Οι Ροκαμπιλάδες των 80ς: «Ήμασταν άτομα που μέτραγαν στο ξύλο και στα ξύδια»

(VIDEO & PHOTOS) Ένας 50άρης από τις πρώτες συμμορίες ροκαμπιλάδων στην Αθήνα, τους περιώνυμους Victoria Cats, θυμάται.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ήταν ένα κίνημα που είχε ζήσει τη ζωή του στη δεκαετία του ’50 στην Αμερική, τα απομεινάρια του σκέπασε η εμφάνιση των Beatles το 1963. Ο θάνατος του Elvis Presley τον Αύγουστο του ’77 δεν πέρασε έτσι στην Ελλάδα. Κάποια ανήσυχα παιδιά άρχισαν μεγαλώνοντας να ακούνε rock’n’roll και βλέποντας το Grease στον κινηματογράφο κάτι να σιγοκαίει μέσα τους. Ορισμένοι γονείς, αν και ρυτιδιασμένοι πια, είχαν κολλημένο ακόμη το μαλλί τους και έμοιαζαν του «βασιλιά».

Μια ιταλική συλλογή με τα καλύτερα rock’n’roll του Elvis, το «Rockin’ Days» μπαίνει σε κάθε σπίτι και υπάρχει σε κάθε πάρτι στα τέλη των 70ς. Διανύουμε την εποχή της disco, αλλά και το τέλος του παλιού καλού ροκ, που το ανανεώνουν οι Dire Straits. Στον ελληνικό χώρο το πολιτικό τραγούδι αρχίζει να υποχωρεί και το σατυρικό τραγούδι με αιχμή την εμφάνιση του Χάρρυ Κλυνν φρεσκάρει το τοπίο, ενώ όλο και περισσότερος κόσμος συρρέει στα μπουζούκια. Από την άλλη, η αστυφιλία φέρνει στην πόλη την αναβίωση των ρεμπέτικων και η μία μετά την άλλη κομπανία με τους φοιτητές βρίσκονται στον πυρήνα. Ο Λουκιανός Κηλαηδόνης τραγουδά τα fucking fifties με ελληνικό στίχο κι ένα δικό του τρόπο, ενώ ο Λάκης με Τα Ψηλά Ρεβέρ ξεσηκώνει με τα Μπλε Παπούτσια με τη ρίγα τη λαδί, όπου εμφανίζεται με έντονο το rock’n’roll στοιχείο στις ζωντανές του εμφανίσεις σε προβλήτες. Και οι δύο αφουγκράζονται ένα ρεύμα που γεννιέται στο δρόμο, αλλά αναζητά κάτι ξενόφερτο, όπως συνήθως στην Ελλάδα, κάτι πιο αλήτικο για τους ενσαρκωτές του.

Πραγματικά υπάρχουν κάποια νέα παιδιά που δεν ικανοποιούνται από όλο αυτό που συμβαίνει γύρω τους και ψάχνουν μια άλλη εκτόνωση μέσα από τη μουσική και το στυλ της. Κάπου εκεί, στα τέλη των 70ς και στις αρχές των 80ς επωάζεται το «αυγό» των οργισμένων νέων που θα σπάσει πρώτα στο Περιστέρι. Όσο δυναμώνει γύρω τους η αναβίωση του Rock’n’Roll, τόσο ταυτίζονται μαζί του. Εκεί βρίσκει την έκφρασή της και μια μεγάλη και δυναμική παρέα στο κέντρο της Αθήνας με έδρα από την Πλατεία Βικτωρίας ως την Κυψέλη. Οι συμμορίες του Μπρονξ της Αμερικής που κάνουν την εμφάνισή τους στη μεγάλη οθόνη, τους φέρνουν όλο και πιο κοντά στην αναβίωση των 50ς.

