Διαβάσαμε: «Σικελικό ειδύλλιο» της Σώτης Τριανταφύλλου (Πατάκης

Μια τοιχογραφία της Σικελίας του’ 50 χωρίς ηρωικές αποχρώσεις
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Διαβάζοντας την Σώτη Τριανταφύλλου από το πρώτο της βιβλίο, αισθάνθηκα αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια προδομένος ως αναγνώστης. Και αυτό το αισθάνεσαι όχι για όλους τους συγγραφείς, αλλά για αυτούς που σου αρέσουν πολύ, για αυτούς που καταλαβαίνεις το πόσο καλά μπορούν να γράψουν, γιατί το έχουν αποδείξει στο παρελθόν.

Στο ΄΄Σικελικό Ειδύλλιο΄΄ η Σώτη Τριανταφύλλου αποδεικνύει ότι είναι λογοτέχνης αξιώσεων. Μας μεταφέρει στην Σικελία της δεκαετίας του’ 50, μιά εποχή που κουβαλάει ακόμα τραύματα και αναμνήσεις από τον πόλεμο, την εποχή της ανόδου και της πτώσης του Μουσσολίνι, την άνοδο της Μαφίας, δολοφονίες πολιτικών της αντιπάλων. Μιά ταραγμένη εποχή πού, συνδιασμένη με το ταμπεραμέντο του νότου, υπήρξαν φορές που έγινε εκρηκτική.

Οπως γράφει και η ίδια η συγγραφέας στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: ΄΄Το ΄΄Σικελικό Ειδύλλιο΄΄ δεν είναι ειδύλλιο. Είναι το χρονικό της συνάντησης δύο ανθρώπων σε μιά μικρή πόλη της Σικελίας, στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Με την πρώτη ματιά, ο αστυνόμος Λούκα ντε Ματέις και η νεαρή Κοντσέτα Βιτάλε δεν έχουν τίποτα κοινό εκτός από τη σικελική τους καταγωγή: αλλά, καθώς αφηγούνται τα γεγονότα της ζωής τους, φανερώνουν όλο και περισσότερες ομοιότητες. Είναι και οι δύο τους, ο καθένας με τον τρόπο του, ξένοι στον γενέθλιο τόπο. Μοιάζουν με τα αντίθετα είδωλα του ίδιου καθρέφτη. Για τον Ντε Ματέις , ο τίτλος αυτού του βιβλίου ίσως να ήταν Σικελικό γοτθικό- ιστορία τρόμου δυτικά των Συρακουσών. Στην Κοντσεττίνα ίσως να ταίριαζε περισσότερο ο τίτλος Κουκλοθέατρο σε τοπίο του Νότου. Της άρεσαν οι μαριονέτες. Αλλοτε έμοιαζε μικρότερη από την ηλικία της, άλλοτε πολύ μεγαλύτερη. Το ΄΄Σικελικό Ειδύλλιο΄΄ τοποθετείται στο επαρχιακό περιβάλλον του νησιού εκείνη την όχι και τόσο μακρινή εποχή: μαφιόζικες δολοφονίες, εγκλήματα τιμής,βιασμοί και επανορθωτικοί γάμοι. Ο Ντε Ματέις και η Κοντσέττα Βιτάλε δεν βρίσκουν τη θέση τους σ’ αυτόν τον κόσμο. Αν και η προτροπή για τον εαυτό τους είναι ΄΄Ζήσε!΄΄, όλα πάνε στραβά, σχεδόν όλα: ο Ντε Ματέις βρίσκει τον σικελικό τρόπο θανάτου και η Κοντσέττα αρνείται να συμμορφωθεί με τον σικελικό τρόπο ζωής΄΄.

