Νίκος Παπάζογλου: «Η Θεσσαλονίκη βρωμοκοπάει ακόμα στρατώνες και χωροφυλακή»

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ & VIDEO) «Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη στην οποία κάνει ότι θέλει το κατηχητικό και οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις».
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 

Σαν σήμερα…


Σήμερα συμπληρώνονται εννέα χρόνια χωρίς τον Νίκο Παπάζογλου. Έφυγε από τη ζωή στις 17 Απριλίου 2011 σε ηλικία 63 ετών…

Μια ξεχασμένη συνέντευξη


Μια σειρά γεγονότων που συνέβησαν τελευταία στην Θεσσαλονίκη, στα οποία δεν θέλω να επεκταθώ περισσότερο, μου θύμισαν κάποιες φράσεις από μια συνέντευξη του Νίκου Παπάζογλου στο φίλο ραδιοφωνικό παραγωγό, συνθέτη και μουσικό Αλέξη Βάκη, που δημοσιεύθηκε στο τεύχος 158 του «Διφώνου» τον Φεβρουάριο του 2009.

Ήταν η εποχή της προετοιμασίας μιας δισκογραφικής συλλογής με τίτλο «Ημουν κι εγώ εκεί», με συμμετοχές του Νίκου Παπάζογλου σε δίσκους άλλων καλλιτεχνών και λίγο μετά τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου και τις συνεχείς διαδηλώσεις που πραγματοποιήθηκαν στην Αθήνα. Έτσι το περιεχόμενο της συνέντευξης διαμορφώθηκε μέσα σε αυτό το κλίμα…

«Η Μπαρτσελόνα κι εγώ δεν έχουμε χορηγό»


Γράφει ο Αλέξης Βάκης:

Αν και είχε τύχει –μέσα σε παρέες κοινών φίλων- να συναντηθούμε στη Θεσσαλονίκη παλιότερα, εντούτοις ήταν η πρώτη φορά που κάτι τέτοιο θα συνέβαινε επί τούτου. Τον πέτυχα λοιπόν στην Αθήνα, ένα βροχερό πρωινό Παρασκευής. Βρισκόταν εδώ μιας και από τις αρχές του Νοέμβρη μέχρι πριν λίγες μέρες εμφανιζόταν με τη μπάντα του στο «Ζουμ», στην Πλάκα. Με περίμενε σε ένα από τα café της Πλατείας Φιλομούσου Εταιρείας και ήταν από την αρχή πολύ εγκάρδιος. Έτσι, άδραξα την ευκαιρία και του μίλησα στον ενικό, πειράζοντάς τον για το αιώνιο γαλάζιο πουκάμισο -«της αγγαρείας» όπως λέγαμε στο Ναυτικό-που φορούσε. Η συνομιλία, αν και έγινε με τυπική αφορμή την κυκλοφορία του δίσκου με τις συμμετοχές του σε εργασίες τρίτων, ήταν γενικής φύσεως και όχι αυστηρά γύρω από το τραγούδι. Όπως όμως μου τόνισε (και συμφώνησα βεβαίως), αυτός είναι τελικά ο καλύτερος τρόπος για να κατανοήσεις τη μουσική και τα μυστικά της.

- Νίκο, ας ξεκινήσουμε από τη δυσάρεστη είδηση: το ιστορικό στούντιο της Θεσσαλονίκης, το «Αγροτικόν», της οδού Επταλόφου στην Τούμπα, δεν υπάρχει πλέον.

- Ναι, κλείσαμε δυστυχώς. Οι λόγοι; Κεσάτια. Έφυγαν όλοι, γίνανε Αθηναίοι, κυνηγώντας καλύτερη τύχη.

- Όσοι και να φύγανε, δεν υπάρχει σε μια τόσο μεγάλη πόλη ένα μουσικό δυναμικό που να μπορεί να συντηρήσει ένα στούντιο σαν το «Αγροτικόν»;

- Είναι πολλοί που έχουν φτιάξει μικρά στούντιο στα σπίτια τους και δουλεύουν πια εκεί. Αλλά εκτός απ’ αυτό, αυτές οι δημιουργικές δυνάμεις που υπήρχανε κυνηγήθηκαν πολύ άσχημα, γιατί κυνηγήθηκαν οι μικροί χώροι που θα αποτελούσανε βήμα. Θαρρείς και υπήρχε συντονισμένη κίνηση Αστυνομίας, Δήμου, Νομαρχίας, Υγειονομικού κλπ. Τα κλείσανε όλα και υπάρχουνε μόνο αυτές οι παράγκες - προς το Αεροδρόμιο ή προς τα Σφαγεία- οι οποίες στοιβάζουνε δύο- δυόμισι χιλιάδες κόσμο.

