Διαβάσαμε: «Το τάνγκο» του Χόρχε Λουίς Μπόρχες (Πατάκης)

Ένα υπέροχα δουλεμένο λογοτεχνικό δοκίμιο το οποίο αφορά την «αργεντίνικη ψυχή»
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ένα βιβλίο γραμμένο από τον κορυφαίο Αργεντινό διανοητή και συγγραφέα Χόρχε Λούις Μπόρχες για το αργεντίνικο τάνγκο και την ιστορία του, δεν μπορεί παρά να είναι ενδιαφέρον. Πολύ περισσότερο αν διαβάσει κανείς την ιστορία του βιβλίου: είναι το αποτέλεσμα τεσσάρων διαλέξεων που έδωσε ο συγγραφέας για το τάνγκο το 1965. Κάποιος τις μαγνητοφώνησε και, προφανώς, ξέχασε την ύπαρξή τους.

Όπως διαβάζουμε στο εκδοτικό σημείωμα, στην αρχή του βιβλίου : «Οι μαγνητοφωνήσεις που στάθηκαν αφορμή γι' αυτό το βιβλίο έφτασαν στα χέρια του συγγραφέα Μπερνάρντο Ατσάγα το 2002, όταν ο Χοσέ Μανουέλ Γκοϊκοετσέα του παρέδωσε ένα πακέτο με κάποιες μαγνητοταινίες και του εξήγησε πως ανήκαν σ' έναν Γαλικιανό, που είχε πάει στην Αργεντινή μικρό παιδί και μετά είχε δουλέψει ως μουσικός παραγωγός στη Γερμανία.

Ήταν ο Μανουέλ Ρομάν Ρίβας, που απεβίωσε το 2008. Τις είχε φέρει από το Μπουένος Αιρες και τις χάρισε στον Γκοϊκοετσέα για να τον ευχαριστήσει για τη φιλία του. Ο Ατσάγα άκουσε το υλικό, το ψηφιοποίησε και επιβεβαίωσε την αυθεντικότητά του όταν ο Έντγουιν Γουίλλιαμσον έγραψε γι' αυτές τις ομιλίες, που διαφημίζει η εφημερίδα La Nation στη σελίδα 6 της έκδοσης της 30ης Σεπτεμβρίου του 1965. Εκεί, με τίτλο «Για τα ζητήματα του τάνγκο θα μιλήσει ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες», ανακοινώνεται μια σειρά διαλέξεων, που θα λαμβάνουν χώρα κάθε Δευτέρα του Οκτωβρίου στις 19:00, στον πρώτο όροφο, διαμέρισμα1, της οδού Χενεράλ Ορνος 82» στις οποίες θα μιλήσει για την «Καταγωγή και τις εκφάνσεις του τάνγκο».

Για να καταλήξει: «Από εκείνη τη στιγμή και μετά, ξεκίνησε η εκδοτική πορεία που σήμερα καθιστά δυνατή τη συνάντηση αυτού του βιβλίου με τους αναγνώστες του. Με τα λόγια του Θέσαρ Αντόνιο Μολίνα, «αυτός ο περίπλους αναπαριστά συμβολικά αυτό που είναι η λατινοαμερικάνικη κοινότητά μας: ένας Γαλικιανός μαγνητοφωνεί έναν Αργεντινό. Ο Γαλικιανός δίνει τη μαγνητοφώνηση σε έναν Βάσκο και ο Βάσκος τη δίνει σε έναν άλλο Γαλικιανό, για να βγεί τελικά στο φώς το ντοκουμέντο ενός Αργεντινού, ενός από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες όλων των εποχών».

Περιπετειώδης, λοιπόν, η πορεία αυτών των διαλέξεων μέσα στα χρόνια, μέχρι να αποτυπωθούν στο βιβλίο που μόλις κυκλοφόρησε στα ελληνικά.

Έχουμε, λοιπόν, την ιστορία του τάνγκο, σχεδόν από πρώτο χέρι. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Μπόρχες γεννήθηκε το 1899. Μέσα από αυτές τις τέσσερεις διαλέξεις παρουσιάζει με απλά λόγια το πώς γεννήθηκε το τάνγκο, κάτω από ποιες συνθήκες και από ποιους.