H Σώτη Τριανταφύλλου κατάφερε να ζωντανέψει όλη αυτή την εποχή μέσα από δύο χαρακτήρες που,επιφανειακά τουλάχιστον, δεν έχουν καμία σχέση ο ένας με τον άλλο. Ο Λούκα ντε Ματέις είναι αστυνομικός, ένας άνθρωπος κουρασμένος από την ζωή, ακόμα, κατά βάθος, ερωτευμένος με την πρώην γυναίκα του, κουβαλάει τον σταυρό του θανάτου της κόρης του, έχει ζήσει μεγάλο μέρος της ζωής του έξω από την Σικελία, στο Τορίνο, είναι ένας ιδεολόγος που πιστεύει ότι μπορεί να τα βαλει με την Μαφία. Ξεδίνει ηχογραφόντας σε ένα μπομπινόφωνο τις σκέψεις του, καθώς και τους ήχους των πουλιών. Το παρελθόν του τον στοιχειώνει, ο θάνατος του παιδικού του φίλου Πιερλουίτζι έχει καταγραφεί μέσα του σαν απώλεια παρόμοια με αυτήν της παιδικής και εφηβικής του ηλικίας. Προσπάθησε να ξεφύγει από την Σικελία αλλά σε αυτήν επέστρεψε.

΄΄Ελειψα σχεδόν τριάντα χρόνια από την Σικελία. Το νησί έχει αλλάξει-εξωτερικά. Οταν ερχόμενος στο Ριβοντόρο έκανα στάση στην Τσεφαλού, είδα διαφημίσεις νέον-βερμούτ Cinzano, λικέρ Cynar, καφές Lavazza- και στο Ριβοντόρο είδα συνεργείο μοτοσακό και κατάστημα ανταλλακτικών για βέσπες. Τώρα πιά εμείς οι Σικελοί μπαστουνόβλαχοι κάνουμε τις χωριατιές μας ανάμεσα σε ηλεκτρικά σύρματα, αγροτικά μηχανήματα και φανάρια στους δρόμους που ανάβουν από κεντρική γεννήτρια. Ισως βοήθησε το Ταμείο του Μετσοτζόρνο, το Σχέδιο Μάρσαλ, το πέρασμα του χρόνου. Αν και στοιχηματίζω πως η μαφία σούφρωσε τόσο το ταμείο του Μετσοτζόρνο όσο και το ταμείο με τα δολλάρια.

Το νησί μέσα μας έχει παραμείνει ίδιο: ήμασταν και παραμένουμε υπερβολικά απομονωμένοι για να πάρουμε μέρος στην ιστορία. Ολα είναι τσακισμένα και ξεκοιλιασμένα. Πάντα έτσι ήταν. Το παρελθόν διδάσκει όποιον θέλει να μάθει, εμείς όμως δεν θέλουμε να μάθουμε. Περίμενα και μαζί δεν περίμενα πως θα ένιωθα συγκίνηση γυρίζοντας στη Σικελία.Δεν ένιωσα τίποτα΄΄.


Από την άλλη μεριά είναι η Κοντσέττα Βιτάλε: ένα κορίτσι που δεν έχει φύγει ποτέ από την Σικελία. Σχεδόν ούτε από το χωριό που γεννήθηκε. Από φτωχή οικογένεια, τρίτη κόρη μιάς οικογένειας βουτηγμένης στη φτώχεια, στην εξαθλίωση και στην προκατάληψη. Κανείς από τους γονείς της δεν της δίνει σημασία. Μεγαλώνει σχεδόν από μόνη της διαβάζοντας λαικά περιοδικά και φωτορομάντζα. Η φυσική τάξη των πραγμάτων είναι μόλις μπεί στην εφηβεία να παντρευτεί, όπως έκαναν οι δύο μεγαλύτερες αδελφές της.΄΄ Η ίδια επιμένει-ακόμα και κρυφά από τους γονείς της- να τελειώσει το σχολείο. Για να τα βγάλει πέρα οικονομικά, αναλαμβάνει να καθαρίζει καθημερινά το αστυνομικό τμήμα του χωριού. Εκεί γνωρίζει τον Λούκα Ντε Ματέις. Στο πρόσωπό της βλέπει κάτι από την κόρη του που έχασε. Την φροντίζει με όποιον τρόπο μπορεί. Τα αισθήματά του είναι του πατέρα για την κόρη. Η μικρή Κοντσέττα βρίσκει κοντά του κάτι από την οικογένεια που θα ήθελε να έχει.

