Διαβάσαμε: «Ο τόπος» της Annie Ernaux (Μεταίχμιο)

Νομπελίστρια Λογοτεχνίας 2022
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Η ανακοίνωση της επιτροπής της Σουηδικής Ακαδημίας που απένειμε το φετεινό βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας στην Annie Ernaux για φέτος, αναφέρει μεταξύ άλλων τα εξής:

«…για το θάρρος και την κλινική οξύτητα με την οποία αποκαλύπτει τις ρίζες, τις αποξενώσεις και τους συλλογικούς περιορισμούς της προσωπικής μνήμης».

Στα κείμενά της η Ernaux εξετάζει με συνέπεια και από διαφορετικές οπτικές γωνίες τη ζωή που χαρακτηρίζεται από έντονες ανισότητες σχετικά με το φύλο, τη γλώσσα και την τάξη. Η πορεία της προς τη συγγραφή ήταν μακρά και επίπονη.΄΄

Διαβάζοντας τον «Τόπο», ένα μυθιστόρημά της που κυκλοφόρησε το 1984 και μάλιστα βραβεύτηκε τότε με ένα από τα πιο σημαντικά λογοτεχνικά γαλλικά βραβεία, το βραβείο Renaudot, καταλαβαίνεις στην πράξη την απόφαση της Σουηδικής Ακαδημίας. Πρόκειται για ένα στιβαρό μυθιστόρημα που μέσα σε 107 περίπου σελίδες ασχολείται με θέματα όπως η καταγωγή, η οικογένεια, η σχέση μεταξύ πατέρα και κόρης, η ζωή των προλετάριων στην γαλλική επαρχία, τα σύνορα ανάμεσα στην φτώχεια και στην αξιοπρέπεια.

Η Annie Ernaux με μία γραφή κοφτερή σαν μαχαίρι, με μία οικονομία λόγου που σε εκπλήσσει, μιλάει για την καταγωγή της, την σχέση με τον πατέρα της και τις σπουδές, την μόρφωση δηλαδή, που της επέτρεψαν να αλλάξει κοινωνική τάξη. Ο παππούς της αγρότης, ο πατέρας της αγρότης και μετά εργάτης για να καταφέρει τελικά να ανοίξει ένα καφενείο-παντοπωλείο. Ο αγώνας που έδωσε για να μορφωθεί η κόρη του και να ξεφύγει από τη φτώχεια.

Η σχέση μεταξύ τους, όλα αυτά που δεν ειπώθηκαν όσο εκείνος ζούσε, η απόφασή της να τα καταγράψει για να μείνουν.

«Γράφω αργά. Καθώς πασχίζω να βρω το υφάδι μιας ζωής μέσα από γεγονότα και επιλογές, νιώθω να απομακρύνομαι σταδιακά από τη φιγούρα του πατέρα μου. Το λεπτομερές περίγραμμα κυριαρχεί και οι ιδέες τρέχουν από μόνες τους. Απ’ την άλλη- αν ενδώσω στις εικόνες της θύμησης, τον ξαναβλέπω όπως ήταν, το γέλιο του, η περπατησιά του, το χέρι που με κρατούσε πηγαίνοντάς με στο λούνα πάρκ όπου τα καρουζέλ με τρόμαζαν-, θα ξεχάσω οτιδήποτε τον έδενε με τους άλλους. Κάθε φορά, προσπαθώ να ξεφύγω από την παγίδα της υποκειμενικής ματιάς.

Φυσικά, δεν νιώθω καμιά ευτυχία σε τούτο το συγγραφικό εγχείρημα όπου κρατιέμαι όσο πιο κοντά γίνεται σε λέξεις και φράσεις που άκουγα, κάποιες φορές μάλιστα τις τονίζω με πλάγια. Όχι για να καταδείξω μια διττή σημασία στον αναγνώστη και να του προσφέρω την απόλαυση μιας συνενοχής- αρνούμαι κάθε λογής νοσταλγία, πάθος ή χλεύη. Απλώς, γιατί τούτες οι λέξεις και φράσεις ορίζουν το χρώμα και το σύνορο του κόσμου όπου έζησε ο πατέρας μου, όπου έζησα κι εγώ. Ένας κόσμος όπου οι λέξεις είχαν ξεκάθαρο νόημα».

