Διαβάσαμε: «Dior - Η ιστορία του θρυλικού οίκου» της Κάρεν Χόμερ (Ψυχογιός)

Οι μύθοι δεν χτίζονται τυχαία και το παραμύθι συνεχίζεται μέχρι σήμερα 
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Αν αναρωτιέστε «τι είναι μόδα;» και γιατί γίνονται τόσες πολλές συζητήσεις γύρω από αυτή, οι εκδόσεις Ψυχογιός κυκλοφόρησαν μια σειρά μικρών βιβλίων , που στο κάθε ένα από αυτά κάποιος ειδικός επί του θέματος περιγράφει την ιστορία κάποιου μεγάλου οίκου και εξηγεί γιατί έπαιξε και παίζει ρόλο στην ιστορία και την εξέλιξη αυτού που συνήθως αποκαλούμε «στυλ».

«Είναι ένας τρόπος έκφρασης και δημιουργίας και εκπροσωπείται από τον κάθε δημιουργό με διαφορετικό τρόπο. Είναι μια διακριτή και συνεχής τάση σχετική με την εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου, που υιοθετείται από πολλά άτομα για κάποιο χρονικό διάστημα. Οι τάσεις επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ άλλων πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνιολογικούς και τεχνολογικούς, και κάθε εποχή έχει τη δικιά της χαρακτηριστική μόδα η οποία τη σημάδεψε και την χαρακτήρισε, και σε αρκετές των περιπτώσεων έφερε πραγματική επανάσταση κι άλλαξε το κατεστημένο».

Η Κάρεν Χόμερ που έγραψε την ιστορία του Dior είναι συντάκτρια μόδας και συγγραφέας αρκετών βιβλίων σχετικών με τη μόδα. Εχει εργασθεί ως αρθρογράφος για την εφημερίδα The Times και έχει συνεργαστεί με τα περιοδικά The Telegraph, Harpers and Queen, World of Interiors και Vogue. Με άλλα λόγια είναι απολύτως σχετική για να μας ξεναγήσει στον μαγικό χώρο της υψηλής ραπτικής.

Το βιβλίο της ξεκινά κάνοντας μια αναδρομή στον χρόνο και μας γυρίζει πίσω στο 1947, την χρονιά που ο Christian Dior παρουσίασε τη πρώτη του συλλογή ρούχων.

«Το 1947 στο Παρίσι-μια πόλη που ακόμη παρέπαιε εξαιτίας της εισβολής των ναζί στην Ευρώπη, όπου η διανομή φαγητού με δελτίο και η λιτότητα εξακολουθούσαν να επηρεάζουν κάθε πτυχή της ζωής-, ένας ιδεαλιστής σχεδιαστής ρούχων με το όνομα Κριστιάν Ντιόρ έχει μόλις ανοίξει τον δικό του οίκο μόδας. Η πρώτη του κολεξιόν αναμενόταν με ανυπομονησία. Καθώς τα μοντέλα περιφέρονταν στα καλαίσθητα, σε αποχρώσεις του γκρι, δωμάτια του οίκου, όλοι είχαν μείνει έκπληκτοι. Δεν υπήρχαν πια τα αντρικά σακάκια με τους τετράγωνους ώμους και οι κοντές φούστες της περιόδου του πολέμου, αλλά είχαν αντικατασταθεί από εφαρμοστά σακάκια που έπαιρναν σχήμα από τις καμπύλες των μοντέλων. Ήταν ένα τολμηρό ντεμπούτο, που έμεινε στην ιστορία με τα λόγια της Κάρμελ Σνόου, αρχισυντάκτριας του Harper’s Bazaar : «Είναι μια πραγματική επανάσταση , αγαπητέ Κριστιάν! Τα φορέματά σου έχουν ένα τόσο νέο look!» Τώρα γραφόταν η ιστορία της μόδας. Το New Look θα σηματοδοτούσε μια νέα εποχή.

Παρά τον πρόωρο θάνατο του δημιουργού του, μόλις μια δεκαετία αργότερα, ο οίκος υψηλής ραπτικής που ίδρυσε ο Κριστιάν Ντιόρ ήταν πάντοτε συνώνυμος της γοητείας, της κομψότητας και της πολυτέλειας. Οι κανόνες που είχε θέσει ο Ντιόρ στην αρχή- δεξιοτεχνία στο κόψιμο και στο ράψιμο, μια εστίαση στη θηλυκότητα και στο να κάνει τη γυναίκα να νιώθει πιο όμορφη με τα ρούχα του, ένα έξυπνο πάντρεμα ανάμεσα στην ιστορική επιρροή της μόδας και τις ανάγκες της σύγχρονης γυναίκας- ίσχυαν για περισσότερα από 70 χρόνια. Το New Look εξακολουθεί να είναι άμεσα αναγνωρίσιμο και συνιστά θεμέλιο λίθο τόσο για τους ιστορικούς της μόδας όσο και για τους σχεδιαστές.