«Και τώρα ας φτάσουμε σε μια ημερομηνία, σε μια ημερομηνία και έναν τόπο. Η ημερομηνία είναι πρότερη αυτής που αποδίδεται συνήθως στο τάνγκο, αλλά είναι η ημερομηνία που μου έδωσαν, με μερικά χρόνια πάνω κάτω διαφορά, όλοι οι συνομιλητές μου του 1929 και κάποιοι του 1936. Και η ημερομηνία είναι το έτος 1880. Υποτίθεται πως τότε προκύπτει υπόγεια, «λαθραία» θα ήταν μια πιο δίκαιη λέξη, το τάνγκο. Τώρα, όσον αφορά τη γεωγραφία του τάνγκο, εκεί οι απαντήσεις υπήρξαν διάφορες, ανάλογα με τη συνοικία του συνομιλητή ή την εθνικότητά του. Λίγο πρέπει να μας ενδιαφέρει αυτό. Το ίδιο κάνει αν γεννήθηκε στην μια όχθη του ποταμού ή την άλλη. Πιστεύω, όμως, μια κι είμαστε στο Μπουένος Αϊρες, πως μπορούμε να επιλέξουμε το Μπουένος Αϊρες του έτους 1880.

Σύμφωνα με όλους, το τάνγκο γεννιέται στα ίδια μέρη όπου θα γεννιόταν λίγα χρόνια μετά η τζαζ των Ηνωμένων Πολιτειών. Το τάνγκο δηλαδή γεννιέται στα «κακόφημα σπίτια». Αυτά τα σπίτια λοιπόν βρίσκονταν σε όλες τις συνοικίες της πόλης, υπήρχαν όμως ορισμένες συνοικίες, ας πούμε, ειδικευμένες. Κι αυτές ήταν η οδός Τέμπλε, η οδός που ονομάζεται σήμερα Βιαμόντε, προς την 25ης Μαίου ή Πασέο ντε Χούλιο όπως ονομαζόταν τότε.

Κι έπειτα, αυτό που αποκλήθηκε «η ζοφερή συνοικία», δηλαδή γωνία Χουνίν και Λαβάγε».

Βλέπουμε, λοιπόν, την απλότητα του προφορικού λόγου του Μπόρχες καθώς και την ακρίβεια της αφήγησής του. Εδώ δεν πρόκειται για μυθοπλασία, αλλά για παρουσίαση της ιστορίας του τάνγκο, εν είδη προφορικού ντοκιμαντέρ, με έναν άνθρωπο, που, σχεδόν, υπήρξε αυτόπτης μάρτυς αυτής της γέννησης. Και, σίγουρα, μάρτυρας της εξέλιξής του.

«Το τάνγκο, όπως είδαμε, προκύπτει από την μιλόνγκα και είναι αρχικά ένας θαρραλέος και χαρούμενος χορός. Κι έπειτα το τάνγκο υποκύπτει σιγά σιγά στην αποδυνάμωση και στη θλίψη, έως του σημείου σε ένα βιβλίο του Ερνέστο Σάμπατο, που εκδόθηκε πρόσφατα, να διαβάζουμε περίπου κάτι σαν αυτό: «Το τάνγκο είναι μια θλιμμένη σκέψη που χορεύεται». Εγώ ήθελα να καταδείξω δυο φράσεις, δυο λέξεις αμφισβητήσιμες. Πρώτον «σκέψη». Θα έλεγα πως το τάνγκο δεν αντιστοιχεί σε μια σκέψη, παρά σε κάτι πιο βαθύ, σε ένα συναίσθημα. Κι έπειτα το επίθετο «θλιμμένη», που δε θα μπορούσε να εκφράζει ασφαλώς τα πρώτα τάνγκο».

