Ο Λοΐζος έγραψε το «Σ’ ακολουθώ» για τη Λίζυ

Μία προσωπική μαρτυρία αφιερωμένη στη μνήμη της σπουδαίας Λίζυς Λασιθιωτάκη.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Γνώρισα τη Λίζυ στο Quartier Latin, περίφημο φοιτητικό στέκι της οδού Μασσαλίας την δεκαετία του ’80 . Ήταν η εποχή που η Φιλοσοφική δεν είχε μετακινηθεί στου Ζωγράφου και συστεγαζόταν με την Νομική στο ιστορικό κτίριο της Σόλωνος.

Το Quartier Latin ήταν στέκι πολλαπλών χρήσεων. Στο ισόγειό του φιλοξενούσε τις θυελλώδεις συζητήσεις των νεαρών, ως επί το πλείστον, θαμώνων, στο υπόγειο ετοιμάζονταν πυρετωδώς οι ομαδικές εργασίες των φοιτητών και στο πατάρι έβρισκαν καταφύγιο τα άστεγα ζευγαράκια.

Το δικό μου καταφύγιο ήταν το καναπεδάκι κάτω από τη σκάλα του ημιορώφου.

Ένα μεσημεράκι με πλησίασε η Λίζυ καθώς κρατούσα απορροφημένος κάποιες σημειώσεις, μου ζήτησε φωτιά, ξαφνιάστηκα.

«Μου θυμίζετε τους νεαρούς που γράφουν στα Παρισινά καφέ» μου είπε χαμογελώντας και κάπως έτσι άρχισε η γνωριμία μας που εξελίχθηκε σε όμορφη φιλία τουλάχιστον για όσο καιρό η Φιλοσοφική παρέμεινε στην γειτονιά.

Η Λίζυ δίδασκε Φιλοσοφία και έκανε τα διαλείμματα και τις συναντήσεις της στο Quartier το οποίο είχε εξελιχθεί σε κάτι σαν προσωπικό της γραφείο.

Θυμάμαι έντονα πόσο εντύπωση μου είχε κάνει το διεισδυτικό της βλέμμα και η φυσική της ομορφιά, η οποία σε συνδυασμό με την σπάνια προσωπικότητά της, την έκαναν ακατανίκητη.

Για ένα παιδί στην εφηβεία που έψαχνε τον βηματισμό του στον κόσμο η γνωριμία με τη Λίζυ ήταν συγκλονιστική.

Η καλλιέργεια και το αντισυμβατικό πνεύμα της αγαπημένης βοηθού του Σαρτρ(!) μου άλλαξε στην ουσία τη ζωή, ίσως και να μου την έσωσε.

Μετά την πρώτη μας συνάντηση βρεθήκαμε στη βιβλιοθήκη της Φιλοσοφικής.

Το φως έπεφτε στο πρόσωπο της Λίζυ καθώς διάβαζε και την έκανε να μοιάζει με πλάσμα ενός άλλου καλύτερου κόσμου. Οι αχτίδες έδιναν στα πράσινα μάτια της την απόχρωση που παίρνει η θάλασσα λίγο πριν το ξέσπασμα της τρικυμίας.
Ήταν αναμφίβολα η πιο γοητευτική γυναίκα που είχα συναντήσει έως τότε αλλά και ως τώρα.

Ακολούθησαν ατέλειωτες συζητήσεις και φυσικά η μαθητεία στον Σαρτρ, αρχίζοντας με το υπέροχο βιβλίο του «Οι λέξεις» για το οποίο είχε απονεμηθεί στο φιλόσοφο το βραβείο Νόμπελ. Ένα βραβείο που ο Σαρτρ δεν είχε παραλάβει ποτέ διαφωνώντας στην πράξη με το θεσμό.

Η Λίζυ άρχισε να μου αφηγείται τη ζωή της που έμοιαζε με μυθιστόρημα.

Με τσιγάρα δυναμίτες, Gauloises και Gitanes, καφέδες που χτυπούσαμε στο χέρι και τα πρώτα τζιν τόνικ της ζωής μου, την παρακολουθούσα μαγεμένος να μιλάει για άγνωστους τόπους και γεγονότα και αισθήματα που την καταλυτική τους δύναμη έως τότε αγνοούσα.
Μικρή μαθήτρια ακόμα του γυμνασίου είχε γνωρίσει τον Σαρτρ κατά τη διάρκεια της δεύτερης επίσκεψής του στην Ελλάδα.

