Γιώργος Μητσάκης - «Στην εποχή του Πάγκαλου ήταν μακριές οι φούστες…»

Ηχητικό ντοκουμέντο με τον ίδιο το Μητσάκη να αφηγείται.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
To 1968 o Γιώργος Μητσάκης συνεργάζεται με ένα νεαρότατο τραγουδιστή, που κάνει τότε τα πρώτα του βήματα στη δισκογραφία και ηχογραφούν στη Minos, σε δίσκο 45 στροφών, ένα τραγούδι που γίνεται μεγάλη επιτυχία και λέει: «Στην εποχή του Πάγκαλου, ήταν μακριές οι φούστες…».

Τραγουδιστής; Ο Γιώργος Νταλάρας. Τον συνοδεύει η νεαρή επίσης Καίτη Αμπάβη. Στην άλλη πλευρά του μικρού δίσκου - ο οποίος είναι ο δεύτερος που κυκλοφορεί με την καφέ ετικέτα με το σήμα της νεοσύστατης εταιρείας Minos - οι ρόλοι αντιστρέφονται και ο Νταλάρας σιγοντάρει την Καίτη Αμπάβη στο τραγούδι «Έχασα το δαχτυλίδι μου». Και τα δυο τραγούδια εντάσσονται στο μεγάλο δίσκο «Αν ζούσαν οι αρχαίοι» που κυκλοφορεί εκείνη την εποχή…

Από πού εμπνεύσθηκε όμως ο λαϊκός συνθέτης και έγραψε αυτό το τραγούδι; Στο ηχητικό που συνοδεύει το κείμενο, έχετε την ευκαιρία να ακούσετε τον ίδιο να αφηγείται το 1983, τη συγκεκριμένη ιστορία. Υπάρχει όμως και μια εκτενέστατη καταγραφή στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Ηρακλή Ευστρατιάδη «μία Ιστορία… ένα Τραγούδι…» (100 αγαπημένα τραγούδια και οι ιστορίες τους) που κυκλοφόρησε το 2007: «Στην εποχή του Πάγκαλου ήταν μακριές οι φούστες».

Οι ιδιορρυθμίες του δικτάτορα Θεόδωρου Πάγκαλου ήταν πράγματι αρκετές. Η πιο διάσημη θα λέγαμε ήταν ο διωγμός των γυναικών που φορούσαν κοντά φορέματα. Η απαγόρευση αυτή έμεινε στη μνήμη του λαού, μέσα από τα τραγούδια, τα ανέκδοτα και τις θεατρικές παραστάσεις:

«Μου αρέσουν του Πάγκαλου τα γούστα που μας μάκρυνε τη φούστα». Η διάταξη που έμεινε ιστορική είχε τον τίτλο (ημερομηνία εκδόσεως 30 Νοεμβρίου 1925) «Περί ορισμένου μήκους φουστών δεσποινίδων άνω των 12 ετών και κυριών κυκλοφορουσών εις δημόσια εν γένει μέρη και κέντρα». «Ορίζομεν όπως αι κυρίαι και δεσποινίδες αι άνω των 12 ετών οσάκις περιέρχονται τα δημόσια εν γένει μέρη ως και όταν εισέρχονται εντός των δημοσίων κέντρων φέρωσι φούστας ων το κατώτατον άκρον δέον να απέχη από του εδάφους 30 εκατοστά. Του μέτρου θεωρούνται συνυπεύθυνοι οι γονείς ή οι επίτροποι των ανηλίκων κοριτσιών...Οι παραβάται της παρούσης καταδιώκονται και τιμωρούνται συμφώνως προς το άρθρον 007 του ποινικού νόμου...»

Το μέτρο, απ' ότι διέρρευσε, φαίνεται να το εμπνεύστηκε η κυρία Παγκάλου, μια μέρα στο γραφείο του συζύγου της. Ρώτησε τον αστυνομικό διευθυντή, που ήταν παρών, γιατί επέτρεπε στις γυναίκες να κυκλοφορούν με τα γόνατα έξω. Αυτή η παρατήρηση της θεωρήθηκε πολύ σωστή και προστέθηκε στην εκστρατεία του Πάγκαλου "κατά της ανηθικότητος στον δημόσιο βίο", που ήταν ένα από τα μεγαλόπνοα σχέδιά του. Η εφαρμογή του μέτρου, έπειτα από κάποιες αναβολές, ώστε να προλάβουν να επιδιορθώσουν οι γυναίκες τα φορέματά τους, άρχισε στις 22 Μαρτίου του 1926.Μέχρι τότε γίνονταν μόνο συστάσεις. Στο μεταξύ ο γυναικόκοσμος, όπως ήταν φυσικό, αναστατώθηκε και πολλές Αθηναίες έσπευσαν να συμμορφωθούν προς το μέτρο, ενώ άλλες δεν το πήραν σοβαρά και το αψήφησαν. Με την εφαρμογή άρχισαν οι διαπομπεύσεις στο κέντρο της Αθήνας. Αστυνομικοί σταματούσαν τις γυναίκες και μετρούσαν τα φορέματά τους. Εάν ήταν πιο ψηλά από 30 εκατοστά από το έδαφος, τις οδηγούσαν στο αυτόφωρο όπου τους επέβαλλαν πρόστιμο 100 δρχ. Εάν υπήρχαν υπότροπες, τότε ο νόμος επέβαλλε να τιμωρούνται στις γυναικείες φυλακές, με 1 έως 3 ημέρες κράτηση, αναλόγως την κρίση του δικαστηρίου, που εξέταζε την όλη εμφάνιση και συμπεριφορά.

