Διαβάσαμε: «Όλοι θέλουν να χορεύουν» του Alberto Garlini (Πόλις)

Ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
΄΄Η νοσταλγία δεν είναι πιά αυτή που ήταν΄΄ έγραψε κάποτε η Σιμόν Σινιορέ, και η αλήθεια είναι πως όσο απομακρυνόμαστε από το χρονικό σημείο της ενηλικίωσης πολλά είναι αυτά που αφήνουμε πίσω μας σαν άχρηστα πιά κομμάτια ενός εαυτού που κάποτε υπήρξαμε. Υπάρχουν όμως και κομμάτια, χρονικά σημεία, γεγονότα, που είναι αδύνατον να μείνουν πίσω, να ξεχαστούν. Μας ακολουθούν σε όλη μας τη ζωή. Κάπως όπως ακολουθούν τον Ρικάρντο, έναν από τους ήρωες του μυθιστορήματος του Alberto Garlini, που είναι ένας από τους επιζήσαντες των τρομερών δεκαετιών του ’80 και του ’90.

Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης. Δυό φίλοι, που αργότερα γίνονται τρείς, γνωρίζονται σε ηλικία οκτώ χρονών. Σχεδόν μεγαλώνουν μαζί και μπαίνοντας στην εφηβεία αρχίζουν να ανακαλύπτουν μαζί τον θαυμαστό κόσμο των μεγάλων. Ερωτεύονται, με διαφορετικό τρόπο ο καθένας, και πιστεύουν πως η ζωή είναι μιά μεγάλη γιορτή που δεν τελειώνει ποτέ. Αγνοούν, όπως όλοι μας σε αυτή την ηλικία, ότι ΄με την πάροδο του χρόνου όλα αλλάζουν και κάποτε τελειώνουν. Ο Ρικάρντο γνωρίζει την Κιάρα και ο Ρομπέρτο γνωρίζει τον Πιέρ, έναν νεαρό συγγραφέα. Ζούν την απόλυτη ευτυχία περιπλανώμενοι στην Ιταλία και στην Ευρώπη, ώσπου ένα τρομερό αυτοκινητιστικό ατύχημα βάζει τέλος στην ζωή όπως την ήξεραν μέχρι τότε. Από το ατύχημα επιζούν, όμως η ζωή δεν είναι ίδια πιά.

΄΄Καμιά φορά η ζωή είναι όπως την περιγράφουν οι ποιητές. Οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη, ο ήλιος λάμπει ακόμα κι όταν βρέχει. Δεν υπάρχουν περισσότερα νιάτα ή γηρατειά απ’όσα μπορεί να χωρέσει κάθε στιγμή, μήτε τελειότητα, μήτε περισσότερος παράδεισος ή περισσότερη κόλαση. Τα πράγματα ισορροπούν, συγκλίνουν και δεν εξαφανίζονται, κι αυτή είναι η ωραιότερη αίσθηση, η αίσθηση των πραγμάτων που υπάρχουν. .....Ο κόσμος μοιάζει μ’ ένα εκτεταμένο σημείο φυγής, όπως ο ουρανός στις προοπτικές της Αναγέννησης: βρίσκεσαι στο μέρος όπου δεν είσαι ποτέ, και κανένα μέλλον, καμία κατασκευή, δεν έχει την παραμικρή σημασία. Η ζωή είναι αλλού και είναι εδώ. Ολος ο χρόνος που η Κιάρα αφιέρωνε στο να σκέφτεται τον εαυτό της και να κατασκευάζει μιά ταυτότητα για να μπορέσει να την επωμισθεί μετά από προσπάθειες χρόνων, σε ανταμοιβή της αυταπάρνησής της, έχει εξαφανιστεί. Εξαερώθηκε στη διάρκεια αυτών των αναπάντεχα ζεστών και γαλάζιων ημερών. Τώρα δεν υπάρχουν ταυτότητες, ούτε κατασκευές, η Κιάρα ζεί και είναι ο εαυτός της κι αυτό της φτάνει, βρίσκεται στο σημείο φυγής ανάμεσα στον ανοιχτό ουρανό και σε όλες τις δυνατότητες. Αυτό που μετράει τώρα είναι να το παίξει αυτό το παιχνίδι, να ζήσει αυτή την επιφανειακότητα. Εναν κόσμο που είναι διάχυτη αγάπη, πόδια που τρέχουν στο σινεμά, στις συναυλίες, στα θέατρα, στους πολιτιστικούς συλλόγους για μια μπύρα, και κάθε μέρα, κάθε μέρα, στο δωμάτιο του μοτέλ για να κάνει έρωτα΄΄.