΄΄Στην τελευταία τάξη του Μεσαίου δεν έβλεπα καλά στον μαυροπίνακα. Ο δάσκαλος είπε ότι ίσως χρειαζόμουν γυαλιά: κάθε τόσο ανοιγόκλεινα τα μάτια και δοκίμαζα να δω με το ένα μάτι για να διαπιστώσω πόσο είχε προχωρήσει η στραβομάρα μου. Ο πατέρας είπε ότι δεν έχουμε λεφτά για γυαλιά κι ότι εφόσον θα σταματήσω το σχολείο τα γυαλιά είναι περιττά, όπως και τα βιβλία. Μπορούσα, είπε, να τα πετάξω στο τζάκι για προσάναμμα. Το θέμα , έλεγε, ήταν να’χει καλά μάτια ο γαμπρός για να με δεί. Τα δικά μου μάτια δεν είχαν και τόση σημασία. Η μάνα δεν χρειαζόταν βοήθεια στο σπίτι. Ηθελε να με παντρέψει και να με ξεφορτωθεί όπως ξεφορτώθηκε τις αδερφές μου΄΄.

Αυτά ήταν τα δεδομένα της ζωής της Κοντσέττα. Η συνάντησή της με τον αστυνόμο και ο πατρικός τρόπος που την αντιμετωπίζει της δείχνει ότι υπάρχει και άλλος τρόπος στη ζωή, εκτός από αυτον των γονιών της και των συγχωριανών της.

Η συγγραφέας εστιάζει στους δύο ήρωές της και στην εποχή: στις ταινίες που βλέπει κάθε Κυριακή η Κοντσέττα στο καφενείο του χωριού, στα ήθη και τις συνήθειες της μεταπολεμικής Σικελίας, που δεν διαφέρουν από την προπολεμική εποχή, στον συντηρητισμό μιάς φτωχής κοινωνίας που οι άνθρωποί της προσπαθούν να επιβιώσουν. Στην ανάπτυξη της αθέατης Μαφίας, που τα πλοκάμια της απλώνονται παντού. Πως δολοφονεί δημοσιογράφους και πολιτικούς όταν αυτοί γίνονται εμπόδια στα σχέδιά της. Στο πως το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι εξακολουθεί να έχει κρυφούς ή φανερούς θαυμαστές, αφού και ο ίδιος ο Ντε Ματέις σκέφτεται κάποια στιγμή:

΄΄Μέχρι να φύγω για την Αβησσυνία περιφερόμουν γύρω από το φασιστικό κόμμα, όλο και μακρύτερα, όπως οι αετίδες. Για τον Χίτλερ, τα αντιεβραικά πογκρόμ και τα παρόμοια δεν είχα ιδέα: ο Μουσσολίνι κάτι έλεγε περί λεβαντίνικων χαρακτηριστικών των Εβραίων και ότι οι Ρωμαίοι τους είχαν αγοράσει σκλάβους, αλλά κανείς δεν πολυέδινε σημασία-εκτός ίσως από τους ίδιους τους Εβραίους. Τους Γερμανούς τους αντιπαθούσαμε, τους ζηλεύαμε γιατί βρίσκονταν στο κέντρο της Ευρώπης και στις παρελάσεις πετύχαιναν πιο μεγαλειώδεις γεωμετρικούς σχηματισμούς. Για χρόνια δεν μας περνούσε απ’ το μυαλό ότι ο Ντούτσε έκανε ό,τι του υπαγόρευε ο Χίτλερ. Αρχίσαμε να το ψυλιαζόμαστε αργότερα, γύρω στο ’43, και ήταν πολύ αργά.

