Διαβάσαμε: Σώτη Τριανταφύλλου «Άκου το λιοντάρι» (Πατάκης)

«Η Σώτη Τριανταφύλλου έγραψε ένα αστικό μυθιστόρημα, ποτισμένο από τα αρώματα των εποχών που πέρασαν»
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Αυτή τη φορά η Σώτη Τριανταφύλλου επιστρέφει με ένα μυθιστόρημα που μοιάζει να ρίχνει μια καλειδοσκοπική ματιά στα '80s. Και λίγο παλιότερα. Μέσα από την ιστορία μιας μεσοαστικής οικογένειας που μένει στην Φωκίωνος Νέγρη, βρίσκει τις αφορμές για να ζωντανέψει μια εποχή πού, μοιάζει να βγήκε κάπως μέσα από τα περιοδικά της εποχής.

Η ιστορία αρχίζει σήμερα, όταν το ένα από τα δύο αγόρια της οικογένειας πέφτει θύμα τροχαίου με την μοτοσυκλέτα του. Στο νοσοκομείο τον κρατούν στη ζωή με τα μηχανήματα. Γύρω του μαζεύεται η οικογένεια ή τουλάχιστον ότι έχει απομείνει από αυτήν. Ο επικείμενος θάνατός του, δίνει στα υπόλοιπα μέλη μια αφορμή για να βρεθούν ξανά, άνθρωποι που είχαν κόψει την επικοινωνία μεταξύ τους εδώ και χρόνια. Συνδετικός κρίκος φαίνεται να είναι η Καρολίνα Καίσαρη, θεία των δύο αγοριών, του Σαράντη και του Ηλία. Ο Ηλίας κρατιέται στη ζωή από τα μηχανήματα και ο αδελφός του ο Σαράντης τον επισκέπτεται στο νοσοκομείο, πράγμα που στην κανονική ζωή έχει πολλά χρόνια να κάνει. Οι δύο γυναίκες τους, η Μυρτώ και η Μάντυ δεν τα πήγαιναν ιδιαίτερα καλά ποτέ μεταξύ τους, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα τα δύο αδέλφια να απομακρυνθούν. Μπροστά στον επικείμενο θάνατο του Ηλία όμως, τα πράγματα είναι αλλιώς.

Με αφορμή τους δύο διαφορετικούς χαρακτήρες του Ηλία και του Σαράντη, η συγγραφέας κάνει μια βουτιά στις δεκαετίες του '70, του '80 και του '90.

Τότε που τα δύο αδέλφια ήταν παιδιά, μετά έφηβοι και αργότερα δύο νεαροί άντρες. Ο καθένας έβλεπε διαφορετικά τη ζωή, αυτά που ήθελε να του συμβούν. Είχαν, βέβαια, τις ίδιες καταβολές, την ίδια αγάπη για τη μουσική, αλλά αυτά δεν έφταναν για να τους φέρουν πιο κοντά στην ενήλικη ζωή τους.

Και για να μπούμε στο κλίμα του βιβλίου, αντιγράφω από το οπισθόφυλλο: «Το "Άκου το λιοντάρι", είναι το πορτρέτο μιας αθηναϊκής οικογένειας. Η ιστορία των Λεοντάρηδων μοιάζει με εκείνη της γειτονιάς τους, της Φωκίωνος Νέγρη, που στη δεκαετία του 1960 και του 1970 ήταν γνωστή με το όνομα Βία Βένετο. Αργότερα, όλα πήγαν στραβά, σχεδόν όλα: οι Λεοντάρηδες χωρίστηκαν σε εχθρικές φατρίες και είχαν το μερίδιό τους σε αρρώστιες, λάθη και απογοητεύσεις. Η Φωκίωνος Νέγρη έχασε τη λάμψη της και παρήκμασε μαζί τους. Σ' αυτό το μυθιστόρημα, ο αιφνίδιος θάνατος του Ηλία φέρνει στη μνήμη των επιζώντων μια γιορταστική εποχή-στο κέντρο της Αθήνας και μέχρι την πίστα των Go karts στην αθηναϊκή Ριβιέρα-και όλα όσα συνέβησαν πριν από τη νύχτα του δυστυχήματος στην Παραλιακή λεωφόρο».

Η Σώτη Τριανταφύλλου έγραψε ένα αστικό μυθιστόρημα, ποτισμένο από τα αρώματα των εποχών που πέρασαν. Οι άνθρωποι είναι αυτοί που δίνουν τον τόνο, και η αφήγησή της είναι γρήγορη με πολλά φλάς μπακ, που δεν αφήνουν στον αναγνώστη το περιθώριο να βαρεθεί. Η οικογένεια Λεοντάρη που περιγράφει είναι ίδια με τις περισσότερες οικογένειες που έζησαν στον ίδιο τόπο την ίδια εποχή.

Δεν τους συνέβησαν συνταρακτικά γεγονότα, απλά η ίδια η ζωή έχει τον τρόπο της, όσο περνούν τα χρόνια, να κάνει τα μέλη αυτής της οικογένειας να χάνονται, ακόμα κι αν τα ενώνει μια ευτυχισμένη παιδική ηλικία.

