Δημήτρης Λίβανος - «Η προσωπική σφραγίδα είναι το μυστικό του κόσμου»

(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - PHOTO & ΤΑΞΙΜΙ ΔΩΡΟ!) Απ’ τους διαλεκτούς μπουζουξήδες του καιρού μας. Με δική του προσωπικότητα, χαρακτήρα και άποψη.
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Σαν συνθέτης, όποτε του δόθηκε η ευκαιρία, ο Δημήτρης Λίβανος ξεδίπλωσε ξεχωριστές αρετές. Μάλιστα το 2005 απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη σύνθεσή του «Ξένο ρούχο» σε στίχους του Χρήστου Σταυρακούδη και ερμηνεία της Σταυρούλας Αρβανιτοπούλου.

Μετά τον δίσκο που υπέγραψε για το «φιλαράκι» του τη Μαριώ το 2006 με τίτλο «Μ’ ένα χαμόγελο» ο Δημήτρης Λίβανος επιστρέφει, το 2014, με ένα ακόμη ολοκληρωμένο προσωπικό άλμπουμ, πολυσυλλεκτικό από πλευράς ερμηνευτών με την χαρακτηριστική ονομασία «Τα μυστικό του κόσμου».

Σε αυτό ο Δημήτρης Λίβανος ξεδιπλώνει την πλατιά συνθετική γκάμα του και τη γενικότερη αντίληψη και στάση του ως δημιουργός υπογράφοντας και σαν στιχουργός ορισμένα τραγούδια. Ο λόγος του, μελωδικός και στιχουργικός, υποδηλώνει έναν καλλιτέχνη και άνθρωπο που αντιμετωπίζει «σοβαρά» και «ταπεινά» το δώρο της ζήσης και φλέγεται ν’ αφήσει στο πέρασμά του αδρά σημάδια. 

Η καταγωγή σου;  
Αμαλιάδα, Πελοπόννησο. Εκεί μεγάλωσα, μέχρι που έβγαλα το λύκειο. Εκεί έμαθα μπουζούκι.

Πιο πριν;
Δεν είχα καμία σχέση με τη μουσική. Μόνο άκουγα και μάλιστα ξένη μουσική. Ο αδερφός μου, ένα χρόνο μεγαλύτερος από μένα, ήταν εντελώς αντίθετος, άκουγε λαϊκά. Τότε είχε βγει με το Μαργαρίτη «Το ποτάμι δε γυρίζει πίσω» και το έβαζε στη διαπασών απ’ το πρωί μέχρι και το βράδυ. Μοιραία τσακωνόμασταν συνέχεια, εγώ rock, hard rock, heavy metal, τέτοια πράγματα, παιδί της εποχής μου, όλα τα φιλαράκια μου αυτά ακούγανε. Ένα μεσημέρι μου λέει ο αδελφός μου «πάμε να πιούμε καφέ έξω απ’ την Αμαλιάδα», σε ένα φίλο. Δεν είχα κάτι άλλο να κάνω και πήγα. Αυτός ο φίλος λοιπόν, ο Γιάννης, είχε πάρει ένα μπουζούκι να μάθει και το βγάζει. Γρατζουνούσε χωρίς να ξέρει, μάθαινε κι αυτός. Όταν τον είδα, λοιπόν, έπαθα πλάκα, τρελάθηκα! Δεν είχα ξαναδεί από κοντά να κρατάει κάποιος ένα μπουζούκι και να βγάζει αυτόν τον ήχο! Τρελάθηκα! Κάθισα εκεί πέρα τέσσερις ώρες. Του ζήταγα να μου δείξει, ούτε κι αυτός ήξερε… Πήγαινα μετά κάθε μέρα, καθόμουνα πεντάωρα. Τελικά, απηύδησε και μου το έδωσε το μπουζούκι! Το πήρα σπίτι κι έπαιζα δώδεκα ώρες τη μέρα!

Και πώς κούρδιζες;
Τίποτα, όπως ήτανε! Όμως καταλάβαινα, γιατί μετά από ένα μήνα – ενάμιση, είχα αρχίσει και πατούσα, έβγαζα ήχο. Όταν άκουγα ένα τραγούδι στις κασέτες που είχαμε τότε, καταλάβαινα απ’ τον ήχο πού παίζει ο μπουζουξής, αν παίζει στη δεύτερη χορδή ή στην πρώτη… Δε ξέρω, αυτό το είχα έμφυτο. Να μη σας τα πολυλογώ, μετά από ένα χρόνο – και πολύ λέω – πήγα για δουλειά.

Με δάσκαλο δεν κάθισες ποτέ;
Όχι, με δάσκαλο για μπουζούκι όχι. Θυμάμαι ότι υπήρχαν μπουζουξήδες εκεί σε κάτι κέντρα που είχαμε, που ήταν όλοι από την Αθήνα και δεν έδειχναν, μάλλον γιατί φοβόντουσαν μην τους πάρεις τη δουλειά ας πούμε. Μόνος μου. Μετά πήγα κι έκανα σπουδές σε Ωδείο, θεωρητικά. Είχαμε κάνει μια κομπανία, τη λέγαμε «Ρεμπέτικη Παρέα» και παίζαμε, πιτσιρικάδες τότε, τραγούδια απ’ τα Παιδιά απ’ την Πάτρα, που ήταν της μόδας! Ότι παίζανε αυτοί, παίζαμε κι εμείς και γεμίζαμε τα μαγαζιά, πίτα! Κι από λαϊκά παίζαμε τραγούδια δεκαετίας του ’60, άντε και κάνα Βοσκόπουλο.
Δούλεψες με κανέναν γνωστό καλλιτέχνη τότε;
Δεν πήγα στα μεγάλα μαγαζιά αυτά. Δουλεύαμε πάντα αυτή η κομπανία που σας λέω σε μικρότερα κέντρα.

