22 χρόνια χωρίς τον Ντίνο Ηλιόπουλο

Ένα μοναδικό φαινόμενο στο ελληνικό θέατρο
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Σύμφωνα με τον θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο, ο Ντίνος Ηλιόπουλος αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στο ελληνικό θέατρο. «Καλλιέργησε ένα φανταιζίστικο ύφος, γεμάτο φαντασία, ποιητική αίσθηση, ονειροπόληση και παιδική αφέλεια. Κάτοχος μιας χορευτικής τεχνικής και διαθέτοντας την ικανότητα του αυτοσχεδιασμού χωρίς να φτηναίνει το στυλ, ο Ηλιόπουλος δεν έχει προγόνους ούτε μιμητές. Δημιούργησε κωμικούς χαρακτήρες με φινέτσα, αγαθό χιούμορ και εύθραυστη επιφάνεια.

Ήταν ένας κλόουν, ένας πιερότος, γεμάτος καλές προθέσεις, που συνεχώς έσπαζε τα μούτρα του επάνω στη σκληρή πραγματικότητα. Μέσα από τη συνεχώς έκπληκτη μάσκα του διέκρινες μια δακρυσμένη ωριμότητα και μια φιλοσοφημένη αποδοχή τού μοιραίου».

Πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε κάτι ανάλογο βλέποντας τον Ντίνο Ηλιόπουλο να παίζει σε κάποια ταινία; Ηθοποιός κορυφαίος, τόσο στο θέατρο όσο και στον κινηματογράφο, αν είχε γεννηθεί σε άλλη χώρα θα μιλούσαμε για ένα παγκόσμιο είδωλο. Καμιά φορά για κάποιους καλλιτέχνες, και ο Ηλιόπουλος είναι ανάμεσά τους, τα σύνορα και η νοοτροπία της Ελλάδας πέφτουν στενά.
Γεννήθηκε το 1915 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ο πατέρας του ήταν μεγαλέμπορος. Μετά το παγκόσμιο οικονομικό κραχ του 1929 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Μασσαλία, όπου ο νεαρός Ντίνος τελείωσε το σχολείο, μιλώντας, βέβαια, γαλλικά. Στην Αθήνα ήρθε λίγο αργότερα, με σκοπό να συνεχίσει με εμπορικές σπουδές, όμως έπεσε πάνω στον πόλεμο. Υπηρέτησε σαν ασυρματιστής.

Το πείσμα του να γίνει ηθοποιός

Λίγο πριν τον πόλεμο, τo 1939 έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του τότε Βασιλικού Θεάτρου, αλλά απορρίφθηκε. Το πείσμα και η επιμονή του να γίνει ηθοποιός τον οδήγησε στη σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη. Αποφοίτησε με άριστα και μπήκε στο χώρο του θεάτρου το 1944, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, με το θίασο της Κατερίνας στο έργο του Λέο Λεντς «Κυρία, σας αγαπώ». Έκτοτε, συμμετείχε στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαίρης Αρώνη, του Δημήτρη Χορν και πολλών άλλων. Οι κριτικές που πήρε ήταν ενθουσιαστικές. Χαρακτηριστικά, ο σπουδαίος ηθοποιός της εποχής Βασίλης Λογοθετίδης είχε πει για τον νεαρό τότε Ηλιόπουλο: "Τι σπουδαίος! Τι φανταστικός κλόουν! Αυτό θα πει θέατρο!".

Το 1944 θα παίξει με την Μελίνα Μερκούρη στο έργο "Το πένθος δεν ταιριάζει στην Ηλέκτρα", όπου λέει και ένα τραγουδάκι του πρωτοεμφανιζόμενου Μάνου Χατζιδάκι.

Η πρώτη από τις πολλές κινηματογραφικές συμμετοχές του Ηλιόπουλου έγινε το 1948 με την ταινία «Εκατό χιλιάδες λίρες». Το κινηματογραφικό κοινό πολύ γρήγορα τον αγκάλιασε και η αναγνωρισιμότητά του τού επέτρεψε να ηγηθεί από το 1953 θεατρικού θιάσου (με επιχειρηματία τον Χέλμη) στο Θέατρο Κοτοπούλη-Ρεξ, όπου παρουσίασε την κωμωδία: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος», με συμπρωταγωνίστρια την Άννα Συνοδινού.

Το 1954 συγκρότησε θίασο με το Μίμη Φωτόπουλο, με τον οποίο αποτέλεσαν ανεπανάληπτο κωμικό δίδυμο. Τρία χρόνια αργότερα και μέχρι το 1969 δημιούργησε δικό του θίασο, ανεβάζοντας έργα όπως: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η κυρία του κυρίου», «Το έξυπνο πουλί», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Εξοχικόν κέντρον ο Έρως» κ.ά. Συχνά σκηνοθετούσε ο ίδιος τις παραστάσεις τού θιάσου του και διασκεύαζε ξένες φάρσες και κωμωδίες, προσαρμόζοντάς τις στα ελληνικά ήθη.