- Πάντως, κάθε φορά που ανεβαίνω στη Θεσσαλονίκη, έχω την εντύπωση πως λιγοστεύουν ακόμα και τα παραδοσιακά εστιατόρια που τρώγαμε κανένα φαγάκι της προκοπής.

- Τα πατσατζίδικα της Εγνατίας, ας πούμε, δεν υπάρχουν. Αυτή η πόλη ρε παιδί μου είναι φοβερή. Εδώ το κλασικό της προϊόν, το κουλούρι, από τότε που θυμάμαι, είναι κυνηγημένο είδος. Όσοι το πουλάνε, το πουλάνε παράνομα. Δεν έχει ο άλλος άδεια μικροπωλητή, αφήνει τον ταβά του στο σταυροδρόμι, κρύβεται σε μια γωνιά για να μη τον μαζέψουν και ο κόσμος πηγαίνει, αφήνει λεφτά, παίρνει το κουλούρι και φεύγει.

- Δεν θέλω να μιλήσουμε πολιτικά –με την στενή έννοια του όρου τουλάχιστον- αλλά φαντάζομαι πως αυτή η ζοφερή κατάσταση που περιγράφεις έχει να κάνει και με το πλαίσιο που ορίζει η τοπική εξουσία. Το πολύ συντηρητικό κοινωνικά, το θρησκόληπτο κλπ.

- Μα ακριβώς αυτό είναι. Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη στην οποία κάνει ότι θέλει το κατηχητικό και οι παραεκκλησιαστικές οργανώσεις. Βρωμοκοπάει ακόμα στρατώνες και χωροφυλακή. Ο ντόπιος πολιτισμός είχε ανέκαθεν πολύ μεγάλη δυσκολία να βγει προς τα έξω. Πρώτα- πρώτα εξολοθρεύτηκαν –τους πήρανε οι Γερμανοί- όλοι οι Εβραίοι, οι οποίοι ήτανε αστοί, δεν ήτανε από χωριό που κατέφυγαν στην πόλη για μεροκάματο. Ο χαρακτήρας της πόλης ήταν πάντα ο χαρακτήρας μιας πόλης υπό κατοχήν, από το 1912 μέχρι και σήμερα έτσι είναι. Εγώ, ας πούμε, δεν μπορώ να παίξω σε κανένα θέατρο. Όλα τα θέατρα διοικούνται από κάτι περίεργα σινάφια, πρόκειται για ένα πολύ ασφυκτικό περιβάλλον. Αλλά και η ζωή στην πόλη, η οποία έχει παραδοθεί εξ ολοκλήρου στο αυτοκίνητο, έχει γίνει αβίωτη. Με την κύρια ευθύνη του Δήμου βέβαια, ο οποίος επωφελείται. Μια γυναίκα με ένα μωρό στο καροτσάκι π.χ. είναι αδύνατον να περάσει τη λεωφόρο Νίκης. Γιατί δεν είναι μόνοι οι καρέκλες και τα τραπέζια, στρώνουνε σαλόνια ολόκληρα στην παραλία, με ριχτάρια κ.α. Έχουνε βάλει τέντες, έχουνε βάλει και αυτά τα υγραέρια που είναι για να ζεσταίνουνε τις κότες δαπέδου. Καρακιτσαριό απίστευτο.

- Δεν έχετε δηλαδή καφενεία για να συναντηθείτε; Εγώ σε θυμάμαι στη Διαγώνιο, σε κάποια στέκια που συχνάζατε με τις άλλες «ντόπιες δυνάμεις».