Ο ερχομός σου στην Αθήνα;
Ψαχνόμουν συνέχεια, άλλαζα μπουζούκια, ήθελα να βρω καλύτερο ήχο. Ήρθα στην Αθήνα, πήρα ένα μπουζούκι απ’ το Ζοζέφ, που δεν ήταν δικό του, αλλά το είχε πειράξει λίγο κι είχε βάλει το όνομά του. Γύρισα στην Αμαλιάδα αλλά μου χάλασε γιατί το είχα βάλει στο πορτ μπαγκάζ ενός φίλου, ξαναγύρισα κι ο Ζοζέφ ήθελε 20 χιλιάρικα να το φτιάξει. Τότε ήταν πολλά λεφτά. Περιπλανιόμουν λοιπόν στην Αθήνα και βρέθηκα στα Εξάρχεια, όπου τυχαία ανακάλυψα το οργανοποιείο του Παναγιώτη Βάρλα. Μπήκα μέσα, του λέω έτσι κι έτσι ο Ζοζέφ, μου δίνει ένα μπουζούκι -θυμάμαι δεν είχε φιγούρες στο μπράτσο- είχε κάτι μπίλιες, αλλά από ήχο θεός! Παράγγειλα κι άλλο ένα, συνέχισα να πηγαινοέρχομαι για να βλέπω πως πάει και γνώρισα το Δημήτρη Κοντογιάννη. Είχα πάρει ένα μπουζούκι κι έπαιζα, ο Κοντογιάννης ήταν πάνω, στο πατάρι του Βάρλα και ρωτάει:  «ποιος παίζει;». Του λέει ο Βάρλας «ένας πιτσιρικάς από την Αμαλιάδα». Κατεβαίνει κάτω ο Κοντογιάννης, εγώ τον βλέπω και παθαίνω σοκ γιατί τον ήξερα από την τηλεόραση, μου λέει «παίζεις κανένα του Καζαντζίδη;». Λέω, παίζω! Πήρε αυτός μια κιθάρα, παίξαμε μαζί, μου λέει «θες να έρθεις μαζί μου για συναυλίες τώρα το καλοκαίρι»; Ο Δημήτρης είχε μέχρι τότε μπουζουξή τον Καραντίνη, νομίζω μόλις είχαν τελειώσει στο «Ντέφι» κι ο Καραντίνης έφυγε και πήγε με τη Βιτάλη. Ναι του λέω με τη μία, κάναμε πρόβες και παίξαμε μαζί το καλοκαίρι εκείνο και μετά το χειμώνα στο «Επειγόντως» της Φωκίωνος Νέγρη, με το Θοδωρή Παπαδόπουλο, με τους Λαθρεπιβάτες, τότε, ακόμα… Νικολάου - Θαλασσινός μαζί, τότε το ’87 είχανε κάνει το «Απόψε λέω να μην κοιμηθούμε». Μετά πήγα φαντάρος και το ’92 γύρισα στην Αθήνα μόνιμα.
Έκτοτε;
Έμεινα με τον Κοντογιάννη συνολικά 12 χρόνια. Στο «Ρεπορτάζ», στο «Χάος» μετά με την Μελίνα Κανά που είχε κάνει τότε τα «Μεταξωτά», με τη Ελένη Βιτάλη και με πολλούς άλλους παράλληλα. Με τη Σωτηρία Μπέλλου πρόλαβα και δούλεψα πριν πεθάνει στο «Ρεπορτάζ», με τον Τάκη Μπίνη, με την Άννα Χρυσάφη, με όλους τους παλιούς αυτούς… Ε και μετά, Μαριώ. Βασικά, έχω δουλέψει πολλά χρόνια με δύο τραγουδιστές. Με τον Κοντογιάννη και τη Μαριώ. Αλλά παράλληλα μ’ αυτούς, με όλους! Γιατί πήγαινα σε συναυλίες και περιοδείες ενώ έπαιζα και στους δίσκους. Π.χ. συμμετέχω σε όλη την επανέκδοση της δισκογραφίας του που έκανε ο Νίκος Μαμαγκάκης και όχι μόνο.

Τι είναι το «Μυστικό του κόσμου»;
Αν διαβάσεις το σημείωμα του δίσκου, γράφει ότι το μυστικό του κόσμου είναι το ταξίδι που κάνουμε όλοι στη ζωή μας για να το ανακαλύψουμε. Το ομώνυμο τραγούδι που τραγουδάει η Νένα Βενετσάνου, λέει στο ρεφραίν «Να ταξιδέψω τον καιρό που τώρα είναι εχθρός μου και στο ταξίδι μου να βρω το μυστικό του κόσμου». Πρέπει να αποδεχτούμε τον εαυτό μας, που τον φθείρει ο χρόνος -όπως όλα τα πράγματα-, έτσι όπως είναι, να μην πηγαίνουμε κόντρα και να χαρούμε το ταξίδι αυτό που κάνουμε από την ώρα που ερχόμαστε στη ζωή μέχρι την ώρα που φεύγουμε. Αυτό πιστεύω ότι είναι το μυστικό του κόσμου.

