Διαβάσαμε: «Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου» του Αύγουστου Κορτώ (Πατάκης)

Ένα μυθιστόρημα παρέας της δεκαετίας του '90
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Ο Αύγουστος Κορτώ πέρα από τον εντελώς δικό του τρόπο που γράφει, προσωπικά, μου αρέσει και για κάποιους άλλους λόγους: δεν έχει όρια στο πώς και τι γράφει. Τι εννοώ; Στο γεγονός ότι, τυπικά, τα μυθιστορήματά του δεν έχουν σχέση το ένα με το άλλο. Τα τελευταία χρόνια έχει βρεθεί-μαζί του κι εμείς ως αναγνώστες-από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την δημοκρατία της Βαιμάρης, στην Αναγέννηση και στη ζωή του Λεονάρντο, στην μητρική αγάπη της Δέσποινας, στη ζωή της Ρένας, για να μην πιάσουμε τα παλαιότερα βιβλία του.

Όλα του, όμως, τα μυθιστορήματα έχουν ένα κοινό σημείο: οι κεντρικοί ήρωές του είναι διαφορετικοί από τους ανθρώπους που υπάρχουν γύρω τους. Και αυτή η διαφορετικότητα είναι που τους κάνει να ξεχωρίζουν, αυτή είναι ο λόγος που μας κάνει να συμπάσχουμε μαζί τους, να ταυτιζόμαστε,τελικά, μαζί τους. Πέρα, βέβαια, από το γεγονός ότι το ταλέντο του σαν συγγραφέα του επιτρέπει να γράφει με τον εντελώς δικό του τρόπο. Και γράφει με αυτόν τον τρόπο, γιατί,έχω την αίσθηση, ότι δεν τον ενδιαφέρει η γνώμη των ΄΄ειδικών΄΄, δεν τον ενδιαφέρει, ίσως, να βραβευτεί από την Ακαδημία, δεν τον ενδιαφέρει να κρατήσει αυτό που λέμε ΄΄ύφος΄΄. Τον ενδιαφέρει να πεί την ιστορία που θέλει να πεί, να δημιουργήσει με τις λέξεις και τις προτάσεις που δημιουργεί, τον κόσμο μέσα στον οποίο βρίσκονται οι ήρωές του και κυρίως, αυτός ο κόσμος να είναι πειστικός.

Στο καινούργιο του βιβλίο που έχει τίτλο ΄΄Οταν κοιμούνται οι φίλοι μου΄΄, ο τόπος και ο χρόνος είναι συγκεκριμένοι. Δεκαετία του΄90 και Εξάρχεια. Αφορμές είναι και αυτά. Γιατί αυτά που ζουν οι τρείς έφηβοι πρωταγωνιστές του θα μπορούσαν να είχαν συμβεί σε οποιαδήποτε μεγαλόπολη του κόσμου, οποιαδήποτε χρονική στιγμή. Τρία παιδια που ζούν στο περιθώριο. Οχι επειδή το επέλεξαν, αλλά επειδή, με αφορμή όσα έχουν ζήσει μέσα στην οικογένεια που βρέθηκαν να μεγαλώνουν, είναι πολύ εύκολο να βρεθείς στο περιθώριο, είτε το θέλεις είτε όχι. Κανείς δε γεννήθηκε έχοντας στόχο να ζήσει στο περιθώριο.

Ο συγγραφέας μάς βάζει στον κόσμο των οικογενειών αυτών των παιδιών τόσο, όσο χρειάζεται για να καταλάβουμε τι γίνεται πίσω από τις κλειστές πόρτες του ΄΄καθωσπρεπισμού΄΄, άλλοτε περισσότερο φανερά, άλλοτε λιγότερο. Το θέμα του είναι, βέβαια, αυτά τα τρία παιδιά, που συναντιούνται κάποια στιγμή σε μιά κατάληψη ενός παλιού νεοκλασικού στα Εξάρχεια. Δημιουργούν μεταξύ τους την οικογένεια που τους χρειάζεται, ή ,ίσως, κάτι σαν οικογένεια, και γίνονται μιά γροθιά. Ο ένας για τον άλλο και όλοι μαζί εναντίον αυτού που έρχεται απέξω. Κάτι σαν τους τρείς σωματοφύλακες σε άλλο χρόνο και τόπο.

