Διαβάσαμε: «Λάδι σε καμβά» του Αλέξη Πανσέληνου (Μεταίχμιο)

Οι ήρωές του κουβαλούν το βάρος της ήττας. Μιας ήττας που προέρχεται, κυρίως, από την εποχή και τις συνθήκες της
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
To «Λάδι σε καμβά», το καινούργιο μυθιστόρημα του Αλέξη Πανσέληνου είναι μια ιστορία ενηλικίωσης αλλά και ματαίωσης. Ο κεντρικός του ήρωας ο Σπύρος είναι ένας νεαρός φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών, με πολύ ταλέντο που όμως δεν θα γίνει ποτέ ο ζωγράφος που ονειρεύτηκε. Η ιστορία του Σπύρου ξεκινά το καλοκαίρι του 1966 και φτάνει σχεδόν στις μέρες μας, περνώντας μέσα από την δικτατορία, την μεταπολίτευση και όλα αυτά που συνήθως αποκαλούμε σύγχρονη ιστορία.

Το βιβλίο ξεκινά ως εξής: «Τότε ακόμα τα καλοκαίρια είχαν τη γεύση της αιωνιότητας. Έρχονταν και έμοιαζε πως ποτέ δεν θα τελειώσουν».

Κάπως έτσι ήταν το καλοκαίρι του 1966 για τον νεαρό Σπύρο. Φοιτητής της Σχολής Καλών Τεχνών, περνά τις διακοπές του φιλοξενούμενος από την οικογένεια ενός ζωγράφου, φίλου του πατέρα του, σε ένα νησί. Σε αυτή την ηλικία, νομίζεις ότι όλος ο κόσμος σου ανήκει. Μέσα σε αυτό το καλοκαίρι ανακαλύπτει τον έρωτα. Τον ερωτεύεται η λίγο μεγαλύτερη κόρη της οικογένειας που τον φιλοξενεί, αλλά και η μικρότερη, που όμως είναι σχεδόν παιδί. Τον διεκδικεί από την μεγαλύτερη αδελφή της, λειτουργώντας με το ένστικτο μιας ερωτευμένης γυναίκας.

«Μέσα μου δεν είχα τολμήσει ούτε να ψιθυρίσω τη λέξη “έρωτας”. Ήταν η παρέα της, τα χαριτωμένα πείσματα, τα μεγαλίστικα φερσίματα, η ευστροφία της να μην αφήνει καμία πρόκληση αναπάντητη. Πάνω απ' όλα, το παιδικό φλερτ - μα ήταν, αλήθεια, παιδικό;- του κοριτσιού που περνά από τη μια ηλικία στην επόμενη, ανακαλύπτοντας τον εαυτό του. Και ήταν και η ομορφιά της! Δίπλα της η Ειρήνη υποχωρούσε σε μια άλλη κατηγορία, παρά το μεθύσι των αισθήσεων, παρά την προσφορά του σώματος μιας κοπέλας δυο χρόνια μεγαλύτερης που με ήθελε τώρα, χωρίς να ζητά τον έρωτά μου ή να προσφέρει το δικό της, μόνο το σώμα της, ένα σώμα που κάθε άντρας θα ποθούσε να το χαρεί, χωρίς ντροπές και αναστολές, με λόγια άγρια, πρόστυχα, που ερεθίζουν και μαστιγώνουν τον πόθο. Η Γωγώ ήταν ένα αερικό, πλάσμα ενός κόσμου όπου η αθωότητα ξεπερνά σε μαγεία τη σαγήνη του σώματος και αυτό που μας κεντρίζει είναι το όνειρό της βεβήλωσης της κατάκτησής της. Μια ανήλικη που όμως φλέρταρε πραγματικά και προκαλούσε».