Οι ροκαμπιλάδες αρχίζουν να κυκλοφορούν στην Αθήνα και να εξαπλώνονται στις γειτονιές και στις πλατείες. Είναι διαφορετική φυλή από όλες τις άλλες. Δεν μοιάζουν με τα φρικιά, ούτε τα κυρίζια, ούτε τους πάνκηδες, ούτε τους χεβυμεταλλάδες. Έχουν λαδωμένα μαλλιά, φοράνε μπλου τζην με ρεβέρ, πίνουν αλκοόλ μέχρι τελικής πτώσης και είναι έτοιμοι για καυγά. Κυκλοφορούν ανάμεσά μας ανά ομάδες που γίνονται όλο και περισσότερες και αναβιώνουν στην Ελλάδα μια εποχή που δεν έζησαν, αλλά το ήθελαν πολύ -τη δεκαετία του ’80-, φέρνουν τη μουσική, τα αμάξια, τις μηχανές ξανά στη μόδα. Οι ροκαμπιλάδες απ’ όπου περνούν αφήνουν το στίγμα τους. Εμφανισιακά είναι εκκεντρικοί και διαφορετικοί, έχουν δικούς τους άγραφους νόμους, αλλά και μεγάλη καρδιά. Κάποια κορίτσια αισθάνονται ασφάλεια δίπλα τους και τους ακολουθούν. Ραγισμένες καρδιές, νταηλίκι, μαρσαρίσματα και χορός.

Ένα μέρος της ελληνικής νεολαίας ζει στο 50. Κι όμως το ημερολόγιο δείχνει μέσα της δεκαετίας του ’80. Τι συμβαίνει; Ζούνε το όνειρο των Αμερικανών και των Βρετανών καθυστερημένα; Προς τι η αναβίωση του Rock’n’Roll; Ένα αναχρονιστικό είδος μουσικής που όμως έχει ψυχή και αρνείται πεισματικά να πεθάνει. Αναβιωτές του ξεφυτρώνουν παντού, από την Αμερική ως την Αγγλία και τη Γερμανία, με τους Stray Cats να σημειώνουν επιτυχία και η νέα γενιά ροκαμπιλάδων να τους αγκαλιάζει. Rock’n’Roll Is Here To Stay φωνάζει η νέα φυλή των ροκαμπιλάδων που ξεχύνεται στην Αθήνα που ακυρώνει τη γενιά της μεταπολίτευσης και το πολιτικό τραγούδι της, τα γράφει αυτά στα blue suede παπούτσια ψάχνοντας την ταυτότητά της μακριά από την πολιτική. Είναι οι ροκαμπιλάδες. Κάποιοι από τους πρωταγωνιστές της ηχηρής μειοψηφίας που έδωσε δυνατό «παρών» στην Αθήνα της δεκαετίας του ’80, βάζοντας το δικό της χρώμα στο πολύχρωμο τοπίο της εποχής, θυμάται, αυτοσαρκάζεται και κάνει την αυτοκριτική της σήμερα που δεν φαίνεται καμιά αναβίωση των 50’ς στον ορίζοντα…

Σήμερα, ένας 50άρης που ανήκε σε μία από τις πρώτες συμμορίες ροκαμπιλάδων στην Αθήνα, τους περιώνυμους Victoria Cats, θυμάται την αρχή της όμορφης περιπέτειας και δίνει το λόγο στα άλλα παιδιά που έγραψαν τη δική τους ιστορία στις φυλές της πόλης.

«H πρώτη μου επαφή με τους ροκαμπιλάδες ξεκίνησε από τις ταινίες στον κινηματογράφο. Το 1986 είδα στο σινεμά το Misfits, στα ελληνικά προβλήθηκε ως Το Ξεπέταγμα. Μου άρεσαν τα τραγούδια, ο τρόπος ζωής των πρωταγωνιστών, συγκινήθηκα. Έτσι άρχισα να κονταίνω το μαλλί και να βάζω ζελέ για αρχή. Στην πορεία έβαζα στα μαλλιά μπριγιαντίνη Yardley, στο πράσινο μπουκαλάκι των 50 γραμμαρίων. Ήταν πανάκριβη. 1500 δραχμές, τότε. Την έβρισκες συνήθως σε μαγαζιά που πουλούσαν καλλυντικά. Σε τρείς μήνες τελείωνε. Στην τρίτη λυκείου, το 1987, άρχισα να αγοράζω παπούτσια περίεργα, τα λεγόμενα creeper. Τα πουλούσε το Remember 10.000 δρχ. και μάζευα ένα μήνα λεφτά για να αγοράσω αυτά τα παπούτσια. Φορούσα μπλου τζην παντελόνια με ρεβέρ. Ήταν τότε το τραγούδι του Sam Cooke, What A Wonderful World που είχε στη διαφήμιση η Levi’s. Έτσι πήγαινα σχολείο. Μπριγιαντίνη, creeper, ζώνες πανάκριβες, με αγκράφες, πουκάμισα καρό. Την είχαμε δει πολύ ωραία τότε. Ήμασταν στη Ν. Σμύρνη καμιά εικοσαριά άτομα που ακούγαμε Rock’n’Roll. Μετά το σχολείο κολλήσαμε σαν παρέα γιατί τότε οι περισσότεροι ήταν ροκάδες, χεβυμεταλλάδες και λαϊκοί».