Μεγαλώνοντας οι άνθρωποι, τραβούν ο καθένας τον δικό του δρόμο. Φιγούρα αξιομνημόνευτη η θεία Καρολίνα, ο συνδετικός κρίκος μεταξύ τους, μια γυναίκα που δεν συμβιβάστηκε όπως οι άλλοι. Χίπισσα την δεκαετία του '60, γύρισε όλη την Ευρώπη με αφορμή τα ροκ μουσικά φεστιβάλ της εποχής, έκανε τρείς γάμους και μοιάζει να είναι η μόνη που τα έχει καλά με τον εαυτό της και τους γύρω της.

Αυτό που καταφέρνει η συγγραφέας, είναι να δώσει χρώμα σε όλα αυτά τα χρόνια που πέρασαν και να τα φωτίσει είτε μέσα από μικρές λεπτομέρειες της εποχής, είτε μέσα από τους στίχους τραγουδιών που αγάπησαν οι ήρωες. Έγραψε ένα μυθιστόρημα με χιούμορ, ακόμα κι όταν οι ήρωες της αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, και βρίσκονται μπροστά στα αποτελέσματα των επιλογών τους που δεν είναι αυτά που θα ήθελαν.

Έξυπνοι διάλογοι, διάχυτο χιούμορ, ακόμα κι αν το γέλιο που προκύπτει είναι πικρό. Σε αυτό το βιβλίο της η Σώτη Τριανταφύλλου κάνει τον αναγνώστη να χαμογελά, γιατί όλα αυτά που συμβαίνουν στους ήρωες της, είναι πολύ πιθανόν να έχουν συμβεί και στον ίδιο. Προσωπικά, αυτό το μυθιστόρημα μου έβγαλε χρώματα, πολλά χρώματα με μια επίγευση πίκρας για όλα αυτά που πέρασαν και δεν αλλάζουν. Για τον χρόνο που καθορίζει τα πάντα.

«Αν και τα οικογενειακά τραπέζια και τα πάρτι των Λεοντάρηδων τέλειωναν με τσακωμούς, καμιά φορά με δάκρυα, επέμεναν να τα επαναλαμβάνουν με την ελπίδα ότι την επόμενη φορά τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα. Η επόμενη φορά άρχιζε εύθυμα κι όλοι φαίνονταν αποφασισμένοι να μιλήσουν περί ανέμων και υδάτων. Στην κυριολεξία: αν φυσάει, πόσα μποφόρ φυσάει κι αν το εμφιαλωμένο νερό κάνει καλό για την υγεία. Καθώς στην οικογένεια της Μάντυς δεν συνέβαιναν δράματα, τον πρώτο καιρό είχε κατατρομάξει: πως ήταν δυνατό ένα πάρτι γενεθλίων, μια Παραμονή Πρωτοχρονιάς να καταλήγουν σε βρισιές και σε επικλήσεις του Κυρίου επί ματαίω;»

Η Σώτη Τριανταφύλλου έγραψε ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται εύκολα και καταφέρνει κάθε τόσο να αποσπά ένα χαμόγελο από τον αναγνώστη, περιγράφοντας πράγματα οικογενειακά που όλο και κάτι μας θυμίζουν.

Από την άλλη, κι αυτό είναι η επιτυχία της, σου αφήνει μια επίγευση πίκρας για τον χρόνο που κυλάει και όλα όσα παίρνει μαζί του.

«Τα άσχημα παιδιά γίνονται άσχημοι μεγάλοι. Ακόμα και πολλά όμορφα παιδιά γίνονται άσχημοι μεγάλοι. Η ομοργιά δεν διατηρείται, η ασχήμια όμως αντέχει στον χρόνο».

Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Σπούδασε στο Φαρμακευτικό Τμήμα της Φυσικομαθηματικής και στο Γαλλικό Τμήμα της Φιλοσοφικής του ΕΚΠΑ. Είναι διδάκτωρ στην Αμερικανική Ιστορία και στην Ιστορία των πόλεων.

Έχει κάνει μεταδιδακτορικές σπουδές στη φιλοσοφία των μαθηματικών και στις διεθνείς σχέσεις. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα, νουβέλες, δοκίμια και διηγήματα. Μεταφράζει από τέσσερις γλώσσες και αρθρογραφεί στον Τύπο.

Για το βιβλίο έγραψαν:

«Το «Άκου το λιοντάρι» μιλάει με έναν σπαρακτικό, στο βάθος του, τρόπο για τις αποτυχίες, τις διαψεύσεις και τις απώλειες μιας γενιάς –πάνω κάτω, των σημερινών πενήντα-κάτι με εξήντα–, αλλά το κάνει με πολύ γούστο, με χιούμορ, με σαρκασμό, με έξω καρδιά, με μια πολύ ώριμη στωικότητα, γιατί ξέρει πως, όπως η ίδια η ζωή, είναι ακριβώς αυτό: μια μαύρη κωμωδία. Δεν υπάρχουν καλοί και κακοί εδώ, όπως δεν υπάρχουν και «δεύτερα» πρόσωπα ή κομπάρσοι.

Όλοι –πλην ενός, του Ηλία: μα ο Ηλίας από την αρχή του βιβλίου είναι στη ΜΕΘ, με μηχανική υποστήριξη, τσακισμένος από πτώση με μηχανάκι– είναι ισότιμοι. Και όλοι έχουν «το μερίδιό τους σε πόνο, αρρώστια, λάθη κι απογοήτευση», και όλοι τους πενθούν «τις χαμένες ελπίδες της νιότης τους». Ή και δεν τις πενθούν: τις διασκεδάζουν. Σάμπως έτσι δεν κάνουμε όλοι;» - Κυριάκος Αθανασιάδης-Athens Voice

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!