- Εντάξει, υπάρχουνε ένα- δυο στέκια. Αλλά εγώ κατεβαίνω σπάνια πια στο κέντρο. Γιατί είναι πολύ ζόρικο πράγμα να κατέβεις. Λες μια μέρα θα μπω στο λεωφορείο, θα ανοίξω την εφημερίδα, μέχρι να χαζέψω λίγο θα έχω φτάσει. Θες όμως μια μέρα να φτάσεις κάτω. Άσε που είναι και ο γυρισμός, ειδικά αν θες να επιστρέψεις σαν άνθρωπος κάποια μεσημεριανή ώρα. Τα ταξί δε, έχουν άθλια συμπεριφορά, άδειος είναι και σε ρωτάει «που με πας;»

- Αν δεν το εστιάσουμε μόνο στη Θεσσαλονίκη αλλά μιλήσουμε γενικότερα για τη ζωή σήμερα στην Ελλάδα, ποιο πρότυπο λες ότι είναι αυτό που κυριαρχεί;

- Οι ήρωες της σημερινής κοινωνίας μας είναι κάτι μπαταχτσήδες, κάτι τύποι οι οποίοι κλέψανε και δεν μπήκανε φυλακή. Η ατιμωρησία είναι δηλαδή ο κανόνας. Αλλά αυτό είναι αναμενόμενο όταν ακούς κάποιον που ήτανε και υπουργός Πολιτισμού να σου λέει πως ότι είναι νόμιμο είναι και ηθικό. Κατεβάζεις μετά τη τζαμαρία ή δεν την κατεβάζεις; (γέλια)

- Πως είδες τα τελευταία γεγονότα που ξέσπασαν με αφορμή τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή στην Αθήνα;

- Κοίταξε, τα παιδιά αντέδρασαν έτσι βίαια γιατί είναι πάρα πολύ στριμωγμένα και χωρίς διέξοδο. Εδώ το πιο αθώο γατάκι άμα το στριμώξεις σε μια γωνιά, θα ορμήξει να σου βγάλει τα μάτια. Τα έχουνε γονατίσει τα παιδιά. Απ’ το πρωί ως το βράδυ, από τ’ αγγλικά στο χορό και από το χορό στα γαλλικά, στο φροντιστήριο κλπ. Τι περιμένανε δηλαδή; Γιατί προσπάθησαν μια γενιά ολόκληρη να τους κάνουν χαϊβάνια. Αυτό το ντούπου- ντούπου, ας πούμε, που τους βάζουνε και ακούνε στις καφετέριες είναι μια «μουσική» που τη χρησιμοποιούνε ως πλύση εγκεφάλου. Ξέρεις, 120 DPM, η καρδιά πηγαίνει έτσι, τέτοια. Τους βομβαρδίζουνε επίσης με κάτι τελείως ψεύτικες ανάγκες και προσπαθούν να τους συμφιλιώσουνε με όλα τα σκουπίδια. Τα παιδιά όμως απέδειξαν πως δεν είναι χαϊβάνια.

- Μιας και μίλησες γι’ αυτό το ντούπου- ντούπου, πολλοί θεωρούν ότι μέσα από τους μονότονα επαναλαμβανόμενους ήχους χτίζεται η νέα καλλιτεχνική μορφή που εκφράζει την αγωνία του σύγχρονου νέου ανθρώπου.

- Είναι σκουπίδια κι ας το ντύνουνε με χίλια δυο ωραία λατινικά ονόματα. Είναι ύπουλο πράγμα και πολύ ύποπτο. Μέσα από την ενασχόλησή μας με τη μουσική κυνηγάμε την αποκάλυψη του ωραίου. Που είναι το ωραίο σ’ αυτό το πράγμα; Γιατί υποτίθεται ότι εμείς είμαστε και καλλιεργημένοι ώστε να το δούμε όταν υπάρχει.

- Ναι, αλλά για κάποιον που έχει συγκεκριμένους αισθητικούς ορίζοντες δεν είναι εύκολο να εγκλιματιστεί με κάτι που τον βγάζει από αυτό που έχει συνηθίσει να αναγνωρίζει ως ωραίο. Ένας που πήγαινε στο Ωδείο προπολεμικά π.χ. και μελετούσε Μπαχ και Μπετόβεν, δεν ήταν και το πιο πιθανό να γίνει λάτρης του Μάρκου Βαμβακάρη.