Τα στέκια


Τα στέκια της εποχής ήταν το κλαμπ Iron στο Μπραχάμι, όπου έρχονταν εκεί και οι καράφλες. Δεν ξέρω γιατί πηγαίναμε εκεί. Είχε ωραίες γκόμενες, τις γλάστρες που λέγαμε, οι Κιουρόβιες που άκουγαν Cure. Εκεί μαζευόντουσαν όλες οι φυλές του Ισραήλ (γέλια). Οι βλάχοι μας έλεγαν τα παιδιά με το τσουλούφια. Κοκόρια είχαμε, όχι τσουλούφια. Επίσης συχνάζαμε στον Κούκο στο Θησείο, που μπορεί να μην έπαιζε rock’n’roll αλλά ήταν στέκι μας και μάζευε γενικά ψαγμένο κόσμο, όχι λαϊκούς που ήταν για άλλα μαγαζιά να πετάξουν πιάτα και λουλούδια. Οι λαϊκοί ήταν καλά παιδιά τότε, αλλά δεν ταιριάζανε με τα δικά μας ακούσματα. Στο Club 22, στη Βουλιαγμένης, είχε ωραίο σκηνικό, όλο φασαρίες γινόντουσαν εκεί μέσα. Παίξαμε ξύλο μια φορά με τους πορτιέρηδες γιατί ήταν τρελοί κι ήμασταν τρελοί κι εμείς. Επίσης καλά στέκια ήταν το 127 Ντεσιμπέλ στα Εξάρχεια και το Maze στους Αμπελόκηπους, όπου έπαιζε μουσική ο Γρηγόρης Βάιος. Όταν τα μαγαζιά έβαζαν 50s δεν δεχόμασταν να χορεύουν άσχετοι rock’n’roll κι έπεφτε ξύλο. Δεν είσαι ροκαμπιλάς, γιατί χορεύεις; Σε μερικά μαγαζιά αν δεν έβαζε Elvis, το γκρεμίζανε. Στου Γκύζη σκάσαμε σ’ ένα μαγαζί κι ο d.j. πήρε το πότο του, άφησε το δίσκο να παίζει και κάθισε στην άκρη. Φοβότανε. Και τι είναι αυτά που βάζεις; Βάλε να χορέψουμε και τέτοια πράγματα. Αυτό δεν ήταν καλό… Περιμέναμε το Σάββατο να πάμε στο κλαμπ να έρθουν τα καινούργια κορίτσια της παρέας, να τα εντυπωσιάσουμε με το κοκόρι και να χορέψουμε rock’n’roll.

Chuck Berry


Η πρώτη μου συναυλία ήταν στον Chuck Berry στον Λυκαβηττό. 20 Ιουλίου 1987. Η συναυλία που δεν τελείωσε ποτέ γιατί διακόπηκε. Οι ροκαμπιλάδες έσπασαν το ξύλινο φράκτη που υπήρχε μπροστά στη σκηνή και με τα ξύλα βαράγανε τους σεκιουριτάδες, ανέβηκαν επάνω κι έγινε χαμός. Πριν αρχίσει η συναυλία ήταν από νωρίς εκεί οι Victoria Cats και έπιναν γύρω από μια παλιά κόκκινη Triumph. Ένα ωραίο αμάξι, παλιό, που είχε ο Γιώργος που ασχολούνταν με τα αμάξια, ακόμη και σήμερα.

