Διαβάσαμε: «Ο Τζεβντέτ μπέη και οι γιοι του» του Ορχάν Παμούκ (Πατάκης)

Το πρώτο μυθιστόρημα του Νομπαλίστα συγγραφέα
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
΄΄Ο Τζεβντέτ μπέη και οι γιοί του΄΄ είναι το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε ο βραβευμένος με το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2006 Ορχάν Παμούκ. Το μυθιστόρημα αυτό, εκδόθηκε το 1982, και την ίδια χρονιά βραβεύτηκε με το Βραβείο Μυθιστορήματος των Εκδόσεων Μιλιέτ , ενώ λίγο αργότερα πήρε και το Βραβείο Μυθιστορήματος Ορχάν Κεμάλ. Από εκεί και πέρα, τα διεθνή βραβεία που απέσπασαν τα βιβλία του είναι πραγματικά πολλά, με αποκορύφωμα το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 2006.

Στο επίμετρο που έγραψε για την καινούργια έκδοση του βιβλίου, ο συγγραφέας σημειώνει μεταξύ άλλων: ΄΄Το μυθιστόρημά μου ΄΄Ο Τζεβντέτ μπέη και οι γιοί του΄΄- το οποίο μιμείται αυτό που στην Ευρώπη ονομάζουν ΄΄Οικογενειακή σάγκα΄΄-, επειδή είναι το πρώτο μου βιβλίο, για πολλά χρόνια μου δημιουργούσε μια αδιόρατη αίσθηση ντροπής. Τώρα σκέφτομαι ότι αυτό που πραγματικά ήθελε να κάνει ήταν να εντάξει στην καθημερινή ζωή της Ιστανμπουλ, σαν μια αίσθηση σκοτεινή και τρομακτική, τις καταπιεστικές κι αδιάλλακτες δυνάμεις του κράτους. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου τον ήρωα της τρίτης γενιάς, Αχμέτ Ισικτσί, τον απασχολεί πάρα πολύ το στρατιωτικό πραξικόπημα, κάτι που δυστυχώς δεν αφορούσε απλώς εκείνη την περίοδο, αλλά είναι έγνοια και της σημερινής ακόμη Τουρκίας. Μπορώ όμως να πώ ότι ο ήρωάς μου, σε αντίθεση με τους μορφωμένους της ανώτερης κοινωνικά τάξης- οι οποίοι , ενώ στα νιάτα τους ήταν ευρωπαιστές, εκσυγχρονιστές, έως και μαρξιστές , στη μέση ηλικία και στα γεράματά τους γίνονται εθνικιστές και φιλικοί προς τους πραξικοπηματίες-, προσπαθεί πάντα να είναι ένας καλός άνθρωπος.΄΄

Σε κάποιο άλλο σημείο , μιλώντας για τις τότε αναφορές του, ο Ορχάν Παμούκ γράφει:΄΄ Παρόμοιο συγκλονιστικό συναίσθημα βίωσα και τον Δεκέμβριο του 2001, στη Γερμανία, όταν μια μέρα με ομίχλη είδα στο Λίμπεκ την οικία Μπούντενμπροκ, που καταστράφηκε στον πόλεμο και ξαναχτίστηκε, το σπίτι όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε ο Τόμας Μαν. Ηταν ολοφάνερο ότι επρόκειτο πια για ένα μέρος που αν ο Τόμας Μαν ήταν ζωντανός και πήγαινε να το δεί, θα πονούσε όταν θα το αποκαλούσε ΄΄σπίτι μου΄΄. Αναφέρω το παράδειγμα για να θυμίσω στον αναγνώστη μου ότι οι΄΄Μπούντενμπροκ, όπως και η ΄΄Αννα Καρένινα΄΄, λειτούργησαν ως πρότυπο για το μυθιστόρημά μου. Ωστόσο , σκοπός του μυθιστορήματός μου δεν ήταν να είναι, όπως στην περίπτωση του Μαν, η εικόνα μιάς οικογένειας, αλλά, όπως ακριβώς το ΄΄Αννα Καρένινα΄΄, η άμεση εικόνα μιας ολόκληρης κοινωνίας. Γι’ αυτό και πρόσθεσα στο μυθιστόρημά μου κεφάλαια που εκτυλίσσονται στην Αγκυρα. Θυμάμαι ότι έκανα την παιδαριώδη σκέψη:΄΄ Όπως στην Αννα Καρένινα υπάρχουν σκηνές που εκτυλίσσονται στην Αγία Πετρούπολη και στη Μόσχα, ακόμη και σε χωριά, έτσι και στο δικό μου μυθιστόρημα υπάρχουν σκηνές με φόντο την Ιστανμπούλ, την Αγκυρα και το Κεμάχ!΄΄

