Διαβάσαμε: «Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας» του Αύγουστου Κορτώ (Πατάκης)

Αφήγηση που ρέει, γλώσσα προσαρμοσμένη στην εποχή, μια λαικότητα καθόλου δήθεν αλλά ουσιαστική, χωρίς ψεγάδια
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ο Αύγουστος Κορτώ ξέρει να αφηγείται ιστορίες, με τον απολυτως δικό του τρόπο. Γιατί, πέρα από την ιστορία που κάθε συγγραφέας έχει να πεί, σημασία έχει πως την καταγράφει. Ο τρόπος είναι που έχει σημασία. Και το να επιχειρήσεις, έστω, να περιγράψεις ένα κομμάτι της ιστορίαςτου μεταπολεμικού λαικού τραγουδιού, μέσα από τα μάτια μιας τραγουδίστριας που το έζησε, δεν είναι εύκολη υπόθεση.

Η αφήγηση του συγγραφέα είναι σε πρώτο πρόσωπο, όταν η κεντρική ηρωίδα αποφασίζει να καταγράψει σε ένα μικρό κασσετοφωνάκι την ιστορία της, για να την δημοσιευσει καποια στιγμη, έτσι ώστε να μην γράφουν ότι θέλουν οι δημοσιογράφοι του κίτρινου τύπου. Που,ήδη, γράφουν πολλά και όχι πάντα καλά.

Και η προσωπική της εξομολόγηση ξεκινά κάπως έτσι:

΄΄Ξέρω τι λένε για μένα-χρόνια τώρα.

Ότι είμαι κακιά γυναίκα, άσπλαχνη,σκληρή,-σκύλα μαύρη. Ότι είμαι φιλοχρήματη, και προσκυνάω τον παρά σαν Θεό μου. Ότι με νοιάζει μόνο η πάρτη μου, κι η φήμη. Ότι όποιος έκανε το λάθος να με αγαπήσει, τον έφαγε το χώμα, γιατί δεν είχα στάλα έρωτα κι αγάπη μες στην άραχλη καρδιά μου, και τους επινα το αίμα. Όταν μου βγήκε το παρανόμι της μαγισσας, το ’60, δεν ήταν μόνο για καλό,για τη φωνάρα μου, που μάγευε τα πλήθη.Θα την ξεχάσω κείνη την παλαβιάρα, ένα βράδυ που ράγιζα τα πατώματα στου Ξεδόντη, στο Χαλάνδρι, που ξαφνικά σηκώθηκε και μ’ έλουσε με αγιασμό,σαν να ‘μουν δαιμονισμενη. Λέγανε,βλέπεις, πως δεν πέτυχα τυχαία, μήτε με την αξία μου, αλλά επειδής είχα πουλήσει την ψυχή μου στον Οξαποδώ, όπως ο Χορν στο Αλίμονο στους νέους. Μου’ χουν κρατημένο μέχρι και το ότι δεν έκανα παιδιά, γιατί γυναίκα που δεν είναι μάνα είναι λειψή γυναίκα ή κακιασμένη, που τα πνίγει πριν καρπίσουν μέσα της ή τα ρίχνει σαν κακιές ζαριές΄΄.

Κάπως έτσι ξεκινάει να αφηγείται την ιστορία της η Τσιτσιμπού,μια ιστορία που κινείται στους χώρους του λαικού τραγουδιού, στην μεταπολεμική Ελλάδα. ΄΄Ασπασία Τσιτσιμπούρη γράφουν τα χαρτιά μου κι η ταυτότητα. Το’35 γεννηθείς΄΄. Μια ιστορία που μοιάζει με άλλες πολλές, μόνο που στην δική της περίπτωση η φήμη και η αγάπη του κόσμου τα φωτίζουν όλα αλλοιώς. Τα πρώτο της τραγούδι το έγραψε ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ένα τραγούδι που ακουγεται μέχρι σήμερα. Ο Αύγουστος Κορτώ μπλέκει στην μυθοπλασία του πρόσωπα υπαρκτά, άλλοτε στα σοβαρά, άλλοτε με χιούμορ. Και καταφέρνει να κάνει την ηρωίδα του να διασχίσει όλα αυτά τα χρόνια πότε με επιτυχίες, πότε με λιγότερες επιτυχίες, πλήν όμως με αναγνωρισμένο από όλους το ταλέντο της. Δύσκολη δουλειά για μια γυναίκα, που ,κυρίως, πορεύεται μόνη στη ζωή της.

΄΄ Ακούω καμιά φορά να λένε: Τι ωραία η Ελλάδα του’ 50, του ’60! Τι αθώες εποχές! Και δεν ξέρω κατά που να μουτζώσω, σε ποιόν να φωνάξω: Τη μαύρη σας την τύφλα!
Αν ήταν ωραία τότες; Σκατά ήτανε, ένας κόσμος μαύρος κι άραχλος, πρωτόγονος, βάρβαρος. Αν θες να μάθεις την αλήθεια για τα χρόνια κείνα, μη ρωτάς τους βολεμένους –σαν εμένα-που’ χουν την πολυτέλεια να νοσταλγούν. Ρώτα τη φτωχολογιά,και πως τα’ φερνε βόλτα σε σπίτια χωρίς ύδρευση κι αποχέτευση, σε μαχαλάδες που θέριζε η χολέρα. Ρώτα τους αριστερούς, με τα χαρτιά για τα φρονήματα και τα ξερονήσια. Ρώτα τις αδερφές, που τις ξεφώνιζαν στον δρόμο και τις τίναζαν σαν τα χαλιά για ψύλλου πήδημα. Ρώτα όποιον ήθελε να ζησει έξω από τα καλούπια της φαμίλιας, της θρησκείας, του έθνους, μακριά απ’ τα πρέπει και τα μη-ρώτα πόσα καντάρια ζύγιζε η μοναξιά του. Κι όσο για τις γυναικες; Σκουπίδια με πόδια, αυτό είμασταν., δουλικά με σκυμμένο κεφάλι. Το αφεντικό σε χούφτωνε, ο άντρας σε σαπάκιαζε, σε κεράτωνε και σε περιφρονούσε, κι εσύ έκανες μόκο, γιατί μάνα και πεθερά πατούσαν πόδι: Δεν θα χαλάσεις το σπίτι σου, αυτή είναι η μοίρα της γυναίκας, εγώ λίγα τράβηξα; Και ψήφο που αποκτήσαμε, στο χέρι μας την έβαναν: όπου ρίχνει ο κύρης το κουκί, έτσι και το δικό σου. Κι αν τον ζόριζες, κι ήθελε να σε ξεφορτωθεί, υπόγραφε ένα χαρτί, και σε κλείναν στο τρελάδικο΄΄.