Οι «συμμορίες»


Οι κυριότερες ομάδες ροκαμπιλάδων ήταν οι Victoria Cats που σύχναζαν από την Πλατεία Βικτωρίας ως την Κυψέλη, οι Περιστεριώτες που σύχναζαν στο Λόφο των Αξιωματικών, οι Αμπελοκηπιώτες, οι Γλυφαδιώτες που σύχναζαν στα Bobby’s. Οι πιο σκληροπυρηνικοί ήταν οι Victoria Cats. Αλλά ξέρεις κάτι; Οι περισσότεροι από αυτούς ή τρελαθήκανε ή πεθάνανε. Έπεσε τότε και η πρέζα και τους θέρισε. Όπως και στην Κυψέλη όταν μπήκε η πρέζα σκοτωθήκανε πολλά καλά παιδιά. Είχε βγει τότε και το τραγούδι του Ian Dury, Sex and Drugs and Rock’n’Roll και θέλαμε να το ακολουθήσουμε όλοι. Λέγαμε τότε να πιούμε κι αυτό, να πιούμε και το άλλο. Μαλακία ήταν αυτό… Γλύτωσαν μόνο όσοι παντρευτήκανε και κάνουν μια συμβατική ζωή.

Οι Victoria Cats θεωρούνταν πιο σκληροπυρηνικοί γιατί είχαν παλιές μηχανές. Ήταν καλά παιδιά. Καμιά πενηνταριά άτομα ήταν. Οι ηλικίες τους ήταν από 22 ετών και πάνω… Ήμασταν άτομα που μέτραγαν στο ξύλο και στα ξύδια. Ένας έχει μείνει από την παρέα αυτή, ο Πέρης, που είναι ακόμη με μαλλί, creeper και πέτσινο. Ο αρχηγός που έστησε αυτή την παρέα, είναι καλόγηρος στη Θήβα. Καμιά δεκαπενταριά χρόνια τώρα. Ο Βασίλης. Το παρατσούκλι του ήταν Σερίφης. Πήγαινε στο Περιστέρι κι έκανε παρέα με τους Περιστεριώτες. Μικρός ήταν τότε, το ’85 ήταν 18 χρονών. Δεν είχε μηχανή. Ήταν καλό παιδί.

Οι κοπέλες που έρχονταν στις ροκαμπιλάδικες παρέες ήταν δύο-τρεις το πολύ. Δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, μία τα είχαν με τον έναν, μία με τον άλλον, γι’ αυτό χαλάσανε την παρέα. Οι περισσότεροι ροκαμπιλάδες γι’ αυτό δεν δεχόμασταν γυναίκες στην παρέα, δεν τις θέλαμε. Θέλαμε ξέμπαρκες. Ήταν γκόμενα κάποιου και την έφερνε στην παρέα. Ντυνόντουσαν κι αυτές ανάλογα. Αλλά όταν μία τα είχε με τον έναν, μετά με τον άλλο, την είχανε πάρει όλοι και μετά την ξεφτιλίζανε. Αυτό δεν μου άρεσε εμένα. Ήμασταν στο Αγκάθι κι έρχεται ένας, που τον είχαμε για χαζό, με μια ωραία γκόμενα. Πάει λοιπόν ένας τύπος που ήταν δυο μέτρα ροκαμπιλάς, πολύ δυνατός, πιο μεγάλος απ’ όλους μας (28 χρονών αυτός και οι Victoria Cats έως 25), την πάει στην τουαλέτα και του παίρνει μια π… και πάει και του λέει του «χαζού»: ωραίες π… παίρνει η κοπέλα σου. Κι ο κακομοίρης έφυγε μόνος του, χωρίς τη γκόμενα. Τρελάθηκε…

Οι Περιστεριώτες ήταν η πρώτη Rockabilly συμμορία στην Αθήνα. Σύχναζαν σε κάτι μπαρ και καφετέριες στο Λόφο των Αξιωματικών. Εκεί ήταν το στέκι τους. Τα περισσότερα ήταν πολύ καλά παιδιά. Την καλοσύνη τους δεν την έδειχναν. Δεν το δέχονταν να πουν ότι είναι ευαίσθητα παιδιά. Ήθελαν να δείχνουν άγριοι. Τώρα εάν βλέπεις 25-30 άτομα τα ίδια, με την ίδια εμφάνιση, με τα ίδια ρούχα, με τα ίδια παπούτσια κάπου κολλάς. Λες τι είναι αυτοί; Σαν σέχτα φαίνονταν.