- Ενδεχομένως να μην του άρεσε σαν είδος. Αλλά οπωσδήποτε έβλεπε εκεί πέρα μέσα κάτι ωραίο. Τόσο ωραίο που σε οποιονδήποτε είναι σε θέση να το διακρίνει δεν μπορεί να κρυφτεί. Αυτά όμως τα καινούργια που λέμε ξεκίνησαν κατ’ αρχήν πολύ πονηρά: σήμερα βαφτίζουνε ροκ οτιδήποτε έχει ηλεκτρική κιθάρα. Για να το ξεδοντιάσουν, πήρανε το ρυθμό και τραγουδάνε βλακείες πάνω σ’ αυτόν. Ο ρυθμός δηλαδή είναι το διαβατήριο ώστε να γίνει αρεστό σ’ αυτούς που αγαπούν το ροκ. Το ροκ όμως γιγαντώθηκε μέσα στον Ψυχρό Πόλεμο, όταν η νεολαία όλου του κόσμου έλεγε: «ρε σεις, είστε τρελοί;» Ο ένας έβγαινε με τόσους μεγατόνους, ο άλλος την επόμενη βδομάδα μ’ αυτό συν κάτι ακόμα. Ξεσπούσε ο πόλεμος στο Βιετνάμ και μας αφορούσε όλους αυτό. Γιατί οι φαντάροι τότε που πηγαίνανε ήτανε κληρωτοί, ήτανε σαν και μας. Δεν ήτανε επαγγελματίες ή, ξέρω ‘γω, Μεξικάνοι, που τους τάζουνε πράσινη κάρτα. Αυτό λοιπόν ήταν που γέννησε αυτή την κραυγή, που ώρες- ώρες ήταν κραυγή απόγνωσης. Γέννησε συμπεριφορές πρωτόγνωρες, ο άλλος τελείωνε το κομμάτι και έσπαγε την κιθάρα του, ή την έκαιγε. Μέσα σ’ αυτό το κλίμα όμως, βγήκανε αριστουργήματα.

- Πως λοιπόν έφτασες σιγά- σιγά σ’ εκείνο που προσδιόρισες ως «μικτό και νόμιμο μουσικό είδος»;

- Νομίζω πως ιδίως στο «Χαράτσι» φαίνεται αυτό, με όλα τα ετερόκλητα που με συνιστούν. Είναι πράγματα που ασχολήθηκα κατά καιρούς, τα αγάπησα και –κατά ένα μυστήριο τρόπο- λιώσανε όλα μαζί, έχουν συνταγεί και έχουνε κάνει ένα πράγμα. Εγώ δεν μπορώ να το περιγράψω ακριβώς, αλλά νομίζω ότι τα περισσότερα τραγούδια μου από το «Χαράτσι» και έκτοτε, αυτό είναι που εκφράζουν. Αλλά θα δεις και σ’ αυτή τη συλλογή με τις τραγουδιστικές μου συμμετοχές πως υπάρχει ένα νήμα που τα ενώνει όλα αυτά, ενώ τα έχουν γράψει διαφορετικοί άνθρωποι. Ίσως δηλαδή, επειδή πήρα τα τραγούδια και τα οικειοποιήθηκα τραγουδώντας τα με τον τρόπο μου, αυτό να επηρέασε τελικά και τον χαρακτήρα τους.

- Επί τη ευκαιρία, θα ήθελα να μου πεις γι’ αυτή τη συλλογή με τα άπαντα της «παράλληλης» δισκογραφίας σου, υπό τον τίτλο «Ήμουν κι εγώ εκεί». Η οποία συγκεντρώνει τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου, του Μάνου Χατζιδάκι, του Νίκου Κυπουργού, του Σωκράτη Μάλαμα, του Θανάση Παπακωνσταντίνου, του Μανώλη Ρασούλη, του Νίκου Ξυδάκη, του Πέτρου Βαγιόπουλου, του Χρήστου Νικολόπουλου, του Αργύρη Μπακιρτζή, του Γιώργου Σφυρίδη, του Παντελή Χατζηκυριάκου, του Λουδοβίκου των Ανωγείων και των Μικρών Περιπλανήσεων, που κατά καιρούς τραγούδησες σε δικούς τους δίσκους.

