπουδαίου λαϊκού δημιουργού από τον γιο του Σπύρο Δερβενιώτη.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Τη γιορτή των Αγίων Θεοδώρων επέλεξε ο Σπύρος Δερβενιώτης, γιος του Θόδωρου Δερβενιώτη, για να ανακοινώσει, μέσω της σελίδας του στο Facebook, την επικείμενη κυκλοφορία ενός βιβλίου για τη ζωή και το έργο του σπουδαίου λαϊκού δημιουργού, που γράφει τον τελευταίο καιρό και αναμένεται σε ένα μήνα, περίπου, στα βιβλιοπωλεία.

Μάλιστα, ο Σπύρος Δερβενιώτης επέλεξε δυο χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το βιβλίο, για να συνοδεύσει την ανακοίνωση της έκδοσης.

«Πάρε τα χνάρια που άφησα»

Μέρα που είναι, ας γίνει σήμερα η επίσημη ανακοίνωση. Το «Πάρε τα χνάρια που άφησα», το βιβλίο για τη ζωή και το έργο του Θόδωρου Δερβενιώτη που κάποιοι ξέρατε ότι γράφω τον τελευταίο καιρό, είναι στο στάδιο του στησίματος, για να είναι - θεού θέλοντος - σε κανένα μήνα στα βιβλιοπωλεία. Αντί για σοκολατάκι, κέρασμα ένα πολύ μικρό απόσπασμα, για ορεκτικό:

ΡΙΖΟΥΠΟΛΗ 1952

O Θόδωρος Δερβενιώτης έβγαλε το πακέτο με τα τσιγάρα του και έβαλε ένα στο στόμα του. Αφού το άναψε και τράβηξε την πρώτη «ρηχή» ρουφηξιά (επίτηδες φρόντιζε να μη ρουφάει τον καπνό μέχρι τα πνευμόνια), επέτρεψε στον εαυτό του μια στιγμή χαλάρωσης στον κήπο του εργοστασίου της Columbia μετά το άγχος της φωνοληψίας. Είχε μόλις ηχογραφηθεί το δεύτερο του τραγούδι, «τα Βάσανα». To μάτι του περιεργαζόταν την επιγραφή της εισόδου, με τις ανάγλυφες νότες εκατέρωθεν του ονόματος Columbia, σαν αιχμαλωτισμένα θηράματα μιας μούσας-κυνηγού.

Ο νους του περιπλανήθηκε σε μια παρόμοια στιγμή στο χωριό. Είχε μόλις τελειώσει από ένα πανηγύρι, είχε μόλις ξημερώσει, το χωριό είχε επιτέλους κοιμηθεί, και ο ίδιος επέτρεψε στον εαυτό του μια στιγμή απόλυτης γαλήνης πριν πάει για ύπνο. Με το λαούτο του στο χέρι, κάθισε στο πεζούλι πίσω από την Αγία Κυριακή, στο σημείο που έβλεπε το Αιγαίο. Ο ήλιος είχε μόλις αρχίσει να ανατέλλει.

Το μυαλό του Θόδωρου Δερβενιώτη μεταβόλιζε την ομορφιά γύρω του σε μελωδίες-έτσι ήταν φτιαγμένος, έτσι ερμήνευε τον κόσμο γύρω του. Σχεδόν ενστικτωδώς, τα δάχτυλά του κινούνταν προς τις χορδές του λαούτου. Λα μινόρε, πάντα Λα μινόρε, ήταν η αγαπημένη του συγχορδία στο λαούτο-κι ύστερα χανότανε, ταξίδευε, με σκαρί το όργανό του (ίσως γι αυτό το σώμα των έγχορδων λέγεται «σκάφος»).

Κάπου εκεί το πρωτοσυνειδητοποίησε. «Να τι είναι η σύνθεση. Άμα ξέρεις, αυτές τις μελωδίες που γυρίζουν μέσα στο μυαλό σου, τις παίρνεις, τις βάζεις πάνω σ ένα στίχο, τους δίνεις ένα ρυθμό, τις τιθασεύεις πλέον να μην είναι άτακτες και γίνεται ένα τραγούδι.

Τη σκέψη του διέκοψε ένα χέρι στον ώμο του. «Φχαριστώ ρέ!» του είπε ο άνθρωπος που μόλις είχε τραγουδήσει τη σύνθεσή του, και φεύγοντας από το στούντιο του έδωσε το χέρι του.

