Διαβάσαμε: «Πόλη Αγάπη Μου» της Ελένης Χαλκούση (Κάκτος)

Η Ελένη Χαλκούση γράφοντας τις αναμνήσεις της από την αγαπημένη της Πόλη, συμπληρώνει με τον δικό της τρόπο ένα κομματάκι από την χαμένη εικόνα τώρα πιά, των χαμένων πατρίδων.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Η Ελένη Χαλκούση υπήρξε μια σπουδαία ηθοποιός ρεπερτορίου, που διακρίθηκε κυρίως σε ρόλους της κλασικής κωμωδίας.

Γεννήθηκε το 1902 στο Μακροχώρι της Προποντίδας. Ολοκλήρωσε την εκπαίδευσή της στο περίφημο Ζάππειο Παρθεναγωγείο της Κωνσταντινούπολης και το 1922 μετέβη στο Παρίσι, όπου σπούσασε στο Ωδείο και στη δραματική σχολή του ηθοποιού Σαρλ Λε Μπαρζύ.

Πρωτοεμφανίστηκε επαγγελματικά στη σκηνή το 1925 στην Αθήνα με το Θέατρο Τέχνης του Σπύρου Μελά. Από το 1926 και για δέκα περίπου χρόνια ηγήθηκε δικού της θιάσου με τον τίτλο «Οι Νέοι».

Συνεργάστηκε με τη «Λαική Σκηνή» του Καρόλου Κουν και στη συνέχεια, ως το 1941 με τον θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη.

Το 1945 συμμετείχε στον θίασο του Κώστα Μουσούρη και αμέσως μετά προσελήφθη στο Εθνικό Θέατρο, όπου παρέμεινε ως το τέλος της καριέρας της.

Στο Εθνικό Θέατρο διακρίθηκε για τη ζωντάνια και την ευγένεια των ερμηνειών της σε ρόλους της κλασικής κωμωδίας, όπως στα έργα «Λοκαντιέρα» του Γκολντόνι, «Αρχοντοχωριάτης», «Φιλάργυρος» και «Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, «Εύθυμες κυράδες» του Ουίνδσορ και «Αγάπης αγώνας άγονος» του Σαίξπηρ, «Εκκλησιάζουσες», «Θεσμοφοριάζουσες», «Λυσιστράτη», «Πλούτος», «Σφήκες» του Αριστοφάνη και πολλά άλλα.

Η τελευταία της εμφάνιση ήταν στις «Θεσμοφοριάζουσες» με το Μοντέρνο Θέατρο του Γιώργου Μεσσάλα το 1985.

Εμφανίστηκε και σε ορισμένες κινηματογραφικές ταινίες, όπως «Η φωνή της καρδιάς» το 1943, «Ματωμένα Χριστούγεννα» το 1951 και «Ραντεβού στην Κέρκυρα» το 1960.

Αρθρογραφούσε σε περιοδικά γύρω από καλλιτεχνικά και κοινωνικά θέματα, ενώ έγραψε, μεταξύ άλλων, τα βιβλία "Savoir Vivre" - Καλοί τρόποι για μια καλύτερη ζωή - και «Θεατρικό Ημερολόγιο».

Πέθανε το 1993 στην Αθήνα.

Η Ελένη Χαλκούση πέρα από σπουδαία ηθοποιός του κλασικού ρεπερτορίου, υπήρξε αυτό που λέμε σήμερα «άνθρωπος του κόσμου».

Η καταγωγή της, η εκπαίδευσή της, τα χρόνια που έζησε στο εξωτερικό, της έδωσαν έναν ουσιαστικό αέρα κοσμοπολιτισμού.

Αν διαβάσει κανείς το «Θεατρικό της Ημερολόγιο», πολύ εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι οι άνθρωποι που συναναστράφηκε στη ζωή της ήταν η crème de la crème της εποχής της.

Θεωρήθηκε η κορυφαία μαθήτρια της Κοτοπούλη και της Κυβέλης.

Στα χρόνια που ακολούθησαν την συνταξιοδότησή της και την αποχώρησή της από το θέατρο, έγραψε και το «Πόλη αγάπη μου».

