Διαβάσαμε: «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» του Χρήστου Χωμενίδη (Πατάκης)

Ένα λαϊκό μυθιστόρημα που διαβάζεται εύκολα και σπάει τα κλισέ αυτού που οι «ειδικοί» αποκαλούν «ποιότητα»
logo radio
Ogdoo web radio
Live
 
Στον απόηχο της κυκλοφορίας του νέου του μυθιστορήματος ΄΄Ο Τζίμης στην Κυψέλη΄΄, ο Χρήστος Χωμενίδης βραβεύτηκε με ένα από τα πιο σημαντικά Ευρωπαϊκά λογοτεχνικά βραβεία, το Prix du Livre Europeen (Βραβείο Ευρωπαϊκού Μυθιστορήματος), για το βιβλίο του «Νίκη». Και βέβαια, το γεγονός της βράβευσής του από μόνο του, είναι σημαντικό για τα ελληνικά γράμματα, αλλά δείχνει και κάτι άλλο, κατά τη γνώμη μου: Υπάρχει μιά μικρή ομάδα Ελλήνων συγγραφέων, ανάμεσά τους και ο Χρήστος Χωμενίδης, που έχουν ανεβάσει πολύ τον πήχυ στην ελληνική λογοτεχνία . Τα έργα τους όχι μόνο στέκονται δίπλα στα έργα γνωστών και βραβευμένων ξένων λογοτεχνών, αλλά μερικές φορές είναι και καλύτερα. Το γεγονός ότι γράφουν ελληνικά και όχι σε μιά πιό διαδεδομένη γλώσσα, είναι αυτό που τα περιορίζει. Αν ο Χρήστος Χωμενίδης έγραφε στα αγγλικά ή στα γαλλικά, το πιό πιθανό είναι ότι τα μυθιστορήματά του θα κυκλοφορούσαν σε όλο τον πλανήτη με επιτυχία.

Ο Χρήστος Χωμενίδης, που έρχεται στο σήμερα με ένα σερί πολύ καλών μυθιστορημάτων των τελευταίων χρόνων, να θυμίσω εκτός από την βραβευμένη ΄΄Νίκη΄΄, τον ΄΄Φοίνικα΄΄ και το ΄΄Ο βασιλιάς της΄΄, που κατά την ταπεινή μου γνώμη θα διαβάζονται όσο υπάρχουν Ελληνες που θα διαβάζουν ελληνική λογοτεχνία, με τον ΄΄Τζίμη στην Κυψέλη΄΄ αποδεικνύει ότι είναι ήδη κλασικός, χωρίς να γίνεται ακαδημαικός. Ότι είναι επί της ουσίας λαϊκός, χωρίς να είναι λαϊκιστής. Ότι είναι απλός, αλλά όχι απλοϊκός. Τα ελληνικά που γράφει είναι ελληνικά και όχι ελληνικούρες.

Σε μιά πρόσφατη συνέντευξή του στο ΄΄Βήμα΄΄, στον Γρηγόρη Μπέκο, είπε τα εξής:

΄΄Λαϊκός συγγραφέας είναι o Χρήστος Χωμενίδης; «Ναι! Και το θέλω πάρα πολύ! Μέχρι μια ορισμένη ηλικία δεν είχα πάρει κανένα βραβείο και δεν έβλεπα να παίρνω κιόλας. Εν πάση περιπτώσει, μετά μάλλον τα πήγα καλούτσικα… Κοιτάξτε, υπάρχουν πολλοί συγκεκριμένοι λόγοι που ένα κομμάτι της κριτικής ή της διανόησης δεν με πολυσυμπαθεί. Νομίζω ότι ο βασικότερος έχει να κάνει με εμένα ως άνθρωπο. Αν πέθαινα, ας πούμε, θα άλλαζαν γνώμη. Αυτά τα δίπολα, το ξαναλέω εδώ για τη λογοτεχνία πια, είναι φτιαχτά. Ετσι το βλέπω. Και θα σας πω ποιο θεωρώ το κορυφαίο παράσημό μου. Είχα πάει πριν από μερικά χρόνια σε ένα νοσοκομείο, να δω έναν φίλο μου, γιατρό. Κρατούσα ένα βιβλίο μου, το μυθιστόρημα “Ο βασιλιάς της”, να του το δωρίσω. Και μια κυρία, εργαζόμενη ως σεκιούριτι, μου λέει “πολύ ωραίο βιβλίο κρατάτε”. Tότε, με ενθουσιασμό μικρού παιδιού της είπα, “εγώ το έχω γράψει”. Αυτά έχουν αξία για μένα. Οχι οι επιτροπές, τυπικές ή άτυπες, των ειδημόνων».