Οι εξαιρετικά ταλαντούχοι επικεφαλής σχεδιαστές που διαδέχτηκαν τον Ντιόρ, όπως ο Υβ Σεν Λωράν, ο Μάρκ Μπόαν,ο Τζιανφράνκο Φερέ, ο Τζόν Γκαλιάνο, ο Ραφ Σίμονς και η σημερινή επικεφαλής Μαρία Γκράτσια Κιουρι, σεβάστηκαν τις προθέσεις του, θέτοντας ταυτόχρονα την προσωπική τους σφραγίδα».

Η Κάρεν Χόπερ γνωρίζει καλά τον χώρο της μόδας και μπορεί εύκολα να εντοπίσει τα σημεία που οι δημιουργίες του Dior διέφεραν, σε σχέση με την εποχή και τους υπόλοιπους οίκους υψηλής ραπτικής. Και μπορεί ο ίδιος να ήταν καλλιτέχνης, όσον αφορά τις δημιουργίες του, πίσω από αυτό όμως, κρυβόταν και ένας πανέξυπνος επιχειρηματίας που κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να αναπτύξει μια αυτοκρατορία. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι ο Dior πριν ασχοληθεί με την μόδα και την υψηλή ραπτική, στα πρώτα του βήματα είχε ανοίξει μια γκαλερί, με την οικονομική υποστήριξη του πατέρα του.

«Ο πατέρας του συμφώνησε να τον στηρίξει με την προϋπόθεση ότι το όνομά του δε θα εμφανιζόταν στην γκαλερί, μιας και το να υπάρχει το όνομά του πάνω σε μια πόρτα καταστήματος θα ήταν το αποκορύφωμα της κοινωνικής αιδούς για τους συντηρητικούς και εύπορους γονείς του. Ο Dior συνεργάστηκε με τον φίλο του Ζακ Μπονζεάν και άνοιξε μια μικρή γκαλερί που πουλούσε έργα αυτών που θα γίνονταν οι πιο σημαντικοί ζωγράφοι του αιώνα, όπως ο Πάμπλο Πικάσο, ο Ανρί Ματίς, ο Σαλβαντόρ Νταλί, και ο Μαξ Τζέικομπ. Ο Dior σχολίασε αργότερα ότι, αν είχε κρατήσει το στοκ των πινάκων, η αξία τους θα ήταν ανεκτίμητη».

Με αυτό τον τρόπο κατάφερε να εξοικονομήσει τα πρώτα χρήματα που του επέτρεψαν να ανοίξει τον δικό του οίκο ραπτικής. Χαρακτηριστικά , όπως είχε αφηγηθεί ό ίδιος, μπόρεσε να πουλήσει έναν από τους λίγους πίνακες που του είχαν απομείνει με τίτλο «Σχέδιο του Παρισιού» του Ραούλ Ντάφι, τον οποίο είχε αγοράσει φτηνά.

Η ιστορία του από εκεί και πέρα είναι γωστή, ένα συνεχόμενο success story για τα επόμενα δέκα χρόνια μέχρι τον θάνατό του. Στο ενδιάμεσο, βέβαια, ως έξυπνος επιχειρηματίας που ήταν, πόνταρε στο Χόλιγουντ για να γίνουν πιο γνωστές οι δημιουργίες του μέσω του σινεμά.

