Διαβάσαμε: «Η ταβέρνα της Τζαμάικας» της Δάφνης Ντι Μοριέ (Παπαδόπουλος)

Ένα σκοτεινό μυθιστόρημα περιπέτειας
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Η Δάφνη ντι Μοριέ είναι μία πολυγραφότατη Βρετανίδα συγγραφέας, που γεννήθηκε το 1907 στο Λονδίνα και πέθανε το 1989 στην αγαπημένη της Κορνουάλη, αφού πρώτα τιμήθηκε με τον τίτλο της Λαίδης από την βασίλισσα Ελισάβετ.

Ήταν κόρη του ηθοποιού και ιμπρεσάριου Τζέραλντ ντι Μοριέ και της ηθοποιού Μίριελ Μπομόν, και εγγονή του σκιτσογράφου και συγγραφέα Τζορτζ ντι Μοριέ.

Τα μυθιστορήματά της που , εκείνη την εποχή τουλάχιστον, θεωρήθηκαν της ΄΄ρομαντικής σχολής΄΄, έγιναν εμπορικές επιτυχίες, αλλά δεν πήραν καλές κριτικές. Επρεπε να την ανακαλύψει ο Αλφρεντ Χίτσκοκ, να γυρίσει ταινία την περίφημη ΄΄Ρεβάκκα΄΄ της, για να καταλάβουν ειδικοί και μη ότι δεν ήταν τόσο ρομαντική όσο φαινόταν εκ πρώτης όψεως.

Σήμερα τα μυθιστορήματά της ή τουλάχιστον κάποια από αυτά, θεωρούνται ΄΄γκόθικ΄΄, αφού εκτυλίσσονται στις άγριες ακτές της Κορνουάλης και περιγράφουν σκοτεινές ιστορίες αγωνίας και μυστηρίου.

Τρία έργα της μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο από τον Άλφρεντ Χίτσκοκ: Τα μυθιστορήματα «Η Ταβέρνα της Τζαμάικας» ( 1939), «Ρεβέκκα» ( 1940) και το διήγημα «Τα Πουλιά» ( 1963). Το μυθιστόρημά της «Η εξαδέλφη μου Ραχήλ» έγινε ταινία το 1952 από τον Χένρι Κόστερ και το διήγημά της «Don't Look Now» το 1973 από τον Νίκολας Ρεγκ («Μετά τα μεσάνυχτα», ο ελληνικός τίτλος)

Το σίγουρο είναι, θα έλεγε κανείς, ότι ο Χίτσκοκ έδωσε μια νέα ανάγνωση στα έργα της, αποκαλύπτοντας πτυχές που δεν διέκριναν οι κριτικοι της εποχής της. Διαβάζοντας σήμερα την ΄΄Ταβέρνα της Τζαμάικας΄΄, και προσπερνόντας την προφανή ερωτική ιστορία της επιφάνειας, ο αναγνώστης θα βυθιστεί σε ένα άγριο μέρος, μια άγρια εποχή. Η υπόθεση χρονικά είναι τοποθετημένη στα τέλη του 18ου αιώνα. Οι περιγραφές της Κορνουάλης εκείνης της εποχής κάθε άλλο παρά ειδυλιακές είναι, η δε σκληρότητα των περιγραφών των ληστών και των συνηθειών τους κάθε άλλο παρά ρομαντική είναι.

Αν σκεφτούμε τον μέσο αναγνώστη της εποχής του μεσοπολέμου, καθώς και τις καταβολές της συγγραφέως , που ανάγονται στην βικτωριανή εποχή , εύκολα καταλαβαίνουμε ότι ΄΄Η ταβέρνα της Τζαμάικα΄΄, δεν είναι ο μέσος όρος αισθηματικού μυθιστορήματος της εποχής της. Οι ρόλοι των κεντρικών προσώπων ανταποκρίνονται στα κοινωνικά στερεότυπα της εποχής, καταφέρνουν όμως να ξεφύγουν από αυτά τα στερεότυπα. Η Μαίρη Γέλαν, η πρωταγωνίστρια της ιστορίας, είναι ένα νεαρό κορίτσι ορφανό, φτωχό, που ζητά καταφύγιο στην ταβέρνα της Τζαμάικα, στην θεία της, την αδελφή της μητέρας της, γιατί δεν έχει που αλλού να απευθυνθεί. Η φτώχεια μαστίζει τις επαρχίες της Αγγλίας, οι κοινωνικές συνθήκες είναι άθλιες για κάποιον που δεν διαθέτει χρήματα ή τίτλους ευγενείας. Όταν φτάνει στην ταβέρνα, πολύ γρήγορα ανακαλύπτει ότι η θεία της έχει καταντήσει ένα άβουλο πιόνι στα χέρια του συζύγου της Τζος Μέρλιν, που έχει μετατρέψει την ταβέρνα σε άντρο παρανομίας. Δεν μπορεί να κοιμηθεί τα βράδια, γιατί ξυπνάει από τον θόρυβο που κάνουν οι άμαξες που μεταφέρουν τα λαθραία που διακινεί ο θείος της. Προσπαθεί να δραπετεύσει, αλλά οι βαλτώδεις εκτάσεις της Κορνουάλης δεν είναι η κλασική αγγλική εξοχή με τα απέραντα λειβάδια. Ο ιερέας ενός διπλανού χωριού , που προσπαθεί εκεί να βρεί καταφύγιο, δεν είναι, εν τέλει, τόσο αθώος όσο φαίνεται. Και, κυρίως, η ίδια ερωτεύεται τον νεαρό αδελφό του θείου της, που ζεί σε μια καλύβα στην ερημιά , και η δουλειά του είναι να κλέβει άλογα και να τα πουλάει στα πανηγύρια της περιοχής. Κάθε άλλη γυναίκα, κάτω από αυτές τις συνθήκες, το πιο πιθανό είναι να είχε συμμορφωθεί με τους κανόνες της εποχής, όπως ακριβώς η θεία της, που τρέμει τον άντρα της και του κάνει όλα τα χατίρια. Η Μαίρη Γέλαν όμως, πιστεύει στο καλό και στο κακό, και θέλει να τιμωρηθούν οι ένοχοι.