Θ.Δ. Έμεινε το χέρι μου ξερό! Τί είπε αυτός τώρα; Ο ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΤΣΑΟΥΣΑΚΗΣ, είπε σε ΕΜΕΝΑ τον άγνωστο «ευχαριστώ» αντί να του πώ εγώ και να του φιλήσω το χέρι;».

Ο Πρόδρομος Τσαουσάκης ήταν το πρώτο όνομα τότε, σα να λέμε «ο Καζαντζίδης της εποχής» (σε ένα ειρωνικό γύρισμα της μοίρας, στα πρώτα του βήματα Καζαντζίδης αποκαλούνταν «ο Τσαουσάκης της εποχής»).

Ο Θόδωρος Δερβενιώτης έμεινε ίσα με ένα πεντάλεπτο με το χέρι του ακίνητο στη χειραψία που ήδη ήταν παρελθόν. Μια πολύτιμη στιγμή που χαράχτηκε για πάντα στη μνήμη του. Τόσο όμορφη όσο η ανατολή του ήλιου στο Αιγαίο, με ένα μελαγχολικό μινόρε σαν κοινό παρονομαστή.


«ΘΟΔΩΡΕΛΙ»

Μυτιλήνη 1951

Τα δύο γειτονικά μαγαζιά του προσφυγικού συνοικισμού, ο Ζώτος και ο Κουτσομύτης, ανταγωνίζονταν το ένα το άλλο σαν δύο εμπόλεμα φρούρια με μεγάφωνα στη θέση των πολυβόλων. Όταν χαμήλωνε η μουσική στου Ζώτου, ακουγότανε ο αχός απ’ του Κουτσομύτη, όταν χαμήλωνε η μουσική στου Κουτσομύτη, ακούγανε τον απόηχο του Ζώτου.

Είχαν ήδη περάσει κάποιες βδομάδες που είχαν ξεκινήσει δουλειά στου Ζώτου.

«Θοδωρέλι, γράφεις;» ρώτησε ο Θανάσης ο μπουζουξής όταν κατέβηκαν από το πάλκο για να φάνε μια μπουκιά, σηκώνοντας λίγο τη φωνή για να ακουστεί πάνω από τον απόηχο του «Κουτσομύτη». Η ερώτηση του Θανάση, αιφνιδίασε τον Θόδωρο Δερβενιώτη. Ο Θανάσης ήταν το δεύτερο μπουζούκι του συγκροτήματος, εργατικότατος, ταπεινό παιδί, γρήγορα είχαν αναπτύξει ένα ιδιαίτερο δέσιμο. Το υπόλοιπο συγκρότημα ήταν ένα ντόπιο μπουζούκι, ο Ντουβαλέτας, από τα πολύ καλά μπουζούκια, ένα ζευγάρι που κάνανε ντουέτο, και φυσικά κι ο Γιώργος ο Ατραΐδης με το ακορντεόν του.

«Τι να γράψω;» ρώτησε διερευνητικά ο Δερβενιώτης, θέλοντας να δει πού θα καταλήξει η κουβέντα. Ο Θανάσης μπήκε σιγά σιγά στο θέμα: «Δηλαδή άμα ακούσεις ένα τραγούδι, μπορείς να το γράψεις σε πεντάγραμμο;». «Μπορώ, όχι με την πρώτη όμως. Ανάλογα και το τραγούδι, τη δυσκολία του, μπορεί να χρειαστεί να τ’ ακούσω ξανά και ξανά». «Μη σε νοιάζει αυτό. Και πενήντα φορές να χρειαστείς, θα σ’ το βάλουμε». Είχε κεντρίσει ήδη την περιέργεια του συνομιλητή του. Πλέον ήθελε να μάθει τι είχε στο μυαλό του ο Θανάσης. Γιατί κάτι είχε στο μυαλό του, ήταν φως φανάρι.

«Μπορώ, γιατί ρωτάς;».