Οι σκηνές που εκτυλίχθηκαν, ειδικά στο κέντρο της Αθήνας, ήταν απείρου κάλλους, με κυρίαρχο θέμα τη διαφωνία των γυναικών με τα αστυνομικά όργανα για το ακριβές μήκος του φορέματος ή της φούστας...Τελικά , δεκάδες γυναίκες οδηγήθηκαν στα δικαστήρια και πλήρωσαν πρόστιμο, ενώ ορισμένες κλείστηκαν για δυο τρεις μέρες στη φυλακή. Στο μεταξύ, τα όργανα του Κράτους εμπνεύστηκαν ακόμη ένα σατανικό υπόμνημα στη διάταξη: για τις "κοινές" αποφάσισαν να μην ισχύσει το απαγορευτικό μέτρο, ούτως ώστε η κάθε κυρία ή δεσποινίς να φοβάται να κυκλοφορήσει με κοντή φούστα για να μη θεωρηθεί πόρνη. Ο Θεόδωρος Πάγκαλος (1878-1952) ανέλαβε με αναίμακτο πραξικόπημα την κυβέρνηση στις 25 Ιουνίου του 1925. Οι υποσχέσεις του, ότι θα έκανε χρηστή λειτουργία στον κρατικό μηχανισμό, αλλά κυρίως η κόπωση όλων, έπειτα από μια περίοδο κοινοβουλευτικής αστάθειας, συντέλεσαν στην αναίμακτη επικράτησή του και στην αποδοχή του από το Κοινοβούλιο. Έπειτα από την αρχική περίοδο ανοχής, άρχισε η δυσαρέσκεια καταρχάς λόγω των αυταρχικών μεθόδων του, αλλά κυρίως για την αδυναμία του να επιλύσει τα οικονομικά προβλήματα της χώρας. Έτσι άρχισε η φθορά για τον απρόβλεπτο Πάγκαλο. Η περίοδος διακυβέρνησής του στιγματίσθηκε, εκτός των άλλων, από λογοκρισία στον Τύπο και εκτοπίσεις πολιτικών αρχηγών, αλλά και απλών πολιτών στην εξορία. Ο Πάγκαλος ανετράπη στις 22 Αυγούστου του 1926 για να αναλάβει στη συνέχεια ο Γεώργιος Κονδύλης. "Κι ο Μπαϊρακτάρης ο σκληρός δε σήκωνε ζοριλίκι..."

Ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1833 και ήταν γόνος σουλιώτικης οικογένειας. Το 1848 κατατάχθηκε στο στρατό και έλαβε μέρος στην Κρητική Επανάσταση του 1866, όσο και στον ατυχή Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Γενναίος με επιτελικό πνεύμα, έφτασε μέχρι το βαθμό του συνταγματάρχη. Ο Χαρίλαος Τρικούπης, το 1893, τον διόρισε αστυνομικό διευθυντή Αθηνών. Ο Μπαϊρακτάρης τότε έβαλε σκοπό στη ζωή του να ξεριζώσει από την Αθήνα τους κουτσαβάκηδες (*), ο οποίοι ήταν ψευτοπαλικαράδες με λερωμένο ποινικό μητρώο-οι περισσότεροι χασικλήδες, νταβατζήδες και μπράβοι σε χαρτοπαικτικές λέσχες. Ο Μπαϊρακτάρης έμπαινε επικεφαλής ομάδας ευζώνων, στα καφενεία και τις ταβέρνες όπου σύχναζαν,τα ους συλλάμβανε και τους διαπόμπευε δημοσίως στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Πρώτα πρώτα τους ξύριζε το μουστάκι, έπειτα τους κούρευε τις αφέλειες από τα μαλλιά, κατόπιν τους έκοβε το μανίκι από το σακάκι που άφηναν αφόρετο και τέλος τους έκοβε το ζωνάρι -συνήθως κόκκινο- που έφτανε μέχρι το χώμα και το οποίο συχνά οδηγούσε σε παρεξηγήσεις εάν κάποιος τους το πατούσε. Στη συνέχεια τους οδηγούσε στη φυλακή. Ο Μπαϊρακτάρης το 1896, κατά τη διάρκεια των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών, σκέφτηκε κάτι πάρα πολύ έξυπνο που απέδωσε στην εντέλεια. Η αστυνομία τότε είχε ένα μεγάλο πονοκέφαλο, πώς θα αντιμετωπίσει τους εισαγόμενους κλέφτες... που με την ευκαιρία των αγώνων θα έρχονταν στην Αθήνα και θα ξάφριζαν τα πορτοφόλια των θεατών και όχι μόνο. Έτσι λοιπόν ο Μπαϊρακτάρης έπιασε τους δικούς μας λωποδύτες, τους έριξε στο φιλότιμο, πως πρόκειται για εθνικό γεγονός και πως εάν σημειωθούν κλοπές θίγεται η αξιοπρέπεια της χώρας , και τους έβαλε να φυλάνε τους ξένους κλέφτες... Και πράγματι κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 δεν σημειώθηκε ούτε μια κλοπή. Ο Δημήτρης Μπαϊρακτάρης πέθανε το 1900 λίγους μήνες μετά την αποστράτευσή του.

(*) Κουτσαβάκι: εκ του κουτσά βαίνω, επειδή βάδιζαν κουνιστά όπως ένας κουνιστός άνδρας.

Πηγή: Ηρακλής Ευστρατιάδης «μία Ιστορία...ένα Τραγούδι...» (100 αγαπημένα τραγούδια και οι ιστορίες τους (εκδόσεις Toubi's, 2007)

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!