Είναι σίγουρο ότι αυτό που περιέγραψε ο συγγραφέας είναι το ουσιαστικό. Και στον ΄΄Τζίμη στην Κυψέλη΄΄ έχουμε ,επί της ουσίας, ένα λαικό μυθιστόρημα που διαβάζεται εύκολα , με μιά πρωτότυπη υπόθεση που σπάει τα κλισέ αυτού που οι ΄΄ειδικοί΄΄ αποκαλούν ΄΄ποιότητα΄΄, όπου ,συνήθως, ΄΄ποιότητα΄΄ αποκαλείται ότι δεν γίνεται εύκολα κατανοητό, αποδεικνύοντας ότι δεν χρειάζεται να είναι κανείς νεφελώδης για να είναι ποιοτικός. Ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου του, ο Τζίμης, είναι ένας σημερινός κάτοικος της Κυψέλης, κοντά στα 60, που έχει ζήσει καλά στη ζωή του, κυρίως, και δεν έχει τρομερά και φοβερά συμπλέγματα με το προσωπικό παρελθόν του. Εχει κληρονομήσει ένα θέατρο στην Κυψέλη, όπου επί τρείς δεκαετίες ανεβαίνουν έργα τρίτης εθνικής, και μέσα στην πανδημία αποφασίζει να το ανακαινήσει και να ανεβάσει ένα έργο, μιά παράσταση για την οποία θα μιλάει όλος ο κόσμος, και οι ανταγωνιστές του θα αναγκαστούν να τον πάρουν στα σοβαρά. Αυτό είναι και το μόνο απωθυμένο του. Και όπως λέει για τον ήρωά του και ο ίδιος ο συγγραφέας :

«Είναι λίγο συγχυσμένος γιατί είναι μορφωμένος, είναι καλαίσθητος αλλά δεν μπορεί να έχει ένα θέατρο που παίζει βλακείες. Προσπάθησε να το κάνει σοβαρό, αλλά κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά, ούτε τον ίδιο ούτε τη σκηνή του (ούτε καν τον «Μικρό Γρύλο», το ποιοτικό του υπόγειο). Ο χώρος τον θεωρεί παρακατιανό κι αυτό τον ενοχλεί. Πλην όμως το αντέχει αυτό για τρεις δεκαετίες και πλέον! Πότε τον νοιάζει τον Τζίμη και πότε όχι. Οταν το σκέφτεται, στενοχωριέται, όταν το ξεχνάει, είναι όλα καλά, σαν να παθαίνει συναισθηματική αμνησία. Κοντολογίς είναι – όπως όλοι μας, ασφαλώς – βουτηγμένος στις αντιφάσεις του. Το ίδιο ισχύει και με το παρελθόν. Απεχθάνεται τη νοσηρή νοσταλγία, αλλά τον απασχολούν κιόλας τα περασμένα, δεν κάνει χωρίς αυτά». Από την άλλη μεριά, «έχει μια τεράστια ευλογία ο Τζίμης, είναι μικρόχαρος. Είναι σπουδαίο αυτό. Να τρέφεσαι ψυχικά με τις μικρές χαρές της ζωής σου. Είναι ένας μικρός θεός (του δωδεκάθεου) που του αρέσει, που γουστάρει το καθετί. Ομως, αδυνατεί να καταλάβει τι ακριβώς συντελείται γύρω του, έχει μια υστέρηση να αντιληφθεί πώς αλλάζει ο κόσμος, από τη στάθμη των ηθών μέχρι την επέλαση της ψηφιακής τεχνολογίας. Στο τέλος της αφήγησης, το συνειδητοποιεί αυτό. Κι εγώ είμαι μικρόχαρος σαν τον Τζίμη. Κάθε μέρα βρίσκω κάτι μικρό να μου δώσει χαρά. Κι αν δεν βρω, ας πούμε, έχω μια σταθερή εναλλακτική, τα βράδια, πριν πέσω για ύπνο, όταν νανουρίζω τον εαυτό μου με ιστορίες που πλάθω εκείνη την ώρα. Σημειώσεις δεν κρατώ. Αν κάτι έχει αξία, δεν είναι φύρα απλώς, θα επανέλθει μόνο του».