Κάπως έτσι περιγράφει ο συγγραφέας αυτά που νοιώθει η ηρωίδα του, στην αρχή του βιβλίου, για να καταλήξει στο τέλος ,μετά από όλα όσα συνέβησαν, στην απέναντι όχθη. Αυτό που ο κόσμος αποκαλεί ΄΄ωριμότητα΄΄...

΄΄Επειτα βγήκε ένας εκθαμβωτικός ήλιος, τα σύννεφα απομακρύνθηκαν οριστικά, από το πάρκινγκ φαινόταν η ρεσεψιόν και ο Ρικάρντο μουρμούρησε:΄΄ Περάσαμε περισσότερο χρόνο στα ξενοδοχεία παρά στα σπίτια μας΄΄. Επρεπε να αισθανθούμε πιά στο σπίτι μας, η εποχή των ξενοδοχείων είχε τελειώσει για πάντα. Αυτή η καταραμένη δεκαετία του ογδόντα είχε τελειώσει, με τα ψέματά της, τα απατηλά της θεάματα, την ψεύτικη ζωή που μας είχε αναγκάσει να ζήσουμε. Επρεπε να ξαναγεννηθούμε και να εφεύρουμε έναν δικό μας χώρο για να στεγάσουμε το χρόνο μας, το χρόνο της αλήθειας μας, το χρόνο που μας απέμενε΄΄.

Ο Alberto Garlini έγραψε ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης, ένα μυθιστόρημα δρόμου,ένα μυθιστόρημα για όλους αυτούς που πέρασαν από την εφηβεία στην ενηλικίωση στα χρόνια της δεκαετίας του ογδόντα. Μιας δεκαετίας άλλοτε γιορτινής, άλλοτε σκοτεινής. Μιάς εποχής που έφερε την απελευθέρωση από τις συμβάσεις,την πολυσυλλεκτικότητα, την αποδοχή του διαφορετικού, αλλά και την υπερβολή, και το Aids. Μαζί μ’ αυτό, τον φόβο και το πισωγύρισμα. Ο συντηρητισμός, σε όλα τα επίπεδα, πήρε ξανά το πάνω χέρι. Οι ήρωές του βιβλίου ψάχνουν να βρούν τι έχει απομείνει. Μοναξιά παντού. Είτε βρίσκονται στην Οδυσσό, είτε στη Νέα Υόρκη. Και προσπαθούν να πιαστούν από ότι βρίσκεται κοντά τους εκείνη τη στιγμή. Κάποιοι είναι τυχεροί και επιζούν. Κάποιοι άλλοι, όχι. Παρ΄όλα αυτά το ΄΄Ολοι θέλουν να χορεύουν είναι ένα αισιόδοξο βιβλίο. Ο Πιέρ του μυθιστορήματος , βασίζεται πάνω στον Ιταλό συγγραφέα Πιέρ Βιτόριο Τοντέλι, που, κατά την γνώμη του συγγραφέα, ΄΄περιέγραψε καλύτερα μια δεκαετία αποφασιστική για την ιταλική ιστορία, τη δεκαετία του ‘80΄΄.

