H Laurie Anderson στο Ηρώδειο

Η «Πυθία» των ήχων που προσπαθεί να ανατρέψει με τον βαθύ ανθρωπισμό της τους απαισιόδοξους «χρησμούς» της
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
* *Γράφει ο Θάνος Μαντζάνας

Αν κάτι μας δίδαξε αυτή η συναυλία της Laurie Anderson είναι ότι…ποτέ να μην περιμένουμε οτιδήποτε από μια συναυλία της γιατί θα διαψευστούμε! Η ιέρεια της αμερικανικής – η μάλλον νεοϋορκέζικης, για να είμαστε πιο ακριβείς – avant garde και πειραματικής σκηνής δεν σταματά να μας εκπλήσσει παρουσιάζοντας κάθε φορά κάτι εντελώς διαφορετικό από την προηγούμενη.

Η τελευταία εμφάνιση της Laurie Anderson που είχα παρακολουθήσει ήταν ένα πλήρως σκηνοθετημένο και κυρίως ηλεκτρονικά προγραμματισμένο ως προς όλες τις παραμέτρους του (ηχητική, οπτική και κάθε άλλη) show με την ίδια ολομόναχη στη σκηνή, παίζοντας ελάχιστα και ουσιαστικά αφοσιωμένη στην ερμηνεία της, τραγουδιστή και λιγότερο υποκριτική. Από την αρχή φάνηκε ότι η εμφάνιση της στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού δεν θα μπορούσε να είναι περισσότερο το άκρως αντίθετο αυτού.

Πριν από όλα δεν ήταν μόνη της στη σκηνή, την συνόδευε με το (ηλεκτρικό) βιολοντσέλο του ένας εξαίρετος και τρομερά ευέλικτος σολίστ αλλά κα συνθέτης, ο αλβανικής καταγωγής Rubin Kodheli, παρών σε όλη την διάρκεια της συναυλίας και με τη συμβολή του να είναι πάρα πολύ σημαντική, ακόμα και καθοριστική. Η έμφαση στο μουσικό σκέλος ήταν πολύ πιο έντονη από την προηγούμενη φορά αλλά και με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο, κάτι που πριν από όλα έγινε φανερό από την παρουσία του βιολιού της Laurie Anderson. Όχι όμως του γνωστού, σχεδόν «μυθικού» βιολιού – ιδιοκατασκευής της με την μαγνητοταινία στο δοξάρι και την κεφαλή αναπαραγωγής στο σώμα του οργάνου αλλά ενός κανονικότατου βιολιού. Χρησιμοποίησε πολύ λιγότερο τα keyboards της με ήχους κυρίως ambient/ατμοσφαιρικούς και λιτά, μελωδικά σχήματα ενώ πολύ σποραδική ήταν η παρουσία των προγραμματισμένων ρυθμών της.

Μια διαφορετική γυναίκα, μια μοναδική performer
DSC 0060 avgi 1
Η δομή των παραστάσεων της Laurie Anderson παραμένει η ίδια από τότε που ξεκίνησε, κάποια τραγουδιστικά μέρη και κάποια άλλα πρόζας (αν και αυτά τα δύο στοιχεία εναλλάσσονται συνεχώς, κάποιες στιγμές ακαριαία και σε πολλές περιπτώσεις συνυπάρχουν στην ίδια χρονική στιγμή) με το οπτικό/βίντεο υλικό που κάποιες φορές μπορεί και να είναι μόνο κείμενο να υποστηρίζει συνεχώς τα επί σκηνής δρώμενα. Ανταποκρίνεται δηλαδή πλήρως στις ποικιλόμορφες σπουδές της, πρώτα βιολί στο Σικάγο όπου γεννήθηκε με το ταλέντο της σε αυτό να είναι τόσο ώστε σύντομα έγινε μέλος της παιδικής/νεανικής συμφωνικής ορχήστρας της πόλης αλλά παράλληλα και ζωγραφική και αργότερα, σε πανεπιστημιακό επίπεδο, γλυπτική και ιστορία τέχνης αποδεικνύοντας μάλιστα την ισχυρή θεωρητική κατάρτιση της όταν για ένα διάστημα στην αρχή της διαδρομής της εργάστηκε ως κριτικός τέχνης. Συνθέτρια, ποιήτρια περισσότερο παρά απλή στιχουργός, ερμηνεύτρια, εκτελέστρια, εικαστικός και σκηνοθέτρια ταινιών μικρού μήκους και βίντεο αλλά και….εφευρέτρια μουσικών οργάνων και ηχητικών πηγών όμως με όλες αυτές τις ιδιότητες όχι μεμονωμένες αλλά ενωμένες σε ένα ενιαίο όλον που βέβαια βρίσκει την καλύτερη και πιο πλήρη έκφραση τος στις παραστάσεις της. Δεν είναι συμπτωματικό ότι ήταν από τους/τις πρώτους/ες που πειραματίστηκαν, ασχολήθηκαν, μελέτησαν και εντέλει αξιοποίησαν κάνοντας τα δομικό στοιχείο του έργου τους τα multimedia. Τέλος, όπως προανέφερα, πολύ σημαντικό ρόλο παίζει το ότι όπως αγάπησε και υιοθέτησε αμέσως την Νέα Υόρκη ως ζωτικό χώρο της υπό μιαν έννοια το ίδιο συνέβη με την πόλη και εκείνη. Η Laurie Anderson είναι πρώτα Νεοϋορκέζα και μετά Αμερικανίδα.