Το καλοκαίρι του 1966 στιγματίζει τον κεντρικό ήρωα, τον Σπύρο, που το διασχίζει νοιώθοντας αυτή την άγρια χαρά που νοιώθουν όλοι σε αυτή την ηλικία, καθώς ο κόσμος ανοίγεται μπροστά του σαν άγνωστο τοπίο που τον καλεί να το ανακαλύψει. Όμως, από αυτό το καλοκαίρι δεν μένει σχεδόν τίποτα, παρά μόνο η μορφή και η συμπεριφορά της μικρής Γωγώς. Στο τέλος των διακοπών οι σχέσεις αποκαλύπτονται και ο Σπύρος φεύγει κακήν κακώς από το νησί. Η δικτατορία έρχεται, ο πατέρας του εκτοπίζεται σε κάποιο ξερονήσι, ο Σπύρος πρέπει να κρατήσει την οικογενειακή επιχείρηση όρθια για να υπάρχει κάποιο εισόδημα στην οικογένεια του. Δύσκολα χρόνια, βιοπάλη. Σιγά σιγά, μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα των γεγονότων που πέφτουν πάνω στην χώρα, αλλά και στον Σπύρο, παρατάει την Σχολή Καλών Τεχνών. Επιβίωση, στρατός, θάνατοι. Η ζωή του δείχνει το άλλο της πρόσωπο. Το σκληρό. Ο Σπύρος χάνεται σε μια ζωή που, ουσιαστικά, δεν είναι δική του, δεν την διάλεξε, αλλά του την επέβαλε η σκληρή πραγματικότητα. Τα γεγονότα της Νομικής και του Πολυτεχνείου τα ζει, αλλά όχι πια σαν φοιτητής, αλλά σαν πολίτης. Η καθημερινότητα είναι σκληρή, τα όνειρά του χάνονται. Τα χρόνια περνούν, φτάνουν σχεδόν στις μέρες μας. Και μέσα από μια έκθεση ζωγραφικής, σε μια κεντρική γκαλερί της Αθήνας, ανακαλύπτει ξανά τα χνάρια της Γωγώς. Πού, μεγάλη πια, έχει εξελιχθεί σε μια πολύ καλή ζωγράφο. Στο βιογραφικό της διαβάζει πως είναι παντρεμένη, πως έχει ένα παιδί. Δεν τη συναντά.

«Κρίμα να μην προλάβω, κρίμα να μην έχω έρθει πιο νωρίς. Πώς γίνεται να το έχω αφήσει τόσο, στην εφημερίδα δεν πάνε είκοσι μέρες που είχα δει την είδηση. Από την άλλη ίσως καλύτερα έτσι. Πως θα ήταν να τη δω, ζωντανή μπροστά μου, σε όλη τη λάμψη της ωριμότητας, της δόξας της; Και πως θα με έβλεπε εκείνη; Ναι, καλύτερα έτσι. Α, Γωγώ, τι εντύπωση θα σου έκανα σήμερα, μετά από την εικόνα που είχες για μένα; Τώρα ήμουν κι εγώ ένας άλλος, όχι αυτός που ήξερες, αυτός που αγάπησες. Δεν θα σου άρεσε αυτός που θα έβλεπες. Και δεν μου αρέσει ούτε εμένα».

Ο Αλέξης Πανσέληνος έγραψε ένα μυθιστόρημα για την ενηλικίωση, την ματαίωση και για το πώς οι εξωτερικές συνθήκες παίζουν ρόλο και ουσιαστικό μάλιστα, στην πορεία της ζωής ενός ανθρώπου. Από την άλλη μεριά, βέβαια, ο ήρωας του βιβλίου πιθανότατα δεν ήταν γεννημένος για να γίνει ένας σημαντικός ζωγράφος, αυτό που πάντα ήθελε. Πολλές φορές δεν φτάνει το ταλέντο, χρειάζεται και αυτή η εσωτερική δύναμη που ξεχωρίζει τους ανθρώπους σε αυτούς που είναι προορισμένοι να κάνουν κάτι σπουδαίο και σε αυτούς που αφήνονται να παρασυρθούν από την ακύμαντη καθημερινότητα που δημιουργεί η ζωή. Οι συμβιβασμοί με όλα αυτά που φέρνει η ζωή στο πέρασμά της αναπόφευκτοι. Και τι μένει; Η ανάμνηση που λέει: «Ήταν καλοκαίρι. Ήμουν είκοσι. Η ζωή μπροστά μου ένας δρόμος απέραντος, άγνωστος, γεμάτος εκπλήξεις. Η ζωγραφική ήταν η χαρά και το καταφύγιο μου, το μέσο με το οποίο θα συνδεόμουν με τον κόσμο, ο τρόπος να αφήσω το σημάδι από το πέρασμά μου ανάμεσα στους ανθρώπους, η μαγεία που θα τραβούσε γύρω μου άντρες και γυναίκες, και θα έκανε το όνομά μου γνωστό κι αγαπημένο».