Το πρώτο που σε εντυπωσιάζει στην γραφή της είναι ο ίδιος ο τρόπος που γράφει. Λέξεις και προτάσεις απλές, με ιδιαίτερο βάρος η κάθε μία. Τίποτα περιττό. Ούτε μία λέξη. Από την άλλη το θέμα της. Επιστροφή στο παρελθόν, στην καταγωγή, εκεί απ’ όπου προερχόμαστε. Χωρίς ενοχές, χωρίς ωραιοποιήσεις. Η φτώχεια της γαλλικής επαρχίας από την εποχή του μεσοπολέμου και μετά. Ο αγώνας των ανθρώπων της υπαίθρου να επιβιώσουν. Και το όνειρό τους να προσφέρουν μια καλύτερη ζωή στα παιδιά τους. Που περνούσε μέσα από την μόρφωση, το σχολείο, το Πανεπιστήμιο. Μόνο που εκεί δεν είχαν υπολογίσει κάτι: τα παιδιά, που έγιναν καθηγητές ή δικηγόροι, άλλαξαν και κοινωνική τάξη. Ήρθαν στην πόλη και έγιναν μεσοαστοί. Και η γέφυρα επικοινωνίας με τους γονείς πού έμειναν πίσω στο χωριό, γινόταν όλο και πιο αδύναμη.

Όπως πολύ σωστά γράφει στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου η μεταφράστρια Ρίτα Κολαϊτη:

«Μέσα στον 20ο αιώνα η Ελλάδα άλλαξε. Τα εργατόπαιδα έγιναν δικηγόροι και τα αγροτόπαιδα, γιατροί. Τα παιδιά του χωριού ήρθαν στην πόλη. Ξέφυγαν απ’ τη φτώχεια, ένα πτυχίο έδινε δουλειά. Πανεπιστήμιο σήμαινε οικονομική εξασφάλιση, κοινωνική ανέλιξη και σιγουριά ότι η ζωή τραβάει μόνο μπροστά. Ίσως γι’ αυτό το βιβλίο της Ερνό μας ψιθυρίζει μια οικεία ιστορία. Ένας αγράμματος παππούς που «δεν ήξερε μήτε να διαβάζει μήτε να γράφει» θαρρείς και τούτη η αρχική δήλωση ήταν αναγκαία για να εξηγήσει τη ζωή και τον χαρακτήρα του». Κι ένας πατέρας που γεννήθηκε στην ανέχεια. «Όταν διαβάζω Προύστ ή Μοριάκ, δεν μπορώ να πιστέψω ότι γράφουν για την εποχή όπου ο πατέρας μου ήταν παιδί», σκέφτεται η εγγράματη κόρη. Ένας φιλομαθής άνθρωπος , που τον κόψανε από το σχολείο για να τον βάλουν να δουλέψει στα χωράφια. Στο κάτω κάτω, έτσι έκαναν όλοι. Αν δεν δούλευαν τα χέρια σου, ήσουν ακαμάτης και κανείς δεν ήθελε ακαμάτη στην οικογένεια.

Ένας εργάτης, ένας άνθρωπος φτωχός που προσπάθησε να ζήσει τη ζωή του με αξιοπρέπεια. Ονειρεύτηκε το καλύτερο για το παιδί του. Προσπάθησε να ανέλθει, αλλά τσακίστηκε. Δεν σταμάτησε να δουλεύει σαν το σκυλί.

Ένας πατέρας που προσπάθησε πολύ να μη λείψει από το κοριτσάκι του τίποτα. Περνούσε τις αρρώστιες στο πόδι. Έζησε μια ζωή στη στέρηση. Είχε την ελπίδα ότι το παιδί του θα ζούσε καλύτερα από τον ίδιο και πάλεψε γι’ αυτό.