- Τα περισσότερα απ’ αυτά τα τραγούδια είναι πολύ δύσκολο να τα βρεις. Ή κάποιες συγκεκριμένες εκτελέσεις, που είναι επίσης δυσεύρετες. Το «Πότε Βούδας πότε Κούδας» π.χ. είναι από τον ομώνυμο δίσκο και όχι από το live στο Λυκαβηττό. Βέβαια, αν κάποιος ξέρει τι θέλει, μπορεί να ψάξει στο διαδίκτυο ή να τα βρει από φίλους. Αλλά να πάρει ένα δισκάκι όπου η μία έκπληξη διαδέχεται την άλλη, είναι πολύ ωραίο πράγμα. Εγώ το βάζω και τ’ ακούω το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο και κάθε φορά λέω μέσα μου πως είναι πραγματικά σπουδαία τραγούδια. Θα βάλω ίσως ακόμα ένα- δυο τα οποία είναι κάποιες συμμετοχές σε μουσική για ταινίες. Έχω, ας πούμε, ένα τραγούδι σε μια ταινία που είχε γίνει για μια επέτειο του χαμού των Ελλήνων Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Όπου τραγουδάω ένα εβραϊκό τραγούδι, Σεφαραδίτικο, που το αγαπούσανε πάρα πολύ οι παλιοί Εβραίοι, ήτανε από τα κλασικά που τραγουδούσανε στις μαζώξεις τους.

- Σε μια παλιά σου συνέντευξη στον Γιώργο Τσάμπρα που δημοσιεύθηκε στο ΔΙΦΩΝΟ (*) μιλάς για την εποχή που – λίγο μετά την «Εκδίκηση της Γυφτιάς» - σε κάλεσε για πρώτη φορά κάποιος φοιτητικός σύλλογος να παίξεις στο Πανεπιστήμιο. Ένα γεγονός που, αν κατάλαβα καλά, σε οδήγησε σε μια απόφαση ζωής.

- Εκείνο το βράδυ ήταν που αποφάσισα να στήσω μια μπάντα και να αρχίσω να διαλαλώ παντού αυτό το πράγμα που κάναμε. Δυσκολεύτηκα βέβαια πολύ για να το κάνω πράξη.

- Τα τραγούδια από το «Χαράτσι» υπήρχανε τότε;

- Υπήρχανε. Και παιχτήκανε για πρώτη φορά ζωντανά. Από κείνη τη στιγμή και πέρα, άρχισα να φτιάχνω μικρές μπάντες με τις οποίες πηγαίναμε από χωρίου εις χωρίον. Τότε υπήρχανε δύο ραδιόφωνα όλα κι όλα, που δεν μας παίζανε ποτέ. Σιγά- σιγά απέκτησα ένα κοινό από την κοντινή επαρχία, όπου πήγαινα κάθε χρόνο. Και έβλεπες την πρώτη φορά ήτανε τριάντα άτομα, τη δεύτερη φορά εκατόν τριάντα. Έτσι, μπόρεσα να στηρίξω οικονομικά μια μπάντα, αλλά και να πηγαίνουμε ολοένα και πιο μακριά, ώσπου φτάσαμε κάποια στιγμή να αλωνίζουμε όλο τον κόσμο, ιδίοις εξόδοις.

- Εξακολουθείς ακόμα και σήμερα να μη διαθέτεις μάνατζερ και να διοργανώνεις τις συναυλίες με τον όποιο προσωπικό μηχανισμό διαθέτεις;