Και ακριβώς έτσι είναι τα πράγματα. Ο Ορχάν Παμούκ έγραψε ένα ογκώδες μυθιστόρημα όπου αφηγείται την ιστορία τριών γενιών μιάς οικογένειας, ιστορία που καλύπτει τον 20ο αιώνα, και παράλληλα, μέσα από την οικογένεια, περιγράφει την εξέλιξη του τουρκικού κράτους που από τον σουλτάνο πέρασε στη δημοκρατία του Ατατούρκ, και από εκεί μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα μέσα από πολιτικές περιπέτειες, άλλοτε περισσότερο επώδυνες, άλλοτε λιγότερο. Και, βέβαια, μέσα από όλα αυτά, περιγράφει και την εξέλιξη της τουρκικής κοινωνίας, που άλλοτε προσανατολίζεται προς την Ευρωπαική κατεύθυνση, άλλοτε οπισθοχωρεί σε πιο συντηρητικές κατευθύνσεις. Περιγράφει επίσης, με καταπληκτικό τρόπο, τις αλλαγές που επιφέρει ο χρόνος στις μεγάλες πόλεις, την Ιστανμπούλ και την Άγκυρα.

Το να περιγράψεις την ιστορία περίπου ενός αιώνα, μέσα από τις τρεις γενιές μιάς οικογένειας, δεν είναι εύκολη δουλειά. Και ο Παμούκ έχει ψάξει, έχει μελετήσει, όχι μονο την τούρκικη ιστορία, αλλά και την ευρωπαική, για να δείξει τον αντικτυπο των γεγονότων της Ευρώπης στην Τουρκία. Μέσα από την ατομική ιστορία κάθε ήρωά του, περνάει και η ιστορία της πατρίδας του, τα γεγονότα που καθόρισαν την πορεία της. Και, για να φτάσουμε πιο κοντά στις μέρες μας, διαβάζοντας το βιβλίο του, διαπιστώνουμε πως ο φόβος ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, δεν είναι καινούργιος. Στοιχειώνει την ιστορία της Τουρκίας για πάνω από μισό αιώνα. Και , όπως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας, η ιστορία της οικογένειας Ισικτσί που περιγράφει, έχει πολλές ομοιότητες με την δική του οικογένεια, την οικογένεια Παμούκ.

΄΄Θέλω να υπογραμμίσω την ουσιαστική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στην οικογένεια Παμούκ και στην οικογένεια του Τζεβντέτ μπέη, αν και οι oμοιότητές τους είναι πολλές. Ενώ ο Τζιβντέτ μπέη άρχισε να εργάζεται τα τελευταία χρόνια της περιόδου του Αμπντούλχαμίτ[1876-1909] ανοίγοντας ένα κατάστημα, η οικογένεια Παμούκ έγινε πλούσια πολύ αργότερα, στα χρόνια της δημοκρατίας, όταν ο παππούς μου ανέλαβε την εργολαβία της κατασκευής σιδηροδρόμων στη δεκαετία του 1930. Η καταπίεση κι ο εκφοβισμός των μη μουσουλμάνων αστών της Ιστανμπούλ, των Ρωμιών, των Αρμένηδων, των Εβραίων, ο αφανισμός τους, η καταδίωξη και η συντριβή τους με φόρους που ίσχυσαν μόνο για τους μη μουσουλμάνους, πραγματοποιήθηκαν με την στήριξη της εθνικιστικής κρατικής γραφειοκρατίας, ιδιαίτερα με την στήριξή της μετά την εγκαθίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας’’.