Ούτε ξέραμε για εξορίες και περιορισμούς κομμουνιστών ΄΄κατ’ οίκον’’. Κι αν ξέραμε, δεν είμαι σίγουρος ότι θα μας πείραζε. Ημασταν νέοι, ανέμελοι και κουτοί. Το στρατόπεδο του Φόσσολι, όπου οι Γερμανοί μάζευαν Εβραίους και άλλους ανεπιθύμητους για να τους ξαποστείλουν όπου στον διάολο τους ξαπόστελναν, ήταν το πολύ τριάντα χιλιόμετρα από τη Μοντένα. Το λέω συχνά αναπολώντας τα νιάτα μου: ήμασταν ανέμελοι και κουτοί, αλλά περνούσαμε υπέροχα. Περνούσαμε υπέροχα επειδή ήμασταν τόσο κουτοί. Ωσπου ο Ντούτσε άρχισε να εκτελεί ακόμα και τα μέλη του εκτελεστικού αποσπάσματος-δεν ξέρω αν γίνομαι σαφής. Αλλά γιατί να είμαι σαφής; Στον εαυτό μου μιλάω΄΄.

Η Σώτη Τριανταφύλλου έγραψε μια τοιχογραφία της Σικελίας του’ 50 χωρίς ηρωικές αποχρώσεις. Οι δύο κεντρικοί ήρωές της είναι με το μέρος του ΄΄καλού΄΄, χωρίς θεωρητικές αναφορές. Εμπλέκει την προσωπική τους ιστορία με την Ιστορία. Παρ’ όλα αυτά δεν έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα. Η αφήγηση γίνεται δια στόματος των δύο πρωταγωνιστών, απλή και καθαρή. Οι ζωές τους δεν ξεφεύγουν από τα όρια του νησιού και απ’ όλα αυτά που χαρακτηρίζουν τη ζωή εκεί: Οι πόλεμοι που πέρασαν, η σκιά του φασιστικού καθεστώτος, ο καθολικισμός,που ρίχνει κι αυτός την σκιά του, η επίδραση των ταινιών του νεορεαλισμού στον Ιταλικό νότο, το ΄΄La strada΄΄ του Φελλίνι που αφήνει το αποτύπωμά του στην κεντρική ηρωίδα, που παρ΄όλα όσα έχει ζήσει μπορεί και υψώνει το ανάστημα της στο τέλος, διατηρώντας την αισιοδοξία που την χαρακτηρίζει.

΄΄Οι μεγαλύτερες συμφορές της ζωής δεν συνέβησαν τελικά: ο πατέρας δεν με πριόνισε, δεν έμεινα έγκυος, άρα δεν γέννησα παιδί αγριανθρώπου. Αρχίσαμε να πληρώνουμε pizzu-φόρο στη Μαφία-, έτσι οι Κλέσερι δεν έβαλαν φωτιά στο ξυλουργείο, ούτε μας γκρέμισαν το σπίτι. Ο Πάμπλο δεν με κακομεταχειρίστηκε όπως ο Τσαμπανό την Τζελσομίνα, εφόσον δεν πήρα το καράβι για την Αργεντινή. Το καράβι έφτασε στην Αργεντινή, άρα δεν ναυάγησε στον Ατλαντικό, κι εγώ γλύτωσα από μια ακόμα συμφορά.Ούτε έχω τυφλωθεί πρός το παρόν: θα μαζέψω λεφτά στον κουμπαρά μου για να πάω στον οφθαλμίατρο να μου γράψει γυαλιά. Ελπίζω να μου πάνε, να μην είμαι σαν κουκουβάγια. Τώρα, τον Ιούλιο του 1958, ο πατέρας κάθεται με τη φανέλα μπροστά στο ανεμιστηράκι, η μάνα φτιάχνει μαρμελάδα κι εγώ περιμένω να γίνω αυτή που θα γίνω: ο Ντε Ματέις έλεγε πως ζούμε το πολύ δυο φορές.Vivere! Θα ζήσω δύο ζωές. Τουλάχιστον δύο.΄΄

Και όπως είπε η ίδια η συγγραφέας σε μιά πρόσφατη συνεντευξή της με αφορμή το ΄΄Σικελικό Ειδύλλιο΄΄:

΄΄O συντηρητισμός και η πατριαρχία είναι παραμορφωτικές δυνάμεις στην κοινωνία. Στην Ιταλία, όπως και στην Ελλάδα, οι νόμοι περί προίκας και περί αθώωσης του βιαστή μέσω του «επανορθωτικού γάμου» –«παντρέψου τον βιαστή σου και κάτσε στ’ αυγά σου»– καταργήθηκαν γύρω στο 1975-80 και τα ήθη επιζούν λίγο έως πολύ. Όσο για την ελληνική επαρχία δεν είναι ομοιομόρφη. Υπάρχουν θύλακες όπου τίποτα δεν έχει αλλάξει από τη δεκαετία του 1950: οι γυναίκες είναι μόνο μητέρες και υποζύγια· καλύπτουν ακόμα το κεφάλι με τσεμπέρια, φοράνε μαύρα σε όλη τους τη ζωή, πενθώντας τον έναν και τον άλλον. Τις κοινωνικές συμβάσεις υπαγορεύουν τα οθωμανικά ήθη και η θρησκοληψία: όλα αυτά είναι υπαρκτά αν και πολλά έχουν αλλάξει τις τελευταίες δεκαετίες. Σικελία, Νότια Ιταλία, Ελλάδα: ήθη της Μεσογείου. ΄΄

Για το βιβλίο έγραψαν:

΄΄Ιταλικά αυτοκίνητα, σικελική ύπαιθρος, αδίστακτοι μαφιόζοι, φτωχοί οικογενειάρχες, πληγωμένοι άνθρωποι από τον πόλεμο, σκέψεις για τον φασισμό, αλλά και τους ίδιους τους ανθρώπους. Όλα αυτά απαρτίζουν, επομένως, τον καινούριο κόσμο της Σώτης Τριανταφύλλου, δεμένα μεταξύ τους από την ίδια με τη δεινή λογοτεχνική της μαεστρία, η οποία μας δίνει το εισιτήριο για ένα καινούριο, κάθε φορά, όσο και ιδιαίτερο λογοτεχνικό κόσμο.΄΄Λεύκη Σαραντινού –FRACTAL
΄
΄Η ιστορία του βιβλίου εκτυλίσσεται στην μεταπολεμική Σικελία όπου ο απόηχος του πολέμου ψιθυρίζει ακόμα το δικό του δράμα στις ζωές των ανθρώπων, το φάντασμα του Μουσολίνι ζει και περιφέρεται μέσα σε κάθε οικογένεια, η συντριπτική φτώχεια δεν αφήνει κανένα περιθώριο στη χαρά και την ελπίδα, η Μαφία δολοφονεί δίχως τιμωρία και οι αμετακίνητες προκαταλήψεις στερούν κάθε δυνατότητα μιας άλλης ζωής. Μέσα σε αυτό το στεγνό από ζωή, περιβάλλον, η θέση της γυναίκας στον κόσμο μαρτυρά ένα ανομολόγητο δράμα, μια βαρβαρότητα δίχως τέλος, μια ζωή που η μόνη της διέξοδος είναι η υποταγή.

Η Σικελία είναι ο τόπος που καθορίζει την μοίρα των ανθρώπων και όχι οι άνθρωποι αυτοί που καθορίζουν την μοίρα του τόπου. Έχοντας κοινή σικελική καταγωγή, τόσο ο αστυνόμος Ντε Ματέις όσο και η Κοντσέττα Βιτάλε, θα συναντηθούν ως αυτοί που δεν θα υπογράψουν το εθιμικό δίκαιο συμμόρφωσης στον σικελικό τρόπο ζωής. Η αλήθεια είναι ότι εδώ δεν περιγράφεται ένα ειδύλλιο σε ένα τόσο αντιειδυλλιακό περιβάλλον όσο η κοινή απέχθεια των δυο ηρώων του μυθιστορήματος για τον σικελικό τρόπο ζωής. Αυτή τους η απέχθεια είναι που συνθέτει αυτό το τρυφερό ειδύλλιο.΄΄Ξενοφών Α, Μπρουντζάκης –ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!