Ένα βιβλίο πάνω στο ορυκτό βίωμα. Πώς οι σπουδές αλλάζουν τον άνθρωπο. Πώς ανοίγει κάτω απ’ τα πόδια σου γκρεμός, που σε ξεκόβει από την παλιά ζωή. Πώς ο γονιός πεθαίνει, γίνεται ανάμνηση. Δεν λες τα λόγια που πρέπει, την ώρα που πρέπει, γιατί δεν ξέρεις πώς να τα πεις. Και εκ των υστέρων, τα γράφεις. Ο πόνος αγκαλιά με τη χαρά. Η βαθιά περηφάνια του πατέρα.

Η κόρη του ανήκει πια «στον κόσμο που εκείνον τον είχε καταφρονήσει».

Το βιβλίο αυτό μιλάει για τους ανθρώπους που μας γέννησαν. Για τη μέγγενη του περιβάλλοντος, το τι σημαίνει να είσαι πατέρας, αλλά και να είσαι η κόρη αυτού του πατέρα.

Ένας φίλος κάποτε μου είπε: «Τόσα χρόνια επανάσταση, σπουδές και διαβάσματα. Ατελείωτοι καβγάδες, συγκρούσεις με τους γονείς. Και χθες, εκεί που καθόμουν, είδα πως είχα τη στάση του σώματος του πατέρα μου. Πέρασαν τόσα χρόνια για να καταλάβω ότι, όσο μακριά και να πάς, στο τέλος γυρνάς εκεί που ξεκίνησες».

«Ο τόπος» της Annie Ernaux μιλάει ακριβώς για όλα αυτά. Για την φτώχεια και την αξιοπρέπεια, για την καταγωγή πού, είτε το θέλουμε είτε όχι, πάντα θα υπάρχει, για το χάσμα των γενεών, για όλα αυτά που ποτέ δεν ειπώθηκαν ανάμεσα σε παιδί και γονιό, για την προσωπική μνήμη. Ακόμα και για τις ενοχές που προκύπτουν από όλα αυτά.

«Σήμερα, η αποκρυπτογράφηση αυτών των αναμνήσεων είναι επιτακτική ανάγκη για μένα, πόσο μάλλον που τις είχα απωθήσει, σίγουρη για την ασημαντότητά τους. Κι αν επέζησαν, είναι μόνο μέσα από την ταπείνωση. Ενέδωσα στην επιθυμία του κόσμου που ζω, ενός κόσμου που σε υποχρεώνει να λησμονήσεις τις αναμνήσεις μιας ταπεινής ζωής, θαρρείς και ήταν κάτι που πρόδιδε κακό γούστο», γράφει η συγγραφέας σε κάποιο σημείο του βιβλίου.

«Η Annie Ernaux πιστεύει φανερά στην απελευθερωτική δύναμη της γραφής. Το έργο της είναι ασυμβίβαστο και γραμμένο σε απλή γλώσσα, ξεκαθαρισμένη. Και όταν με μεγάλο θάρρος και κλινική οξύτητα αποκαλύπτει την αγωνία της εμπειρίας της κοινωνικής τάξης, περιγράφοντας την ντροπή, την ταπείνωση, τη ζήλια ή την αδυναμία να δεις ποιος είσαι, έχει πετύχει κάτι αξιοθαύμαστο και διαρκές» αναφέρει στην ανακοίνωσή της η Σουηδική Ακαδημία.