«Τους βλέπεις αυτούς εκεί τους δύο, που έρχονται κάθε βράδυ στο μαγαζί;» Ο Θόδωρος γύρισε και κοίταξε με τρόπο. Ήταν δύο τακτικοί πελάτες, φορτοεκφορτωτές στο λιμάνι, είχαν αγαπήσει το συγκρότημα, είχαν γίνει φίλοι πλέον, κάθε βράδυ ερχόντουσαν να γλεντήσουν. «Ο ένας από τους δύο έχει και ουζερί στο λιμάνι. Κι εκεί έρχονται οι δίσκοι πριν ακόμα πάνε στα δισκάδικα» του ψιθύρισε ο Θανάσης κλείνοντάς του και το μάτι. Ο Θόδωρος Δερβενιώτης κατάλαβε πού το πήγαινε, και δεν μπορούσε παρά να νιώσει θαυμασμό για το τι σκαρφίστηκε ο Θανάσης για να δώσει στο μαγαζί ένα προβάδισμα απέναντι στους ανταγωνιστές.

«Μόλις έρχεται το καινούργιο τραγούδι, θα το γράφεις, θα το μαθαίνουμε και οι υπόλοιποι, κι έτσι θα παρουσιάζουμε κάθε βράδυ καινούργια τραγούδια. Θα ακούνε οι άλλοι από το απέναντι μαγαζί και θα ψάχνονται, «Ποιο τραγούδι είναι αυτό και πού το βρήκανε;».

Έτσι κι έγινε. Κατασκηνώνανε σε ένα τραπέζι του καφενείου με τα απαραίτητα, πεντάγραμμα, γόμες, μολύβια, «Φέρε τα καινούργια, Θανάση, ποιος είναι ο καινούργιος δίσκος που ήρθε;». Έπαιζε ο δίσκος, «Για στάματα εκεί» «Για ξαναβάλ’ το λιγάκι», σιγά σιγά ο Θόδωρος Δερβενιώτης μετέφραζε τους ήχους που ακούγονταν σε νότες και σημεία μουσικής στίξης πάνω σε πεντάγραμμα, το «αρχιτεκτονικό σχέδιο» του τραγουδιού που θα χρησιμοποιούσαν οι «μάστορες» των οργάνων για να το ξαναχτίσουν πάνω στο πάλκο προς τέρψη των θαμώνων.

Ο Θανάσης είχε ενθουσιαστεί που το σχέδιό του έπαιρνε σάρκα και οστά. Έστρωσε και τους υπόλοιπους στις πρόβες, μέσα σε μία βδομάδα είχαν παρουσιάσει τρία καινούργια τραγούδια που δεν είχε ξανακούσει κανείς.

Θ.Δ.: Οι άλλοι τα ακούγανε τώρα αυτά από κει και ένα βράδυ έστειλαν για ανίχνευση τον κιθαρίστα τους, τον πασίγνωστο «Μπιρ Αλλάχ». Αυτός λεγόταν Σταμούλης, αλλά είχε βγάλει εκείνο το πολύ γνωστό τραγούδι, το «Μπιρ Αλλάχ»:

Σαν βγαίνει ο Χότζας στο τζαμί
αργά σαν σουρουπώνει
κι όταν θα πει το Μπιρ Αλλάχ
Μπιρ Αλλάχ το στήθος μου ματώνει.

Kι έτσι τον έλεγαν «ο Μπιρ Αλλάχ». Αυτός λοιπόν ήταν και κουτσός ο φουκαριάρης, τάχα πήγαινε για σωματική του ανάγκη. Καμία δουλειά δεν είχε όμως προς τα εμάς, ήθελε να δει ποιοι είμαστε, λες και θα είχαμε κάνα μαγικό ντουλάπι που γένναγε τραγούδια και τα παίζαμε. Τι να δει δηλαδή τώρα; Ήξερε ποιοι ήμασταν, όλοι γνωριζόμασταν. Ξέραμε εμείς ποιοι ήταν αυτοί και αυτοί ποιοι ήμασταν εμείς. Πάντως κάναμε εντύπωση.

Κι έτσι με γνώρισε κι ο Θανάσης πολύ καλά, τι γνώσεις είχα δηλαδή. Και όταν κατά τον Οκτώβριο ήρθε η ώρα να γυρίσω Αθήνα (εκείνος θα καθότανε στη Μυτιλήνη), «Θοδωρέλ’», μου λέει, «είσαι καλός μουσικός. Μην το αφήσεις, μην πας χαμένος. Όταν πας στην Αθήνα, θα πας στην Ομόνοια. Και θα δεις εκεί που είναι ο κινηματογράφος Κοτοπούλη, είναι ένας δρόμος, Ίωνος λέγεται…».

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!