Στα 17 της χρόνια μαθήτρια ακόμα του γυμνασίου περίμενε καρτερικά να εμφανιστεί ο Σαρτρ σε ξενοδοχείο που έμενε τότε στην Κρήτη, γενέτειρα της Λίζυ. Η Λίζυ παρά τις δυσκολίες που συνάντησε για να τον πλησιάσει και το μέγεθος του φιλοσόφου χωρίς να δειλιάσει καθόλου είχε μια μακρά συνομιλία μαζί του. Ο Σαρτρ εντυπωσιάστηκε από την έφηβη Λίζυ και φεύγοντας της σημείωσε την διεύθυνσή του στο Παρίσι με την προτροπή να τον επισκεφθεί όταν ταξίδευε στο Παρίσι.

Η Λίζυ τελειώνει το σχολείο στα Χανιά και σπουδάζει γαλλική φιλοσοφία στη Θεσσαλονίκη ως το 1967 όταν (αφού η χούντα απομάκρυνε τον πατέρα της από τη θέση του), πήρε μεταγραφή στην Αθήνα.

Η Λίζυ με τους συμφοιτητές της αντιτάχθηκε στην χούντα και αγωνίστηκε εναντίον της σθεναρά. Ένα τραγικό γεγονός σφράγισε για τη Λίζυ εκείνη την περίοδο.

Ήταν πολύ ερωτευμένη, από ότι μου είχε πει, με ένα φοιτητή ηγετικό στέλεχος της ΕΦΕΕ. Το αγόρι συνελήφθη και βασανίστηκε σκληρά. Λίγο αργότερα έβαλε τέλος στη ζωή του, τουλάχιστον αυτή ήταν η επίσημη εκδοχή. Το χτύπημα για τη Λίζυ είναι συντριπτικό.
Επιχειρεί ευτυχώς χωρίς αποτέλεσμα να τον ακολουθήσει. Οι γονείς της θορυβημένοι αποφασίζουν να τη στείλουν στο Παρίσι, μακριά από τη ζοφερή κατάσταση στην Αθήνα.

Η Λίζυ θυμάται το χαρτάκι με τη διεύθυνση του Σαρτρ, όταν φτάνει στο Παρίσι του χτυπά την πόρτα έξι χρόνια αργότερα από την πρώτη τους γνωριμία, εκείνη βαδίζει στα 23 κι εκείνος στα 67. Ο Σαρτρ τη θυμάται και την καθοδηγεί για σπουδές φιλοσοφίας στη Σορβόννη.
Η Λίζυ ζει με πάθος την έντονη και δημιουργική πνευματικά περίοδο που ακολούθησε το Μάη του ‘68 . Η παρουσία των ιδεών του Μάη είναι παντού ευδιάκριτη και είναι βάλσαμο για την ψυχή του κοριτσιού που προέρχεται από μια χώρα στον γύψο.

Θωρακίζει με γνώσεις το ανήσυχο πνεύμα της και η μαθητεία πλάι στον Σαρτρ την σφραγίζει. Ο Σαρτρ έχοντας ήδη προβλήματα με την όρασή του της ζητά να γίνει βοηθός του κι εκείνη δέχεται με χαρά . Από τότε η συνεργασία τους γίνεται καθημερινή.

Τις εμπειρίες της η Λίζυ τις καταγράφει και γίνονται αυτές οι σημειώσεις η βάση για το βιβλίο που θα εκδώσει αργότερα με τίτλο «Με τον Σαρτρ».

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας ο Μάνος Λοΐζος επισκέπτεται το Παρίσι. Μεταξύ κοινών φίλων συναντιούνται στο αγαπημένο στέκι του Σαρτρ το Café de Flore.

Η Λίζυ γνωρίζει και θαυμάζει το έργο του και τη στάση του. Η ίδια έχει υπέροχη φωνή που έχει ξεχωρίσει ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης αλλά και ο ταλαντούχος ακόμα τότε Γιώργος Σταυριανός. Της έχουν ζητήσει να ερμηνεύσει τραγούδια τους αλλά η Λίζυ αρνείται φοβούμενη ότι θα στενοχωρήσει τον αστό, διανοούμενο πατέρα της.

Η συνάντησή τους είναι και για τους δύο συγκινητική. Ο Μάνος εντυπωσιάζεται από το πνεύμα και την ομορφιά της Λίζυ και η Λίζυ από τον χαμηλών τόνων αλλά παθιασμένο τροβαδούρο. Η μελαγχολία στα μάτια του είναι ακατανίκητη για το ρομαντικό κορίτσι που αναγνωρίζει μέσα τους μια αδελφή ψυχή.

Ακολουθούν ατέλειωτες συζητήσεις μέσα σε μια ένταση ερωτική που όμως απλά αιωρείται γύρω τους χωρίς ποτέ να εκδηλωθεί. Ο Μάνος φεύγει και η Λίζυ συνεχίζει τη ζωή της. Επικοινωνούν με γράμματα και συναντιούνται στην πατρίδα μετά την πτώση της χούντας. Η επαφή τους γίνεται πιο συχνή όταν η Λίζυ επιστρέφει οριστικά στην πατρίδα το 1978.

