Διαβάσαμε: «Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Ψυχογιός)

Χρώματα, μυρωδιές, ατμόσφαιρα, ενός κόσμου ξεχασμένου που ζωντανεύει μέσα από την πένα ενός σπουδαίου δημιουργού
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Λένε για τους πραγματικά σπουδαίους συγγραφείς ότι αυτό που κάνουν είναι να δημιουργούν γράφοντας έναν καινούργιο, δικό τους κόσμο. Εναν φανταστικό κόσμο, όπου ο αναγνώστης καλείται να μπεί, ξεχνώντας, θα έλεγε κανείς, όλα όσα ήξερε. Αυτό ακριβώς συμβαίνει με τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες.

Το ΄΄Περί έρωτος και άλλων δαιμονίων΄΄ μεταφέρει τον αναγνώστη, από την πρώτη μέχρι την τελευταια σελίδα, σε έναν άλλο κόσμο, αυτόν της Λατινικής Αμερικής στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα. Χρώματα, μυρωδιές, ατμόσφαιρα, ενός κόσμου ξεχασμένου που ζωντανεύει μέσα από την πένα ενός σπουδαίου δημιουργού. Γραμμένο το 1994, αρκετά χρόνια μετά τη βράβευσή του με το βραβείο Νόμπελ λογοτεχνίας το 1982, περιγράφει πολύ απλά μιά ιστορία που του είχε πεί η γιαγιά του, όταν ήταν μικρός. Πρόκειται για τον μύθο ενός κοριτσιού που, αν και πέθανε σε ηλικία 12 χρονών, τα μαλλιά της συνέχισαν να μακραίνουν κατά τη διάρκεια των χρόνων.

Βεβαίως, όπως σε όλα τα παραμύθια που διηγούνται οι γιαγιάδες, το κορίτσι αγάπησε πολύ κάποιον και την αγάπησε και αυτός. Μόνο που εδώ δεν έχουμε το ευτυχισμένο τέλος των παραμυθιών.

΄΄Και δίχως να δώσει χρόνο στον πανικό, λευτερώθηκε απο το ακάθαρτο πύον που τον εμπόδιζε να ζήσει. Της εξομολογήθηκε πως δεν περνούσε στιγμή που να μην τη σκεφτεί, πως ότι έτρωγε ή έπινε είχε τη δική της γεύση, πως η ζωή ήταν εκείνη παντού και πάντα, όπως μονάχα ο Θεός είχε το δικαίωμα και την ισχύ να είναι, και πως η απόλυτη απόλαυση της καρδιάς του θα ήταν να πεθάνει μαζί της. Εξακολούθησε να της μιλά δίχως να την κοιτάζει, με την ίδια ευφράδεια και θέρμη με την οποία απήγγελλε, ώσπου του δημιουργήθηκε η εντύπωση πως η Σιέρβα Μαρία είχε αποκοιμηθεί. Αλλά ήταν ξύπνια, με τα μάτια της τρομαγμένης ελαφίνας καρφωμένα πάνω του. Ισα που τόλμησε να ρωτήσει. ΄΄Καί τώρα;΄΄
΄΄Τώρα τίποτα΄΄, είπε εκείνος. Μου φτάνει που το ξέρεις΄΄.


Και για να μπούμε στο κλίμα του βιβλίου, αντιγράφω από το οπισθόφυλλο:

΄΄Στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, στην Καρταχένα ντε Ιντιας, ένα λυσσασμένο σκυλί δαγκώνει στον αστράγαλο ένα λευκό κορίτσι, την Σιέρβα Μαρία. Πρόκειται για την κόρη του μαρκησίου ντε Κασαλντουέρο, που έχει μεγαλώσει στα παραπήγματα των σκλάβων του αρχοντικού, μιλάει τις γλώσσες τους και συμπεριφέρεται όπως εκείνοι. Το κορίτσι πέφτει στα νύχια της Ιεράς Εξέτασης. Ο νεαρός ιερωμένος ερευνητής Καγετάνο Ντελάουρα αναλαμβάνει να διαπιστώσει αν η κοπέλα διακατέχεται από δαιμόνια, και αναπόφευκτα καταλαμβάνεται ο ίδιος από το δαιμόνιο του έρωτα.
Το δουλεμπόριο, τα φέουδα, η εκκλησιαστική παντοδυναμία, η ελευθεριότητα και ο διονυσιασμός του έρωτα, οι κυνηγημένοι Εβραίοι διανοούμενοι, η ιατρική της εποχής, οι δεισιδαιμονίες και οι εξορκισμοί πρωταγωνιστούν σ’ αυτό το χρονικό της συνάντησης δυο ανθρώπων που αγαπήθηκαν βαθιά΄΄.