΄΄Ημασταν ερωτευμένοι εμείς οι τρείς, έτσι δεν είναι; Όχι πως θα περνούσε από το μυαλό μας να το αρθρώσουμε ποτέ. Αλλά όταν σας έχασα-μέσα στην ίδια νύχτα που η δύσπνοια στοίχειωνε με όνειρα πνιγμού τον ρηχό μου ύπνο-όταν κόπασε ο πρώτος θρήνος, δεν είπα μόνο,΄΄Τέλος οι φίλοι για μένα΄΄. Την ίδια στιγμή, για λόγους φανερούς όσο η πάπια, όσο τα σωληνάκια που έβγαιναν από το ισχνό μου σώμα, αποφάσισα πως, αν επιζούσα, θα΄πρεπε να πορευτώ χωρίς έρωτα, μακριά κι απ΄το πιό φευγαλέο άγγιγμα.

Γι΄αυτό, όταν η τύχη έφερε αναπάντεχα στον δρόμο μου τους πρώτους φίλους και τους πρώτους έρωτες της καινούριας, χαοτικής μου ζωής,σαν ποντικός που βγαίνει ρακανίζοντας σ΄ένα ντουλάπι τρόφιμα, δεν έβγαλα άχνα. Πως να μας ιστορήσω, να μας εξηγήσω, σε ανθρώπους που είχαν κάνει τέτοια δρασκελιά πάνω απ΄το χάος για να μ΄αγαπήσουν; Το πιό παράλογο όλων: έτρεμα την κρίση σας,μ΄έτρωγε η σκέψη πως κάπου πέρα απ΄τον αφουγκρασμό του πένθους μου, κουτσομπολεύοντας γελώντας: ΄΄Πού τον βρήκε΄΄ Κάθε φορά που σας μιλούσα-και σας μιλούσα διαρκώς, την ώρα που καθάριζα τα τραπεζάκια με το βετέξ, την ώρα που έσκυβα να δώ αν ο δείκτης της ζυγαριάς είχε ανέβει, την ώρα που άκουγα το σιγανό ροχαλητό στο ζεστό, κατοικημένο κρεβάτι, σας έδινα τον λόγο μου: Κανείς ποτέ δε θα πάρει τη θέση σας. Ησασταν τα εικονίσματα της καρδιάς μου-όμως το εικονοστάσι έχει μια καί μόνη μοίρα: να μείνει, αργά ή γρήγορα, αξεσκόνιστο΄΄.

Ο Αύγουστος Κορτώ έγραψε ένα βιβλίο για όλους τους΄΄καταραμένους΄΄ αυτού του κόσμου, για όλους αυτούς που δεν γεννήθηκαν με τη ζωή εξασφαλισμένη από την κούνια τους. Για όλους αυτούς που πάλεψαν για μιά θέση στον κόσμο και την διεκδίκησαν, με τον δικό του τρόπο ο καθένας. Δεν τα καταφέρνουν όλοι: από τους τρείς της παρέας, ένας γλύτωσε από την δεκαετία του ΄90 και την επέλαση του aids.Kαί αυτός ο ένας ,στις μέρες μας πιά, περιγράφει όλα αυτά που έζησαν γιατί τα πιό πολλά έφτασαν στις μέρες μας ωραιοποιημένα.

΄΄Το κυριακάτικο πρωί που διάβασα ότι ένα ένστολο κτήνος είχε σκοτώσει εν ψυχρώ ένα παιδάκι δεκαπέντε χρονών στα λημέρια μας-στο σπίτι μας- η επιθυμία να κατέβω στα Εξάρχεια με είχε αδράξει σωματικά, σαν σφάχτης- ο πόνος δεν θα καταλάγιαζε μέχρι να βρεθώ στον τόπο της δολοφονίας, του γνωστού κι άγνωστου μαρτυρίου. Κλαίγοντας για τον Γρηγορόπουλο, θα έκλαιγα για σας, για μας, για όλους τους άκλαυτους, κι ίσως κάποιος μες στο πλήθος –συνομίληκος επιζών της ίδιας εποχής, της ίδιας λαίλαπας- να με αναγνώριζε, να΄ρχόταν και να με έπαιρνε αγκαλιά, και καθισμένοι στο φάντασμα ενός παλιού, ξεριζωμένου καφέ, με την μπίρα στο τρεμάμενο χέρι, να μιλούσαμε για τους νεκρούς μας – και να θυμόταν τα ονόματά σας, την παρέα μας! ΄΄

