Διαβάσαμε: «Η Λίστα του Σίντλερ» του Τόμας Κένελι (Λιβάνη)

Ένα γενναίο βιβλίο, για μια από τις πιο δύσκολες εποχές που πέρασε η ανθρωπότητα
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Πολύ πριν γίνει η ταινία που θριάμβευσε στα Όσκαρ του 1993, σκηνοθετημένη από τον Στήβεν Σπίλμπεργκ, «Η λίστα του Σίντλερ» είναι το μυθιστόρημα του Αυστραλού Τόμας Κένελι που βραβεύτηκε το 1982 με το βραβείο Booker, ένα από τα πιο σημαντικά διεθνή λογοτεχνικά βραβεία. Ο ίδιος ο συγγραφέας, πολυγραφότατος, έχει γράψει εκτός από 33 μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και δοκίμια.

Η επιτυχία της ταινίας έφερε το βιβλίο στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας και οι περισσότεροι αναγνώστες ανακάλυψαν ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα, που ισορροπεί ανάμεσα στην ιστορική αλήθεια και την μυθοπλασία με τρόπο που καταφέρνει να μην είναι μια βιογραφία του κεντρικού ήρωα, του Όσκαρ Σίντλερ, και πολύ περισσότερο να μην είναι μια αγιογραφία του.

Αν θα έπρεπε να πούμε την ιστορία του με δυο λόγια, θα λέγαμε ότι ο Οσκαρ Σίντλερ ήταν ένας Γερμανός βιομήχανος και μαυραγορίτης που κατάφερε να βγάλει πολλά χρήματα στη διάρκεια του Β΄Παγκόσμιου Πόλεμου, χρησιμοποιώντας δωρεάν εργατικό δυναμικό στα εργοστάσια του: τους Εβραίους. Πράγμα που έκαναν πολλοί συμπατριώτες του εκείνη την εποχή.

Όπως γράφει ο συγγραφέας για τον Όσκαρ Σίντλερ εκείνης της εποχής «Ο Οσκαρ ήταν από τη φύση του ένας καλοπληρωτής, ο οποίος, άγνωστο πως, έδινε την εντύπωση ότι ήταν σε θέση να ανταποκριθεί σε απεριόριστες υποχρεώσεις αντλώντας από ανεξάντλητες πηγές. Όπως και να’ χει, ο Όσκαρ και οι Γερμανοί οπορτουνιστές έμελλε να αποκομίσουν στα επόμενα τέσσερα χρόνια τέτοια κέρδη, που μόνο ένας παθολογικά άρρωστος λάτρης του κέρδους θα απέφευγε να ξεπληρώσει αυτό που ο πατέρας του Όσκαρ θα αποκαλούσε χρέος τιμής».

Και για να καταλάβουμε καλύτερα τις συνθήκες της εποχής, ο Τόμας Κένελι συμπληρώνει παρακάτω:

«Από τις 20 Μαρτίου οι Εβραίοι εργάτες απαγορευόταν να πληρώνονται και αναγκάζονταν να ζήσουν μόνο από τις καθορισμένες ημερήσιες μερίδες. Αντί για το μισθό τους, κάθε εργοδότης θα πλήρωνε ένα ποσό στα γραφεία των Ες Ες στην Κρακοβία. Τόσο ο Οσκαρ όσο και ο Μάντριτσχ δεν ένιωθαν καλά με τον διακανονισμό αυτό, γιατί γνώριζαν ότι ο πόλεμος κάποτε θα τελείωνε και τότε όσοι απασχολούσαν δούλους, όπως παλιότερα στην Αμερική, θα εξευτελίζονταν και θα έχαναν τα πάντα. Τα τέλη που έπρεπε να πληρώνουν στο αρχηγείο της αστυνομίας, ισούταν με την πάγια εισφορά προς τη Κεντρική Υπηρεσία Διοίκησης και Οικονομικών των Ες Ες , που είχε καθοριστεί στα 7,50 μάρκα για κάθε ειδικευμένο εργάτη και στα 5 μάρκα για κάθε ανειδίκευτο ή γυναίκα. Τα ποσά ήταν αρκετά χαμηλότερα από τα ημερομίσθια που πληρώνονταν στην ελεύθερη αγορά εργασίας. Όμως για τον Οσκαρ και τον Τζούλιους Μάντριτσχ η ηθική ανησυχία υπερτερούσε του οικονομικού πλεονεκτήματος. Η κάλυψη των μισθολογικών υποχρεώσεων ήταν το μικρότερο από τα προβλήματα τη χρονιά εκείνη. Κι εξάλλου, ο ίδιος δεν είχε αποτελέσει ποτέ πρότυπο καπιταλιστή. Στα νιάτα του ο πατέρας του τον κατηγορούσε συχνά ότι ήταν απερίσκεπτος με τα χρήματα».