Αυτό το επιφανειακά ετερόκλητο αλλά συγκροτημένο σε απίστευτο πλέον βαθμό «αμάλγαμα» των παραστάσεων της είναι και το επίκεντρο του έργου της καθώς η δισκογραφία της είναι λιγοστή, μόλις επτά συνολικά albums από το ιστορικό ντεμπούτο της του ’82 «Big Science» μέχρι το ’10, συν βέβαια το από κάθε πλευρά…επικών διαστάσεων ζωντανό ηχογράφημα και magnum opus της «United States Live» το ’84.

Μια παράσταση της μεταπανδημικής εποχής
DSC 0095 avgi 3
Αν όμως η δομή των παραστάσεων της παραμένει ίδια η αναλογία και κυρίως ο τρόπος που χρησιμοποιεί όλα αυτά τα στοιχεία αλλάζουν συνεχώς και αυτό είναι που κάνει κάθε παράσταση της διαφορετική και ξεχωριστή. Στη συγκεκριμένη περίπτωση κα κόντρα σε οποιαδήποτε πρόβλεψη ξεκίνησε με ένα οργανικό κομμάτι, μια σύντομη σύνθεση για βιολί και βιολοντσέλο. Μια φαντασία με μνήμες από την ευρωπαϊκή μουσική των αρχών του εικοστού αιώνα, μάλλον από τον γαλλικό ιμπρεσιονισμό που έδειξε ότι η μικρή εκτελέστρια του βιολιού είχε όντως ταλέντο που το αύξησε, το καλλιέργησε και το ανέπτυξε πολύ περισσότερο από τότε. Στη συνέχεια χαιρετισμός με αναφορά για το ότι παίζει για πρώτη φορά στο αρχαίο θέατρο κάτω από την Ακρόπολη που τη συνδέει με «τους νεκρούς ανθρώπους εξαιτίας των δύο μεγάλων κακών της εποχής μας, της πανδημίας και του πολέμου στην Ουκρανία» στους οποίους και αφιερώνει την παράσταση. Μια αφιέρωση που πολύ δύσκολα θα ακούγαμε από κάθε άλλον και άλλη και σημαίνει πάρα πολλά…

Τα μικρά ονόματα των γυναικών
DSC 0161 avgi 6
Κάθε τραγούδι οδηγεί στο επόμενο ή σε μια πρόζα με μια φυσική συνέχεια με μόνη διαφορά αυτή τη φορά κάποια οργανικά «διαλείμματα» που όμως και αυτά είναι μέρος του συνόλου. Η straight αυτή γυναίκα έχει ασχοληθεί τόσο με την φύση τους φύλου της και την πρόσληψη της, όπως και εκείνης της θηλυκότητας, ώστε έφτασε στη σημείο – εκτός της ηθελημένα «ανδρόγυνης» φιγούρας της - να επινοήσει μια…ανδρική σκηνική περσόνα την οποία χρησιμοποιεί μέχρι και σήμερα για να εκφραστεί καλύτερα πάνω σε αυτό το τεράστιο και διαρκές ζήτημα. «Μερικές φορές οι άντρες κάνουν κάτι που μόνο στις γυναίκες επιτρέπεται…καταφεύγουν στα δάκρυα, κλαίνε» θα σχολιάσει με καυστική ειρωνεία. Για να συνεχίσει, «οι άντρες είναι συνήθως γνωστοί στον ευρύτερο κύκλο τους με τα επώνυμα τους, οι γυναίκες με τα μικρά ονόματα τους. Είναι άραγε ένδειξη συνολικής μεγαλύτερης οικειότητας…ή μήπως επειδή τα επώνυμα τους αλλάζουν ανάλογα με το σε ποιους θεωρούνται ότι ανήκουν;».