Ζώντας ουσιαστικά μόνη στο Γηροκομείο Αθηνών, διατηρώντας καθαρό το μυαλό της θέλησε να καταγράψει κάποια στιγμιότυπα από τη ζωή της στην προπολεμική Πόλη.

Οι περιγραφές του περίφημου Ζάππειου Παρθεναγωγείου, όπου εφοίτησε, η αναφορά στο διδακτικό προσωπικό. Γυναίκες - δασκάλες και καθηγήτριες που έδωσαν τη ζωή τους για να εκπαιδεύσουν τα κορίτσια εκείνης της εποχής, τα λογοτεχνικά περιοδικά που μάχονταν για τον δημοτικισμό, οι λόγιοι εκείνης της εποχής - ανάμεσά τους ο πατέρας της και ο θείος της -, οι καθημερινές συνήθειες της εποχής, ο τρόπος που ανατρέφονταν τα κορίτσια, όλα αυτά αναδύονται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου της, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα παραμυθιού και κάπως έτσι διαβάζεται πιά στις ημέρες μας.

Ενας ολόκληρος κόσμος που δεν υπάρχει πιά.

«Είπαν πως το Ζάππειο ήταν σχολείο σχολαστκό και οπισθοδρομικό. Πιστεύω πως η μομφή ήταν άδικη. Ποτέ δεν αγνόησε ούτε περιφρόνησε οποιαδήποτε μπρφή προόδου.

Μόνο πού, μέσα στη Βαβέλ εκείνη που λεγόταν «σταυροδρόμι», ήταν υποχρεωμένο να κρατήσει τα κορίτσια που του εμπιστευόταν ο ελληνισμός της διασποράς, να τα κρατήσει μακριά από τους πειρασμούς της μεγαλούπολης, που παραμόνευαν σε κάθε βήμα, να τα θωρακισει ενάντια στους λεβαντινισμούς της κοσμούπολης, που ήταν τοτε η Πόλη, που πσρσμόνευαν την εθνική μας συνείδηση ανα πάσα στιγμή.

Εκτός από τους πραγματικούς δισσκαλους του Γένους για την κλασική μας μόρφωση, είχαμε σπουδαίους καθηγητές των Γαλλικών, των Αγγλικών, των Γερμανικών, για τη μουσική δυο Γερμανούς μετρ πιάνου και φωνητικής διεθνούς κύρους, τον Heggey και τον Lange. Ακόμα και οι στολές μας, που ακολουθούσαν το πρότυπο ελβετικού κολεγίου, συμμορφώνονταν κάθε τόσο με τη γραμμή που κυριαρχούσε στη μόδα»
.

Γράφει πολλά η Ελένη Χαλκούση για τα χρόνια που φοίτησε στο Ζάππειο Παρθεναγωγείο, περιγράφοντας τα όχι με νοσταλγία, αλλά με σκοπό να μην πάει τίποτα χαμένο.

«Σε λίγο, η Μικρασιατική Καταστροφή θα φέρει ενάμισυ εκατομμύριο πρόσφυγες στη μητέρα πατρίδα.

Περισσότερος από μισος αιώνας από τότε... Να μια πολύ ενδιαφέρουσα ιστορία: η εξέλιξη αυτών των προσφύγων, η προσφορά τους στην πατρίδα, η εξέλιξη των παιδιών τους και των παιδιών των παιδιών τους. Τι πήραν και τι έδωσαν. Τι έχασε η Τουρκία διώχνοντάς τους. Τι κέρδισε η Ελλάδα και τι κέρδισαν οι ιδιοι στην καινούργια τους πατρίδα.

Νομίζω πως είναι ένα πολύ ενδιαφέρον κεφάλαιο της νεοελληνικής ιστορίας. Κάποιος «πρόσφυγας» που το έζησε από κοντά θα πρέπει να το γράψει.Οσο υπάρχουν ακόμη αυτοί που το ζήσανε»
.

Και κλείνει το βιβλίο περιγράφοντας τι ένοιωσε όταν ξναεπισκέφτηκε την αγαπημένη της Πόλη πολλά χρόνια μετά:

«Η γέφυρα του Γαλατά. Φτάσαμε. Θα πάρουμε το πράσινο όραμα μαζί μας, κι εμείς που τα γνωρίζαμε τα Πριγκιπόννησα και όσοι τα αντίκρυσαν σήμερα για πρώτη φορά.