Οι Περιστεριώτες με τους Victoria Cats είχαν καλές σχέσεις. Με αυτούς που δεν είχαν καλές σχέσεις και πλακωνόντουσαν ήταν οι Γλυφαδιώτες. Δεν τους ήθελαν γιατί έλεγαν ότι εσείς μένετε Γλυφάδα, είστε πλούσιοι, έχετε ακριβές μηχανές, αυτοκίνητα, λεφτά. Oι Victoria Cats είχαν κατέβει μια φορά στη Γλυφάδα, ήρθε αστυνομία κι έγινε ανάστα ο Κύριος. Σε ένα συγκεκριμένο μέρος πλακωθήκανε, όπου ήρθανε οι μισοί Γλυφαδιώτες, οι άλλοι μισοί φοβηθήκανε να έρθουν, πάντως έγινε χοντρό σκηνικό. Και στο Γαλάτσι είχε ροκαμπιλάδες που ήταν μαλωμένοι με τους Κυψελιώτες. Γαλάτσι - Κυψέλη είναι ένα χιλιόμετρο απόσταση. Οι Γαλατσιώτες συχνάζανε σ’ ένα μαγαζί, το Sixties. Πολλές φορές κατεβαίνανε στο Αγκάθι, στην Κυψέλη και γινόντουσαν φασαρίες. Η μαλακία της εποχής ήταν ότι άμα σε κοιτούσε κάποιος και τον κοιτούσες κι εσύ, ήταν λόγος φασαρίας. Έτσι ξεκινούσε η φασαρία. Γιατί με κοιτάς; Αυτό ήταν. Το έπαιζαν άγριοι στις γκομενίτσες, έβαζαν το πακετάκι με τα τσιγάρα πάνω από τα μανίκια, φαβορίτα, κοκοράκι, τσατσάρα στην κωλότσεπη, όλοι το ανάλογο ντύσιμο κι όπου πηγαίναμε κοιτάζαμε να είμαστε άγριοι. Δεν υπήρχαν αρχηγοί, όλοι μαζί ήταν.

Ροκαμπιλάδες, μουσική και συγκροτήματα


Οι Αμπελοκηπιώτες ήταν από τους πρώτους ροκαμπιλάδες. Πρώτα έγιναν οι Περιστεριώτες, μετά οι Victoria Cats και τρίτοι οι Αμπελοκηπιώτες. Οι Αμπελοκηπιώτες ασχολούνταν με τη μουσική. Ήταν άτομα που έπαιζαν κιθάρα, μπάσο, ντραμς και σχημάτιζαν συγκροτήματα, όπως οι Jive Rockets. Οι πρώτοι που βγήκαν στην πιάτσα παίζοντας rock’n’roll και με ελληνικό στίχο ήταν το συγκρότημα Φάντης Μπαστούνι και Οι Άσσοι κι έβγαλαν δίσκο. Οι Jive Rockets υποστήριζαν ότι το rock’n’roll πρέπει να γράφεται με ξένο στίχο. Αντέγραφαν τραγούδια των Gene Vincent, Eddie Cochran, Elvis… κουνάγανε το κώλο τους, τα κοριτσάκια γουστάρανε κι έβγαζαν γκόμενες. Οι Blue Jeans ήταν το καλύτερο συγκρότημα. Αλλά τα δύο αδέρφια, οι Μπερέκοι, ο Αλέξης ο κιθαρίστας και ο Στέλιος ο μπασίστας, μαλώνανε συνέχεια. Ένα χρόνο διαφορά είχαν, ο ένας του ’68, ο άλλος του ’69. Είχαν τον περισσότερο κόσμο. Έπαιζαν με ξένο στίχο, αλλά είχαν βγάλει κι ένα δίσκο με δύο ελληνικά τραγούδια. Έπαιζαν μόνο rock’n’roll. Μετά ο Αλέξης έπαιξε surf και garage. Επίσης ο Τάσος ο Καρατζής, ο ραδιοφωνικός παραγωγός, είχε σχηματίσει τους Mavericks, αλλά αυτοί έπαιζαν περισσότερο country. Μετά σχημάτισε τους Outsiders. Αλλά κράτησαν λίγο. Έπαιζαν στο Αν κλαμπ του Πέτρου Κουτσούμπα και ήταν ασφυκτικά γεμάτο.

Στη Θεσσαλονίκη ήταν ο Alexandros Perros με τους Lone Stars. Λίγο μετά ήρθαν οι Bullets. Υπήρχε κι εκεί κίνημα rock’n’roll και συγκροτήματα όπως οι Free Soul και Breathless που συνεχίζουν έως σήμερα την παράδοση στο Rock’n’Roll μαζί με τα παλιότερα που είπαμε.