Θα μπορούσε κανείς να πεί πως το ΄΄Οταν κοιμούνται οι φίλοι μου΄΄ είναι ένας φόρος τιμής στα Εξάρχεια της δεκαετίας του ΄90. Ισως να είναι και αυτό. Διαβάζοντάς το , όμως, νομίζω ότι είναι κάτι παραπάνω: Η αέναη πάλη των αποπάνω και των αποκάτω, η διαρκής κόντρα ανάμεσα στον καθωσπρεπισμό και την ελευθερία, η διαφορετικότητα του περιθωρίου με το κυρίαρχο ρεύμα, η στιγμή της ατομικής εξέγερσης ενάντια στην ομοιομορφία που θέλει να επιβάλλει η κοινωνία.

΄΄Το άρθρο κάτω από τη φωτογραφία μιλούσε για τη μικρή, ταλαίπωρη πατρίδα μας, τη στέγη της χαράς και της πίκρας μας: ένα πρωτοποριακό κοινόβιο, ανοιχτό στη διαφορετικότητα. Το διάβασα διαγωνίως, με την καρδιά στα δόντια, γυρεύοντας τα μούτρα μας στις ξέθωρες φωτογραφίες, κάποια αναφορά στο δώμα-εις μάτην-. Κι έπειτα το ξαναδιάβασα προσεχτικά. Ηταν καλοπροαίρετο αλλά γλυκανάλατο, κι ανακριβές-η τυπική εξιδανίκευση της σκοτεινής εκείνης εποχής που θα περίμενες από έναν πιτσιρικά συντάκτη. Δεν έγραφε λέξη για τα πολεμόχαρα ντου της αστυνομίας και της Δίωξης,για το ξύλο και τα μαχαιρώματα της μαφίας, για τους νομιμόφρονες περιοίκους που κόντεψαν δυο φορές να μας κάψουν ζωντανούς, για τα ασθενοφόρα που δεν έρχονταν με τη δικαιολογία ότι η Ορέων ήταν πεζόδρομος και δε χωρούσε το όχημα, για τα σπασμένα τζάμια και τις παραβιασμένες πόρτες και τα συνθήματα φονικού μίσους που σβήναμε μέρα παρά μέρα απ΄τους τοίχους΄΄.

Ο Αύγουστος Κορτώ έγραψε ένα μυθιστόρημα για τον δρόμο, για την παρέα, για τη φιλία. Μακριά από κλισέ, μακριά από την ασφάλεια της σιγουριάς. Όπως πάντα γράφει απλά, ο λόγος του ρέει και κάνει τους αναγνώστες του να ταυτιστούν με το συναίσθημά του. Γιατί, κακά τα ψέμματα, αν ένας συγγραφέας δεν έχει συναίσθημα ή δεν μπορεί να το μοιραστεί με τους αναγνώστες του, είναι καταδικασμένος να μην τον διαβάζει κανείς.

Δρόμος, φιλία, συντροφικότητα, αγάπη, απέραντη τρυφερότητα, νοσταλγία, τόση όση που χωρίς αυτήν δεν πάς παρακάτω, είναι τα στοιχεία που το καθορίζουν. Στοιχεία που καθορίζουν τις ζωές όλων μας. Σκοτάδι και στο τέλος φώς. Εκεί που νομίζεις ότι το μαύρο είναι το μόνο χρώμα που υπάρχει, ασυναίσθητα μπαίνει λίγο φώς από το παράθυρο. Γιατί η ζωή δεν έχει λογική, ή μάλλον έχει τη δική της λογική. Κι εκεί που νομίζεις ότι όλα τέλειωσαν, μπορεί και όλα να ξαναρχίζουν.

Ο ίδιος ο συγγραφέας είπε για το ΄΄Οταν κοιμούνται οι φίλοι μου΄΄:

«Για πρώτη φορά καταπιάνομαι μ’ ένα μυθιστόρημα παρέας, που μάλιστα διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’90, τα χρόνια της εφηβείας μου, χρόνια γεμάτα απελπισμένο πόθο, φόβο, περιθώριο, μοναξιά. Γι’ αυτό κι είναι το πρώτο βιβλίο που μ’ έκανε να κλάψω όταν το έγραφα. Ο Μανωλιός, η Δήμητρα κι ο Γιάννης, αυτά τα κατατρεγμένα παιδιά θα ζουν για πάντα μέσα μου».

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!