Ο Ορχάν Παμούκ σε αυτή την πρώτη συγγραφική του απόπειρα του 1982, προσπάθησε να γράψει μια μεγάλη οικογενειακή ιστορία ενός αιώνα περίπου, με πρότυπα αυτά που ανέφερε ο ίδιος πιο πάνω. Στα περισσότερα σημεία τα κατάφερε. Η περιγραφή της εξέλιξης της αστικής τάξης στην Τουρκία αναδύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του. Από γενιά σε γενιά, από τον παππού που έθεσε τις βάσεις σαν έμπορος, μέχρι τον εγγονό που γίνεται ζωγράφος και ΄΄δεν σταμάτησε σε όλη του τη ζωή να ζωγραφίζει΄΄, η εξέλιξη της οικογένειας, της κοινωνίας, της Τουρκικής δημοκρατίας, περιγράφεται βήμα με βήμα. Η ιστορία του Τζεβντέτ μπέη, και η ιστορία των γιών και των εγγονών του, όπως την αφηγείται ο Παμούκ, παρακολουθεί τις αλλαγές στον τρόπο ζωής και στην καθημερινότητα της Ιστανμπούλ από την εποχή του σουλτάνου Αμπντουλχαμίτ μέχρι τα χρόνια της Τουρκικής Δημοκρατίας, με την ανέγερση πολυκατοικιών, τα κυριακάτικα απογεύματα γύρω από το ραδιόφωνο, τα ψώνια στην περιοχή του Μπέγιογλου. Η πορεία μιας οικογένειας και ενός Εθνους. Οι πόθοι και τα πάθη της ανερχόμενης αστικής τάξης της τουρκικής κοινωνίας.

Ο Ορχάν Παµούκ γεννήθηκε το 1952 στην Κωνσταντινούπολη. Τελείωσε το λύκειο στη Ροβέρτειο Σχολή, σπούδασε τρία χρόνια αρχιτεκτονική στο Πολυτεχνείο και το 1976 αποφοίτησε από το Ινστιτούτο Δηµοσιογραφίας του Πανεπιστηµίου της Κωνσταντινούπολης. Άρχισε να γράφει το 1974. Το πρώτο του µυθιστόρηµα, Ο Τζεβντέτ µπέη και οι γιοι του, βραβεύτηκε µε το Βραβείο Μυθιστορήµατος των Εκδόσεων Μιλιέτ και εκδόθηκε το 1982. Την ίδια χρονιά πήρε και το Βραβείο Μυθιστορήµατος Ορχάν Κεµάλ. Το δεύτερο βιβλίο του, Το σπίτι της σιωπής , µεταφράστηκε στα γαλλικά και το 1991 τιµήθηκε µε το βραβείο Prix de la Découverte Européenne. Το ιστορικό µυθιστόρηµά του ΄΄Το λευκό κάστρο΄΄ µεγάλωσε τη φήµη του µέσα κι έξω από την Τουρκία. Ακολούθησαν τα µυθιστορήµατα Το µαύρο βιβλίο , ένα από τα πιο συζητηµένα και πολυδιαβασµένα βιβλία της σύγχρονης τουρκικής λογοτεχνίας –η γαλλική µετάφραση του οποίου κέρδισε το βραβείο France Culture–,΄΄ Η καινούρια ζωή΄΄, ΄΄Με λένε Κόκκινο΄΄ , που απέσπασε το 2002 στη Γαλλία το Prix du Meilleur livre étranger, στην Ιταλία, επίσης το 2002, το βραβείο Grinzane Cavour και το 2003 το βραβείο IMPAC-Dublin. Το 1999 εκδόθηκαν τα΄΄ Άλλα χρώµατα΄΄, µια επιλογή από άρθρα του για τη λογοτεχνία και τον πολιτισµό, δηµοσιευµένα σε εφηµερίδες και περιοδικά εντός και εκτός Τουρκίας. Ακολούθησαν ΄΄το Χιόνι΄΄, που το 2005 πήρε το βραβείο Le Prix Médicis Étranger, και το αυτοβιογραφικό΄΄ Iστανµπούλ. Πόλη και αναµνήσεις΄΄ . Το 2005 τιµήθηκε µε το Βραβείο Ειρήνης του Γερµανικού Συνδέσµου Εκδοτών και το 2006 µε το Νόµπελ Λογοτεχνίας.

Στη συνέχεια εκδόθηκαν τα βιβλία του Το Μουσείο της Αθωότητας, Ο αγαθός και στοχαστικός συγγραφέας, Κάτι παράξενο στον νου µου και Η γυναίκα µε τα κόκκινα µαλλιά (Εκδόσεις Πατάκη 2018), ενώ το 2021 κυκλοφόρησε το τελευταίο του µυθιστόρηµα Νύχτες πανούκλας (υπό έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη). Τα βιβλία του έχουν µεταφραστεί σε εξήντα τρεις γλώσσες. Από τα µέσα της δεκαετίας του 1990, εκφράζοντας τις απόψεις του για τα δικαιώµατα του ανθρώπου και την ελευθερία της σκέψης, διατηρεί µια κριτική στάση απέναντι στο τουρκικό κράτος. Είναι επίτιµο µέλος της Αµερικανικής Ακαδηµίας Τεχνών και Γραµµάτων και της Κινεζικής Ακαδηµίας Κοινωνικών Επιστηµών. Διδάσκει, για συγκεκριµένο χρονικό διάστηµα, µία φορά τον χρόνο στο Πανεπιστήµιο Columbia. Πρόσφατα τιµήθηκε µε τα τουρκικά βραβεία του Ιδρύµατος Αϊντίν Ντογάν και Ερντάλ Οζ. Ζει στην Κωνσταντινούπολη.

