«Koyaanisqatsi»: Μια προφητική δυστοπία που αποδείχθηκε πραγματικότητα

Μία μαγική παράσταση στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ο Godfrey Reggio ήταν ένας παράξενος άνθρωπος. Στα δέκα τέσσερα έφυγε από το σπίτι του για να γίνει μέλος μιας αδελφότητας καθολικών χριστιανών. Στη συνέχεια έγινε μοναχός παίρνοντας μάλιστα όρκο σιωπής που τήρησε για δέκα τέσσερα χρόνια. Η πνευματική αναζήτηση του όμως δεν σταμάτησε εκεί, εγκατέλειψε τον μοναχισμό και έγινε κοινωνικός ακτιβιστής στην Πολιτεία του Νέου Μεξικό (κατοικεί στην πρωτεύουσα της, την Σάντα Φε) εστιάζοντας κυρίως στους Μεξικανούς μετανάστες στην περιοχή και τα δικαιώματα τους. Όταν ανέλαβε την διοργάνωση μιας σχετικής καμπάνιας ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την δημιουργία τηλεοπτικών σποτ.

Η κινούμενη εικόνα τον συνεπήρε και, καθώς αγαπούσε πολύ τον κινηματογράφο και ιδιαίτερα, όπως λέει, το έργο του Λουί Μπουνιουέλ, αποφάσισε να ασχοληθεί μαζί του, όχι όμως με την μυθοπλασία αλλά με το ντοκιμαντέρ.

Ετσι το 1982 βγήκε σε λίγες αμερικανικές αίθουσες το πρώτο ντοκιμαντέρ του που έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ο λόγος ήταν ότι το «Koyaanisqatsi» δεν έμοιαζε σε τίποτα με τα μέχρι τότε ντοκιμαντέρ, πριν από όλα στο ότι, σε ένα πρώτο επίπεδο τουλάχιστον, δεν είχε ένα συγκεκριμένο θέμα.

KOYAANISQATSI_PHOTO_BY_GEORGE_GOUNEZOS_2.jpg

Ζωή χωρίς ισορροπία
Το «Koyaanisqatsi» είναι ένα πολύ απλό φιλμ, τίποτα περισσότερο από μια σειρά σκηνών σε μεγαλουπόλεις, άλλες με ανθρώπινα πλήθη και άλλες με την πλήρη απουσία ανθρώπων αλλά και στη φύση οι οποίες μερικές φορές προβάλλονται αντίστροφα. Κύριο χαρακτηριστικό του το σχεδόν συνεχές slow motion που καταλήγει να του προσδίδει μια υποβλητική, στα όρια του υπνωτιστικού. αίσθηση, αποκαλύπτοντας μάλλον έτσι την επίδραση που έχει δεχθεί ο Godfrey Reggio από τον ζεν βουδισμό.

Ουρανοξύστες, πλατείες και κυλιόμενες σκάλες, άνθρωποι συνήθως ανέκφραστοι που κινούνται βιαστικά ή αργά προς μια κατεύθυνση, λαμπερός ήλιος σε έναν γαλανό ουρανό με λίγα λευκά σύννεφα ή περισσότερα και σκούρα, η κάμερα του Reggio έδειχνε γνωστές αστικές και μη περιοχές των ΗΠΑ αλλά με έναν τρόπο που τις καθιστούσε ανοίκειες, ίσως και με έναν τρόπο απειλητικές. Koyaanisqatsi στην διάλεκτο των ιθαγενών της Αμερικής (Ινδιάνων) Χόπι σημαίνει ζωή χωρίς ισορροπία…

KOYAANISQATSI_PHOTO_BY_GEORGE_GOUNEZOS_3.jpg

Ο ήχος της σιωπής
Την πρώτη φορά που παρακολουθούσες το «Koyaanisqatsi» περνούσε αρκετή ώρα για να καταλάβεις ότι έλειπε ένα δομικό στοιχείο όλων των ντοκιμαντέρ, η αφήγηση. Ο πρώην επί δέκα τέσσερα χρόνια σιωπηλός μοναχός Godfrey Reggio προτιμούσε να αφήσει τα πλάνα του να μιλήσουν.