Οι δυο τους έζησαν μια σύντομη αλλά γεμάτη ένταση σχέση που είχε πρωτίστως πνευματική ωστόσο διάσταση.

Σε ένα καλοκαιρινό ταξίδι με προορισμό ένα κοντινό νησί των κυκλάδων o Λοΐζος μαγεμένος από την ομορφιά και την προσωπικότητά της αποσύρεται σε μια γωνιά του καταστρώματος και γράφει για τη Λίζυ το αγαπημένο τραγούδι του «Σ’ ακολουθώ» με ελαφρά παραλλαγμένους στίχους από αυτούς που γνωρίζουμε στο ρεφραίν

Λίζυ κράτησε με και περπάτησε με,
μεσ’ στο γαλανό σου το βυθό

Τη συναντά αμέσως μετά και της το τραγουδάει καθώς ταξιδεύουν.

Ο Μάνος με κλονισμένη ήδη την υγεία του αποφασίζει να ηχογραφήσει το «Σ’ ακολουθώ» με τους αρχικούς στίχους που αναφέρονται στη Λίζυ. Οι συνεργάτες του με προεξάρχοντα τον αγαπημένο του φίλο και παραγωγό Αχιλλέα Θεοφίλου, φοβούμενοι τις αντιδράσεις τον απέτρεψαν κι έτσι οι στίχοι αλλάχτηκαν:

Έλα κράτησέ με και περπάτησέ με
μεσ’ στο μαγικό σου το βυθό

Στο στούντιο, το κομμάτι ηχογραφήθηκε το 1980 με λιτή ορχήστρα και δύο κιθάρες, ωστόσο ο Κώστας Γανωσέλης του πρότεινε να το ηχογραφήσει μόνο μ’ ένα πιάνο. Έτσι κι έγινε, αλλά τελικώς ο Λοΐζος προτίμησε να κρατήσει την εκτέλεση με την ορχήστρα. Όμως, το playback με το πιάνο κρατήθηκε και δύο χρόνια αργότερα ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου θα το χρησιμοποιήσει στη δική του ερμηνεία του «Σ’ ακολουθώ», για το δίσκο του «Φοβάμαι».

Το τραγούδι που εμπνεύστηκε και έγραψε για τη Λίζυ ήταν γραφτό να είναι το τελευταίο που ηχογράφησε και τραγούδησε ο Μάνος.

Η Λίζυ στη συνέχεια δίδαξε στο Πανεπιστήμιο όντας εξαιρετική καθηγήτρια και αγαπημένη των φοιτητών της. Είχε την ατυχία το καλοκαίρι του 2003 μετά από ένα ανελέητο δημοσιογραφικό κυνήγι μαγισσών το όνομά της να εμπλακεί με την υπόθεση της 17 Νοέμβρη. Ήταν διανοούμενη είχε σπουδάσει στο Παρίσι πλάι στον Σαρτρ (η εφημερίδα του Liberation είχε δημοσιεύσει την πρώτη προκήρυξη της 17Ν) άρα ήταν ύποπτη! Φυσικά οι ψίθυροι έπαψαν όταν κινήθηκε νομικά.

Χαθήκαμε με τη Λίζυ όταν η φιλοσοφική μεταφέρθηκε στου Ζωγράφου, το Quartier Latin παράκμασε και έκλεισε σηματοδοτώντας το τέλος μιας εποχής.

Όμως δε θα ξεχάσω ποτέ ότι ήταν ο άνθρωπος που μου άνοιξε ένα παράθυρο σε έναν πνευματικό κόσμο άγνωστο και συναρπαστικό που διαφορετικά δε θα είχα γνωρίσει.

Και θα τη θυμάμαι πάντα σαν ένα κορίτσι γενναιόδωρο και συναρπαστικό που σε καθήλωνε με το βλέμμα του, όπως εμένα εκείνο το μαγικό απόγευμα στη βιβλιοθήκη της φιλοσοφικής…


Υ.Γ Η παραπάνω ιστορία στηρίζεται αποκλειστικά σε προσωπικές αφηγήσεις της Λίζυς Λασιθιωτάκη σε εμένα πριν από 35 χρόνια και ενδεχομένως κάποια γεγονότα να έχουν «θολώσει» κάπως από την απόσταση του χρόνου.

Την ιστορία του τραγουδιού γράφει αναλυτικά στο εξαιρετικό του βιβλίο για τον Μάνο Λοΐζο με τίτλο «Μια μέρα ζωής» ο στιχουργός και συγγραφέας Ισαάκ Σούσης,

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!