Το «γιατί» αυτού του δίσκου;
Αυτό το CD θεωρώ ότι είναι το πρώτο μου προσωπικό. Υπάρχει άλλος ένας δίσκος όπου όλα τα τραγούδια τα έχω υπογράψει εγώ και τραγουδάει η Μαριώ, αλλά είναι καθαρά δικό της άλμπουμ, επέλεξε αυτή τους στίχους, μου τους δώσανε και τους μελοποίησα. Αυτό εδώ, το ξεκίνησα εγώ, έχει μέσα τραγούδια που έχω γράψει ας πούμε το ’93, το ’94 δηλαδή τραγούδια που έγραψα πριν 20 χρόνια και δεν είχα ηχογραφήσει ποτέ. Γενικά κανένα τραγούδι αυτού του CD δεν είναι γραμμένο φέτος. Το πιο καινούριο είναι του 2011. Είναι τραγούδια μιας διαδρομής, που τα έχω χρόνια, τα ακούω, τα αφήνω στην άκρη, τα ξανακούω μετά από ένα χρόνο, πετάω μερικά, αυτά που μένουν τα ξαναβάζω στην άκρη. Είναι αυτά που «μείνανε» δηλαδή, και πάντα μου δημιουργούν το ίδιο συναίσθημα.

Και γιατί τόσους ερμηνευτές;
Αποφάσισα να τα βγάλω και, όπως μου είχε πει κι ο Σωκράτης Μάλαμας μια εποχή που συζητούσαμε, «πάντα για τα τραγούδια σου, θα προσπαθείς να κάνεις το καλύτερο. Δηλαδή, ποιος πιστεύεις ότι πρέπει να το πει; Αυτόν θα πηγαίνεις να πιάνεις». Και το έκανα!

Αυτός ο δίσκος σε εκφράζει απόλυτα, δηλαδή, είναι το στίγμα σου!
Ναι, ναι! Είναι η πρώτη μου προσωπική δουλειά!

Τι νόημα έχει να πραγματοποιεί κανείς προσωπικές δουλειές, με χίλιους δυο κόπους και βάσανα, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί η κατάσταση στην δισκογραφία;
Το νόημα της καταγραφής. Δεν έχει ούτε οικονομικό νόημα, ούτε τίποτα. Αυτά τα πράγματα τα έχω ζήσει, τα έχω πονέσει, τα έχω στο μυαλό μου γι’ αυτό και είμαι τόσο χαρούμενος που κυκλοφόρησαν! Τώρα πλέον πάω για κάτι καινούριο! Αυτό το κουβαλούσα μέσα μου χρόνια, από την πρώτη λέξη, μέχρι το τελευταίο εικαστικό που βλέπεις! Και βγήκαν ακριβώς όπως τα ήθελα. Ε, για μένα λοιπόν έχει μεγάλη αξία!

Και απ’ ότι μου λες, υπάρχει και μεγάλη ανταπόκριση από μέρους του κόσμου.
Ναι, υπάρχει. Έχει ξεκινήσει και πηγαίνει πάρα πολύ καλά. Τα πρώτα δείγματα είναι πολύ ενθαρρυντικά.

Γιατί στις μέρες μας οι τραγουδιστές αλλά και οι εταιρείες δε ζητάνε συχνά τραγούδια από μπουζουξήδες;
Υπάρχουν δύο ποτάμια, τα οποία κινούνται άλλες φορές παράλληλα, κι άλλες, ανοίγουν, διαχωρίζονται. Το ένα ποτάμι είναι της «εποχής», όπου μας πάει η εποχή και το άλλο ποτάμι είναι της ελληνικής τραγουδοποιίας, η οποία έχει μια παράδοση, ξεκινάει από παλιά και συνεχίζεται χρόνια. Κάποιος που φτάνει σε μια ηλικία και πιστεύει ότι γνωρίζει τον εαυτό του, πρέπει να κάνει μια επιλογή. Ή να κυνηγήσει την εποχή, ή να συνεχίσει αυτή την παράδοση. Αυτή τη στιγμή, η εποχή δεν ευνοεί την παράδοση. Ειδικά στα τραγούδια που γράφονται με μπουζούκι.