Ενας λόγος όμως που η απουσία της αφήγησης περνούσε αρχικά απαρατήρητη ήταν το soundtrack, η κυριολεκτικά συναρπαστική μουσική του φιλμ. Για αυτήν ο Reggio απευθύνθηκε στον κατά τρία χρόνια μεφαλύτερο του Αμερικανό μινιμαλιστή συνθέτη Philip Glass. Η ποιότητα αλλά και η άμεση σαγήνη της μουσικής του ήταν τόση ώστε το «Koyaanisqatsi» ήταν ένα από τα πολύ λίγα soundtracks ντοκιμαντέρ που κυκλοφόρησε σε δίσκο, γνωρίζοντας μάλιστα και αξιοσημείωτα μεγάλη επιτυχία για το ιδίωμα του. Πολύ σύντομα το «Koyaanisqatsi» καταξιώθηκε σαν ένα εμβληματικό ντοκιμαντέρ και η μουσική του σαν ένα αληθινά αριστουργηματικό soundtrack.

Εξι χρόνια αργότερα ο Godfrey Reggio επανήλθε με το ανάλογης θεματολογίας και ύφους «Powaqqatsi» που στην διάλεκτο των Χόπι σημαίνει ζωή σε μεταμόρφωση. Αφού μεσολάβησαν άλλα ντοκιμαντέρ του το 2002 ολοκλήρωσε την τριλογία με το «Naqoyqatsi», δηλαδή η ζωή σαν πόλεμος στη διάλεκτο των Χόπι. Τόσο σε αυτά όσο και στα περισσότερα άλλα ντοκιμαντέρ του την μουσική είχε γράψει και πάλι ο Philip Glass. Παρόλο όμως το εξαιρετικά υψηλό επίπεδο της εργασίας αμφοτέρων κανένα δεν μπόρεσε να πλησιάσει καν την ανυπέρβλητη μαγεία του «Koyaanisqatsi».

KOYAANISQATSI_PHOTO_BY_GEORGE_GOUNEZOS_4.jpg

Ένα έργο σε απόλυτη ισορροπία
To «Koyaanisqatsi» είχε παρουσιαστεί άλλη μια φορά στο Ηρώδειο, με την ευκαιρία της εικοστής πέμπτης επετείου του καθώς και αποσπάσματα του σε άλλες συναυλίες του Philip Glass Ensemble στην Ελλάδα. Η συναυλία,,όμως, του Σαββάτου 30 Σεπτεμβρίου ήταν πολύ διαφορετική. Πρώτον επειδή τα τελευταία χρόνια λόγω ηλικίας (είναι πλέον ογδόντα έξι ετών) αλλά και προβλημάτων υγείας ο Philip Glass δεν συμμετέχει πια στις συναυλίες του Ensemble του, παίζοντας πιάνο και keyboards και παράλληλα διευθύνοντας το, έστω και άτυπα. Δεύτερον και πολύ σημαντικότερο, επειδή αυτή τη φορά προβαλλόταν παράλληλα (δηλαδή σε συγχρονισμό) ολόκληρο το φιλμ.

Ξαναβλέποντας το σαράντα ένα ολόκληρα χρόνια μετά την πρώτη προβολή του διαπίστωνες ότι το ντοκιμαντέρ του Godfrey Reggio ήταν πολύ περισσότερο προφητικό από όσο θα μπορούσε να φανταστεί ο ίδιος όταν το γύριζε. Το δυστοπικό όραμα του προς τα τέλη του εικοστού αιώνα είναι πλέον μια επίφοβή και κυρίως επώδυνη πραγματικότητα στην τρίτη δεκαετία του εικοστού πρώτου, γεγονός μάλιστα που κατέστησε ακόμα πιο έντονο η πρόσφατη περίοδος της πανδημίας και της καραντίνας.