Ναρκωτικά και ανομία


Σιγά - σιγά εισέβαλαν και τα ναρκωτικά στις παρέες, αλλά οι περισσότεροι τα αποφεύγαμε αυτά. Τα θεωρούσαμε χαζά. Άλλοι που έμπλεξαν πήραν το δρόμο χωρίς γυρισμό. Κάποιοι ροκαμπιλάδες έκλεβαν και δίσκους. Δέκα - δέκα τους έπαιρναν. Είχαν ένα μπουφάν φαρδύ και τους έβαζαν στο πλάι. Ανέβαζαν το φερμουάρ και δεν φαινόντουσαν. Ο αδερφός μου τους διάλεγε πρώτα, δεν έπαιρνε τυχαία. Τους έβλεπαν οι δισκοπώλες, αλλά δεν έλεγαν τίποτα γιατί τους φοβόντουσαν μη βγει κάνα μαχαίρι. Οι δίσκοι ήταν τότε ακριβοί. Δεν είναι όπως τώρα που με ένα και δύο - ευρώ μπορείς να βρεις δίσκους σ’ ένα παζάρι. Τότε ο δίσκος έκανε δυο και τρεις χιλιάδες, που ήταν λεφτά και δεν ήταν μεταχειρισμένοι. Καινούργιοι ήταν. Αρκετοί ροκαμπιλάδες τότε ήταν βλάχοι και δεν άκουγαν δίσκους. Τους άρεσε όμως η φάση. Οι φαβορίτες, το κοκοράκι, οι γκόμενες, οι παρέες, το πιόμα. Κι όμως μπορεί να μην ήξεραν ούτε ένα τραγούδι του Presley. Εμφανισιακά όμως ήταν ροκαμπίλυ. Ούτε τους Stray Cats ξέρανε. Εμείς ακούγαμε κυρίως Elvis, Gene Vincent, Eddie Cohran, Jerry Lee Lewis, αλλά και τους αναβιωτές Stray Cats, Crazy Cavan, Roy Camp, Matchbox, Robert Gordon…

Άγραφοι νόμοι


Ο καθένας έκρινε τη δύναμη του σε σχέση με τον άλλον, αν είχε γίνει πιο πριν ή πιο μετά ροκαμπιλάς. Είμαι παλιός, να με σέβεσαι. Φέρε μου καφέ, φέρε μου ποτό, πλήρωσε τα τσιγάρα μου. Αυτό ήταν λάθος γιατί αν συναντιόμασταν όλοι οι ροκαμπιλάδες απ’ όλες τις συνοικίες θα φθάναμε τα χίλια άτομα. Δεν ήταν όλοι σε συμμορίες. Οι αρχές ήταν να σέβεσαι τον παλιό, να πίνεις, να κάνεις φασαρίες. Ήταν τρόπος ζωής. Είχαν αγάπη για τις γυναίκες και ήταν δυνατοί στο να τσαντίζονται με τους άλλους, όπως στο Cry Baby με τον Τζόνι Ντεπ. Εμβληματική ταινία ήταν το The Wanderers που έδειχνε ότι όποιος έχει μια γκόμενα, τη γουστάρει κι ο άλλος. Ήταν θέμα οι γυναίκες. Το ροκαμπίλυ ήταν τίτλος τιμής. Θέλαμε να έχουμε γυναίκες, αλλά οι γυναίκες τότε ήταν λίγες. Έτσι τσακωνόμασταν, όπως μια κότα στο κοτέτσι. Άλλοι τη δελέαζαν με τα λόγια, άλλοι με τους δίσκους που είχαν, άλλος με τα λεφτά, άλλος με το χορό. Δεν είχαμε πολλά λεφτά τότε για να ξοδεύουμε γιατί δεν δουλεύαμε, ήμασταν πιτσιρίκια. Ήμασταν στην αρχή. Οι περισσότεροι ήταν εργάτες, ηλεκτρολόγοι, υπάλληλοι σε παπουτσάδικα, σε μπαρ, στην καλύτερη να δουλέψουν σε καμιά πόρτα, γενικά δουλειές χωρίς γραβάτες και κοστούμια.