Πώς γράφεις τα τραγούδια σου;
Παλιά, συζητούσα με το Μπίνη και μιλούσαμε για το ίδιο πράγμα. Τα τραγούδια τα λαϊκά, μου λέει, πρέπει να τα γράφεις νότα - νότα! Με το μπουζούκι, την εισαγωγή, τη φωνή τι θα πει, νότα - νότα! Αυτό είναι μια παράδοση στα τραγούδια που γράφονται με μπουζούκι και το διαπιστώνεις, γιατί είναι τραγούδια που διαφέρουν, από έναν τραγουδοποιό που θα πάρει την κιθάρα και θα μελοποιήσει ένα στίχο με ακόρντα και τη φωνή του. Έχει διαφορά! Άλλο να εναρμονίζεις το τραγούδι κατ’ ευθείαν την ώρα που το γράφεις, κι άλλο να το γράφεις μελωδικά, νότα - νότα και η εναρμόνιση να γίνεται μετά. Έχει μεγάλη διαφορά.
Και γιατί αυτή η τεχνοτροπία δεν πηγαίνει με την εποχή, ή γιατί η εποχή δεν πηγαίνει με την τεχνοτροπία;
Γιατί δεν υπάρχουν άνθρωποι, ειδικά παραγωγοί, οι οποίοι θα πάρουν το βάρος στις πλάτες τους, θα κάνουν κάτι διαφορετικό και θα πάνε κόντρα! Δηλαδή, αυτή τη στιγμή λειτουργούν όλες οι δισκογραφικές και οι παραγωγοί όπως τα ψάρια! Όταν βλέπεις ένα κοπάδι ψάρια, στρίβει το πρώτο και στρίβουν και τα άλλα μαζί. Αυτό κάνουν. Κοιτάνε ποιο τραγούδι θα τσιμπήσει και κατ’ ευθείαν όλες οι εταιρείες βγάζουν ένα παρόμοιο. Μια παρόμοια ηχογράφηση, με έναν παρόμοιο τραγουδιστή, με έναν παρόμοιο στίχο… Αυτό το πράγμα, όμως, δε μπορεί να ωφελήσει εμάς που ζούμε στο πάλκο 30 χρόνια, έχουμε δει τη δουλειά κι από μέσα κι απ’ έξω, ξέρουμε το τραγούδι καλά - έστω κι αν ήταν για να βγάλουμε τα προς το ζην, το μάθαμε όμως! Πότισε μέσα στις φλέβες μας, ακούσαμε Τσιτσάνη, ακούσαμε Μάρκο, ακούσαμε Παπαϊωάννου, ακούσαμε Σαββόπουλο, Λοΐζο, Θεοδωράκη… Αυτοί οι άνθρωποι κάνανε τομές. Συνεχίσανε την ελληνική τραγουδοποιία. Δεν ήταν προϊόν που δημιούργησε μια εταιρεία για να έχει πωλήσεις! Ήταν η ανάγκη ενός ανθρώπου να βγάλει τον εσωτερικό του κόσμο προς τα έξω, πράγμα που συνέπεσε και με την εμπορικότητα! Η ανάγκη όμως ήταν άλλη κι αυτό φαίνεται στα τραγούδια, που «ζουν» ακόμα. Ακούς ας πούμε το «Όλα σε θυμίζουν» και κλαις άμα έχεις πιεί ένα ποτό! Άρα κάτι έχει αυτό το τραγούδι. Δεν είναι το ίδιο με άλλα που βγήκαν εκείνη την εποχή για καθαρά εμπορικούς λόγους. Γιατί, χωρίς να θέλω να θίξω κανέναν, και τότε βγαίνανε τραγούδια καθαρά για να πουλήσουν. Αυτό είναι. Κι εγώ τώρα, μ’ αυτό το CD προσπαθώ να «βγάλω» αυτά που νιώθω μέσα και να επικοινωνήσω με τους ακροατές που αντιμετωπίζουν αναλόγως την υπόθεση τραγούδι.

Θα σε παίξουν τα ραδιόφωνα; Τι ευθύνη έχουν τα media σ’ αυτή την εποχή που ενώ όλοι αποζητούμε το «ωραίο», καταλήγουμε στο άλλο άκρο;
Πιστεύω πως αν ακούσουν το CD, αν φτάσει στα χέρια των παραγωγών, είμαι αισιόδοξος ότι θα το παίξουν. Έχει κομμάτια μέσα που μπορούν να παιχτούν στο ραδιόφωνο.

Ακούς ραδιόφωνο εσύ;
Ακούω ναι, η επαρχία παίζει καλό ραδιόφωνο, παίζει και λαϊκό τραγούδι.

Τι είναι για σένα το «λαϊκό τραγούδι»;
Για μένα, λαϊκό τραγούδι δεν είναι μόνο αυτό που γίνεται με μπουζούκι. Ο φίλος μου ο Γιώργος Κοντογιάννης, μ’ έχει βοηθήσει πολύ ειδικά στα στιχάκια που δυσκολεύομαι και μου ‘λεγε «ξέρεις, μαζί με το CD, δεν πουλάμε και το στιχουργό μαζί, να επεξηγεί τι εννοεί εδώ και τέτοια..» (γελάει). Πήρα, λοιπόν, το master αυτού του CD και το πήγα να το ακούσει, του λέω «μην περιμένεις ν’ ακούσεις τραγούδια όλα με μπουζούκι». Όταν το άκουσε, μου είπε «Δημήτρη, είναι λαϊκά τραγούδια»! Κι αυτό της Κανά και της Λιζέτας, είναι όλα λαϊκά τραγούδια. Να σου πω ποιος γράφει καλά λαϊκά τραγούδια, για μένα; Ο Μάλαμας. Ας μη βάζουμε ταμπέλες λοιπόν, δε σημαίνει πως το λαϊκό πρέπει να έχει απαραίτητα μπουζούκι.

