Ένα μουσικό διήγημα από τον ποιητή και στιχουργό Δημήτρη Λέντζο

«Το τραγούδι ήταν σχεδόν έτοιμο. Έλειπε μόνο μια λέξη στο τέλος του ρεφρέν δισύλλαβη και παροξύτονη…».
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 

«Στο πηλίκον μόνο ζέρος»


Το τραγούδι ήταν σχεδόν έτοιμο. Έλειπε μόνο μια λέξη στο τέλος του ρεφρέν δισύλλαβη και παροξύτονη. Πάντοτε τούτος ο στιχουργός είχε μια δυσκολία στα ρεφρέν, και ειδικότερα στις τελευταίες λέξεις τους.

«Ευτυχώς», ψιθύρισε, «που έχουμε μονοτονικό και δεν έχουμε δασείες και ψιλές».

Η λέξη, η περί ης ο λόγος, έπρεπε να ριμάρει με τη λέξη Έρως· το «Ε» πάντα με κεφαλαίο.

«Σιγά το πράγμα», είπε, «θα ψάξω παντού και σε λίγες μέρες θα την βρω».

Τα κουπλέ, δύο τον αριθμό ήταν, όπως είπαμε, έτοιμα από καιρό. Ο συνθέτης είχε εμπνευστεί απ’ αυτά και το τραγούδι πλέον ήταν βασισμένο στα μέτρα και «σταθμά» των στίχων αυτών, όπως βεβαίως και στο ημιτελές ρεφρέν. Τώρα που είπαμε «σταθμά», προχθές κιόλας ο συνθέτης τού είχε επισημάνει απ’ το τηλέφωνο ότι πρέπει να βιαστεί γιατί οι ραδιοφωνικοί σταθμοί περιμένουν το τραγούδι πώς και πώς. Για την ακρίβεια, του είπε: «Στιχουργάρα μου, για σένα δεν είναι τίποτα αυτά. Μια λέξη, σιγά τώρα το δύσκολο, αφού την έχεις στο χέρι σου. Βγες στους δρόμους, στις πιάτσες, στις αγορές, βγες στη Συγγρού, βγες εν γένει και βρες την την καριόλα να τελειώνουμε».

Δίκιο έχει, σκέφθηκε, και την άλλη μέρα πήρε των ομματιών του ψάχνοντας παντού αυτή τη δισύλλαβη παροξύτονη λέξη που τελειώνει σε -έρως ή -έρος γενικώς. Περιπλανήθηκε όλη την ημέρα και σημείωνε στο πακέτο απ’ τα τσιγάρα του - σκέτα Άσσος. Χρόνια τώρα καπνίζει αυτά τα τσιγάρα και έχουν κιτρινίσει τα δάχτυλά του από τη νικοτίνη και την πίσσα. «Φαντάσου τα πνευμόνια μου πώς θα είναι» έλεγε πάντα στην πρώτη ρουφηξιά.

«Γέρος. Λέρος. Μέρος» μουρμούρισε, υπογραμμίζοντας κάθε λέξη ξεχωριστά.

«Έχουν όλες αυτές οι λέξεις τις τεχνικές προϋποθέσεις» είπε και έκρυβε με την παλάμη του το πακέτο, σαν τα μικρά παιδιά στο σχολείο μην τους κλέψει κάποιος τις λέξεις. «Αύριο πάλι, πού θα πάει, θα την πετύχω την “καριόλα” και τότε μεγάλες δόξες και σουξέ». Να την, λοιπόν, που την κονόμησε κι αυτός τη λέξη «καριόλα».

«Λέξη είναι κι αυτή· ας την έχω καβάτζα. Πού ξέρεις; Κάπου θα μου χρειαστεί», και την σημείωσε στο πακέτο.

Έτσι πέρασαν κι άλλες ημέρες και η λέξη ακόμη δεν είχε βρεθεί, και οι παροτρύνσεις προς τον συνθέτη να αλλάξει τα μέτρα έπεσαν στο κενό: «Πρέπει να βιαστείς. Δεν υπάρχει άλλος χρόνος. Τα μέτρα είναι αυτά και δεν αλλάζουν. Επιτέλους, βρες αυτή τη γαμημένη λέξη να τελειώνουμε. Στην εταιρεία τα ’χουνε πά¬ρει άσχημα. Πρέπει να προλάβουν τις γιορτές, κατάλαβες;» Και του έκλεισε το τηλέφωνο στα μούτρα. «Να κι άλλο μαργαριτάρι: “γαμημένη”. Ας την κρατήσω κι αυτήν», ψιθύρισε, «Θερίζουν κάτι τέτοια λεξικά σήμερα».