Ο Τόμας Κένελι έγραψε ένα μυθιστόρημα που αφορά τις τραγικές συνθήκες της εποχής, με πρωταγωνιστή τον Οσκαρ Σίντλερ , έναν άνθρωπο που δεν ήταν ήρωας, δεν ήταν Εβραίος, αντίθετα, τον περιγράφει σαν ένα μπον βιβέρ, καιροσκόπο, γόη και προσωποποίηση της αντίφασης, πού όμως «έδωσε ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός καταδικασμένου λαού, την εποχή που συντελούνταν αυτό το οποίο σήμερα είναι ευρύτερα γνωστό με το γενικό όνομα Ολοκαύτωμα». Ο Σίντλερ κατάφερε να διασώσει από τους θαλάμους αερίων περισσότερους Εβραίους από όσους διέσωσε οποιοδήποτε άλλο μεμονωμένο άτομο. Έπαιρνε τους Εβραίους εργάτες στο εργοστάσιό του στην Κρακοβία, και με αυτόν τον τρόπο τους γλύτωνε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Όταν οι Γερμανοί εφάρμοσαν την τελική λύση, την εξόντωση δηλαδή όλων των Εβραίων, ο Σίντλερ μετακόμισε το εργοστάσιο του στην Αυστρία και ζήτησε από τις αρχές να πάρει μαζί του τους 1000 περίπου ειδικευμένους Εβραίους εργάτες που απασχολούσε. Οι περισσότεροι κάθε άλλο παρά «ειδικευμένοι» ήταν, αλλά με αυτόν τον τρόπο, και κοροϊδεύοντας τις επίσημες Γερμανικές αρχές κατάφερε να τους σώσει από την εξόντωση.

«Σε κάθε συζήτηση για τον Σίντλερ, φτάνει κάποια στιγμή που οι επιζώντες φίλοι του χερ Ντιρεκτόρ τρεμοπαίζουν τα μάτια τους, κουνάνε τα κεφάλια τους κι έπειτα καταπιάνονται με τη σχεδόν μαθηματική εργασία του υπολογισμού των κινήτρων του. Γιατί ακόμα και σήμερα μια από τις συνηθισμένες απαντήσεις των Εβραίων που έσωσε είναι: «Δεν ξέρω γιατί το έκανε». Εμείς όμως πρέπει να πούμε ότι κατ΄ αρχήν ο Όσκαρ ήταν ένας τζογαδόρος, ένας αισθηματίας, που λάτρευε τη διαφάνεια και την απλότητα του να κάνει το καλό. Ότι είχε την ψυχοσύνθεση του αναρχικού, του ανθρώπου που απολάμβανε τη γελοιοποίηση του συστήματος και ότι κάτω από τον πληθωρικό αισθησιασμό του κρυβόταν η ιδιοτροπία του να προσβάλλεται βάναυσα από την ανθρώπινη αγριότητα, να της αντιστέκεται πεισματικά και να μην υποχωρεί ποτέ μπροστά της. Όμως όταν κάθεσαι και τα προσθέτεις όλα αυτά, το σύνολο δε μπορεί να συμφωνήσει, δεν μπορεί να εξηγήσει τη σκυλίσια επιμονή με την οποία προετοίμαζε τον τελευταίο παράδεισο για τους κρατούμενους εργάτες της Εμάλια, εκείνο το φθινόπωρο του 1944».

Ο Τόμας Κένελι έγραψε ένα γενναίο μυθιστόρημα που κάθε άλλο παρά αγιογραφία του Οσκαρ Σίντλερ είναι. Τον περιγράφει με τα ελαττώματά του και τα πλεονεκτήματά του. Κυρίως εστιάζει στην τραγική εποχή όπου συνέβησαν όλα αυτά όταν η λέξη «άνθρωπος» είχε σβηστεί από το λεξικό, και όχι μόνο για τους Εβραίους. Οι θηριωδίες των Γερμανών, οι συνθήκες των στρατοπέδων συγκέντρωσης, είναι πράγματα που δεν θα σβήσουν ποτέ από τη σκέψη των μεταγενέστερων. Και σαν συγγραφέας, κατάφερε να γράψει ένα ιστορικό μυθιστόρημα που περιγράφει χωρίς να ωραιοποιεί.

«Ήδη από το 1943, όταν ο Ρούντολφ Ες εγκατέλειψε το Άουσβιτς, ο τόπος δεν ήταν μόνο ένα απλό στρατόπεδο. Ήταν κάτι παραπάνω από ένα οργανωτικό θαύμα. Ήταν ένα φαινόμενο. Δεν αντιπροσώπευε απλώς την αποσάθρωση του ηθικού κόσμου, αλλά μάλλον την αντιστροφή του, στην οποία είχε συμβάλει σαν μαύρη τρύπα η συμπυκνωμένη κακία όλης της γης. Ήταν περισσότερο ένας τόπος όπου οι φυλές και η ιστορία απορροφιόνταν και εξατμίζονταν, όπου οι λέξεις είχαν αντίθετη σημασία. Οι υπόγειοι θάλαμοι ονομάζονταν «κελάρια απολύμανσης», οι υπέργειοι θάλαμοι «λουτρά», ενώ ο επιλοχίας Μολ, ο οποίος είχε το πρόσταγμα για την τοποθέτηση των γαλάζιων κρυστάλλων στις στέγες των «κελαριών» και τους τοίχους των «λουτρών», συνήθιζε να φωνάζει στους βοηθούς του: Εντάξει, τώρα ας τους δώσουμε μια ευκαιρία να σκεφτούν».

Ένα γενναίο βιβλίο, για μια από τις πιο δύσκολες εποχές που πέρασε η ανθρωπότητα.

Η μετάφραση είναι του Στέφανου Κόκκαλη.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!