- Ναι, έχω τον ίδιο μηχανισμό, επειδή θέλω να έχω την κάσα ώστε να μπορώ να πληρώνω και να μην πετάω τζάμπα λεφτά δεξιά κι αριστερά. Έτσι κι αλλιώς δεν υπήρχανε ατζέντηδες στη Θεσσαλονίκη όταν ξεκίνησα τις συναυλίες. Εκεί στην Τούμπα θεωρούσα τα εισιτήριά μου, είτε ήτανε για το θέατρο Δάσους, είτε για το Λυκαβηττό, είτε για οπουδήποτε αλλού. Όλοι ήμασταν μια παρέα, όλος ο νταϊφάς μαζί, ακόμα και τα κορίτσια στα ταμεία ήτανε της ομάδας. Τώρα δεν μπορεί να γίνει αυτό το πράγμα, είναι πια τόσο ακριβό που μόνο αυτοί που διαφημίζουνε τηλέφωνα και τηλεοράσεις μπορούν να το κάνουν. Εγώ όμως ποτέ μου δεν είχα χορηγό, είμαι σαν την Μπαρτσελόνα.(γέλια) Γιατί πιστεύω πως αυτά που συμβαίνουν με τους χορηγούς δεν είναι καλά πράγματα. Θέλουνε να μας ξεφτιλίσουνε, όπως ξεφτίλισαν τους μπασκετμπολίστες και τους ποδοσφαιριστές που βάζουνε το όνομα του χορηγού πάνω από το όνομα της ομάδας τους και είναι κινητή διαφήμιση. Πάντως είναι και απολογητικό αυτό που λέω. Δηλαδή πολύ λυπάμαι, υπάρχουνε νησάκια στα οποία πήγαινα κάθε χρόνο και ο κόσμος το περίμενε. Δυστυχώς, τώρα δεν μπορώ να το κάνω, γιατί θα έπρεπε να βάλω πολύ ακριβό εισιτήριο ώστε να καλύψει τα έξοδα. Ξέρεις τι είναι να είσαι μεσ’ στο κατακαλόκαιρο και να κινήσεις δεκαπέντε άτομα στη Μύκονο, στην Πάρο ή στη Νάξο; Μόνο για τις μεταφορές, είναι τρομακτικά τα οικονομικά μεγέθη πλέον. Και εγώ με τη σειρά μου θα πρέπει να τα μεταφέρω όλα αυτά στον άνθρωπο ο οποίος θέλει να ακούσει λίγο μουσικούλα. Έτσι ο δρόμος έμεινε ανοιχτός μόνον γι’ αυτούς που είναι παραδομένοι σ’ αυτό το σύστημα αξιών.

- Τι θα απαντούσες σε έναν –καλοπροαίρετο- ακροατή που λέει «καλός βρε παιδί μου ο Παπάζογλου, αλλά εδώ και τριάντα χρόνια τραγουδάει τα ίδια και τα ίδια;»

- Τα προγράμματα που κάνει ένας τραγουδοποιός δεν είναι κατάστημα νεωτερισμών που από σαιζόν σε σαιζόν πρέπει να έχει καινούργια πραμάτεια. Το δικό μου ρεπερτόριο με έχει χαρακτηρίσει, υπάρχει πολύς κόσμος που περιμένει να του πω τον «Αύγουστο» ή το «Ραγίζει απόψε η καρδιά με το μπαγλαμαδάκι». Πριν τρία χρόνια έκανα καινούργια δίσκο, οπότε από τον καινούργιο δίσκο υπάρχει τώρα στο πρόγραμμά μου μια καλή εκπροσώπηση πέντε ή έξι τραγουδιών, που ενσωματώθηκαν μια χαρά στο ρεπερτόριο. Νομίζω πως σε μια τέτοιου είδους εμφάνιση σε ένα μαγαζί, ή και σε μια συναυλία, κάποιος έρχεται για ν’ ακούσει τραγούδια τα οποία αγάπησε κατά μόνας και θέλει να τα δει δια ζώσης να συμβαίνουν γι’ αυτόν. Αυτό το θεωρώ καταπληκτικό.

- Συνεχίζεις πάντα να γράφεις καινούργια τραγούδια;

- Βέβαια, δουλεύω συνέχεια. Το καλοκαίρι, ας πούμε, έκανα τη μουσική για μια ταινία μεγάλου μήκους, πάλι με την Ελένη Αλεξανδράκη. Επίσης, έχω μερικά πολύ ωραία τραγούδια στα σκαριά, τα οποία όμως θέλουνε ακόμα αρκετή δουλίτσα.

- Τα μηχανήματα από το «Αγροτικόν» τι γίνανε τελικά;

- Τα μετέφερα στη Νίσυρο, όσα δηλαδή ήταν ευμετάφερτα. Εκεί στο χωριό δεν ακούς μοτόρι να δουλεύει, ποτέ. Είναι τόσο ήσυχο που ούτε μονώσεις θέλει ούτε τίποτα. Αλλά και η ακουστική του σπιτιού είναι απίστευτη, ανοιγοκλείνεις τις πόρτες και αλλάζει ο λόγος αντηχήσεως. Εκεί θα γίνουν όλα από δω και πέρα. Το «Αγροτικόν» έκλεισε, άνοιξε το «Νησιωτικόν»!

(*) Πρόκειται για τη συνέντευξη του Νίκου Παπάζογλου στον Γιώργο Τσάμπρα που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 1 του ΔΙΦΩΝΟΥ (Οκτώβριος 1995)

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!