Διαβάσαμε: «Το τρίτο στεφάνι» του Κώστα Ταχτσή (Ψυχογιός)

Ένα εμβληματικό μυθιστόρημα
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
΄΄Το σώμα δε γερνάει, αν δε γεράσει πρώτα η καρδιά΄΄ γράφει κάπου ο Κώστας Ταχτσής και, βέβαια, το ίδιο θα τολμούσε να πεί κανείς σήμερα για το εμβληματικό του μυθιστόρημα που επανεκδόθηκε στις μέρες μας από τις εκδόσεις Ψυχογιός.

Ενα μυθιστόρημα που δίχασε κοινό και κριτικούς όταν πρωτοκυκλοφόρησε, ξαναδιαβάζοντας το, όμως, σήμερα, καταλαβαίνεις πολύ εύκολα ότι είναι γραμμένο από πολύ γερά υλικά γιατί δεν έχει γεράσει ούτε μία γραμμή του.

΄΄Ο Σεφέρης τον είχε ξεχωρίσει ήδη από τα ποιήματά του, ενώ ο Εμπειρίκος, καθώς ο Ταχτσής διάβαζε σε στενό κύκλο κάποια από τα πρώτα κεφάλαια του Τρίτου στεφανιού ενόσω το έγραφε, πετάχτηκε ψηλά ενθουσιασμένος φωνάζοντας: «είναι μια σύγχρονη ελληνική ιλαροτραγωδία!». Ο συγγραφέας χρειάστηκε ωστόσο να το εκδώσει με δικά του έξοδα και το έργο θα άρχιζε να γίνεται γνωστό σχεδόν μια δεκαετία αργότερα και μάλιστα αρχικά μέσα από τις φυλακές, από στόμα σε στόμα, καθώς οι γυναίκες των κρατουμένων (πολιτικών κυρίως) έψαχναν να τους πάνε κάτι διασκεδαστικό να διαβάσουν.

Από τότε βέβαια όλα είναι ιστορία, για την ακρίβεια... μέλλον. Παρέμενε επί μακρόν ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα μυθιστορήματα στην Ελλάδα μεταπολεμικά – μαζί με Τα ματωμένα χώματα της Δ. Σωτηρίου και τη Ζωή εν τάφω του Στρ. Μυριβήλη. Συγχρόνως πρόκειται για ένα από τα βιβλία από τα οποία αντλούν πιο συχνά οι γλωσσολόγοι λήμματα για την ελληνική γλώσσα για τις έρευνές τους. Οι ακαδημαϊκές περγαμηνές ωχριούν όμως μπροστά στο απολαυστικό του αναγνώσματος. Αυτό που οι κρατούμενοι στις φυλακές διαπίστωναν σχεδόν πρώτοι, η ιστορία της λογοτεχνίας θα το έγραφε πολλά χρόνια αργότερα: «το μυθιστόρημα αυτό πάλλεται από μια βαθύτερη αίσθηση του χιούμορ, που αρκετά σπάνια ανευρίσκεται στην ελληνική λογοτεχνία, και το συντάσσει πλάι σε μακρινούς, μεγάλους προδρόμους του είδους, όπως ο Ροΐδης και ο Καβάφης» (Ρόντρικ Μπήτον). Πώς πετυχαίνει κανείς αυτού του είδους το λογοτεχνικό τζακ ποτ, να καλύπτει ένα έργο τόσο ευρεία γκάμα αναγνωστών; Κι αν κάποτε κατέκτησε αυτό το στάτους γιατί να διαβάζουμε αυτόν τον συγγραφέα σήμερα;΄΄έγραψε για το ΄΄Τρίτο στεφάνι΄΄ η Σοφία Ιακωβίδου.

Οι απαντήσεις μπορεί να είναι απλές, μπορεί να είναι και σύνθετες.

Το πιό απλό που θα μπορούσε να πεί κανείς είναι πως το ΄΄Τρίτο στεφάνι΄΄ είναι ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται απολαυστικά. Οι δυό ηρωίδες του, η Νίνα και η Εκάβη, μέσα από τους μονολόγους τους σε κάνουν να μη θέλεις να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου.Για πόσα ελληνικά μυθιστορήματα μπορούμε να πούμε κάτι τέτοιο;

Το αμέσως επόμενο που αξίζει κανείς να σχολιάσει είναι η γλώσσα. Η ελληνική ΄΄καθομιλουμένη΄΄της εποχής του μεσοπολέμου και των δεκαετιών του ΄40 και του ΄50. Μιά γλώσσα που δεν υφίσταται έτσι ακριβώς σήμερα,με στοιχεία τόσο της καθαρεύουσας όσο και της δημοτικής,που,θέλεις δε θέλεις,καθορίζει την εποχή και την κοινωνική τάξη αυτών που την μιλούσαν.