Πριν χαράξει πήρε τα σύνεργά του, το μικρό του καλοξυσμένο μολύβι και το πακέτο με τα τσιγάρα και να ‘τος στην κεντρική αγορά ανάμεσα στα κρέατα, στα ψάρια και στις φωνές, να διακονεύει λέξεις. Αλλά εις μάτην. Τίποτα. Κονόμησε μονάχα την ωραία εκείνη λέξη «Θέρος». Εκεί μπροστά σε ένα κρεοπωλείο άκουσε έναν γέρο να λέει:

«Θέρος, τρύγος, πόλεμος». «Αυτή», είπε, «είναι η λέξη!» Μάλιστα, απ’ το μεγάλο του άγχος τού φάνηκε ότι άκουσε «Γέρος, τρύγος, πόλεμος». «Ωραία, θα την κολλήσω στο τέλος και το βράδυ θα την στείλω στον “δικό μου”, και επιτέλους τέλος. Αυτή είναι η λέξη».

Αμ, δε! Την πήρε την απάντηση στρογγυλή και καλοαναθρεμμένη.

«Τι! Θέρος; Ρε, άσε τις λέξεις τις κουλτουριάρες και τις μεταξωτές γι’ αλλού. Ποιος ξέρει τώρα τη λέξη σου αυτή; Θέρος... Άκου Θέρος, και με κεφαλαίο μάλιστα! Κανένας. Εδώ και για το Έρως και δεν είμαι σίγουρος. Ψάξε, ψάξε, στα καφενεία, στα γήπεδα, στο Χρηματιστήριο, μ’ έπρηξες πια, άντε, γιατί υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές...»

«Ναι», ψιθύρισε, «αλλά εδώ μιλάμε για πορτοκάλια ομφαλοφόρα, να σου πέφτουνε τα σάλια» και αισθάνθηκε αμέσως μια μεγάλη υγρασία στο στόμα του.
Έτσι είχε ταλαιπωρηθεί και πρόπερσι με εκείνο το ρεφρέν στο τραγούδι: «ΕΡΩΤΙΚΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΤΟ».

«Κράτα τους εγωισμούς
και τους καπιταλισμούς.
Εγώ πάω παρακάτω
με το προλεταριάτο».

«Τέτοια θέλει ο κόσμος, η αγορά, οι καταναλωτές, το κοινό» φώναζε δυνατά ο παραγωγός. «Εγώ ξέρω. Εγώ έχω το κοκκαλάκι της νυχτερίδας. Εγώ. Εγώ. Εγώ...»

«Πολλά εγώ πέφτουν, δικέ μου».

Και τα μεσάνυχτα να ‘τος ο «λεξοσυλλέκτης» μας στην οδό Σοφοκλέους, μπροστά στο παλιό Χρηματιστήριο Αξιών.

«Αξιών! Άκου Αξιών, και το “A” με κεφαλαίο» ψιθύρισε.

«Πολλά κεφαλαία βλέπω τελευταία και με βλέπω στο τέλος να ανεβαίνω με καμιά περικεφαλαία την οδό Σταδίου».

Εδώ, λοιπόν, μπροστά στο Χρηματιστήριο, πάνω στα λευκά μάρμαρα, είχε στρώσει το χαρτόνι του ένας άστεγος για να βγάλει τη νύχτα φωνάζοντας στο κενό, στο πουθενά, δυνατά: «Ξέρεις, το χαρτόνι μου κρύβει τα αίματα από τα λευκά σας μάρμαρα και τα όνειρά μου ξορκίζουν τους εφιάλτες σας, κουφάλες».

«Καλησπέρα» φώναξε δισταχτικά ο στιχουργός μας, σημειώνοντας στα γρήγορα τη λέξη «κουφάλες» στο πακέτο.

«Πού την είδες» του απάντησε ο άστεγος.

Μετά από λίγο άρχισαν μια μικρή κουβέντα. Άναψαν τσιγάρο και έφτασαν στο προκείμενο. «Δισύλλαβη, είπες. Δεν έχω. Αν θες καμιά τρισύλλαβη ευχαρίστως: Αέρος, εγκαίρως, Βολταίρος, κ.λ.π., αλλά λέξη τετρασύλλαβη, σε παρακαλώ, μη μου ζητήσεις, όπως συνεταίρος. Απ’ αυτή την καριόλα λέξη βρίσκομαι εδώ. Πήγαινε τώρα. Ψάξε αλλού· δεν έχω. Στις φυλακές πήγες; Στα συσσίτια; Στα γηροκομεία; Στα νοσοκομεία; Στα σπίτια των φτωχών ανθρώπων; Στους ανέργους; Στους χαμένους; Αλλά κατάλαβα, ψάχνεις για λέξεις γυαλιστερές, νοικοκυρές καί παντρεμένες. Και να είχα τη λέξη δεν θα σ’ την έδινα».

«Κι εδώ τα ίδια. Μεγάλη εκτίμηση θρέφουν για τη λέξη καριόλα» ψιθύρισε ο στιχουργός μας και προχώρησε βιαστικά προς τα κάτω. Στη γωνία της Αιόλου άκουσε πίσω του τη δυνατή εκείνη φωνή του άστεγου:

«Εεε! ξέχασα να σε ρωτήσω: Το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” δικό σου είναι;» Του κόπηκαν τα πόδια. Σε λίγο είχε φθάσει τρέχοντας μέχρι την πλατεία Κοτζιά, μπροστά από το κτήριο της Εθνικής Τραπέζης. Κάθισε στα σκαλιά, έβγαλε το πακέτο τα τσιγάρα και το μικρό του μολύβι και μπροστά από το –Έρως άρχισε να προσθέτει όλα τα σύμφωνα της αλφαβήτου με τη σειρά».