Τα επόμενα χρόνια στράφηκε στην επιθεώρηση, πρωταγωνίστησε σε μιούζικαλ («Καμπαρέ», «Γλυκιά Ίρμα»), περιόδευσε στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Το 1977 ερμήνευσε τον «Αμφιτρύωνα» του Πλαύτου στο Εθνικό Θέατρο, ενώ το 1978 εμφανίστηκε στην Επίδαυρο και στο Ηρώδειο με τις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού. Για την προσφορά του στο θέατρο τιμήθηκε με το Χρυσό Σταυρό Γεωργίου Α'.

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος είχε λατρεία και για την έβδομη τέχνη. Ο κινηματογράφος είχε μπει στη ζωή του από το 1948, όταν έκανε το ντεμπούτο του στη μεγάλη οθόνη με την κωμωδία «Εκατό χιλιάδες λίρες» του Αλέκου Λειβαδίτη σε σενάριο του Νίκου Τσιφόρου. Ακολούθησαν περισσότερες από 90 ταινίες, πολλές από τις οποίες ανήκουν στη λεγόμενη «χρυσή εποχή του ελληνικού κινηματογράφου» κι έμειναν κλασικές στο είδος τους: «Θανασάκης ο πολιτευόμενος» (1954), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» (1960), «Μερικοί το προτιμούν κρύο» (1963), «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης» (1963), «Το Δόλωμα» (1964), «Η Κοροϊδάρα» (1967), «Ο Στρατής παραστράτησε» (1969).

Ο «Δράκος» του Κούνδουρου σημάδεψε την καριέρα του

Ο ρόλος, όμως, που σημάδεψε την καριέρα του, ήταν εκείνος του Θωμά, του υπαλληλάκου που εκλαμβάνεται ως αρχηγός του υποκόσμου, στο αριστούργημα του Νίκου Κούνδουρου «Ο Δράκος» σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1956). Το 1986 συμμετέχει στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μελισσοκόμος» στο ρόλο του φίλου του Σπύρου, του βασικού πρωταγωνιστή της ταινίας που ερμήνευσε ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι.

Ο Ντίνος Ηλιόπουλος ήταν ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του θεάτρου και γενικότερα της Τέχνης. Υπήρξε ένας από τους ευγενέστερους ανθρώπους που πέρασαν από τον καλλιτεχνικό χώρο. Έλαμπε και ξεχώριζε από τη φινέτσα και την αυθόρμητη απλότητα της ερμηνείας του. Συνεργάστηκε με όλους τους ηθοποιούς της ελληνικής σκηνής, μεγάλους και μικρούς, τους αγάπησε και τον αγάπησαν, τους σεβάστηκε και τον σεβάστηκαν, αλλά, ο φίλος της καρδιάς του ("πιο αδελφός δεν γίνεται", όπως έλεγε ο ίδιος) ήταν ο Βαγγέλης Πλοιός.

Υπήρξε ηθοποιός και όχι σταρ. Έπαιξε δίπλα στις μεγαλύτερες ελληνίδες σταρ, όπως η Μελίνα Μερκούρη, η Αλίκη Βουγιουκλάκη και η Τζένη Καρέζη, πολλές φορές κλέβοντας την παράσταση. Στο θεατρικό σανίδι θα συνεχίσει να παραδίδει μαθήματα υποκριτικής, με κορυφαία στιγμή τη συνεργασία του με την Έλλη Λαμπέτη το 1974 στο έργο «Γλυκιά Ίρμα».
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος θα πεθάνει το 2001, αφήνοντας πίσω του μία υποκριτική παρακαταθήκη, αλλά και τη σεμνότητα ενός σπουδαίου ανθρώπου με σπάνιο χιούμορ, ενός άνδρα που λάτρεψε τις γυναίκες, όπως φανερώνει και η πλάκα πάνω από το μνήμα του που γράφει «Με συγχωρείτε κυρίες μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ».

Όσο για την σχέση του με τον χρόνο, όπως είπε ο ίδιος:

«Σε έναν κόσμο-μαραθώνιο, όπου παρκάρισες σε διπλή γραμμή, οι χειμώνες πάνε κι έρχονται. Καιρός να βάλουμε κάνα κούτσουρο στο καλοριφέρ. Τώρα, η τούρτα των γενεθλίων μου έχει τόσα κεριά που αν τ' ανάψουμε όλα θα ψηθεί μονάχη της. Πολύ θέατρο, κάμποσος κινηματογράφος, τηλεόραση ελάχιστη. Ποτέ δεν την άντεξα έτσι πεταχτή, φευγάτη και μοναχική που είναι».

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!