Ποιοι και γιατί έκαναν τις ενορχηστρώσεις στο δίσκο;
Έχω διαλέξει ενορχηστρωτές που πίστευα ότι ταιριάζουν στο κάθε τραγούδι, εκτός από μερικά που έκανα εγώ. Ας πούμε, στης Γιώτας Νέγκα την ενορχήστρωση έκανε ο Αντώνης Απέργης. Της Κανά το έχει κάνει ο Δημήτρης Οικονομάκης. Και τα τραγούδια είναι όλα ελληνικά! Δηλαδή, θα δεις οι ρυθμοί, οι μελωδικές γραμμές, είναι όλα εδώ γύρω, σε μας! Δεν διαψεύστηκα για την επιλογήτ ων ενορχηστρωτών, είμαι πολύ ικανοποιημένος από το τελικό ηχογράφημα.
Πες μου μια λέξη για κάθε τραγούδι.
Το «Μυστικό του κόσμου» που λέει η Νένα Βενετσάνου, για μένα είναι πολύ σημαντικό τραγούδι. Πιστεύω ότι έχω καταφέρει να γράψω απλό στίχο με δυνατό νόημα. Είναι ένα αργό καλαματιανό. Ο «Ορφέας» με το Μανώλη Λιδάκη είναι ένα τραγούδι του οποίου το στίχο έγραψε ένας φίλος από προσωπική του εμπειρία, όταν έχασε τη γυναίκα του. Έχουμε κάνει άλλο ένα τραγούδι μαζί στο δίσκο με τη Μαριώ. Με συγκίνησε πολύ και μου βγήκε πάνω στο κρητικό ιδίωμα. Τα «Μάτια τα θολά» είναι της Λιζέτας Καλημέρη, το έγραψε σε μια συναυλία που έπαιζα με το Μαμαγκάκη και μου το ‘δωσε. Η συναυλία ήταν στο Ρέθυμνο το 2002 νομίζω, το έφτιαξα τότε, το είπε τώρα. Το «Ομορφότερο λουλούδι» είναι του ’93. Γράφτηκε τότε και ηχογραφήθηκε τώρα με λίγο «χτένισμα» στους στίχους, με τη φωνή του Ζαχαρία Καρούνη. Το «Πωγωνίσιο» το λέει η Χρυσή Παπαγιαννούλη, είναι ακριβώς αυτό που λέει η λέξη, σαν αυτά τα τραγούδια που γράφονται στο Πωγώνι και είναι η πρώτη, στιχουργική απόπειρα της γυναίκας μου. Της Μαριώς το τραγούδι «Το μαράζι της Μακρίνας» είναι από τα πιο πρόσφατα και γράφτηκε με αφορμή την ιστορία της μητέρας της, της Μακρίνας που ήρθε από τη Σμύρνη με μια βάρκα. Η «Δεύτερη πληγή» με τη Μαρίνα Δεληγιάννη είναι του Χρήστου Σταυρακούδη κι αυτό παλιό κομμάτι, γράφτηκε στην Αλεξανδρούπολη το 2004. Το «Πάνε δυο μέρες» είναι και το τελευταίο που μπήκε στο δίσκο, με αφορμή και τη συνεργασία μου με τη Φωτεινή Βελεσιώτου. Την ενορχήστρωση στις «Δυνατές καρδιές» που τραγουδά η Γιώτα Νέγκα την έχει κάνει ο Απέργης και ξέρεις τώρα πώς τα χειρίζεται τα όργανα! Διάλεξα τον Αντώνη γιατί παίζαμε μαζί στα «Δεκατρία φεγγάρια» όταν έφτιαχνα το τραγούδι και του άρεσε ήδη από τότε. Το κομμάτι της Σοφίας Παπάζογλου, το «Πες μου πως» με το Σταυρακούδη το παίζουμε κι αυτό πολλά χρόνια, από το 2005. Γράφτηκε μετά το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης κατ’ ευθείαν, είναι το πρώτο τραγούδι μετά το «Ξένο ρούχο». Η «Πόλη μου» με τη Μελίνα Κανά έγινε το ’93 για την Αμαλιάδα. Γράφτηκε ένα πρωινό που είχα φύγει από ρεπό. Δούλευα Αθήνα και στο ρεπό μου πήρα το αυτοκίνητο, πήγα στην Αμαλιάδα, έβρεχε ξενύχτησα κι έγραψα αυτό το στίχο, που δεν άλλαξε καθόλου, είναι ακριβώς όπως γράφτηκε τότε. Ο «Καημός» που λέει η Ντένια Κουρούση είναι αφιερωμένο στο Νίκο Μαμαγκάκη, που του άρεσαν τα Πειραιώτικα. Αυτό το τραγούδι περιγράφει γιατί εμείς όλοι κάνουμε αυτό που κάνουμε. Αυτή τη δουλειά! Από έναν καημό! Λέει το τελευταίο στιχάκι του «αυτή η νύχτα είναι όλη μου η ζωή, χρέος στη μοίρα μου κι ανταμοιβή, μα δεν κρατώ εγώ λογαριασμό, μονάχα τον καημό μου απόψε τραγουδώ».

Γι’ αυτό γράφεις και τραγούδια; Από έναν καημό;
Από έναν καημό ξεκίνησαν και γίνονται όλα αυτά, κι ένας καημός παραμένει μέχρι τώρα. Δεν έχει αλλάξει τίποτα. Δε μπορούν να σε κουνήσουν απ’ τη θέση σου, ούτε η εποχή, ούτε η εμπορικότητα, ούτε τα μεροκάματα, ούτε τίποτα.

Αφιέρωσες και στο Γιώργο Παπαδάκη, γιατί; Ήσασταν φίλοι;
Ναι, ναι, πολλά χρόνια. Από το «Περιβόλι τ’ ουρανού» όπου έκανε το πρόγραμμα το 2000 που πήγα και μετά σε εκπομπές στην τηλεόραση, στο Ηρώδειο που έπαιξα πολλές φορές μαζί του… Με εμπιστευόταν, με έπαιρνε στις δουλειές του. Του αφιέρωσα γιατί ήταν η τελευταία δουλειά που έκανε πριν πεθάνει. Αυτή η ενορχήστρωση και οι μίξεις που κάναμε στο στούντιο.