Με αφορμή, λοιπόν, την ιστορία της Τσιτσιμπούς, που αφηγείται την ζωή της, ο Αύγουστος Κορτώ αφηγείται και την ιστορία της μεταπολεμικής Ελλάδας, όχι αυτή της επίσημης ιστορίας, αλλά αυτή των φτωχών ανθρώπων, των κατατρεγμένων, αυτών που έζησαν κοντά στο κοινωνικό περιθώριο. Και το κάνει με έναν τρόπο, που, όπως πάντα, παίρνει τον αναγνώστη με το μέρος του. Αφήγηση που ρέει, γλώσσα προσαρμοσμένη στην εποχή, μια λαικότητα καθόλου δήθεν αλλά ουσιαστική, χωρίς ψεγάδια και άχρηστα φιλολογικά στοιχεία. Μιλάει επί της ουσίας, έχει μια ιστορία να πεί, και την γράφει στήνοντας σωστά τον κοινωνικό περίγυρο της εποχής που περιγράφει. Για άλλη μια φορά οι ήρωές του ζούν και δρούν κοντά στο περιθώριο, όχι γιατί το διάλεξαν, αλλά γιατί εκεί έτυχε να βρεθούν. Η ένταξη στην μυθοπλασία μορφών όπως του Τσιτσάνη, του Μπαγιαντέρα, του Χατζιδάκι,δίνουν στο μυθιστόρημα αληθοφάνεια και πειστικότητα και δείχνει πόσο έχει ερευνήσει το θέμα του ο συγγραφέας. Είμαι σίγουρος, ότι κάποια στιγμή, θα δούμε και αυτό το μυθιστόρημα του συγγραφέα σε κάποια θεατρική σκηνή, με την μορφή ενός συγκλονιστικου μονολόγου.

Και όπως γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου:

΄΄Ερωτες που έσβησαν σαν τα φώτα της πίστας το χάραμα, φίλοι που χάθηκαν στην ομίχλη του χρόνου. Μα η Τσιτσιμπού δεν το βάζει κάτω: η τρυφερότητα παραμονεύει παντού. Τα όνειρα δε γερνάνε. ΄΄

Για το βιβλίο έγραψαν:

΄΄ Μέσα από την Τσιτσιμπού, ο αναγνώστης θα περάσει από πολλές μελανές στιγμές της ελληνικής Ιστορίας, αλλά και θα συναντήσει πολλά από τα μεγάλα ονόματα της ελληνικής δισκογραφίας. Η ίδια λέει τραγούδια του Χατζιδάκι, τραγουδά με τον Μπαγιαντέρα και τον Μητσάκη, αλλά και αργότερα με τον Στράτο Διονυσίου. Μέσα από την αφήγησή της, φαίνεται η λεπτομερής έρευνα που έχει πραγματοποιήσει ο συγγραφέας για τις προσωπικότητες αυτές. Η μόνιμη αργοπορία του Χατζιδάκι, τα συχνά αστεία του Μπαγιαντέρα και ο άμεσος τρόπος ομιλίας του Στράτου δίνουν την εντύπωση του ρεαλισμού και «κλείνουν το μάτι» στους αναγνώστες που αγαπούν το ελληνικό ρεμπέτικο και λαϊκό τραγούδι. Η ιστορία της Τσιτσιμπού δείχνει και τη μελανή πλευρά της δισκογραφίας και της πίστας, καθώς πολλοί καλλιτέχνες έπεφταν θύματα εκμετάλλευσης, ενώ και η ίδια καταλήγει να γνωρίσει επικίνδυνους δρόμους, όπως τα ναρκωτικά.΄΄ Αριάδνη –Παναγιώτα Φατσή-OffLine Post.

΄΄ Η Τσιτσιμπού, η μάγισσα της πίστας είναι η καινούργια ηρωίδα του Αύγουστου Κορτώ, μια μυθική φιγούρα του ρεμπέτικου τραγουδιού που διηγείται την ιστορία της. Με γλώσσα γοργή, ιδιωματική και κοφτή, θυμάται τον Τσιτσάνη και τον Χατζιδάκι και μοιράζεται στιγμιότυπα από την Κατοχή, την ορφάνια και τους άντρες που γνώρισε και αγάπησε. Ενσταντανέ από τη ζωή της εναλλάσσονται με υποκειμενικό κοινωνικό σχολιασμό. Μια ελεύθερη γυναίκα που δεν μοιάζει να απολογείται σε κανέναν και για τίποτα.-Καθημερινή.\

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!