Καί βέβαια, καθόλου τυχαίο δεν είναι που αυτό το μυθιστόρημα αρχίζει, με τη συνάντηση των δύο οκτάχρονων παιδιών που θα γίνουν φίλοι,την βραδιά που δολοφονήθηκε ο Παζολίνι.

Οπως είπε σε μιά συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Monde o συγγραφέας: ΄΄Η δεκαετία του 1980 σηματοδοτεί, κατά τη γνώμη μου, τη γέννηση μιάς νέας εποχής που ακόμα διαρκεί: 1979 :Θάτσερ.1980: Ρέιγκαν. Σ’αυτή τη δεκαετία, η διείσδυση της οικονομίας στην ηθικότητα γίνεται κάτι σαν κοινός τόπος της ηθικής, έστω κι αν κανείς τότε δεν το καταλάβαινε. Υπήρχαν ακόμα απεργίες, ακτιβιστές και μιά μορφή αντίδρασης. Το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν πανίσχυρο, το Τείχος του Βερολίνου δεν είχε πέσει ακόμα. Την έζησα αυτή την εποχή,αλλά την αναπαρέστησα με βάση τεκμηριωμένες πηγές. Καταβρόχθισα εφημεριδες, αφηγήσεις και μαρτυρίες κάθε είδους. Και αντιλήφθηκα ότι αυτά τα χρόνια ήταν πολύ διαφορετικά,απ’ όσο έχουν διασωθεί στη μνήμη μας, ότι ακόμα υπήρχαν απίστευτοι χώροι για αφηγηματική επινόηση΄΄.

Ο Alberto Garlini γεννήθηκε στην Πάρμα το 1969. Διευθύνει το λογοτεχνικό φεστιβάλ Pordenonelegge.it. Εχει δημοσιεύσει δύο ποητικές συλλογές και δέκα μυθιστορήματα.

Η εξαιρετική μετάφραση και οι σημειώσεις είναι του Αχιλλέα Κυριακίδη.

Για το βιβλίο έγραψαν:

΄΄Με το έργο του, ο αλμπέρτο Γκαρλίνι αποδεικνύει ότι διαθέτει μεγάλο ταλέντο και μιά άκρως ποητική αίσθηση που του επιτρέπει να καταπιάνεται με θέματα τελείως διαφορετικά μεταξύ τους, όπως η ιταλική Ακρα Δεξιά, το ποδόσφαιρο ή ο Πιέ Πάολο Παζολίνι. Στο ΄΄Ολοι θέλουν να χορεύουν΄΄, που μας μεταφέρει στη δεκαετία του ΄80, τρείς νέοι ζούν τον έρωτα με ακραίο πάθος. Ζουν τα καλύτερα τους χρόνια , κουβαλώντας μαζί τις προσδοκίες και την αγωνία των τραγουδιών του Claudio Lolli και του Rino Gaetano, που τους ακούν με ένα ποτήρι ουίσκυ στο χέρι, τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα στον αυτοκινητόδρομο Μπολόνια-Ρώμη. Ο Γκαρλίνι δημιουργεί ένα μεγάλο ιταλικό ΄΄μυθστόρημα δρόμου΄΄ για τη δεκαετία του 80, την εποχή της ανάδειξης του υποκειμένου και της συνείδησής του, αλλά και του θανάτου των μεγάλων ουτοπιών΄΄ - Le Figaro

΄΄Γραφή όμορφη, γλυκιά, αποκλίνουσα. Συνυπάρχουν ζωή και θάνατος, φόβος και χαρά, σάρκα και πίστη. Κι όλα αυτά ο Γκαρλίνι τα περιγράφει με χάρη συχνά εκθαμβωτική. Ο συυγγραφέας παντρεύει την εθραυστότητα των αισθημάτων με την πουπλοκότητα των συγκινήσεων. Ενα θαυμαστό μπουκέτο από τριαντάφυλλα και αγκάθια΄΄. – Lire.

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!