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες έκανε μια προφορική αφήγηση σε ένα λαϊκό ακροατήριο. Ο λόγος του είναι άμεσος και βιωμένος. Παραθέτει στοιχεία, τοπονύμια, στίχους από τραγούδια, αποσπάσματα από κουβέντες του με κάποιους από τους συνθέτες αυτής της περιθωριακής μουσικής που γεννήθηκε στο Μπουένος Αϊρες για να κατακτήσει τον κόσμο. Είναι σε θέση να γνωρίζει τους «ήρωες» των τραγουδιών, τον τρόπο σκέψης τους. Τελειώνοντας παραθέτει τον στίχο ενός από τα πρώτα τάνγκο που λέει: «Εκείνοι οι πεθαμένοι ζουν μέσα στο τάνγκο το αθάνατο''. Και καταλήγει λέγοντας ο ίδιος:

«Δεν έχει σημασία που πέθαναν τα πρόσωπα. Γνωρίζουμε, ακούγοντας ένα παλιό τάνγκο, πως υπήρξαν άντρες όχι μονάχα γενναίοι, αλλά γενναίοι και στη χαρά τους. Κι ύστερα λέω πως το τάνγκο δίνει σε όλους μας ένα φαντασιακό παρελθόν, πως ακούγοντας το τάνγκο όλοι νοιώθουμε πως, με έναν μαγικό τρόπο, πεθάναμε «καβγαδίζοντας σε μια γωνιά του μαχαλά».

Δηλαδή, ανακεφαλαιώνοντας όσα έχω πει πως το τάνγκο υπήρξε, πάνω απ' όλα η μιλόνγκα, υπήρξε ένα σύμβολο ευτυχίας. Υποθέτω πως είναι αιώνιο, θεωρώ πως υπάρχει κάτι στη αργεντίνικη ψυχή, κάτι που διέσωσαν εκείνοι οι ταπεινοί και κάποιες φορές ανώνυμοι συνθέτες των παρυφών, κάτι που θα επιστρέψει. Νομίζω δηλαδή, εν κατακλείδι, πως η μελέτη του τάνγκο δεν είναι άχρηστη, είναι η μελέτη των διαφορετικών εκφάνσεων της αργεντίνικης ψυχής».

Και μια σκέψη του γράφοντος: «Κάπως έτσι δεν γεννήθηκαν όλες οι αστικές μουσικές των πόλεων; Κάπως έτσι δεν γεννήθηκε το ρεμπέτικο;»

Ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες θεωρείται μία από τις σημαντικότερες λογοτεχνικές μορφές του 20ού αιώνα. Παρόλο που είναι πιο γνωστός για τα διηγήματά του (όπου κυριαρχεί το στοιχείο του φανταστικού), ο Μπόρχες ήταν επίσης δοκιμιογράφος, ποιητής και κριτικός.

Δεν τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ.

Η μετάφραση είναι της Μαρίας Παλαιολόγου.

Για το βιβλίο έγραψαν:

«Το τάνγκο δεν γεννήθηκε μέσα στις φτωχογειτονιές, όπως το θέλει η μυθολογία του. Ο Μπόρχες μας λέει ότι το τάνγκο γεννιέται μέσα στα «κακόφημα σπίτια». Κι αυτά δεν είναι μόνο σπίτια του έρωτα. Ήταν και τόποι συνάντησης. Σύχναζαν εκεί άνδρες που ήθελαν να παίξουν χαρτιά, να πιουν ένα ποτήρι μπίρα, να βρεθούν με φίλους.

Αυτή η προέλευση του τάνγκο από κακόφημους χώρους συντέλεσε στην αρχική δυσφήμησή του. Οι γυναίκες δεν ήθελαν να το χορέψουν επειδή γνώριζαν τις κακόφημες ρίζες του. Κι έτσι αρχικά το χόρευαν μόνο άντρες».

Νίκος Μπακουνάκης - LIFO.

«Ο Μπόρχες μπορεί να μην έγραψε μυθιστορήματα, έχει όμως το χάρισμα τα δοκίμια που έγραφε να διαβάζονται με τόσο ενδιαφέρον και προσήλωση όπως θα διάβαζε κανείς και ένα μυθιστόρημα. Το ίδιο ισχύει για το παρόν βιβλίο το οποίο βασίζεται στο περιεχόμενο τεσσάρων διαλέξεων που έκανε πάνω στο τάνγκο, τον Οκτώβρη του 1965. Το αποτέλεσμα είναι ένα υπέροχα δουλεμένο λογοτεχνικό δοκίμιο το οποίο αφορά την «αργεντίνικη ψυχή», η οποία δεν είναι άλλη από το τάνγκο, τον πιο δημοφιλή ερωτικό χορό παγκοσμίως».

Λεύκη Σαραντινού - BookPress

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!