Από το κοινωνικό θα περάσει εντελώς φυσικά και ομαλά στο πολιτικό με μια απολύτως ξεκάθαρη μα και αιχμηρότατη ματιά στο τι συνέβη τα τελευταία χρόνια στη χώρα της. Μιλάει για το τι ένιωσε την ημέρα που εκλέχθηκε ο Τραμπ αλλά και στη συνέχεια, μέχρι και την εκλογή του Μπάιντεν για να καταλήξει «δεν είμαι καθόλου σίγουρη αν οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να είναι Ηνωμένες».

Η τεχνολογία και οι σωστές χρήσεις της.
DSC 0332 avgi 7
Αν και αυτό που κάνει είναι τόσο προσωπικό και καινοτόμο, πραγματικά πρωτοποριακό, είναι εντυπωσιακό το πόσο καλά γνωρίζει την Ιστορία συνολικά του αμερικανικού πολιτισμού αλλά και το πόσο ενδιαφέρεται να συνδέσει το έργο της με αυτόν. Σε κάποιο σημείο θα ακουστεί μια σύντομη δική της οργανική διασκευή στο στάνταρ του B. B. King «The Thrill Is Gone». Σε ένα άλλο χρησιμοποιεί μια λούπα από το ιστορικό «Get Up (I Feel Like Being a) Sex Machine» του James Brown ως βάση για ένα δικό της κομμάτι.

Το λάπττοπ που είναι μέρος τους set up της αρχίζει να παρουσιάζει προβλήματα υποχρεώνοντας έναν τεχνικό να έρθει τρεις φορές στη σκηνή για να τα επιδιορθώσει μέχρι που το παίρνει και επιστρέφει μετά από λίγο με ένα άλλο ή το ίδιο επισκευασμένο. Η Laurie Anderson όχι μόνο δεν πτοείται από αυτή την όχι μικρή τεχνική δυσκολία αλλά και την μετατρέπει σε μέρος της παράστασης της. «Χρησιμοποιώ την τεχνολογία από πολύ νωρίς, την αγαπώ αλλά δεν την εμπιστεύομαι καθόλου και μόλις είδατε το γιατί. Κάποιος είχε πει ότι αν ψάχνεις την λύση των προβλημάτων σου στην τεχνολογία δεν έχεις ιδέα από τεχνολογία….αλλά και για τα ίδια τα προβλήματα σου».

Η (επιλεκτική) ανθρώπινη μνήμη
DSC 0365 avgi 8
Το οπτικό μέρος της παράστασης – ίσως ακριβώς επειδή το Ηρώδειο είναι ένας πολύ «δυνατός» αισθητικά χώρος – είναι πολύ μίνιμαλ, οι προβολές πάνω στα μάρμαρα (και όχι σε οθόνη) αποτελούνται κυρίως από κείμενα και πολύ περισσότερο χρώματα που συμπληρώνουν τους φωτισμούς και ελάχιστα από εικόνες. Η γυμνότητα της σκηνής, καθώς πάνω της εκτός από την ίδια κα τον Rubin Kodheli βρίσκονται μόνο τα keyboards της και μια «ειδική» πολυθρόνα με ενσωματωμένο μικρόφωνο στην οποία κάθισε για πολύ λίγο, το επιτείνει αυτό. Με μια σειρά από ονόματα ζωικών ειδών που έχουν εξαφανιστεί να προβάλλεται ως background αρχίζει να μιλά για την μνήμη, για το τι θυμόμαστε και το τι ξεχνάμε. «Είναι πιο εύκολο ίσως να μιλήσουμε για ζώα που χάθηκαν παρά για ανθρώπους. Ποιος θυμάται αυτό, εκείνο ή το άλλο είδος που έχουν πια εξαφανιστεί; Ξεχνάμε, ξεχνάμε συνεχώς, την περιβαλλοντική αλλαγή, το τι σημαίνει δημοκρατία, τις ασθένειες, το ότι υπάρχουν ακόμα τόσοι άνθρωποι οι οποίοι πεινούν…ίσως γιατί πιστεύουμε ότι ξεχνώντας τα θα πάψουν να μας απασχολούν ή ακόμα και να υπάρχουν. Δεν μπορείς πάντως να μην θαυμάσεις τον άνθρωπο για την αισιοδοξία του», σαρκάζει ανελέητα την αφελή, κάποτε και ψυχαναγκαστική «θετική διάθεση» αλλά μέσα από αυτό δείχνοντας και την κατανόηση της για εκείνη και την θέληση της να συμβάλλει με τις δυνάμεις της για να γίνει έστω ένα μέρος από αυτήν πραγματικότητα.
«Ξεχνάμε όμως και άλλα, πιο απλά και καθημερινά πράγματα. Ξεχνάμε τα κλειδιά, το κινητό μας, τους κωδικούς μας για το Internet, ονόματα παλιών γνωστών, τους φίλους μας στο Facebook. Αλλά είναι όλα αυτά αληθινά, πραγματικά; Κάποιες φορές στο Internet σου μιλάει μια φωνή που έχει εικόνα, όνομα, σου λέει τις ιδιότητες, ακόμα και τις συνήθειες της αλλά δεν ανήκει σε άνθρωπο, είναι κατασκευασμένη. Η πραγματικότητα πια είναι κάτι πολύ μεταβλητό και σχετικό, έχουμε φτάσει να κατασκευάζουμε ανθρώπους…μήπως για να αντικαταστήσουμε αυτούς που δεν υπάρχουν πια στη ζωή μας, δεν ζουν και μας λείπουν τόσο πολύ; Ναι, μερικές φορές είναι καλύτερα να ξεχνάς, να ξεχνάς το κενό της απώλειας, της απουσίας…».