Εχουν αποκαλέσει τον Γκαμπριελ Γκαρσία Μάρκες ΄΄τον σημαντικότερο εκπρόσωπο του λογοτεχνικού ρεύματος του ΄΄μαγικού ρεαλισμού΄΄, καθόλου άδικα βέβαια. Στην ματιά του, και στη συνέχεια στην πένα του, αποτυπώνεται ένας κόσμος που μοιάζει με παραμύθι. Οι τοπικές παραδόσεις, τα χρώματα της Λατινικής Αμερικής, οι μυρωδιές της, αποτυπώνονται σε κάθε του σελίδα. Επηρεάστηκε στα παιδικά του χρόνια από τα παραμύθια και τις διηγήσεις που τού έλεγε η γιαγιά του.

Οπως γράφει η επίσημη βιογραφία του :

«Τα χρόνια με τους παππούδες του ήταν τα πιο καθοριστικά όχι μόνο για τη ζωή του αλλά κυρίως για την λογοτεχνική του διαμόρφωση. Η γιαγιά του και οι άλλες θείες του σπιτιού (ζούσε σε ένα σπίτι γεμάτο γυναίκες, θα πει) ήταν οι φορείς της παράδοσης και της λαϊκής κουλτούρας. Τα παραμύθια και οι ιστορίες που του έλεγαν συχνά, για τους θρύλους της περιοχής και κυρίως ο κόσμος των πνευμάτων μέσα στον οποίο ζούσαν, θα καθορίσει τη φαντασία του.

....Η γιαγιά του ασχολιόταν περισσότερο με τον κόσμο των νεκρών παρά με των ζωντανών και μάλιστα ειχε πολλές δεισιδαιμονίες. Για παράδειγμα οτι τα παιδιά έπρεπε να πλαγιάζουν πριν βγουν οι ψυχές το βράδυ, πως αν περνούσε μια κηδεία και εκείνα ήταν ξαπλωμενα έπρεπε να τα βάλουν να καθίσουν για να μην πεθάνουν μαζί με τον νεκρό, οτι έπρεπε να προσέχουν να μην μπει μαύρη πεταλούδα στο σπίτι γιατί αυτό σήμαινε πως κάποιος από την οικογένεια θα πέθαινε, πως αν έμπαινε σκαθάρι ήταν σημάδι πως θα είχαν επισκέψεις, οτι έπρεπε να μη χυθεί αλάτι γιατί ήταν γρουσουζιά, πως αν ακουγόταν αλλόκοτος θόρυβος ήταν γιατί οι μάγισσες είχαν μπει στο σπιτι, και πως αν μυριζαν στον αερα θειάφι ήταν γιατί πλησίαζε ο δαιμονας. Ο Γκαρσία Μάρκες μπόρεσε να συλλάβει τα «Εκατό χρόνια μοναξιά» όταν κατάλαβε μια απλή και αδιαμφισβήτητη αλήθεια. Ότι όχι μόνο η γιαγιά και οι θείες του ζούσαν σε μια παραπραγματικότητα αλλά και η πλειοψηφία των Κολομβιανών και των άλλων Λατινοαμερικανών...»

Από την άλλη ο παππούς του εκπροσωπούσε την λογική, τον ρεαλισμό, και την πραγματική ιστορία. Διηγόταν στο παιδί ιστορίες από τον πόλεμο που είχε λάβει μέρος, και κατορθώματα ανδρείας των συμπολεμιστών του. Μαζί του έκανε βόλτες τα απογεύματα στο χωριό και μάθαινε τα πάντα που αφορούσαν την καθημερινή, πραγματική ζωή.΄΄

Για άλλη μια φορά, σε αυτό το μυθιστόρημά του, ο συγγραφέας ζωντανεύει τον κόσμο της Λατινικής Αμερικής. Το παρελθόν της. Τους Ισπανούς ΄΄αριστοκράτες΄΄ που κυριάρχησαν πάνω στους ντόπιους πληθυσμούς. Τον ασφυκτικό ρόλο της καθολικής εκκλησίας που επιτελούσε ρόλο κοσμικής εξουσίας. Το δουλεμπόριο, που στάθηκε η αφορμή για να πλουτήσουν οι Ισπανοί κατακτητές. Τους αποσυνάγωγους Εβραίους που ζήτησαν καταφύγιο εκεί για να γλυτώσουν από την Ιερά Εξέταση της Ισπανίας. Τους θρύλους που κουβάλησαν οι ντόπιοι πληθυσμοί,κατ’ ευθείαν κληρονομιά από τους προγόνους τους. Τον διονυσιασμό των σκλάβων, που καμία σχέση δεν είχε με το επίσημο ΄΄καθεστώς΄΄ της καθολικής εκκλησίας.Και η μαγική γραφή του συγγραφέα καταφέρνει, για μιά ακόμα φορά, να γράψει ένα αριστουργηματικό μυθιστόρημα.