Ανθρωποι που έχουν χάσει την επαφή τους με το περιβάλλον και την φύση…Η φύση με την πηγαία ομορφιά της και την τόση χρησιμότητα της παρατημένη στην τύχη της και πριν από όλα στην κακομεταχείριση των ανθρώπων…Ανθρωποι πλήρως αποξενωμένοι ο ένας από τον άλλο και εντέλει καθένας και καθεμία από τον ίδιο τον εαυτό του/της…Ζωές χωρίς ισορροπία.
Η προβολή όμως σε έκανε να συνειδητοποιήσεις και κάτι άλλο, ότι τελικά το «Koyaanisqatsi» δεν είναι βωβό φιλμ. Ομιλεί και κάτι περισσότερο από εύγλωττα και ο «λόγος» του δεν είναι παρά η μουσική του Philip Glass. Τόσο το φιλμ όσο και ακόμα περισσότερο το soundtrack μπορούν να λειτουργήσουν αυτόνομα αλλά μόνο μαζί αποκαλύπτουν όλη την αλήθεια αλλά και την «κρυμμένη» μαγεία τους.

Ο Philip Glass συχνά αποκαλείται – από κάποιους/ες και υποτιμητικά – ο πλέον «ποπ» από την μεγάλη τριάδα των Αμερικανών συνθετών (οι άλλοι δύο είναι ο Terry Riley και ο Steve Reich) του ρεύματος του μινιμαλισμού. Στο ύφος του βασίστηκε τόσο ο Βέλγος Wim Mertens και ο Βρετανός Michael Nyman, αν και ο δεύτερος με υπερβολικά «μαθηματικό», κάποτε ακόμα και μηχανιστικό τρόπο.

KOYAANISQATSI_PHOTO_BY_GEORGE_GOUNEZOS_5.jpg

Αυτό όμως που κανένας δεν κατάφερε να «συλλάβει» είναι η αίσθηση της ρευστότητας της μουσικής του Glass, μιας αίσθησης που συνάδει στο έπακρο με το ύφος της κινηματογραφίας του Reggio. Αυτή η ρευστότητα εκφράζεται πάνω από όλα με τα χαρακτηριστικά glissandi των εγχόρδων που είναι το «σήμα κατατεθέν» του.

Μέσα στον αρχέγονο, γήινο χώρο του Ηρωδείου τα επαναληπτικά μινιμαλιστικά θέματα των εγχόρδων όχι απλά απέδωσαν αλλά σχεδόν έδωσαν «φωνή» στη θλιμμένη ομορφιά των πλάνων του Reggio, μια γλυκόπικρη ελεγεία για έναν τρόπο ζωής αλλά και μια κοσμοθεωρία της Δύσης που έχει πλέον παρέλθει ανεπιστρεπτί. Το Philip Glass Ensemble δεν μπορούσε φυσικά να εκτελέσει την μουσική του ιδρυτή του κάτι λιγότερο από άψογα υπό την διεύθυνση του επί δεκαετίες «δεξιού χεριού» του, του κιμπορντίστα Michael Riesman.

Αλλά και η Academia Athens Youth Choir απέδωσε θαυμάσια τα επιβλητικά χορωδιακά μέρη με σολίστ φυσικά την Lisa Bielawa, βασικό μέλος του Philip Glass Ensemble. Χορωδιακά που στο μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούνται από την επανάληψη της λέξης Koyaanisqatsi, ένας δυσοίωνος ύμνος που προειδοποιεί για τα επερχόμενα με απόηχους αρχαίας τραγωδίας.
Εκείνη η βραδιά στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού με το «Koyaanisqatsi» ήταν μια μυσταγωγία για τον σύγχρονο πολιτισμό, την πόλη και την τεχνολογία, μια τελετουργία με επίκεντρο έναν μελαγχολικό θρήνο για τον θάνατο ενός τρόπου ζωής και σκέψης. Με την κάθαρση όμως του «Prophecies» στο φινάλε να δείχνει προς την μόνη πιθανή λύτρωση, μια ζωή που θα έχει και πάλι ισορροπία. Τόσο εσωτερική όσο και εξωτερική…



Φωτογραφίες - Βίντεο: Γιώργος Γκουνέζος

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!