Χορεύοντας με τον θάνατο
DSC 0085 avgi 2
Εχει αρχίσει πλέον να αλλάζει συνεχώς θέση ανάμεσα στο μικρόφωνο που βρίσκεται στα keyboards της ώστε να μπορεί και να παίζει και σε ένα άλλο το οποίο βρίσκεται στο μπροστινό μέρος της σκηνής για τις πρόζες της. Στην πρώτη περίπτωση ο ήχος γίνεται όλο και πιο παράξενος και τραχύς όσο περνάει η ώρα με το βιολοντσέλο του Rubin Kodheli (ο οποίος δεν σταμάτησε να παίζει ούτε για ένα δευτερόλεπτο σε όλη την διάρκεια της παράστασης) να δίνει μερικές φορές την εντύπωση κοντραμπάσου ή και ηλεκτρικού μπάσου και κάποιες άλλες απλά να βγάζει συχνότητες, παραμορφωμένες ή μη και με το σύνολο να μας υπενθυμίζει ότι έχουμε να κάνουμε με κάποια που εξαρχής έθεσε τον εαυτό της στην avant garde χωρίς ποτέ να κάνει έκπτωση σε αυτό για να γίνει πιο «κατανοητή» ή, πολύ περισσότερο, για να έχει μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία.

Αν και ήταν και παρέμεινε ελάχιστα γνωστό καθώς και οι δύο το κράτησαν μακριά από την δημοσιότητα από το ’92 η Laurie Anderson είχε μόνιμη σχέση με τον μεγάλο Lou Reed. Συνεργάστηκαν πολλές φορές, δισκογραφικά κα σε ζωντανές παραστάσεις και ακόμα πιο μυστικός κρατήθηκε ο γάμος τους (πρώτος και για τους δύο) το ’08. Διήρκεσε όμως πολύ λίγο καθώς, ως γνωστόν, ο Lou Reed πέθανε το ’13, σε ηλικία μόλις εβδομήντα ενός ετών, ως συνέπεια της ηπατίτιδας και του διαβήτη από τα οποία έπασχε σχεδόν σε όλη του την ζωή και λίγο μετά από μεταμόσχευση ήπατος. Οσο παράξενο και αν φαίνεται το τελευταίο μέρος της παράστασης είναι όχι μόνο εμπνευσμένο αλλά και κατά κάποιο τρόπο αφιερωμένο σε εκείνον.

«Και μετά τις απώλειες άλλων φτάνει η στιγμή που πρέπει να βιώσεις και την δική σου. Είναι σίγουρα οδυνηρό, πρέπει να εγκαταλείψεις αυτό που είσαι, όσους ανθρώπους και όσα πράγματα ξέρεις και αγαπάς. Μην το φοβηθείς και ούτε να λυπηθείς όμως, απλά η συνείδηση σου επιστρέφει στην προηγούμενη κατάσταση της. Κοίταξε τους για τελευταία φορά και αποχαιρέτησε τους…θα τους ξαναβρείς σε μιαν άλλη διάσταση.
Δεν μπορώ να μη θυμηθώ εδώ τον αείμνηστο σύζυγο μου Lou Reed. Ο Lou ήταν master του τάι τσι (αρχαία κινεζική πολεμική τέχνη που όμως χρησιμοποιείται και για διαλογισμό και για ιατρικούς σκοπούς) και ανάμεσα στα πολλά που με δίδαξε είναι και κάποια πράγματα για αυτό. Το τάι τσι είναι μια πολεμική τέχνη όπου μάχεσαι με έναν αόρατο αντίπαλο – ή μήπως μπορεί να είναι και ένας αντίπαλος φάντασμα; Οι κινήσεις του τάι τσι όμως έχουν όλη την αρμονία και την συμμετρία ενός χορού, ενός χορού με έναν αόρατο παρτενέρ – ή ενός παρτενέρ φάντασμα;».