Κλείνω τα μάτια μου.

Αξίωσε με, Θεέ μου, να τα ξαναδώ!

Ξέρω πως, όταν ζητάω κάτι με πάθος, ο ουρανός είναι πάντα ανοιχτός»
.

Η Ελένη Χαλκούση γράφοντας τις αναμνήσεις της από την αγαπημένη της Πόλη, συμπληρώνει με τον δικό της τρόπο ένα κομματάκι από την χαμένη εικόνα τώρα πιά, των χαμένων πατρίδων.

Όλα όσα περιγράφει έχουν χαθεί πιά στο βάθος του χρόνου. Οσοι τα έζησαν δεν ζούν για να τα περιγράψουν.

Έτσι, όλες αυτές οι μαρτυρίες είναι πολύτιμες. Προσθέτουν ένα λιθαράκι ακόμα στην άγραφη ιστορία.

Η επίσημη ιστορία εξακολουθεί να καταγράφει τα «επίσημα γεγονότα». Πολέμους, μάχες, συνθήκες. Τις καθημερινές συνήθειες, τον τρόπο ζωής, αυτά τα μικρά και μεγάλα που έζησαν οι άνθρωποι εκείνης της εποχής, καμμιά επίσημη ιστορία δεν τα καταγράφει.

Γι' αυτόν τον λόγο, κάθε μία από αυτές τις μαρτυρίες είναι πολύτιμη.

«Και μια μέρα έρχεται η μεγάλη είδηση: 11 Νοεμβρίου 1918! ΑΝΑΚΩΧΗ!

Φεύγουν τα σουβλερά κράνη και οι δρόμοι στις πόλεις γεμίζουν από Γάλλους με Berets Basques και ροδοκόκκινα Εγγλεζάκια.

Τι λέω!

Σε λίγο, στη Μεγάλη οδό του Πέραν (το σημερινό Istiklar Djadessi) εκεί που ο δρόμος στενεύει αντίκρυ στο «σοκάκι» που βρίσκεται η Αγία Τριάδα και το Ζάππειο, πριν βγεις στην πλατεία του Ταξίμ, δυο λεβέντες Κρητικοί με τα στιβάλια και τις βράκες τους, θα φυλάνε την είσοδο της Ελληνικής Αρμοστείας, όπου μια ολομέταξη Ελληνική σημαία κρέμεται από τον τέταρτο όροφο ως κάτω στο πεζοδρόμιο!

Στην υποστολή της καντήλια ανάβουν στις βιτρίνες με την εικόνα του Ελευθερίου Βενιζέλου, ο κόσμος σταυροκοπιέται γονατιστός και η κυκλοφορία σταματά επί μισή ώρα, μπρος στα κατάπληκτα μάτια των Συμμάχων.

Ο «Αβέρωφ» φουντάρει στα νερά της Προποντίδας, γεύματα και δεξιώσεις δίνονται, κόσμος πολύς πήγε και, ίσως, πρώτες και καλύτερες οι κοπέλες που φοιτούσαν στο Γερμανικό σχολείο.

Γιορτές και ανθεστήρια οργανώνονται στον κήπο του Ταξιμιού, για πρώτη φορά ευζωνάκια ψήνουν κοκορέτσι και οβελία στη χώρα των Παλαιολόγων και των Κομνηνών, και μεις που χρόνια μας νανούρισε ένα όνειρο και μας έθρεψε μια πίστη λέμε πως ήρθε η ώρα η ευλογημένη.

Ξαναγυρίζουμε στο οικοτροφείο, στις τάξεις και στους κοιτώνες, στις μεγαλοπρεπείς του αίθουσες δεξιωνόμαστε τον «δαφνοστεφή στρατηγό» Παρασκευόπουλο, μας το ανταποδίδει με πρόσκληση στο ξενοδοχείο Πέρα – Παλάς.

Και μας φαίνεται απίστευτο ότι η Ελληνική στρατιωτική μπάντα με διευθυντή ορχήστρας τον Μανώλη Καλομοίρη και τενόρο τον Πέτρο Επιτροπάκη, βροντοφωνεί τα τραγούδια που περισώθηκαν ψιθυριστά από μάνα σε παιδί»
.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!