«Επιτέλους, αυτό ήταν. Αν υπάρχει μία λέξη θα είναι μία απ’ αυτές» είπε και έγραψε όλες τις λέξεις που αντιστοιχούσαν σε κάθε σύμφωνο.

«Δέρος. Δεν υπάρχει».
«Ζήτα. Τίποτα».
«Θέρος. Απερρίφθη, όπως είπαμε».
«Κέρος. Όχι».

Έφθασε μέχρι τη λέξη Ψέρος.

«Καμιά λέξη δεν ταιριάζει» ψιθύρισε. Μετά έγραψε κάποιες λέξεις με δύο σύμφωνα, όπως ντέρος, σφέρος· τίποτα. Σηκώθηκε αργά, αργά, περπάτησε μέχρι το κέντρο της πλατείας. Είδε όλη αυτή την έρημη πόλη (τέτοιες ώρες οι πόλεις είναι εντελώς άδειες σαν μποτίλια πεταμένη έξω από τα μπαρ των μελλοθανάτων). Το Χρηματιστήριο, οι τράπεζες και η αγορά ήταν εμπρός και δίπλα του και του φάνηκε ότι είχε όλο τον καπιταλισμό μπροστά στα πόδια του. Έβαλε τις χούφτες στο στόμα του και φώναξε δυνατά:

«Μηδέν, Μηδέν εις το πηλίκον».

«Μηδέν, αυτό είναι, αυτό είναι» φώναξε δυνατά. «Ζέρο, Ζέρος. Αυτό είναι, Ζέρος. Είναι εντός του πλαισίου» και προχώρησε τραγουδώντας προς την Ομόνοια το ολοκληρωμένο πλέον ρεφρέν του.

«Και μου άφησεν ο Έρως
στο πηλίκον μόνον Ζέρος».

Αμέσως τηλεφωνεί από το κινητό στον συνθέτη, που ενθουσιασμένος πια του λέει:

«Στιχουργάρα μου, είσαι ο πρώτος, είσαι μεγάλος, μιλάμε για λεξάρα, δικέ μου. Πάμε δυνατά, λέξη σπουδαία, πρωτότυπη, νέα, φρέσκια, αφάγωτη. Μπράβο. Όλα τα μάρκετινγκ τα έβαλες σ’ αυτή τη γαμηστερή λέξη. Τέλεια. Σε παραδέχομαι».

«“Γαμηστερή”. Ας την κρατήσω και αυτή» είπε και προχώρησε να βρει ταξί στην πλατεία.

Ο καιρός κύλησε ήσυχα. Ο δίσκος κυκλοφόρησε με μεγάλη επιτυχία στην Αθήνα και στην επαρχία και ο στιχουργός έδωσε πολλές συνεντεύξεις σε σταθμούς, εφημερίδες και site με ύφος βαρύ ως πεπόνι.

Ένα βράδυ περπατούσε ευτυχισμένος πια, ψάχνοντας για μια άλλη λεξη, και πέρασε πάλι από τη φιλόξενη οδό του Σοφοκλέους. Εκεί βρήκε ξανά τον ίδιο άστεγο. Του είχε πάρει ένα πακέτο τσιγάρα κι ένα μικρό μπουκάλι κονιάκ σαν αυτό που σερβίρουν στις κηδείες και πιάσανε και πάλι μια μικρή κουβέντα.

«Δεν έχω τέτοια λέξη, μου έχουνε τελειώσει οι λέξεις πιά. Συνεννοούμαι με τα νοήματα πλέον. Μιλάω πια μόνο μέσα μου. Όλες μου οι λέξεις φτιάνουν την ωραία μου σιωπή, την ωραία μοναξιά μου. Με την άλλη που έψαχνες τι έγινε; την βρήκες;» «Όχι» του απάντησε σαν να ντράπηκε και έφυγε πάλι από την ίδια διαδρομή όπως και τότε. Πριν φτάσει πάλι στην Αιόλου άκουσε την ίδια εκείνη φωνή να φωνάζει δυνατά:

«Εεε! δε σε ρώτησα: “Ο απόκληρος” δικό σου είναι;»

Τον έπιασε κρύος ιδρώτας.

Έτσι έφθασε τρέχοντας πάλι μπροστά στην Εθνική Τράπεζα, έβγαλε τα σύνεργά του και έγραψε με το σωσμένο του μολύβι που κρατούσε σαν τσιγάρο στα κιτρινισμένα δάχτυλά του.

«Δεν μπήκε στα ηφαίστεια της ψυχής
γιατί ήταν ατάλαντος, θα λένε, και τεμπέλης
και έψαχνε τη νύχτα, ο δυστυχής,
τις λέξεις με τη λάμπα της θυέλλης».

Για την αντιγραφή
Δημήτρης Λέντζος

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!