Η φιλοδοξία σου ποια είναι;
Αυτά τα τραγούδια είναι αργής εκτόνωσης, δεν είναι για να κάνουν μπαμ. Είναι τραγούδια για να συντροφεύουν κάποιον που θα τ’ ακούσει μια ζωή. Κάθε φορά προσπαθώ να κάνω το καλύτερο. Έχω βάλει κάποια όρια στον εαυτό μου, ένα πήχη, και θέλω να περάσω. Προσπαθώ τον πήχη να τον έχω ψηλά, δεν αρκούμαι στο λίγο. Υπήρξαν άνθρωποι που περάσανε απ’ αυτόν τον τόπο και αγγίξανε με τα τραγούδια τους πολλούς και μόνιμα! Βάλανε σφραγίδα. Αυτό προσπαθώ να κάνω. Να γίνομαι καλύτερος και σ’ αυτό που κάνω για να ζήσω, δηλαδή παιχτικά, όχι με την έννοια της δεξιοτεχνίας, της ταχύτητας κτλ. Προσπαθώ, πώς καταφέρνεις με τον τρόπο που μιλάς να κάνεις τον άλλο να σε προσέχει, έτσι να κάνω και με το όργανο όταν παίζω. Με δυο νότες, να αγγίζεις… Αυτό!

Όταν δε δουλεύεις, ποια είναι η καθημερινότητά σου Δημήτρη;
Μ’ αρέσουν πάρα πολύ τα ταξίδια, ταξιδεύω συνέχεια. Η οδήγηση επίσης. Οδηγώ συνέχεια και ταξιδεύω. Αυτό μ’ αρέσει περισσότερο απ’ όλα. Πολλά από τα στιχάκια και τα τραγούδια έχουνε γραφτεί μέσα στο αυτοκίνητο. Μ’ ένα κασετοφωνάκι και να μουρμουράω… Επειδή από μικρός ήμουν υπερκινητικός, θέλω κάτι να κάνω, όπως η οδήγηση, που κρατά τα αισθητήρια απασχολημένα, για να σκεφτεί ήρεμα ο εγκέφαλος. Άμα κάτσω σ’ ένα γραφείο και προσπαθήσω, δε γίνεται, σκέφτομαι άλλα!

Μια που είπαμε τόσα για το στίχο και τις ενορχηστρώσεις, τι είναι αυτό που διαχωρίζει το λαϊκό τραγούδι απ’ αυτό που κάποιοι σήμερα λένε «σκυλάδικο;
Το σκυλάδικο είναι μια έννοια λίγο μπερδεμένη. Έχω διαβάσει στο βιβλίο του Πετρόπουλου ότι σκυλάδικα λέγανε παλιά τα μαγαζιά που ήταν έξω απ’ την πόλη, που πήγαιναν οι μπουζουξήδες κι όλοι αυτοί που τελειώνανε από τις νυχτερινές δουλειές και τρώγανε σούπες. Τα λέγανε σκυλάδικα επειδή ήταν μέσα σε χωράφια κι είχαν πάντα σκυλιά γύρω - γύρω που γαυγίζανε. Κι έτσι βγήκε ο όρος σκυλάδικα, σύμφωνα με την ερμηνεία του Πετρόπουλου. Εμείς σκυλάδικο εννοούσαμε το μαγαζί που είχε τραγουδίστριες, που είχε λουλούδια, που σπάγανε πιάτα και κάνανε κατάσταση…  
Σαν τραγούδι;
Εδώ στην Ελλάδα πρέπει κάποια στιγμή να έρθει η ελληνική μουσική εκεί που της αξίζει. Ο κόσμος, ο Έλληνας, πρέπει να μάθει να ακούει την ελληνική μουσική. Με το 80% των τραγουδιών που γράφονται και τα οποία είναι «στοχευμένα», κι είναι τραγούδια που γίνονται για να εξακολουθήσει κάποιος να παίρνει το μεροκάματο που παίρνει ή να κάνει κατάσταση στο μαγαζί, να ρίξουν λουλούδια, ή να βγάλει ένα σύνθημα το οποίο θα ακουστεί και θα γυρίσει για έξι μήνες όλη την Ελλάδα και θα πουλήσει και μετά θα το ξεχάσουν όλοι, τα τραγούδια «κερκίδας», δε γίνεται τίποτα. Προσωπικά δεν το αγάπησα ποτέ αυτό το πράγμα. Ούτε μ’ άρεσε. Έτυχε να δουλέψω βέβαια και σε τέτοιο μαγαζί. Τα περισσότερα, λοιπόν, απ’ αυτά τα τραγούδια που ονομάζουμε σκυλάδικα, έχουν σαν κεντρικό άξονα την καψούρα, σαν να μην υπάρχει άλλο συναίσθημα στους ανθρώπους. Δηλαδή, δεν υπάρχει αγάπη; Δεν υπάρχει έρωτας; Μίσος, θάνατος, ζωή; Άρα το σκυλάδικο το καθορίζει ο στίχος και το ότι ορισμένοι που δε θέλω να ονοματίσω, δε σέβονται το ελληνικό τραγούδι. Όταν λέμε ότι βάζουμε τον πήχη ψηλά, όταν λέμε ότι τόσα χρόνια υπηρετούμε αυτό που λέγεται ελληνική μουσική κι έχουμε παίξει όλους τους συνθέτες, με πρώτο για μένα τον Τσιτσάνη κι από κει και πέρα όλους τους υπόλοιπους, σημαίνει ότι μάθαμε και να σεβόμαστε. Δε θα πάμε να κάνουμε κάτι φτηνό, είναι σαν να κοροϊδεύεις όλους αυτούς τους ανθρώπους που πάσχισαν. Όπως έλεγε ο δάσκαλός μου ο Νίκος Μαμαγκάκης, «αυτά είναι τραγούδια του μαλακού υπογαστρίου». Κι έχει δίκιο σ’ αυτό, έτσι είναι, δεν αξίζει καν τον κόπο να τα κοιτάς δεύτερη φορά. Μπορεί να εξυπηρετούν ένα βράδυ, να ανεβαίνει η γκόμενα στο τραπέζι, όλοι να πετάνε λουλούδια και να πίνουν και να μην κοιτάει κανείς τον τραγουδιστή. Ε, αν αυτός που έγραψε αυτό το τραγούδι είναι ικανοποιημένος που εκλαμβάνουν έτσι τη μουσική του, εντάξει! Με γεια του με χαρά του, εγώ δεν είμαι ικανοποιημένος. Δούλεψα και πρόσφατα σε μεγάλο κέντρο, με τη Μαριώ και τη Βίσση. Εκεί ο κόσμος δεν προσέχει ποιος είσαι και τι παίζεις. Δεν είναι δυνατό να πηγαίνουμε στην Ολλανδία και να παίζουμε Τσιτσάνη σε Μέγαρα Μουσικής κι ο κόσμος να αντιμετωπίζει το Τσιτσάνη σαν το Μότσαρτ και να χτυπάει δέκα λεπτά παλαμάκια μετά από κάθε τραγούδι και οι Έλληνες, εδώ που γεννήθηκε αυτή η μουσική, να έχουν φτάσει σε αυτό το σημείο.