Ο Τζίμης της Κυψέλης είναι μέρος μιας ανθρωπογεωγραφίας που σιγά-σιγά, χωρίς να το καταλαβαίνει ο ίδιος, γίνεται παρελθόν. Είναι γέννημα – θρέμμα μιας Κυψέλης που, όπως την γνωρίζαμε, χάνεται.΄΄Είναι το ρέκβιεμ όσων ανεπαισθήτως μένουν πίσω, σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία. Η επί του φοβερού βήματος απολογία ενός καλού ανθρώπου που απλώς τον ξεπερνάει η εποχή΄΄.

Ο ίδιος ο συγγραφέας αποκωδικοποιεί τα πράγματα :

΄΄Ο Ανθρωπος της Κυψέλης θα έχει οριστικά εκλείψει. Ποιός; Μιλάω για έναν ανθρωπολογικό τύπο, για έναν χαρακτήρα ο οποίος πλάστηκε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, κατα τη διαρκέστερη περίοδο ειρήνης και ευημερίας που έχει γνωρίσει η Δύση. Τον ονομάζω ΄΄Ανθρωπο της Κυψέλης΄΄, μα συναντάται ασφαλώς και σε άλλες γειτονιές της Αθήνας. Και σε άλλες πόλεις της Ελλάδας. Και σε άλλες χώρες της νότιας κυρίως Ευρώπης, ίσως και της Λατινικής Αμερικής.

Είναι ο νοικοκύρης-και η νοικοκυρά, εννοείται- αναφερόμαστε όμως σε μια πατριαρχική κοινωνία - που κυριάρχησε στο άστυ. Στάθηκε συνεπώς ο στυλοβάτης του έθνους.

Αυτόχθων ή μεταφυτευμένος από το χωριό του σε νεαρότατη ηλικία. Επιστήμονας-πτυχιούχος, για να μην τον κολακεύω, κάποιου πανεπιστημίου ή ανώτερης σχολής. ΄Η ακόμα και μάστορας, ηλεκτρολόγος, ξυλουργός που έχει λουστράρει πρίν από τα έπιπλα τον εαυτό του. Υπάλληλος στο ευρύτερο δημόσιο, από κλιτήρας μέχρι διευθυντής υπουργείου. ΄Η στον ιδιωτικό τομέα, σε εταιρεία εξαρτημένη από τη φορολογική επιείκια του κράτους. Επιχειρηματίας. ΄Ητοι μεταπράτης, μικρέμπορος, νταραβεριτζής τοπικού βεληνεκούς. Μέχρι και καλλιτέχνης, αγαστά ενταγμένος στο σύστημα ως χαριτωμένη ανορθογραφία, ως τρομερό του παιδί.

Ιδεολογικά ένα υβρίδιο. Ενας τραγέλαφος ορθότερα. Δεξιός με κοινωνικές ευαισθησίες. Αριστερός με εθνικιστικές εξάρσεις. Κεντρώος που αλληθωρίζει ηδονικά, στα λόγια, προς τον εξτρεμισμό. Δηλώνει, αισθάνεται, χριστιανός, μα ο τρόπος που θρησκεύεται είναι ολότελα παγανιστικός. Ομνύει στην οικογένεια, θύει όμως- όποτε του δοθεί η ευκαιρία – στην πολυγαμία.