Kαί όπως έγραψε η Δέσποινα Τριβόλη στο ΒΗΜΑgasino to 2012 για μια πτυχή της ζωής του που δεν αναγράφεται σε κανένα επίσημο βιογραφικό του:

΄΄Ο Παμούκ ήταν ήδη ο διασημότερος τούρκος συγγραφέας διεθνώς – χάρη σε βιβλία όπως «Με λένε Κόκκινο» και «Χιόνι» – και με πάμπολλα βραβεία στο ενεργητικό του, όταν το 2005 ξέσπασε ένα σκάνδαλο γιγαντιαίων πολιτικών διαστάσεων με διεθνές αντίκτυπο για τον ίδιο, αλλά και τη χώρα του. Hδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 είχε μιλήσει υπέρ της ελευθερίας του λόγου και είχε θίξει το θέμα των πολιτικών δικαιωμάτων των Κούρδων, το απόλυτο θέμα-ταμπού στην Τουρκία ακόμη και σήμερα. Το 2005, όμως, μια συνέντευξή του στην ελβετική εφημερίδα «Das Magazin» άλλαξε τη ζωή του με τρόπο που δεν φανταζόταν. Στη συνέντευξη αυτή φερόταν να δηλώνει: «Τριάντα χιλιάδες Κούρδοι και ένα εκατομμύριο Αρμένιοι έχουν σκοτωθεί. Και κανείς δεν τολμάει να το αναφέρει, οπότε θα το κάνω εγώ». Η δήλωση αυτή, μια δήλωση που ο Παμούκ υποστηρίζει πως είχε άμεση σχέση πολύ περισσότερο με την ελευθερία του λόγου παρά με την ίδια την πολιτική, προκάλεσε μεγάλες πολιτικές αντιδράσεις. Σε προσωπικό επίπεδο ο Παμούκ βρέθηκε στο εδώλιο του κατηγορουμένου πάνω από μία φορά για τις απόψεις του, ενώ δεν μπορούσε πλέον να κυκλοφορεί χωρίς σωματοφύλακα. Την ίδια ώρα οι εξτρεμιστές απειλούσαν πως θα κάψουν τα βιβλία του – το 2008 μάλιστα μαθεύτηκε ότι υπήρχε σχέδιο δολοφονίας του. Εξαιτίας της δήλωσής του άλλαξε η τουρκική νομοθεσία – έγινε πια παράνομο «να προσβάλλει κανείς την Τουρκική Δημοκρατία». Η υπόθεση προκάλεσε τη διεθνή κατακραυγή: μερικοί από τους διασημότερους συγγραφείς του κόσμου έσπευσαν στο πλευρό του – από τον Τζον Απνταϊκ ως τον Γκύντερ Γκρας και από τον Ουμπέρτο Εκο ως τον Κάρλος Φουέντες –, ενώ το ζήτημα επηρέασε έντονα και τις διαπραγματεύσεις για την ένταξη της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.΄΄

Η μετάφραση είναι της Στέλλας Βρετού.

Για το βιβλίο έγραψαν:

΄΄Είναι αυθεντικός, νεωτερικός, μετανεοτερικός, μεταμοντέρνος, γεμάτος αντιθέσεις. Έχει χιούμορ, η γραφή του είναι υπαινικτική, παιχνιδιάρικη καμιά φορά, η γλώσσα του απλή, ανεπιτήδευτη, ωστόσο η σκέψη του πυκνή, η σύνταξη του σύνθετη, η δομή της πρότασής του πολύπλοκη. Στο πρώτο του μυθιστόρημα Ο Τζεβντέτ μπέη και οι γιοι του ακολουθεί όπως έχει δηλώσει τον κλασικό δυτικό ρεαλισμό. Αργότερα, χρησιμοποιεί τεχνικές της μεταμοντέρνας λογοτεχνίας ή της μετανεοτερικής λογοτεχνίας, με κυριότερα χαρακτηριστικά την διακειμενικότητα και την μεταμυθοπλασία.΄΄ Στελλα Βρετού-oanagnostis.gr

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!