Και,τελικά, αυτό που κάνει το ΄΄Τρίτο Στεφάνι΄΄ ανεπηρέστο από τον χρόνο, είναι η καλώς νοούμενη λαικότητα των δύο ηρωίδων του. Μιά λαικότητα ουσιαστικά, που δεν έχει σε τίποτα να κάνει με αυτό που σήμερα αποκαλούμε ΄΄λαικότητα΄΄. Αλλο το ένα και άλλο το άλλο. Η λαικότητα του τότε έχει να κάνει με την αμεσότητα, με την απλότητα, με την εντιμότητα.

΄΄Ολοι οι μεγάλοι νοσταλγούν τον παράδεισο της παιδικής τους ηλικίας΄΄,λέει κάπου στο μυθιστόρημα η Νίνα. ΄΄Τον λένε παράδεισο ακόμα κι αν ήταν κόλαση. Νοσταλγούν τα χρόνια που η ζωή ήταν ακόμα απλή, ο κόσμος γεμάτος μαγεία. Μα εγώ, εκτός απ΄αυτό τον παράδεισο, είχα κι έναν αληθινό, απτό παράδεισο, όπως τον περιγράφει η Παλαιά Διαθήκη:με τα δέντρα, τα πουλιά, τα λουλούδια-και το φίδι! Σχεδόν κάθε Σάββατο,προπάντων την άνοιξη, ερχόταν ο μπαρμπ΄Αλέξης, ο αμαξάς του θείου Μαρκούση, μ΄ένα καλάθι φρούτα της εποχής, πότε φράουλες, πότε σύκα ή μούρα, κι εις αντάλλαγμα έπαιρν΄εμένα΄΄.

΄΄Έτσι θα μιλούσε η ζωή αν μιλούσε, έγραψε για τον Ταχτσή ένας ξένος κριτικός, θυμίζοντας κάτι που είχε υποστηριχθεί για την Άννα Καρέννινα του Τολστόι. Μπορεί στο μυθιστόρημα να περνά μοναδικά και η μεγάλη εικόνα, τα κοινωνικά τεκταινόμενα, η Ιστορία (κυρίως η Κατοχή, ο Εμφύλιος, επεισοδιακά ο Βενιζέλος και ο Μεταξάς) αλλά στο προσκήνιο είναι οι μικρές ιστορίες ενός εκάστου, ο εμφύλιος που φέρουμε, ιδιαίτερα οι Έλληνες, μέσα μας. Η Ιστορία θα λέγαμε πως βιώνεται από τους περισσότερους από εμάς όπως περιέγραψε ο Τζον Λένον το παρόν: «εκείνο που μας συμβαίνει καθώς κάνουμε άλλα σχέδια», έγραψε για το ΄΄Τρίτο Στεφάνι ΄΄ η Σοφία Μιχαηλίδου, καθηγήτρια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.

Ο Κώστας Ταχτσής περιέγραψε την Κατοχή μέσα από τη ματιά της Νίνας, μιά ματιά διαφορετική από αυτές που έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε. Ο ίδιος δεν ήταν στρατευμένος σε κάποια ιδεολογία,κι έτσι η ηρωίδα του, η Νίνα, μιλάει και σκέφτεται όπως κάθε μη στρατευμένος άνθρωπος της εποχής. Ο Ταχτσής,προφανώς, δεν ήταν ήρωας,κι η ηρωίδα του επίσης ,ήταν μικροααστή, όπως το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής κοινωνίας:΄΄Οταν άκουγα εκείνη την καθημερινή επωδό ΄΄πεινάω, καλή μου κυρία, τ΄αντεράκια μου θα πέσουν απ΄την πείνα...΄΄ αρρώσταινα. Μ΄έπιανε ένας νευρικός πόνος στο στομάχι, κι ας ήξερα πως ο ζητιάνος έτρωγε ίσως καλύτερα από μας τους ίδιους. Συλλογιζόμουνα τις αμέτρητες χιλιάδες των Ελλήνων που πέθαιναν από ασιτία κι έκλαιγε η καρδιά μου, όχι επειδή πέθαιναν, αργά ή γρήγορα όλοι οι άνθρωποι πεθαίνουν, αλλ΄επειδή πέθαιναν σαν τα ζώα, αφού η πείνα τους απογύμνωνε πρώτα από κάθε ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Το χειρότερο είναι ότι κοντά σ΄αυτούς χάναμε την ανθρωπιά μας και μείς που, λίγο-πολύ, είχαμε και τρώγαμε. Κάθε φορά που έβλεπα έναν ετοιμοθάνατο από κείνους που πέφτανε κάθε μέρα στα πεζοδρόμια και τον προσπερνούσα κι εγώ αναγκαστικά όπως όλος ο κόσμος, αηδίαζα με τον εαυτό μου. Τρόμαζα βλέποντας σε τι όρια αναισθησίας είχα φτάσει, κι από απελπισία το΄ριχνα στα χαρτιά, όπως ο μεθύστακας που πίνει καμιά φορά για να ξεχάσει πως είναι μεθύστακας, πράματα που η επιπόλαιη κι αναίσθητη, η μακαρίως αναίσθητη κόρη μου, ούτε κατάλαβε, ούτε θα καταλάβει ποτέ της. Μ΄ έλεγε ΄΄εύθυμη χήρα΄΄ και ΄΄χαρτόμουτρο σαν τον πατέρα μου΄΄. Τα θυμάμαι και μου΄ρχεται το αίμα στο κεφάλι΄΄.