Χωρίς να έχω διαβάσει πολλά μυθιστορήματα αυτής της εποχής, καταλαβαίνω ότι η Δάφνη ντι Μοριέ, δεν βολεύεται με τα συγγραφικά κλισέ που είναι εύκολα και βολικά. Εχει το ταλέντο να περιγράφει με το βλέμμα ενός ψύχραιμου παρατηρητή ‘όλα αυτά που συμβαίνουν στην ιστορία της, χωρίς να γίνεται γλυκανάλατη, ούτε για αστείο, χωρίς να προκαλεί την εύκολη συγκίνηση του αναγνώστη. Οι περιγραφές των έρημων τοπίων της Κορνουάλλης είναι άγριες, όπως και οι συμπεριφορές των λαθρεμπόρων που κάνουν δουλειές με τον θείο της.

΄΄Ηταν κλέφτης και ψεύτης συνάμα. Αντιπροσώπευε ό,τι εκείνη έτρεμε και μισούσε, ό,,τι συχαινόταν. Ηξερε όμως μέσα της ότι μπορούσε να τον αγαπήσει. Η φύση δε λογαριάζει προκαταλήψεις. Οι άντρες και οι γυναίκες είναι σαν τα ζωντανά στο αγρόκτημα του Χέλφορντ, σκέφτηκε. Ενας κοινός νόμος, ο νόμος της έλξης, ίσχυε για όλα τα πλάσματα του Θεού, κάποιο ταίριασμα, κάποια μαγεία στο άγγιγμά τους, που έκανε το ένα να τρέχει στο άλλο. Αυτή η επιλογή δε γινόταν με τα μυαλό. Τα ζώα δεν στοχάζονταν, ούτε και τα πουλιά στον ουρανό. Η Μαίρη δεν ήξερε να υποκρίνεται. Ηταν γεννημένη πατώντας στη γη κι είχε ζήσει πολύ καιρό με τα πουλιά και τα ζώα, τα είχε δεί να ζευγαρώνουν, να γεννούν τα μικρά τους κι ύστερα να πεθαίνουν. Στη φύση δεν υπήρχε και πολύς ρομαντισμός κι εκείνη δεν είχε σκοπό να τον αναζητήσει στη ζωή της. Είχε δεί τις κοπέλες στο χωριό της να περπατούν δίπλα στους νεαρούς. Εβλεπε χέρια να και το αγόρι είχε το χ’ερι αγγίζονται, πρόσωπα να αναψοκοκκινίζουν αναστατωμένα, άκουγε ατέλειωτους αναστεναγμούς και ρεμβασμούς στο ποτάμι, κάτω από το φως του φεγγαριού. Η Μαίρη τους έβλεπε να τριγυρίζουν στο απόμερο μονοπάτι πίσω από το αγρόκτημα-το έλεγαν Μονοπάτι των Εραστών, παρόλο που οι γεροντότεροι είχαν βρεί μια πιο πετυχημένη ονομασία από αυτήν- και το αγόρι είχε το χέρι του γύρω από τη μέση της κοπέλας κι εκείνη το κεφάλι της γερμένο στον ώμο του. Κοίταζαν τα’ αστέρια και το φεγγάρι ή το πυρωμένο δείλι του μεσοκαλόκαιρου και η Μαίρη έβγαινε έξω από τον στάβλο της γελάδας, σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπό της με χέρια που έσταζαν και σκεφτόταν το νεογέννητο μοσχαράκι που μόλις είχε αφήσει δίπλα στη μάνα του. Κοίταζε το ζευγάρι που απομακρυνόταν, χαμογελούσε σηκώνοντας τους ώμους κι ύστερα, μπαίνοντας στην κουζίνα, ανακοίνωνε στη μητέρα της ότι πριν περάσει ο μήνας θα είχαν γάμο στο Χέλφορντ. Κι ύστερα χτυπούσαν οι καμπάνες, κι έκοβαν την τούρτα, κι ο νεαρός με τα κυριακάτικα ρούχα του στεκόταν στα σκαλιά της εκκλησίας με το πρόσωπο που ακτινοβολούσε ευτυχία και πόδια που κουνιόνταν αμήχανα ενώ δίπλα του η νύφη καμάρωνε ντυμένη στις μουσελίνες, με τα μαλλιά της μπούκλες, φτιαγμένες ειδικά για την περίσταση. Κι όμως, πριν καλά καλά περάσει ένας χρόνος, ούτε που νοιάζονταν πια αν το φεγγάρι ή τα αστέρια έλαμπαν στον ουρανό. Ο νεαρός γύριζε το βράδυ στο σπίτι, ξεθεωμένος από τη δουλειά στο χωράφι, φώναζε στη γυναίκα του πως το φαγητό ήταν καμένο και πως ούτε σκύλος δε θα μπορούσε να το φάει, κι εκείνη του απαντούσε άγρια από την κρεβατοκάμαρα, με πρόσωπο μαραμένο κι ούτε μια μπούκλα στα μαλλιά, βηματίζοντας νευρικά στο δωμάτιο μ’ ένα κουτσούβελο στην αγκαλιά, που νιαούριζε σαν γατί και δεν κοιμόταν με τίποτα. ΄΄