Άρα είναι και θέμα παιδείας.
Κοίταξε, είναι ένας κύκλος. Όταν υπάρχουν 15 ραδιόφωνα στην Αθήνα που παίζουν όλη τη μέρα αυτά τα τραγούδια, είναι πλύση εγκεφάλου.

Γιατί έχει μπει μπροστά και αποκλειστικά το γρήγορο και εύκολο κέρδος.
Ε, βέβαια! Άρα, μόνο όταν οι άνθρωποι οι οποίοι αρχίζουν μόνοι τους και ψάχνονται, πάρουν ένα βιβλίο διαφορετικό και κάτσουν να διαβάσουν για παράδειγμα, μπορεί να φτάσουν και σε αυτό που θέλουμε να κάνουμε εμείς. Δε λέω ότι εγώ το κάνω καλά, ούτε ότι είμαι ο μάγκας και θα δείξω το δρόμο. Όχι! Αλλά προσπαθώ να τηρώ τους κανόνες. Υπήρξαν άνθρωποι που μάτωσαν για να γράψουν τραγούδια. Δε θα βγούμε εμείς να τα ξεφτιλίσουμε όλα. Μπορείς να κάνεις καινοτομία στη μουσική που κάνεις αλλά με δικά σου μέσα και τρόπο σεβόμενος από πού προέρχεσαι και τι υπηρετείς. Όπως έκανε ο λαός παλιά στα δημοτικά τραγούδια. Τα λέγανε, τα έπαιρνε μια άλλη ομάδα ανθρώπων, άλλαζε κάτι μικρό. Έτσι αλλάζει η μουσική. Μιλάμε για την ελληνική μουσική. Δε μπορώ να ακούω για κατασκευάσματα τύπου παίρνω αυτούσιο το κομμάτι των Radiohead και βάζω επάνω μια φωνή λαϊκή και το κάνω δικό μας!
Είσαι υπέρ των διασκευών; Γιατί υπάρχει τώρα τελευταία μια τάση να παίρνουνε παλιά τραγούδια και να τα «πειράζουν»; 
Εξαρτάται ποιος θα κάνει τη διασκευή. Κι ο Χατζιδάκις έκανε διασκευή του Μότσαρτ και το ‘πε «Χασάπικο 40» και είναι καταπληκτικό. Χρειάζεται να γυρίσουμε λίγο στις τέχνες, και μάλλον θα γυρίσουμε! Στους τεχνίτες, όπως ήταν παλιά. Θέλαμε παλιά ένα τραπέζι, πηγαίναμε σε ξυλουργό, σε τεχνίτη, όχι στα ετοιματζίδικα! Ο τεχνίτης είχε την πείρα, είχε τους μάστορες πριν απ’ αυτόν, να στο κάνει όπως πρέπει και να έχεις ένα πράγμα αξίας μέσα στο σπίτι σου! Είναι ένας φαύλος κύκλος. Ξεκινάνε όλοι οι άνθρωποι στη ζωή με φιλοδοξίες. Σε ένα μεγάλο ποσοστό η φιλοδοξία των ανθρώπων είναι να αποκτήσουν χρήμα. Βλέπεις, όμως, όταν το πετύχουν ότι ανάλογα με την αισθητική και τη γνώση το διαχειρίζονται διαφορετικά. Κάποιοι έχουν μια φάρμα όπου καλλιεργούν δικά τους λαχανικά, έχουν τα δικά τους πρόβατα, τρων το δικό τους κρέας και μέσα στα σπίτια τους όλα είναι χειροποίητα. Όχι τα έτοιμα της εποχής, τα fast food, ας το πω έτσι. Έτσι είναι και το τραγούδι.