Καμαρώνει κυρίως για την περιουσία του, που την πιστεύει ακράδαντα ως προιόν του σκληρού του μόχθου, ποτέ των ευνοικών περιστάσεων. Εκατό τετραγωνικά στον τρίτο όροφο. Πόσω δε μάλλον εκατόν είκοσι στον έκτο. Χίλια διακόσια αυτοκινούμενα κυβικά. Εξοχικό σε κατουρλίδικη παραλία, κοντά στα πατρογονικά του. Πόση υπαρξιακή ικανοποίηση του δίνουν! Τι αίσθηση επιτυχίας! Αν έχει και τη δυνατότητα-που την έχει-να κλείνει ένα τραπέζι στα μπουζούκια. Στην ταβέρνα έστω, τότε νιώθει βασιλιάς του κόσμου όλου. Σπανίως η ευτυχία εξασφαλίστηκε τόσο φτηνά΄΄.

Αυτός είναι ο Τζίμης στην Κυψέλη, και σαν αυτόν είμαστε οι περισσότεροι. Ιδιες συνθήκες-ίδια αποτελέσματα. Μόνο που σήμερα πιά οι συνθήκες αλλάζουν σταθερά και πιό γρήγορα από ότι φανταζόμασταν. Ο ανθρώπινος αυτός τύπος σιγά σιγά παύει να υπάρχει ή τουλάχιστον να είναι το κυρίαρχο ρεύμα. Αλλοι ανθρώπινοι τύποι έχουν προβάλει ,που σκέφτονται και πράττουν διαφορετικά. Το κυρίαρχο ρεύμα είναι , τώρα πιά, η θεματολογία της τηλεοπτικής πραγματικότητας.

΄΄Δεν έχεις αντιληφθεί που ζούμε! Σε έναν κόσμο αυτολύπησης. Δες τις ταινίες που σπάνε ταμεία, τα βιβλία που γίνονται ανάρπαστα. Ποιούς έχουν για ήρωες; Κάποιους οι οποίοι κακοποιήθηκαν, βιάστηκαν, εξευτελίστηκαν, τράβηξαν του λιναριού τα βάσανα. Οι άνθρωποι δεν καμαρώνουν πλέον για ό,τι κατάφεραν. Επαίρονται για ό,τι έπαθαν. Οπως στους βίους αγίων, που φρίττεις να διαβάζεις πώς τρύπησαν τον έναν με αμέτρητα βέλη, πώς παλούκωσαν την άλλη. Οίκτος και οργή, ιδού η συνταγή επιτυχίας στην εποχή μας! Το να περνιέσαι για θύμα σου ανοίγει όλους τους δρόμους. Εσύ, Τζίμη, το διαβάζω στα μάτια σου, δεν είσαι ούτε θύτης,ούτε θύμα. Δεν έβλαψες ποτέ συνειδητά κανέναν. Και όσους σε έβλαψαν δεν καταδέχτηκες να τους μισήσεις. Στέκεις υπεράνω. Αποτελείς χτυπητή παραφωνία. Ασυγχώρητη. Σε έβλεπα χθές στην τηλεόραση με το ωραίο σου κοστούμι, με το αγέρωχο ύφος σου. Μπορεί να σε είχε πάρει ο παρουσιαστής παραμάζωμα, εσύ όμως εξακολουθούσες να δείχνεις ένας τύπος χορτάτος. Κιμπάρης ακόμα και στην πτώση του΄΄.

Ο Χρήστος Χωμενίδης έγραψε ένα μυθιστόρημα κόντρα στο ρεύμα, κόντρα στις συνταγές και στα κλισέ που κυριαρχούν στην σημερινή ελληνική λογοτεχνία. Και όχι μόνο στη λογοτεχνία, αλλά γενικότερα στην σημερινή ελληνική κοινωνία. Μιά σύντομη ματιά στις εκπομπές της ελληνικής ιδιωτικής τηλεόρασης, εδώ και πολλά χρόνια, και στη θεματολογία της, είναι αρκετή για να μας πείσει. Κάθε τι διαφορετικό στοχοποιείται. Τα ίδια και χειρότερα συμβαίνουν στα social media, εκεί που καταβαραθρώνεται ο ήρωας του βιβλίου. Κάθε τι που είναι διαφορετικό στοχοποιείται.