Καμιά σχέση με λεπτεπίλεπτες υπάρξεις,λοιπόν, και ρομαντική λογοτεχνία του μεσοπολέμου. Η Δάφνη ντι Μοριέ στην ΄΄Ταβέρνα της Τζαμάικας΄΄ περιγράφει έναν γήινο κόσμο,αγριεμένους από την φτώχεια και τις κακουχίες ανθρώπους και μια φύση κάθε άλλο παρά ειδυλιακή. Η ατμόσφαιρα είναι σκοτεινή και δυσοίωνη, με μια κεντρική ηρωίδα γένννημα-θρεμμα αυτού του κόσμου που αντιστέκεται στο σκοτάδι που την προόριζαν η κοινωνική της θέση και η γυναικεία της ταυτότητα.

΄΄Η Ταβέρνα της Τζαμάικας΄΄ δεν είναι ένα ρομαντικό μυθιστόρημα εποχής, είναι ένα μυθιστόρημα περιπέτειας, σκοτεινό, τόσο όσο επέτρεπαν οι καλοί τρόποι εκείνης της εποχής, και , κατά την γνώμη μου , ένα μυθιστόρημα γραμμένο από μια γυναίκα διαφορετικής κοινωνικής τάξης από την κοινωνική τάξη της ηρωίδας που περιγράφει, μιάς συγγραφέως που έσκυψε και αφουγκράστηκε από πολύ κοντά την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής που περιγράφει. Ένα μυθιστόρημα παλαιάς κοπής, κλασικό πιά σήμερα.

Το εισαγωγικό σημείωμα της Δάφνης ντι Μοριέ στην πρώτη έκδοση του βιβλίου , τον Οκτώβριο του 1935, έλεγε τα εξής:

΄΄Η Ταβέρνα της Τζαμάικας, ησυχαστήριο ζεστό και φιλόξενο, στέκει ως τα σήμερα, , πάνω στον δρόμο που ενώνει το Μπόντμιν με το Λόνσεστον. Στην ιστορία που ακολουθεί , τη φαντάστηκα όπως ίσως να ήταν πάνω από εκατον είκοσι χρόνια πριν. Και παρόλο που τα τοπωνύμια μέσα στο βιβλίο είναι τα πραγματικά, τα πρόσωπα και τα γεγονότα που περιγράφω είνι εντελώς φανταστικά.

Η μετάφραση είναι της Αννας Παπασταύρου.

Για το βιβλίο έγραψαν:

΄΄Εκπληκτικό μυθιστόρημα. Την έξοχη αφήγηση της Ντι Μοριέ διαπερνά, από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα, ένας ανησυχαστικός ψίθυρος: είναι το κακό που ελλοχεύει παντού΄΄ The Guardian

΄΄Αριστουργηματικό μυθιστόρημα μυστηρίου και περιπέτειας, και ταυτόχρονα εξαιρετική σπουδή στο κακό και στις ποικίλες μορφές του, την απανθρωπιά, την απληστία, τη βία και τον φόνο΄΄ The Post.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!