Τα πρότυπα σου σαν μπουζουξής, εκτός της θρυλικής γενιάς του 50;
Ο Χρήστος Νικολόπουλος. Όταν ήμουν μικρός, το ΄85 - ’87 και μάθαινα, ο Νικολόπουλος μεσουρανούσε και μου άρεσε πολύ το προφίλ του, τα τραγούδια του, ο χαρακτήρας του. Ήταν ένα παιδί που ξεκίνησε από φτωχή οικογένεια και κατάφερε να κάνει όλα αυτά που έκανε, γιατί είχε πραγματικά ταλέντο. Τον είδα σε μια εκπομπή στο Δεύτερο Πρόγραμμα, που κάνανε κάποια αφιερώματα στους συνθέτες, που είπε «είμαι πολύ τυχερός, γιατί η ζωή μου τα έδωσε απλόχερα όλα». Είναι όντως δύσκολο, μπορεί να είσαι πολύ καλός, να γράφεις πολύ καλά τραγούδια και να μην έχεις την τύχη ποτέ! Είναι και η τύχη στη μέση, έτσι; Έχουμε παίξει μαζί και σε δίσκους και του το έχω πει.

Κάνεις μαθήματα σε νέους;
Όχι, δε μπορώ να διδάξω κανέναν, γιατί ούτε κι ο ίδιος θεωρώ ότι παίζω με τον πλέον κατάλληλο τρόπο. Έχω έναν τρόπο δικό μου, επειδή είμαι αυτοδίδακτος. Μπορώ, όμως, να πω πολλά πράγματα σε ένα νέο παιδί που παίζει μπουζούκι, τι να περιμένει απ’ αυτό που κάνει. Πρέπει πάνω απ’ όλα να περιμένει μια μεγάλη απογοήτευση! Όλοι ξεκινούν με όνειρα, αλλά αν τα πράγματα τα δεις μέσα από το δικό μας πρίσμα, όπως τα βλέπουμε τώρα, τους περιμένει μεγάλη απογοήτευση!

Πώς βλέπεις την προσπάθεια για την κατοχύρωση διπλώματος στο μπουζούκι;
Πολύ καλό αυτό. Τουλάχιστον στην Ελλάδα, πρέπει να υπάρχει ένα δίπλωμα. Είναι ένα ελληνικό, παραδοσιακό μουσικό όργανο. Βέβαια, αυτά τα όργανα περνάνε από στόμα σε στόμα. Όταν μαθαίνεις μόνος σου, μπορεί να έχεις ορισμένες ελλείψεις στον τεχνικό τομέα, αλλά έχεις προσωπικό στιλ. Παίζεις με τρόπο μοναδικό την ώρα που σε ένα δάσκαλο θα το είχες μάθει με τον τρόπο που πρέπει να παιχτεί. Όλοι οι παλιοί συνθέτες, ας πούμε ο Τσιτσάνης, ο Παπαϊωάννου, ο Ζαμπέτας, όλοι αυτοί παίξανε μπουζούκι με το δικό τους τρόπο. Δεν υπήρχαν, όπως τώρα, σχολές που μπορούσες να πας να μάθεις συγκεκριμένα πράγματα. Και βλέπεις ότι αυτοί βγάλανε στιλ! Ακούς το Τσιτσάνη να παίζει και είναι κάτι διαφορετικό, ακούς το Ζαμπέτα, είναι κάτι διαφορετικό. Αυτό λείπει λίγο από την εποχή μας. Σήμερα δε μπορείς εύκολα να ξεχωρίσεις ποιος παίζει. Όταν, όμως, κάποιος καταφέρει και χτίσει προσωπικό ήχο, έχει καταφέρει πολλά πράγματα.

Πώς θα όριζες τον προσωπικό ήχο;
Η προσωπικότητα κάθε παίχτη! Τον ήχο για να τον φτιάξεις δεν είναι θέμα να δουλέψεις τα χέρια σου, αλλά το μυαλό σου. Να μορφωθείς, να διαβάσεις πέντε βιβλία που θα σε πάνε παραπέρα… Πρέπει συνολικά να φτιάξεις μια προσωπικότητα και θα σου βγει στο παίξιμο. Και τότε μπορείς να απορρίπτεις πράγματα, αλλά και να προσλαμβάνεις άλλα που σου ταιριάζουν. Αυτό δε σημαίνει πως πρέπει να αφήσεις τη μελέτη του οργάνου κατά μέρος… Πρέπει κάποια χρόνια να τα αφιερώσεις εκεί, στην τεχνική και τη θεωρία. Ο Λιόσης μου έλεγε «τότε ήμασταν τρελαμένοι, προσπαθούσαμε να παίξουμε γρήγορα, ακούγαμε το Χιώτη, αγχωνόμασταν, πηγαίναμε σπίτι να το βγάλουμε, να κάνουμε το ίδιο και στο τέλος όλοι καταλήγαμε στον Παπαϊωάννου που έπαιζε τρεις νότες με τα δύο δάχτυλα και φεύγαμε κλαίγοντας απ’ το μαγαζί». Ο Παπαϊωάννου ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος δεν είχε την τεχνική του Χιώτη, όμως κατάφερνε και τους σήκωνε την τρίχα, τους συγκινούσε! Αυτό είναι πολύ μεγάλο μάθημα. Ξέρεις τι είναι να βγάζεις προϊόν και να έχει κατ’ ευθείαν πάνω και το copy right; Να έχει τη σφραγίδα σου; Έχεις ανοίξει μαγαζί δικό σου! (γελάει)

Video

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!