Το ατομικό και το γενικό συναντιούνται στο «Λάδι σε καμβά», με τον Αλέξη Πανσέληνο να περιγράφει πολύ πειστικά και με γνώση τις εναλλαγές του δημοσίου βίου με τη ζωή του κεντρικού του ήρωα. Τα πολιτικά γεγονότα αλλά και τα καλλιτεχνικά περιγράφονται με ακρίβεια και δείχνουν την επίδραση που έχουν στην εποχή και στους ανθρώπους της. Ο συγγραφέας είναι πολύ έμπειρος στην καταγραφή αυτής της εποχής, το έχει αποδείξει περίτρανα στο προηγούμενο μυθιστόρημά του τα «Ελληνικά Ελαφρά Τραγούδια».

Οι ήρωές του κουβαλούν το βάρος της ήττας. Μιας ήττας που προέρχεται, κυρίως, από την εποχή και τις συνθήκες της. Η συνειδητοποίηση του ότι και αυτή η γενιά δεν άλλαξε τον κόσμο, παρά τους αγώνες της, βαραίνει και τον Σπύρο, όπως και όλους μας. Γιατί όπως σκέφτεται κάποια στιγμή: «Σκέφτομαι όμως συχνά ότι κάτι μέσα μου με έκανε να χάσω την πίστη στον εαυτό μου. Δεν θεωρώ πως είμαι πραγματικά κακός άνθρωπος. Αν και μπορεί να είμαι. Αλλά ένας καλλιτέχνης πρέπει να είναι και να νιώθει αγνός για να δημιουργήσει – να διατηρεί μέσα του το μικρό παιδί που υπήρξε, αλλιώς η ζωή του και η τέχνη του τρέχουν σε λάθος ράγες. Δεν θα άντεχα να ζωγραφίζω τις τύψεις μου για τις αποτυχίες και το σκοτάδι μέσα μου. Ο κόσμος που έρχεται να δει τις ζωγραφιές μας θέλει να βγει απ' τα σκοτάδια και να αντικρίσει φως. Αν δεν έχεις φως να προσφέρεις, τότε κάνεις κακή τέχνη. Άλλοι ίσως αντέχουν και το κάνουν. Εγώ δεν θα άντεχα. Προτίμησα να υποχωρήσω και να σωπάσω».

Ο Αλέξης Πανσέληνος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1943, σπoύδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως δικηγόρος. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1977 με ένα διήγημα και ένα δοκίμιο πάνω στις δύο «καβαφικές» δοκιμές του Σεφέρη που δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό «Τομές». Το πρώτο του βιβλίο, τέσσερα διηγήματα με τον τίτλο «Ιστορίες με σκύλους» εκδόθηκε το 1982. Από τότε έχει γράψει επτά μυθιστορήματα, δύο συλλογές διηγημάτων και δύο τόμους με δοκίμια. Έχει αρθρογραφήσει σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά και έχει μεταφράσει λογοτεχνία από τα αγγλικά και τα γερμανικά.

Έχει βραβευτεί με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος για το μυθιστόρημα «Η μεγάλη πομπή» το 1986, το βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω» για το μυθιστόρημα «Επιγραφές» το 2012, ήταν η ελληνική υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό Αριστείο το 1997 με το μυθιστόρημα «Ζαϊδα ή « Η Καμήλα στα χιόνια», έλαβε το βραβείο μυθιστορήματος της Ακαδημίας Αθηνών 2018 για το μυθιστόρημα «Ελαφρά ελληνικά τραγούδια» και το 2020 του απονεμήθηκε το Μεγάλο Βραβείο για το Σύνολο του Έργου του από το ηλεκτρονικό περιοδικό «Ο Αναγνώστης». Το 2021 αναγορεύτηκε Επίτιμος διδάκτωρ του τμήματος Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου. Μυθιστορήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και πολωνικά.