Μηχανές


Οι μηχανές ήταν ένα άλλο κίνημα που βγήκε στις αρχές του ’90. Οι περισσότεροι ροκαμπιλάδες αγοράζαν μηχανές από κάτι τελειωμένους γέρους και γριές που τις είχαν από το ’40, την κατοχή με τους Γερμανούς, και δεν τις χρειαζόντουσαν πια. Τις πουλάγανε πολύ φθηνά, αλλά τα ανταλλακτικά στοιχίζανε πολύ ακριβά. Υπήρχαν παλιές μηχανές κυρίως BMW, Norton, Triumph, BSA. Όλα αυτά πριν ανοίξει η Harley Davidson στη Βουλιαγμένης και μετά στο Κολωνάκι και πουλούσαν μηχανές στην Αθήνα. Ο κόσμος γενικά κατηγορούσε κι έβλεπε με μισό μάτι όσους είχαν παλιές μηχανές, αλλά ήταν ωραία να έχεις τέτοια μηχανή. Ένας πήρε από μια γριά μια BMW R51, του ’40, 150.000 δραχμές το 1989. Από αυτές των Γερμανών με το καροτσάκι δίπλα, το οποίο πούλησε 20.000 σε κάποιον γιατί δεν το ήθελε. Ένας μάστορας του έλυσε τη μηχανή, πούλησε τα ανταλλακτικά και κονόμησε καλά λεφτά…

Στα πάρτι


Οι ροκαμπιλάδες στα πάρτι μεθάγανε και όποιος περίεργος περνούσε απ’ έξω τον δέρνανε. Αλητείες μεγάλες κάναμε. Σ’ ένα πάρτι στην Κυψέλη έσκασαν οι Victoria Cats κι ένας φώναξε σε κάποιον που περνούσε απ’ έξω: γ… τη μάνα σου. Τι είπες για τη μάνα μου ρε; Πηδάει από το μπαλκόνι κι αρχίζει να τον βαράει. Αλήτες φύγετε από δω… φώναζαν οι γείτονες. Ο τύπος έφαγε χοντρό ξύλο χωρίς να φταίει σε τίποτα. Ήταν μεθυσμένος ο δικός μας. Ήταν η εποχή του αλκοόλ. Έπινε πολύ ο κόσμος. Μπύρες, κονιάκ, και αν είχαμε λεφτά παίρναμε κάνα καλό ουίσκι. Το αλκοόλ ήταν το νόμιμο ναρκωτικό που υπάρχει και τώρα. Στις παρέες των ροκαμπιλάδων έπιναν πολύ Southern Comfort με Sprite ή σκέτο. Ήταν το ποτό μας, επειδή έλεγε Southern. H άνεση του Νότου. The South Will Rise Again ήταν το σύνθημά μας. Για πολλούς το ροκαμπίλυ ήταν μόδα και το ακολούθησαν, αλλά για άλλους πολύ σοβαρή υπόθεση και παρέμειναν πιστοί σε αυτό έως σήμερα.

Τατουάζ


Τατουάζ είχαν πολλοί λίγοι. Όχι όπως τώρα που έχουν όλοι. Τότε το τατουάζ θεωρείτο αλητεία. Ο κόσμος το παρεξηγούσε το τατουάζ. Ένας από την παρέα είχε ζωγραφίσει μια γάτα στο μπράτσο με ραπιτογράφο για να το ελέγχει, μετά το πέρασε με πράσινο χρώμα που ήταν το χρώμα της μπογιάς και μετά πήγε στον Jimmy και του έβαλε χρώματα. Έκανα κι εγώ ένα γάτο στο μπράτσο κι όταν πήγα στο στρατό το είδε ο λοχαγός και μου λέει: Τι είναι αυτό ρε; Γάτος, δεν τον βλέπεις. Έρχεται τότε ο γιατρός, παίρνει τα ακουστικά και μου λέει; Ρε συ αυτό νιαουρίζει… Και δαγκώνει, του λέω… νιαρ.

Σήμερα


Στο Blue Fox, Ιπποκράτους 91, παίζει μόνο rock’n’roll μουσική, κάνει live και παράλληλα διδάσκει χορό. Πηγαίνει κόσμος τα μεσημέρια, μαθαίνουν να χορεύουν και τα βράδια γίνονται χορευτικά.

*Στη μνήμη του Σταύρου Ευθυμίου. Ετών 49. Ροκαμπιλάς.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!