Με αυτά τα λόγια αφήνει το μικρόφωνο, πηγαίνει προς τα αριστερά και για τα επόμενα λίγα λεπτά η performance της γίνεται καθαρό σωματικό θέατρο. Υπό τον ήχο του βιολοντσέλου και με μια άνεση και μια χάρη στις κινήσεις που σε κάνουν να δυσκολεύεσαι να πιστέψεις ότι μόλις ένα μήνα πριν συμπλήρωσε τα εβδομήντα πέντε (!) χρόνια της αρχίζει να εκτελεί μια πολύ ιδιόρρυθμη χορογραφία, χορεύοντας με την ίδια την ζωή – ή μήπως με το φάντασμα του Lou Reed; Ταυτόχρονα όμως παλεύοντας έτσι ή έστω ξορκίζοντας κάποιον επίσης αόρατο αλλά πιο υπαρκτό από οποιονδήποτε και οτιδήποτε άλλο, τον θάνατο. Και είναι ένα θέαμα μαγικό και περισσότερο και από συγκλονιστικό…

Επιστρέφει στο πίσω μικρόφωνο αλλά όχι και στα keyboards, ξαναπιάνει το βιολί της. Όπως και το εναρκτήριο τα τελευταίο κομμάτι είναι ένα ντουέτο βιολιού και βιολοντσέλου αλλά πολύ διαφορετικό από εκείνο, γεμάτο ένταση, αγγίζοντας τα όρια των drones και με την ίδια και τον Rubin Kodheli να αλληλοκοιτάζονται επίμονα αφήνοντας τον ήχο να δονεί τα σώματα τους. Και μετά ένα απλό «ευχαριστούμε, καληνύχτα» και αποχώρηση από την σκηνή…

Μια πληρέστατη και ολοκληρωμένη αφήγηση.

Όχι, δεν έπαιξε το «O Superman (for Massenet)», το εμβληματικό πρώτο single της του ’81 που την έκανε γνωστή σε ένα «μυημένο» κοινό στη χώρα της και εκτός αυτής. Αλλωστε σχεδόν όλο το υλικό της παράστασης ήταν καινούριο ή τουλάχιστον ακυκλοφόρητο, μόνο ένα απόσπασμα από το «Let X=X/It Tango» (από το πρώτο της album «Big Science») ερχόταν από το παρελθόν. Πάντοτε εξάλλου κοιτούσε μόνο μπροστά…

Αντίθετα ίσως με ό,τι περίμεναν κάποιοι/ες μπορεί να ξαναβγήκαν στη σκηνή τρεις φορές μαζί με τον Rubin Kodheli και με μια ικανοποίηση στο πρόσωπο της για το θερμό χειροκρότημα που θύμιζε εκείνη ενός μικρού παιδιού αλλά ήταν μόνο για να υποκλιθούν, δεν υπήρξε encore. Δεν μπορούσε να υπάρξει και ούτε χρειαζόταν, είχε ήδη πει όλα όσα ήθελε και έπρεπε να πει, τουλάχιστον για αυτή τη φορά. Κάποιαν άλλη θα πει άλλα όμως εκείνη θα είναι μια άλλη και εντελώς διαφορετική παράσταση.

Αυτό που κάνει η Laurie Anderson είναι μοναδικό στη σύγχρονη μουσική. Κάθε νέα παράσταση της είναι μια τρομερά σύνθετη αλλά και απολύτως ολοκληρωμένη αφήγηση με αρχή, μέση και τέλος η οποία δεν αφήνει κανένα κενό και τίποτα ασαφές. Κανείς/καμία δεν το επιχείρησε καν αυτό στο παρελθόν και πιστεύω ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο κάποιος/κάποια να μπορέσει να το ξανακάνει στο μέλλον. Το μόνο το οποίο έχω να προσθέσω είναι η ευχή σε αυτή την ξεχωριστή και τόσο σημαντική δημιουργό που το έργο της είναι ένας ατέρμων ύμνος στον ανθρωπισμό, με κάθε δυνατή έννοια της λέξης, να είναι καλά για πολλά ακόμα χρόνια ώστε να έχουμε και εμείς την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τουλάχιστον μία ακόμα παράσταση της.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!