Κί όταν τελειώνουν όλα αυτα –Κατοχή κι Εμφύλιος-συνεχίζει:΄΄Συχνά νιώθω μέσα μου και γύρω μου το ίδιο τρομερό κενό όπως τις μέρες που περιμέναμε να μπούν οι Γερμανοί στην Αθήνα. Και σκέφτομαι: γι΄αυτό πολεμήσαμε; Γι αυτό χύθηκε τόσο αίμα; Καμιά φορά κάθομαι και συλλογίζομαι μήπως ο Πέτρος είχε δίκιο. Μήπως, κακοί-ψυχροί, θα ήταν προτιμότερο να είχαν κερδίσει στον Εμφύλιο οι κομμουνιστές; Ποιός ξέρει! Ισως να΄χε αλλάξει λιγάκι η ζωή μας προς το καλύτερο. Ενώ τώρα-τι έχεις Γιάννη,τ΄είχα πάντα. Ο φτωχός εξακολουθεί να πεινάει, και το μόνο που του επιτρέπεται, κι αυτό με πολλή συγκατάβαση, είναι να κλαίει τη μοίρα του τραγουδώντας αυτά τα ρεμπέτικα που΄χουνε καταντήσει πια ανυπόφορα:

Παλιοζωή, παλιόκοσμε και παλιοκοινωνία...

-να κλαίει τη μοίρα του, τι άλλο να κάνει αφού δε μπορεί να την αλλάξει;- για να μαζεύονται οι Αμερικάνοι –και τελευταία και μερικοί Γερμανοί- να χάσκουν σα να βρίσκονται σε ζωολογικό κήπο.

Μα τέλος πάντων πότε είν΄ο άνθρωπος ευτυχισμένος; Αυτό που΄χει σημασία είναι να΄σαι ζωντανός και να΄χεις την υγειά σου. Κι εγώ, δόξα τω θεώ, προς μεγάλην απογοήτευση της κόρης μου , αισθάνομαι πιο ζωντανή και κοτσονάτη από ποτέ. Πήρα μπογιά να βάψω και τα μαλλιά μου. Αφού μου το επιτρέπει ο άντρας μου, δε δίνω πεντάρα τι θα πεί η κόρη μου κι ο κόσμος.΄΄

Ισως ένας από τους λόγους της μεγάλης επιτυχίας του μυθιστορήματος, που το έκανε ένα από τα πιό εμβληματικά ελληνικά μυθιστορήματα όλων των εποχών,είναι και αυτός: οι πρωταγωνιστές του δεν είναι ήρωες. Η Νίνα και η Εκάβη είναι οι γυναίκες της διπλανής πόρτας.

Και όπως σημειώνει στην εισαγωγή της καινούργιας έκδοσης η Μικέλα Χαρτουλάρη:΄΄Ο Κώστας Ταχτσής, ο οξυδερκής,ο τραγικός, ο ταλαντούχος που αφηνόταν αυτοκαταστροφικά στις αντιφάσεις του, ο κορυφαίος συγγραφέας με την ταραχώδη, τολμηρή και ανορθόδοξη ζωή, γνώριζε το ειδικό βάρος που είχε-και έχει-στην ιστορία του νεοελληνικού μυθιστορήματος αυτό το βιβλίο, που το έγραψε στα 35 του και το εξέδωσε με δικά του έξοδα το 1962. Ηταν ΄΄αρχετυπικό΄΄,έλεγε, ξέροντας ότι το ΄΄Τρίτο Στεφάνι΄΄ επηρέασε αποφασιστικά τόσο πολλούς νεότερους συγγραφείς, και ότι το 1968 ήταν το πρώτο ελληνικό μυθιστόρημα που κυκλοφόρησε στα αγγλικά στη σειρά τσέπης των εκδόσεων Penguin.

΄΄Η Ελλάδα θα ξεροσταλιάζει στα πεζοδρόμια του ευρωπαικού μέλλοντός της, μα το ΄΄Τρίτο Στεφάνι΄΄ θα έχει αποτυπώσει δια παντός την πεμπτουσία των μικροαστικών οραμάτων της΄΄, σημείωνε η πεζογράφος Μάρω Δούκα ,ομιλήτρια στην εκδήλωση που οργανώθηκε τον Ιανουάριο 1999 στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Αθήνας,για τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του συγγραφέα΄΄

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!