Σε μια πρόσφατη συνέντευξή της που δημοσιεύτηκε στη LIFO , η συγγραφέας λέει και τα εξης:

«Για μένα, το πραγματικό σώμα είναι το λαϊκό σώμα. Πάει πολύς καιρός που το δικό μου έπαψε να είναι τέτοιο, αλλά δεν μπορώ να κάνω τίποτα γι' αυτό. Το σώμα με το οποίο έρχεσαι στον κόσμο είναι το ισχυρότερο, ακόμη και αν αλλάζουμε. Δεν είναι μόνο η μητρική γλώσσα, αλλά και οι χειρονομίες και οι αισθήσεις. Αυτή είναι η ιδέα του "πρώτου ανθρώπου" στον Camus, την οποία συναντάμε και στον Bourdieu. Το λαϊκό σώμα βρίσκεται σε αντίθεση με το αστικό σώμα. Είναι δύσκολο να το εξηγήσω, για παράδειγμα, στα παιδικά μου χρόνια οι γυναίκες δεν φορούσαν ποτέ σουτιέν, οι γυναίκες της αστικής τάξης όμως ναι· δεν φορούσαν ούτε κορσέδες, η μητέρα μου φορούσε μόνο όταν είχε κάποια έξοδο. Δεν προσέχουν τη σιλουέτα τους. Το λαϊκό σώμα σημαδεύεται από την εργασία. Τα χέρια του πατέρα μου είναι χέρια με μαύρα νύχια, της μητέρας μου είναι χέρια ταλαιπωρημένα· δεν φτιάχνουμε τα νύχια μας, τα κόβουμε γρήγορα με ψαλίδι, και είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν κατάφερα να φροντίσω τα νύχια μου.»

Η Annie Ernaux είναι η πρώτη Γαλλίδα λογοτέχνης που βραβεύεται με το Νόμπελ .

Η ίδια ισχυρίζεται ότι δύο είναι τα στοιχεία που κυριαρχούν στη γραφή της: αυτό της κοινωνικής ανισότητας, της τομής ανάμεσα στον οικογενειακό κοινωνικό της χώρο και στον κόσμο των γραμμάτων που διάλεξε ν’ ακολουθήσει η ίδια, αφενός, και αφετέρου το στοιχείο της ανδρικής κυριαρχίας στον κόσμο. Μακριά από οτιδήποτε θα μπορούσε να είναι προϊόν της φαντασίας, αναζητά την πραγματικότητα μέσα από τις αναμνήσεις, τις αισθήσεις και τα συναισθήματά της, είτε πρόκειται για συναισθήματα -κοινωνικής- ντροπής, είτε πάθους.. “Δεν υπάρχει, κατά τη γνώμη μου”, λέει, “δημιουργική εργασία ή εργασία γύρω από θέματα μορφής που να μην έχει αφετηρία της την πραγματικότητα”.

Τα έργα της διδάσκονται στο γαλλικό σχολείο ως σύγχρονη κλασική λογοτεχνία.

Για το βιβλίο έγραψαν:

΄΄ Ο λόγος της συγγραφέως, απογυμνωμένος από διακοσμητικά στοιχεία και απαλλαγμένος από κάθε υποψία λογοτεχνικής εκζητήσης, δεν επιδιώκει τη δημιουργία περίτεχνου ύφους αλλά την ανάδυση μιας αλήθειας. Η εκφραστική λιτότητα και η στεγνή, ανεπιτήδευτη γλώσσα φέρνουν στο φως τα πραγματικά γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Στον Τόπο, δεν υπάρχουν επινοημένα μυθοπλαστικά στοιχεία, τα πρόσωπα είναι όλα υπαρκτά και τα γεγονότα ανασύρονται από τη μνήμη για να στοιχειοθετήσουν μια αφήγηση με ντοκουμέντα.΄΄-Νίκη Κωτσιου-Bookpress.

΄΄Ένα λαμπρό λογοτεχνικό επίτευγμα, που πάλλεται από συγκρατημένο συναίσθημα΄΄. Le Monde

΄΄Ομορφη γραφή γεμάτη χάρη…Η Ερνό αξίζει και με το παραπάνω τη διεθνή της φήμη που ξεπερνάει όλο και περισσότερα σύνορα΄΄. –New York Times.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!