Για το βιβλίο έγραψαν:

«Ίσως η μυθοπλασία να αποτελεί τον μανδύα για ένα δοκίμιο γύρω από την Τέχνη (εδώ τη ζωγραφική), τις δεσμεύσεις που απαιτεί αλλά και την αναπόφευκτη καμιά φορά επιλογή της εγκατάλειψής της. Δύσκολο ή και όχι αναγκαίο να εντοπισθεί η συγγραφική πρόθεση. Σε κάθε περίπτωση, μια από τις πιο ενδιαφέρουσες τωρινές εκδόσεις και μια από τις καλύτερες ιστορίες του Πανσέληνου, για την ικανότητα να δώσει μια ολόκληρη εποχή μέσα στο μικρό σώμα μια σύντομης (μόλις διακοσίων σελίδων) αφήγησης, όσο και για την επισήμανση κάποιων από τις κύριες παραμέτρους στη θεματική γύρω από την Τέχνη».

Διώνη Δημητριάδη-Fractal

«Ο πεζογράφος Αλέξης Πανσέληνος, αληθινός μάστορας, αφηγείται έναν μύθο που αφορά μια χαμένη γενιά –ή μια γενιά ηρώων–, η οποία άφησε το στίγμα της στη σύγχρονη πολιτική και τέχνη, η οποία όρισε το μέλλον της όπως η ίδια επιθυμούσε, μακριά δηλαδή από συμβιβασμούς και προσωπικά ημίμετρα και αδιέξοδα. Ο μυθιστοριογράφος κρατά το μεδούλι των λέξεων, την απέριττη έκφραση, τη λιτή παράθεση, την κατανοητή γλώσσα, γίνεται αμέσως αντιληπτός, δεν δυσχεραίνει την ανάγνωση, κρατάμε στα χέρια μας ένα βιβλίο το οποίο δεν θέλουμε να το αφήσουμε πριν διαβάσουμε και την τελευταία σελίδα. Ο Πανσέληνος δίνει μαθήματα για το πώς πρέπει η λογοτεχνία να λειτουργεί, ποια είναι τα όριά της, πόσο βαθιά πρέπει κανείς να διεισδύσει προκειμένου να γίνει ψυχαγωγικός, πόσες καταστάσεις χωρούν αριστουργηματικά σε μια ιστορία που καταλήγει χωρίς έξοδο, τέλος, ποια είναι εκείνα τα εφόδια που ο πεζογράφος πρέπει να κατέχει προκειμένου να θεραπεύσει μια τέχνη άκρως εξωστρεφή»

Χρίστος Παπαγεωργίου-Diastixo.gr

«Το βιβλίο όμως, εκεί λίγο πριν το τέλος, κρύβει μια έκπληξη: μια παραδοχή του Σπύρου που μέσα στη ματαίωσή του ανακαλύπτει ακόμη κάποια ψήγματα ακεραιότητας. Ο Σπύρος μπορεί να βυθίστηκε σε ένα τέλμα λόγω «της οικονομικής ανάγκης» και του άγχους της «βιωτής», αλλά δεν είναι αυτοί οι βαθύτεροι λόγοι που τον κράτησαν μακριά από τη ζωγραφική. Ο Σπύρος έχασε την πίστη στον εαυτό του, όπως θα ομολογήσει χαρακτηριστικά, και η αιτία υπήρξε η προδοσία του απέναντι στη Γωγώ. Ο Σπύρος δεν μπόρεσε ποτέ να ανανήψει από εκείνο το καλοκαίρι ακριβώς επειδή βεβήλωσε την αγνότητά του»

Αλέξανδρος Ζωγραφάκης-ΙΣΤΟΣ

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!