΄Η μιζέρια της συνοικίας των σκλάβων, εκεί που το νερό της θάλασσας πλημμύριζε τη στεριά, ήταν ανατριχιαστική. Στα λασποκάλυβα με τις σκεπές από φοινικόκλαρα συγκατοικούσαν με τους γαλόγυπες και τα γουρούνια, και τα παιδιά έπιναν από τον βούρκο των δρόμων. Ωστόσο ήταν η πιο χαρούμενη γειτονιά, με έντονα χρώματα και λαμπερές φωνές, και περισσότερο το δειλινό, όταν έβγαζαν έξω τις καρέκλες για να απολαύσουν τη δροσούλα στη μέση του δρόμου. Ο εφημέριος μοίρασε τα γλυκά στα παιδιά και κράτησε τρία για το βραδινό του.

Ο ναός ήταν τέσσερεις τοίχοι από πασσάλους πλεγμένους με ψαθί και μιά σκεπή από πικροφοίνικα με έναν ξύλινο σταυρό στην κορυφή. Είχε πάγκους από μονοκόμματες τάβλες, ένα και μοναδικό ιερό, μ’ έναν και μοναδικό άγιο κι έναν ξύλινο άμβωνα απ’ όπου κήρυττε ο εφημέριος τις Κυριακλες σε αφρικάνικες γλώσσες. Το ενδιαίτημά του ήταν μια προέκταση της εκκλησίας πόσω από το ιερό, όπου ο εφημέριος ζούσε με τα ελάχιστα σ’ ένα δωμάτιο με ένα νοσοκομειακό ράντζο και μια χωριάτικη καρέκλα. Στο βάθος υπήρχε μια μικρή μεσαυλή γεμάτη πέτρα, μια πέργκολα με κλήματα και κάτι καχεκτικά τσαμπιά και ένας αγκαθωτός φράχτης που τη χώριζε από τον βούρκο. Το μαναδικό πόσιμο νερόν ήταν αυτό μιάς πλίθινης στέρνας σε μιά γωνιά της αυλής.΄΄


Περιγραφή ενός κόσμου που δεν υπάρχει πια. Και συναισθήματα που στην εποχή μας μοιάζουν ακυρωμένα. Καθόλου τυχαίος ο τίτλος του βιβλίου. Εκείνη την εποχή, υποθέτω, ότι ο έρωτας, ο μεγάλος έρωτας, αυτός που αλλάζει τη ζωή κάποιου, έμοιαζε με κάποια από αυτά τα δαιμόνια που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ξορκίσει η καθολική εκκλησία.

΄΄Σίγουρα ο Μάρκες θα προσπαθήσει να σας εξαπατήσει ώστε να τον πιστέψετε. Πρόκειται για μιά παλιά δημοσιογραφική τακτική στην οποία κατέφευγε, γράφοντας πολύ συγκεκριμένες λεπτομέρειες για φανταστικά γεγονότα. Είχε διαπιστώσει ότι οι αναγνώστες τον πίστευαν πιο εύκολα όταν ανέφερε τον ακριβή αριθμό ή το ακριβές χρώμα κάποιου ασυνήθιστου αντικειμένου. Αλλά, ως επί το πλείστον, ο Μάρκες επέμενε ότι απλώς παρουσίαζε την πραγματικότητα όπως εκείνος την έβλεπε. Η πραγματικότητα δεν είναι απλώς ο δρόμος κάτω από τα πόδια σου. Είναι, επίσης, και ΄΄οι μύθοι των απλών ανθρώπων΄΄, έγραψε η Tori Teller για τον συγγραφέα.
΄΄Δεν υπάρχει φάρμακο που να γιατρεύει αυτό που δε γιατρεύει η ευτυχία΄΄, γράφει ο Μάρκες σε κάποιο σημείο του βιβλίου. Μόνο πού, στα τέλη του 18ου αιώνα, εποχή που διαδραματίζεται το βιβλίο , κάτι τέτοιο θα ακουγόταν σαν αιρετικό.


Η μετάφραση είναι της Μαρίας Παλαιολόγου.

Για το βιβλίο έγραψαν: ΄΄Βαθιά συναισθηματικό και πνευματώδες. Ενα αξέχαστο αριστούργημα΄΄. Daily Telegraph

΄΄Η αγάπη, ο φόβος για την ζωή και τον θάνατο, η εσωτερική αναζήτηση, η πάλη της πίστης ενάντια στον έρωτα ανακατεύονται γλυκόπικρα με την θλίψη και τον πόνο της απώλειας. Ο ίδιος ο έρωτας και ο παραλογισμός του, το απόλυτό του, είναι ένα από τα αγαπημένα θέματα του Μάρκες και μέσα από την ιστορία της Σιέρβα και του Καγιετάνο βρίσκει την ευκαιρία να θέσει ερωτήματα για ακόμα μια φορά. Ένα βιβλίο που η κάθε λέξη του δημιουργεί και μια εικόνα, ένα συναίσθημα, έναν ολόκληρο κόσμο που σε αγκαλιάζει και δεν σε αφήνει να βγεις από μέσα του. Που δεν θέλεις να βγεις από μέσα του. ΄΄. Protagon.gr

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!