«Παρόλο που ήταν ήδη διάσημος, ο Κριστιάν Ντιόρ δεν ήταν μόνο ένας ταλαντούχος σχεδιαστής, αλλά και ένας έξυπνος επιχειρηματίας και σύντομα συνειδητοποίησε την ανάγκη να συστήσει τα σχέδιά του σε ένα ευρύτερο κοινό εκτός της ατμόσφαιρας της υψηλής ραπτικής του Παρισιού, που απευθυνόταν σε λίγους. Ασφαλώς, ο σχεδιαστής ήθελε τα υπέροχα φορέματά του υψηλής ραπτικής να εμπνέουν τις συνηθισμένες γυναίκες, ώστε να λαχταρούν τα πρετ α πορτέ ρούχα του, αλλά εκείνες που τον έκαναν δημοφιλή περισσότερο από κάθε άλλον ήταν οι σειρήνες του κινηματογράφου του Χόλυγουντ. Πολλές πρωταγωνίστριες λάτρευαν ήδη τον Κριστιάν Ντιόρ για τα λαμπερά και θηλυκά του σχέδια, κι έτσι ήταν αναπόφευκτο να προχωρήσει στη δημιουργία φορεμάτων για τις ταινίες τους. Μια τέτοια μούσα ήταν η Μαρλέν Ντίτριχ με την οποία ο Ντιόρ είχε ήδη μια στενή φιλία. Όταν της πρόσφεραν τον ρόλο στην ταινία του 1950 «Πονεμένο Ρομάντζο» του Αλφρεντ Χίτσκοκ, η ηθοποιός φημολογείται ότι είπε στον σκηνοθέτη:΄ «Χωρίς Ντιόρ, δεν έχει Ντίτριχ!» Ο Ντιόρ δημιούργησε όλα τα φορέματα που φόρεσε η ηθοποιός σε εκείνη την ταινία αλλά και σε μελλοντικές παραγωγές , όπως το «No Highway in the sky;» το 1951. Άλλες σταρ που ήταν θαυμάστριες του σχεδιαστή ήταν η Αβα Γκάρντερ, για την οποία σχεδίασε όλα τα κοστούμια στην ταινία του 1957 με τίτλο «Η μικρή καλύβα», και η Ολίβια Ντε Χάβιλαντ. Η Γκρέις Κέλι επέλεξε μια τουαλέτα Ντιόρ για να ανακοινώσει τον αρραβώνα της το 1956, ενώ η λίστα των μεγάλων ηθοποιών συνεχίστηκε με τη Μέριλιν Μονρόε, την Ινγκριντ Μπέργκμαν, τη Σοφία Λόρεν και τη Ρίτα Χέιγουορθ η οποία φόρεσε Ντιόρ στην πρεμιέρα της «Τζίλντα». Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ ήταν για πολύ καιρό θαυμάστρια του σχεδιαστή. Το 1961 βραβεύτηκε με το Όσκαρ καλύτερης ηθοποιού φορώντας ένα φόρεμά του».


Οι μύθοι δεν χτίζονται τυχαία, λοιπόν, και το παραμύθι συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Η Νικόλ Κίντμαν, η Τζένιφερ Λόρενς, η Σαρλίζ Θερόν, η Μαριόν Κοτιγιάρ, η Νάταλι Πόρτμαν είναι από τις ηθοποιούς που φορούν δημιουργίες του οίκου Ντιόρ στις απονομές των Όσκαρ.

Στο βιβλίο της η Κάρεν Χόμερ παρουσιάζει τη ζωή και το έργο του Κριστιάν Ντιόρ, από την παιδική του ηλικία, τους θριάμβους των συλλογών του υψηλής ραπτικής στην πασαρέλα και στο κόκκινο χαλί και την πορεία του οίκου μόδας μετά τον θάνατό του. Μια πολύ προσεκτικά επιλεγμένη συλλογή από φωτογραφίες αποτυπώνουν το ταξίδι στον χρόνο και την δικαίωση ενός ταλαντούχου σχεδιαστή που κατάφερε να βάλει την προσωπική του σφραγίδα στο ντύσιμο των γυναικών στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.

Η μετάφραση είναι της Ντίνας Γεωργούλια

Για το βιβλίο έγραψαν:

«Η θεαματική άνοδος του Κριστιάν Ντιόρ στα ανώτερα στρώματα του παριζιάνικου κόσμου της μόδας είναι μια πραγματικά συναρπαστική ιστορία. Άνθρωπος των τεχνών με ένα σύγχρονο όραμα διαποτισμένο με τις παραδόσεις της γαλλικής υψηλής ραπτικής, στην πρώτη του κολεξιόν, το 1947, ο Ντιόρ λάνσαρε το New Look και έφερε πραγματική επανάσταση». Athens Magazine.

«Είναι ένας τρόπος έκφρασης και δημιουργίας και εκπροσωπείται από τον κάθε δημιουργό με διαφορετικό τρόπο. Είναι μια διακριτή και συνεχής τάση σχετική με την εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου, που υιοθετείται από πολλά άτομα για κάποιο χρονικό διάστημα. Οι τάσεις επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες, μεταξύ άλλων πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνιολογικούς και τεχνολογικούς, και κάθε εποχή έχει τη δικιά της χαρακτηριστική μόδα η οποία τη σημάδεψε και την χαρακτήρισε, και σε αρκετές των περιπτώσεων έφερε πραγματική επανάσταση κι άλλαξε το κατεστημένο». .Culture21century.gr.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!