΄΄-Κατέχετε από φέισμπουκ, τουίτερ και τα ρέστα;

-Παιχνιδάκια μου φαίνονται για χασομέρηδες.

-Απ’ τη μεριά σας δεν έχετε άδικο. Πρόκειται-αλίμονο- για δισεκατομμύρια χασομέρηδες. Ξέρετε πόσο χρόνο περνάνε καθημερινά στα σόσιαλ μίντια; Δύο ώρες και είκοσι δύο λεπτά κατά μέσο όρο. Εξόν από το να καυλαντίζουν και να ναρκισεύονται, εκφράζουν μέρα νύχτα γνώμη για τα πάντα. Διαμορφώνουν τάσεις, μόδες, μέχρι κυβερνήσεις ανεβοκατεβάζουν. Εχετε ακούσει τη λέξη ΄΄ινφλουένσερ΄΄;

-Οχι.

-Εκείνο που απολαμβάνουν περισσότερο τα διαδικτυωμένα πλήθη είναι να βάζουν κάποιο στόχο και να τον λυντσάρουν. Επειδή κάτι είπε, που πρόσβαλε τα ήθη τους΄΄.

Αυτός είναι ο θαυμαστός νέος κόσμος που ζούμε και άτομα σαν τον Τζίμη της Κυψέλης και σαν αυτούς που είναι σαν κι αυτόν, μάλλον δεν έχουν θέση σε αυτόν τον καινούργιο κόσμο. Ξεπεράστηκαν.

Ο Χρήστος Χωμενίδης χρησιμοποιεί ,ουσιαστικά, δύο αφηγήσεις. Η μία,σε πρώτο πρόσωπο, είναι η αφήγηση του κεντρικού του ήρωα, ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα. Η δεύτερη αφήγηση, σε τρίτο πρόσωπο, είναι ο τρόπος που βλέπει τα πράγματα η σημερινή πραγματικότητα. Αυτή που καθορίζει τελικά τα πράγματα στην εποχή μας.

Σε μιά πρόσφατη συνέντευξη που έδωσε, στον Μάνο Λειβαδάρο, μετά την βράβευσή του, είπε ανάμεσα σε άλλα και τα εξής:

΄΄Υπάρχει ένας κίνδυνος να κομπλάρεις. Να νιώθεις στο εξής όποτε κάθεσαι στο πληκτρολόγιο τα βλέμματα όλου του κόσμου καρφωμένα επάνω σου. Πως περιμένουν από εσένα κάτι αντάξιο του βιβλίου σου που βραβεύτηκε. Επί είκοσι χρόνια, ξέρετε, προσπαθούσα να ανατρέψω την εντύπωση πως το «Σοφό Παιδί», το πρώτο μυθιστόρημά μου, ήταν ό,τι καλύτερο θα μπορούσα να γράψω. Ότι δεν θα το ξεπερνούσα ποτέ. «”Η Φωνή”» τούς έλεγα «είναι πιο αστεία και πιο σπαρακτική! Τα “Λόγια Φτερά” είναι πιο πρωτότυπα!» Ακόμα το πιστεύω. Έπρεπε όμως να έρθει η «Νίκη», το 2014… Υποψιάζομαι και ελπίζω ότι προς τα δυσμάς του βίου μου -σε είκοσι; σε τριάντα χρόνια;- θα γράψω κάποιο άλλο βιβλίο, το οποίο θα με συνοδεύσει ένδοξα μέχρι τον τάφο΄΄.Ο Χρήστος Χωμενίδης εμπνέεται από την Κυψέλη του σήμερα στο νέο του βιβλίο

ΤΟ OGDOO.GR ΠΡΟΤΕΙΝΕΙ

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Το τραγούδι αλλιώς, στο email σας!

Ενημερωθείτε πρώτοι για τα τελευταία νέα στο χώρο της καλής μουσικής!